Ακούω την ανάσα …
τον αέρα που με λαχτάρα γεμίζει τους δυο σάκους
τη χαρά του οξυγόνου που αρχίζει να ταξιδεύει,
την ευφορία των κυττάρων που γεννιούνται ξανά,
την ανακούφιση της σκέψης που ορθώνεται πιο δυνατή,
την καρδιά που συνεχίζει να κλαίει…
Μέθυσα από την απουσία της φωνής σου.
Άφησα τη σιωπή να με ποτίσει όλα τα δηλητήρια
που της σερβίρουν οι πληγωμένοι.
Χρόνια νηφάλια δεν άντεξα
ήπια λαίμαργα ό,τι μου πρόσφερε
και τώρα χορεύω με τις παραισθήσεις.
Τη φωνή σου, που φόρεσε πανωφόρι η σιωπή
και
ξαφνικά το δωμάτιο γέμισε εικόνες,
με
τους λυγμούς που γέμιζες τα χείλη μου,
με τ΄αναφιλητά, που μαρμάρωναν πάνω στο κορμί μου.
Σ' αναζητάω σαν λυσσασμένη αλκοολική
να πάρω την ευλογημένη δόση,
για να ξαναχαθώ στο σκοτάδι μιας ναρκωμένης ευφορίας,
που πριν χαθεί θα με ταΐσει για λίγο… τόσο λίγο,
από την ευτυχία που πήρε τα προικιά της και έφυγε…
Έταξες νύφη να ντυθώ
και απόμεινα γεροντοκόρη πικραμένη,
με μια αόρατη γάτα στη γυμνή αγκαλιά
να νιαουρίζει ασταμάτητα…
Σιωπή… μου χάρισες την πιο αδίστακτη αδελφή.
Σιωπή…