Συνέντευξη με τον Δημήτρη Δελαρούδη

Ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα φαντασίας μας ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη, όπου τίποτα δεν είναι όπως το ξέρουμε.


Έπειτα από έναν εκκωφαντικό τριγµό στον νυχτερινό ουρανό πάνω από τη Θεσσαλονίκη, µια παράξενη σκοτεινιά αρχίζει να σκεπάζει τις γειτονιές της πόλης σαν έρπουσα οµίχλη, καθώς ακατανόητα, λευκά σχήµατα εµφανίζονται σε δεκάδες σηµεία του αστικού ιστού.

Η Άρτεµη και ο Νάσος θα ξετυλίξουν το κουβάρι του µυστηρίου τη στιγµή που γύρω τους διάφορα µνηµεία και κτήρια αρχίζουν να συµπεριφέρονται αλλόκοτα και ανυποψίαστοι πολίτες οδηγούνται στην τρέλα και τον θάνατο. Ταυτόχρονα, στην άλλη µεριά της πόλης, η Ζωή θα κάνει τα πάντα για να βρει τον χαµένο της πατέρα και να ξεκλειδώσει τα µυστικά της εικοσαετούς εξαφάνισής του.

Οι τρεις τους, µαζί µε τους συµµάχους τους, θα παλέψουν µέχρις εσχάτων ενάντια στις παραστοιχειακές οντότητες και το σκοτάδι που απειλεί να καταστρέψει την πόλη τους, θα δοκιµάσουν τα όρια της αγάπης, της φιλίας και της θυσίας και θα έρθουν αντιµέτωποι µε τη βαναυσότητα της ανθρώπινης φύσης, συνειδητοποιώντας ότι ο µέγιστος αντίπαλος είναι ο ίδιος τους ο εαυτός.

Ο αγώνας των σύγχρονων αυτών µαχητών διασταυρώνεται µε τα µονοπάτια των συγγραφέων φαντασίας Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, Φριτς Λάιµπερ και Κλαρκ Άστον Σµιθ, ψηλαφίζοντας τις παραδόσεις και τις πρακτικές της Νέας Επιστήµης των Πόλεων. Μετά από το στοιχειωµένο αυτό βιβλίο, δεν θα ξαναδείτε ποτέ τις πόλεις µε τα ίδια µάτια…

Μια σκοτεινή αλληγορία, όπου η φιλοσοφία και η υπαρξιακή αναζήτηση συναντούν την αλληλεγγύη και την ελπίδα για ένα φωτεινότερο µέλλον!
 

Ο Δηµήτρης Δελαρούδης είναι ο συγγραφέας των βραβευµένων βιβλίων «Ζωντανός Πυρσός» (Εκδ. Υδροπλάνο, 2021) και «Το Μυστικό Άστρο» (Εκδ. Πηγή, 2020), όπως και της συλλογής διηγηµάτων «Ο Ιός της Βαβέλ» (Εκδ. Λυκόφως, 2017). Γράφοντας Λογοτεχνία του Παράξενου εδώ και είκοσι πέντε χρόνια, έχει αποσπάσει αρκετά βραβεία σε λογοτεχνικούς διαγωνισµούς. Μέχρι σήµερα έχουν δηµοσιευτεί διηγήµατά του σε δώδεκα συλλογικά βιβλία, όπως και σε διάφορα περιοδικά της φανταστικής λογοτεχνίας. Έχει συνεργαστεί µε τις εκδόσεις Αρχέτυπο στο συλλογικό βιβλίο «Φανταστικοί Κόσµοι» και αρθρογραφήσει στο περιοδικό Strange.
Γεννήθηκε το 1972 και ζει µε την οικογένειά του στην πιο στοιχειωµένη πόλη του κόσµου: τη Θεσσαλονίκη.

