«Λίριο τρέχα, τρέχα να σωθείς» άκουσα τον Γκάμπριελ να μου φωνάζει τρελαμένος.
Με έπιασε από το χέρι και αρχίσαμε να τρέχουμε, δεν ξέραμε προς τα που να πάμε. Παντού γύρω μας ακούγαμε ουρλιαχτά, ο καπνός από τις φωτιές μας τύφλωνε και με έκανε να βήχω.
Γιατί συνέβη αυτό; Τι λάθος κάναμε; Απλοί χωρικοί ήμασταν. Αν ήθελαν να πάρουν λάφυρα, ας τα έπαιρναν από τον άρχοντα, όπως έκαναν. Γιατί επιτέθηκαν στον απλό λαό;
Άκουσα έναν καλπασμό. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα έναν άνδρα να έρχεται καταπάνω μας με το άλογο του. Στο χέρι του κρατούσε σπαθί και το σήκωσε.
Ούρλιαξα.
Θα μας σκότωνε σίγουρα.
Ο Γκάμπριελ με έσπρωξε και βρεθήκαμε και οι δύο στο έδαφος, το σπαθί πέρασε ξυστά πάνω από τα κεφάλια μας.
«Είσαι καλά;» με ρώτησε με αγωνία.
«Τι θα κάνουμε;» τον ρώτησα και αμέσως είδα τον άνδρα που πριν λίγο πήγε να μας σκοτώσει να είναι από πάνω μας.
Πριν προλάβω να μιλήσω άρπαξε τον Γκάμπριελ και του έβαλε ένα μαχαίρι στον λαιμό.
«Μη, σε ικετεύω» του είπα κλαίγοντας.
Ο άνδρας με κοίταξε και χαμογέλασε.
«Όπως θέλεις μικρή μου» μου είπε ειρωνικά και χτύπησε τον Γκάμπριελ στο κεφάλι.
Εκείνος έπεσε λιπόθυμος.
«Γκάμπριελ» είπα.
Ο άνδρας με άρπαξε από τους καρπούς και με σήκωσε.
«Ο φίλος σου θα ζήσει προς το παρόν, ένα χωριατόπαιδο μου χρειάζεται στα κτήματα μου για να δουλεύει και μια όμορφη κοπέλα σαν και σένα πάντα είναι ευχάριστη συντροφιά» μου είπε και χάιδεψε το μάγουλο μου.
«Μην με αγγίζεις αγύρτη» φώναξα.
Τότε ο άνδρας γύρισε προς το μέρος του Γκάμπριελ, έβγαλε το σπαθί από την θήκη του και το σήκωσε για να τον χτυπήσει.
«Όχι» ούρλιαξα και τον έπιασα από το μπράτσο. «Σε παρακαλώ, θα κάνω ότι θέλεις» του είπα.
«Ξύπνα τον, θα έρθετε και οι δύο μαζί μου»
Εγώ έπεσα στα γόνατα και τον ταρακούνησα φωνάζοντας το όνομα του. Εκείνος συνήλθε.
«Σήκω αγόρι. Πλέον εσείς οι δύο είστε ιδιοκτησία μου» είπε ο άνδρας.
Βοήθησα τον Γκάμπριελ να σηκωθεί ο οποίος φαινόταν να ζαλίζεται από το χτύπημα.
«Ντέιβιντ» άκουσα τον άνδρα να λέει σε κάποιον και εκείνος πλησίασε.
«Μάλιστα άρχοντα μου» είπε.
«Πέρασε τους αλυσίδες. Αυτούς τους δύο τους θέλω για μένα»
Ο Ντέιβιντ έκανε αυτό που τον διέταξε. Μας έβαλε αλυσίδες στα χέρια και στα πόδια λες και ήμασταν ζώα και μας οδήγησε μαζί με άλλους κρατούμενους έξω από το χωριό μας.
«Προχωρήστε» μας είπε και ανέβηκε πάνω στο άλογο του.