Διακρίσεις

  • Βραβείο Everly «3ο Καλύτερο Βιβλίο Τρόµου 2021» για το βιβλίο «Ζωντανός Πυρσός»
  • Βραβείο Everly «2ο Καλύτερο Βιβλίο Τρόµου 2020» για το βιβλίο «Το Μυστικό Άστρο»
  • 1ο Βραβείο στον διαγωνισµό «Το Έπος της Φαντασίας II» (Fantasmagoria, 2018)
  • 3ο Βραβείο στον διαγωνισµό «Το Έπος της Φαντασίας Ι» (Fantasmagoria, 2017)
  • 2ο Βραβείο στον διαγωνισµό «Στα Σύνορα του Τρόµου» Εκδ. Άλλωστε, 2016
  • 1ο Βραβείο ΦantastiWords, Φantasticon, 2015
  • 2ο Βραβείο στον διαγωνισµό «Κλειστοί Χώροι» Ars Nocturna, 2014
  • 1ο Βραβείο στον διαγωνισµό Ε.Φ. Graham W. Still, 2001
 
 
 
 

1. Πες μας λίγα λόγια για το καινούριο σου βιβλίο. Πώς το εμπνεύστηκες;

Η ιδέα του Στοιχειωτή σφηνώθηκε στο κεφάλι μου το 2016, όταν θέλησα να ξαναγράψω μια ιδέα που είχα αναπτύξει το 2001. Η ιδέα αφορούσε μια νοητική πόλη, στην οποία υπήρχε πρόσβαση μόνο μέσω των ονείρων. Όταν άρχισα να ξαναγράφω την ιστορία, εντόπισα πολλές δυσκολίες και σκέφτηκα να ξαναδιαβάσω την Κυρά του Σκοταδιού του Φριτς Λάιμπερ, την οποία είχα μελετήσει το 2003. Η ιδέα της καταπιεστικής και αγχωτικής καθημερινότητας στη Θεσσαλονίκη όπου ζούσα, η έννοια της «Μεγαπολεομαντείας» και των «παραδιανοητικών οντοτήτων» που αναφέρει ο Λάιμπερ στο συγκεκριμένο βιβλίο, σε συνδυασμό με την απεριόριστη αγάπη μου για τα γραπτά του Κλαρκ Άστον Σμιθ και τις εκατοντάδες επιστολές του Χ.Φ. Λάβκραφτ, γέννησαν κάτι διαφορετικό στο μυαλό μου. Κάτι εντελώς σύγχρονο, που συμβαδίζει με τη γεμάτη ζόφο εποχή μας.

2. Να σου κάνουν σπόιλερ για το τέλος κάθε βιβλίου όταν ξεκινάς να το διαβάζεις ή να μην μαθαίνεις ποτέ πλήρως τι συνέβη;

Δεν πιστεύω ότι μπορείς να καταστρέψεις μέσω των αποκαλύψεων την αναγνωστική προσδοκία, εκτός αν το μοναδικό ζητούμενο στο βιβλίο είναι η λύση ενός γρίφου και όχι η πνευματική τέρψη. Είναι σχεδόν ακατόρθωτο να εξουδετερώσεις την ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα που αναδύονται από τις σελίδες, ακόμη κι αν φανερώσεις ολόκληρη την πλοκή. Πολλές φορές, όταν σταματώ την ανάγνωση κάποιου βιβλίου, επειδή το βαριέμαι (ή δεν αντέχω το ύφος του συγγραφέα), γνωρίζοντας εξαρχής ότι δεν πρόκειται να φτάσω στο τέλος, ρωτώ κάποιον που το διάβασε να μου πει τι συνέβη τελικά.

3. Θα προτιμούσες να ξεχάσεις την πλοκή του βιβλίου που γράφεις ή τους χαρακτήρες;

Δύσκολη ερώτηση. Παρ’ όλα αυτά, θα απαντήσω: τους χαρακτήρες. Η πλοκή, κατ’ εμέ, είναι πολυτιμότερη, γιατί διοχετεύω το μεγαλύτερο ποσοστό της ενέργειάς μου στη δόμησή της. Αν ξεχάσω τους χαρακτήρες, θα πάω μια βόλτα με το αστικό λεωφορείο, θα βγω σ’ ένα μπαράκι για μπύρες ή ακόμη και για ψώνια στο σούπερ μάρκετ, ώστε να εμπνευστώ από διάφορες φυσιογνωμίες και κατόπιν να χτίσω τους ήρωές μου με βάση (ως συνήθως) τα απωθημένα μου.