Με την συνοδεία στρατιωτών ξεκινήσαμε να περπατάμε όλοι μαζί. Όλοι γύρω μας ήταν αλυσοδεμένοι, συγχωριανοί μας που άλλοτε ήταν γελαστοί και πρόσχαροι τώρα τους είχε κυριεύσει η απελπισία και η θλίψη.
Όταν φτάσαμε σε ένα ύψωμα, γύρισα πίσω και έριξα μια ματιά στον τόπο που γεννήθηκα. Είδα τον πολυαγαπημένο μου χωριό να έχει τυλιχτεί στις φλόγες και ήξερα ότι εκεί πίσω βρίσκονταν νεκροί η μητέρα, ο πατέρας μου και ο θείος μου.
Δάκρυα κύλησαν στα μάτια μου και άκουσα την ζεστή φωνή του Γκάμπριελ ο οποίος δεν είχε φύγει από δίπλα μου να μου λέει «κουράγιο»
Γύρισα και τον κοίταξα. Και εκείνος έκλαιγε και αμέσως ένιωσα το αίμα μου να τρέχει πιο γρήγορα στις φλέβες μου και την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.
«Σκυλιά. Να σας κάψει ο Θεός» φώναξα και αμέσως μετάνιωσα αυτό που είπα.
Ποτέ δεν είχα καταραστεί και ούτε τώρα έπρεπε να το κάνω. Ο Θεός δεν καίει ανθρώπους, ούτε εκδικείται. Μόνο οι άνθρωποι το κάνουν αυτό.
«Σκάσε» μου φώναξε ένας στρατιώτης και εγώ σώπασα.
«Είμαι δίπλα σου» άκουσα τον Γκάμπριελ να μου λέει.
Ένιωσα να ζαλίζομαι, όλα σκοτείνιασαν και έπεσα στο έδαφος μισολιπόθυμη.
«Σήκω πάνω κορίτσι και συνέχισε να περπατάς» μου είπε ο Ντέιβιντ που από ότι είχα καταλάβει ήταν αξιωματικός.
Εγώ έκλεισα τα μάτια μου
«Κύριε ελέησε την δούλη σου. Δώσε μου δύναμη να αντέξω» ψίθυρισα, πήρα μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκα.
Συνέχισα να περπατάω και για τελευταία φορά γύρισα και έριξα μια ματιά πίσω μου. Ήθελα να κρατήσω αυτή την εικόνα στο μυαλό μου όσο τραγική και να ήταν. Σε αυτό τον τόπο γεννήθηκα, μεγάλωσα. Έζησα ευτυχισμένη.
Τώρα όμως ήμουν σίγουρη ότι από εδώ και πέρα η ζωή μου θα άλλαζε και ίσως ποτέ ξανά να μην αισθανόμουν ευτυχία.
Με έπιασε από το χέρι και αρχίσαμε να τρέχουμε, δεν ξέραμε προς τα που να πάμε. Παντού γύρω μας ακούγαμε ουρλιαχτά, ο καπνός από τις φωτιές μας τύφλωνε και με έκανε να βήχω.
Γιατί συνέβη αυτό; Τι λάθος κάναμε; Απλοί χωρικοί ήμασταν. Αν ήθελαν να πάρουν λάφυρα, ας τα έπαιρναν από τον άρχοντα, όπως έκαναν. Γιατί επιτέθηκαν στον απλό λαό;
Άκουσα έναν καλπασμό. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα έναν άνδρα να έρχεται καταπάνω μας με το άλογο του. Στο χέρι του κρατούσε σπαθί και το σήκωσε.
Ούρλιαξα.
Θα μας σκότωνε σίγουρα.
Ο Γκάμπριελ με έσπρωξε και βρεθήκαμε και οι δύο στο έδαφος, το σπαθί πέρασε ξυστά πάνω από τα κεφάλια μας.
«Είσαι καλά;» με ρώτησε με αγωνία.
«Τι θα κάνουμε;» τον ρώτησα και αμέσως είδα τον άνδρα που πριν λίγο πήγε να μας σκοτώσει να είναι από πάνω μας.