4. Ο δολοφόνος να είναι πάντα ο μπάτλερ ή ένας χαρακτήρας που εμφανίστηκε στο τελευταίο κεφάλαιο;

Στην περίπτωση της whodunit λογοτεχνίας, διαφωνώ και στα δύο σκέλη της ερώτησης. Αν είναι πάντα ο μπάτλερ (ή ο μάγειρας, ή ο κηπουρός) όλοι γνωρίζουμε τι να περιμένουμε στο τέλος. Από την άλλη, αν ο δολοφόνος εμφανιζόταν αποκλειστικά στο τελευταίο κεφάλαιο, τότε μιλάμε για μια τεράστια εξαπάτηση σε βάρος του αναγνώστη και δεν θα τιμούσε στο ελάχιστο τον ή την συγγραφέα. Ως φανατικός αναγνώστης της Άγκαθα Κρίστι από τα παιδικά μου χρόνια, έχω εκπαιδευτεί να υποψιάζομαι τους περισσότερους χαρακτήρες (όσο αθώοι κι αν παρουσιάζονται) και να βιώνω ευχάριστη έκπληξη όταν ο δολοφόνος είναι κάποιος που είχα αποκλείσει (δεδομένου ότι ο συγγραφέας παίζει τίμια μαζί μου και δεν μου αποκρύπτει ενοχοποιητικά στοιχεία που, όπως αναφέρατε, θα τα εμφανίσει στο τελευταίο κεφάλαιο).

5. Να είναι όλα τα ονόματα χαρακτήρων κοινότυπα ή εξαιρετικά ιδιαίτερα;

Ανάλογα με την περίπτωση. Όταν μιλάμε για νύχτα και υπόκοσμο θα προτιμούσα υποκοριστικά και παρατσούκλια, όπως Τάκης, Σάκης, Μήτσος, Μαίρη, Χοντρός, Μπέμπα, Γιωργάρας, Ρούλα, Ντόντος κ.λπ. Οι απλοί, καθημερινοί ήρωες της διπλανής πόρτας δεν θα μου άρεσε σε καμία περίπτωση να έχουν ονόματα όπως Αναξαγόρας, Ιπποθόη, Καλλίμαχος, Αμφιτρίτη, Αριστομένης κ.λπ. Τώρα, όταν αναφερόμαστε σε fantasy κόσμους, σίγουρα θα προτιμούσα το Φαζαλενιέλ από το Σούζαν και το Μαζίριεν από το Ρίτσαρντ.

6. Πρωταγωνιστής που είναι υπερβολικά χαρούμενος ή μονόχνοτος;

Ο χαρακτήρας του πρωταγωνιστή εξυπηρετεί την πλοκή που έχω χτίσει. Αν η ιδέα και η πλοκή απαιτούν τέτοιου είδους πρωταγωνιστή, τότε, γιατί όχι; Ας θυμηθούμε όλους εκείνους τους, ακοινώνητους, κατατονικούς και μονομανείς ήρωες του Πόε στα διηγήματα Βερενίκη, Λιγεία, Μορέλα, Οίκος των Άσερ κ.ά. ή αντιθέτως, τους γεμάτους χαρά, Μέρι και Πίπιν του Τόλκιν. Από την άλλη, χάριν ρεαλισμού και του είδους που γράφω (δηλαδή εισβολή και συγχώνευση του φανταστικού στοιχείου σε ρεαλιστικά περιβάλλοντα και κόσμους), πιστεύω ότι στην εποχή μας θα ήταν πιο πειστικός ένας μονόχνοτος χαρακτήρας, παρά κάποιος υπερβολικά χαρούμενος (χωρίς να θέλω να αποκλείσω την ύπαρξη των πραγματικά χαρούμενων ανθρώπων, που σίγουρα ζουν ανάμεσά μας).

7. Παρατραβηγμένη ή κοινότυπη πλοκή;

Η πλοκή πρέπει να μοιάζει κοινότυπη ώσπου να ξεπεταχτούν άξαφνα από μέσα της παρατραβηγμένα στοιχεία! Αστειεύομαι... Και πάλι, θα απαντήσω: ανάλογα με το είδος. Ο χαρακτηρισμός «κοινότυπη» από μόνος του αναγάγει σε κάτι το αρνητικό, το απορριπτέο. Αλλά από την άλλη όμως, πώς μπορούμε να ορίσουμε ως «κοινότυπο» ή ως «παρατραβηγμένο»; Αν γράφεις κοινωνικό ή ρομαντικό μυθιστόρημα, δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιείς μια απλή (στα όρια της βαρετής) πλοκή. Το ίδιο συμβαίνει και στο χώρο του speculative fiction / fantasy. Αν γράφεις φανταστικό, δεν σημαίνει ότι η πλοκή σου πρέπει να είναι «παρατραβηγμένη», εκτός φυσικά κι αν επιθυμείς κάτι τέτοιο, όπως για παράδειγμα, ένας υπερρεαλιστικός κόσμος όπου οι φυσικές δυνάμεις δεν λειτουργούν όπως στο δικό μας σύμπαν, ή οι ήρωες συμπεριφέρονται με διαφορετική λογική από αυτή των ανθρώπων.

8. Να γράφεις από εδώ και πέρα μόνο σε χαρτί ή πληκτρολογώντας με ένα μόνο δάχτυλο;

Αυτή είναι η δυσκολότερη ερώτηση μέχρι στιγμής! Γράφοντας με τυφλό σύστημα από τα δεκαοκτώ μου, είναι αδύνατο να φανταστώ τον εαυτό μου να πληκτρολογεί μόνο με ένα δάχτυλο. Θα μπορούσα να επιλέξω το χαρτί και, γιατί όχι, έναν κονδυλοφόρο με σινική μελάνη και στυπόχαρτο. Είναι μια ρομαντική εικόνα και διαδικασία, αλλά έτσι θα έχανα την πολυτέλεια της μετακίνησης παραγράφων, της ασφαλούς αποθήκευσης σε κάποιο σκληρό δίσκο ή στο διαδίκτυο, της αυτόματης διόρθωσης και τα χίλια ακόμη πλεονεκτήματα που μας προσφέρει ο υπολογιστής. Δεν ξέρω πραγματικά τι να απαντήσω, αλλά τείνω προς το… ένα δάχτυλο.

9. Σειρά βιβλίων με συμμετρία και άσχημα εξώφυλλα ή το αντίθετο;

Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, σίγουρα, αλλά θα προτιμούσα, αν ήμουν παπάς, να φορώ όμορφα ράσα.

10. Να λείπει μία σελίδα από σημαντικό σημείο ή να λείπουν πέντε σελίδες από την αρχή;

Θεέ μου! Τι τρομακτικά διλήμματα είναι αυτά! Μάλλον θα επέλεγα το εύλογο: να λείπουν πέντε σελίδες από την αρχή. Θα μπορούσα ίσως να φανταστώ το κομμάτι που έλλειπε, καθώς μεγάλωσα με ανταλλαγές κόμιξ στο σχολείο. Τα τεύχη ήταν τόσο ταλαιπωρημένα, που τις περισσότερες φορές, μαζί με τα εξώφυλλα, απουσίαζαν και οι πρώτες σελίδες.

11. Να χάσεις τα πρώτα πέντε κεφάλαια του βιβλίου ή όλες τις διορθώσεις;

Τα πρώτα πέντε κεφάλαια. (Βλέπετε, έχω συνηθίσει πια τα εφιαλτικά σας διλήμματα και το παίζω ψύχραιμος…) Αν ένα βιβλίο έχει πενήντα κεφάλαια για παράδειγμα, είναι εύκολο να ξαναγράψεις τα πρώτα πέντε. Οι διορθώσεις όμως, και μάλιστα στην περίπτωση που τις έχει κάνει κάποιος beta reader, είναι εξαιρετικά πολύτιμες.

12. Πώς μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί σου οι αναγνώστες;

Εδώ περίμενα να με ρωτήσετε: με ταχυδρομικό περιστέρι ή με τηλεπάθεια, αλλά δυστυχώς έπεσα έξω. Οι αγαπητοί αναγνώστες μπορούν να με βρουν στο facebook, αναζητώντας το ονοματεπώνυμό μου.