Πριν προλάβω να μιλήσω άρπαξε τον Γκάμπριελ και του έβαλε ένα μαχαίρι στον λαιμό.
«Μη, σε ικετεύω» του είπα κλαίγοντας.
Ο άνδρας με κοίταξε και χαμογέλασε.
«Όπως θέλεις μικρή μου» μου είπε ειρωνικά και χτύπησε τον Γκάμπριελ στο κεφάλι.
Εκείνος έπεσε λιπόθυμος.
«Γκάμπριελ» είπα.
Ο άνδρας με άρπαξε από τους καρπούς και με σήκωσε.
«Ο φίλος σου θα ζήσει προς το παρόν, ένα χωριατόπαιδο μου χρειάζεται στα κτήματα μου για να δουλεύει και μια όμορφη κοπέλα σαν και σένα πάντα είναι ευχάριστη συντροφιά» μου είπε και χάιδεψε το μάγουλο μου.
«Μην με αγγίζεις αγύρτη» φώναξα.
Τότε ο άνδρας γύρισε προς το μέρος του Γκάμπριελ, έβγαλε το σπαθί από την θήκη του και το σήκωσε για να τον χτυπήσει.
«Όχι» ούρλιαξα και τον έπιασα από το μπράτσο. «Σε παρακαλώ, θα κάνω ότι θέλεις» του είπα.
«Ξύπνα τον, θα έρθετε και οι δύο μαζί μου»
Εγώ έπεσα στα γόνατα και τον ταρακούνησα φωνάζοντας το όνομα του. Εκείνος συνήλθε.
«Σήκω αγόρι. Πλέον εσείς οι δύο είστε ιδιοκτησία μου» είπε ο άνδρας.
Βοήθησα τον Γκάμπριελ να σηκωθεί ο οποίος φαινόταν να ζαλίζεται από το χτύπημα.
«Ντέιβιντ» άκουσα τον άνδρα να λέει σε κάποιον και εκείνος πλησίασε.
«Μάλιστα άρχοντα μου» είπε.
«Πέρασε τους αλυσίδες. Αυτούς τους δύο τους θέλω για μένα»
Ο Ντέιβιντ έκανε αυτό που τον διέταξε. Μας έβαλε αλυσίδες στα χέρια και στα πόδια λες και ήμασταν ζώα και μας οδήγησε μαζί με άλλους κρατούμενους έξω από το χωριό μας.
«Προχωρήστε» μας είπε και ανέβηκε πάνω στο άλογο του.
Με την συνοδεία στρατιωτών ξεκινήσαμε να περπατάμε όλοι μαζί. Όλοι γύρω μας ήταν αλυσοδεμένοι, συγχωριανοί μας που άλλοτε ήταν γελαστοί και πρόσχαροι τώρα τους είχε κυριεύσει η απελπισία και η θλίψη.
Όταν φτάσαμε σε ένα ύψωμα, γύρισα πίσω και έριξα μια ματιά στον τόπο που γεννήθηκα. Είδα τον πολυαγαπημένο μου χωριό να έχει τυλιχτεί στις φλόγες και ήξερα ότι εκεί πίσω βρίσκονταν νεκροί η μητέρα, ο πατέρας μου και ο θείος μου.
Δάκρυα κύλησαν στα μάτια μου και άκουσα την ζεστή φωνή του Γκάμπριελ ο οποίος δεν είχε φύγει από δίπλα μου να μου λέει «κουράγιο»
Γύρισα και τον κοίταξα. Και εκείνος έκλαιγε και αμέσως ένιωσα το αίμα μου να τρέχει πιο γρήγορα στις φλέβες μου και την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.
«Σκυλιά. Να σας κάψει ο Θεός» φώναξα και αμέσως μετάνιωσα αυτό που είπα.
Ποτέ δεν είχα καταραστεί και ούτε τώρα έπρεπε να το κάνω. Ο Θεός δεν καίει ανθρώπους, ούτε εκδικείται. Μόνο οι άνθρωποι το κάνουν αυτό.
«Σκάσε» μου φώναξε ένας στρατιώτης και εγώ σώπασα.
«Είμαι δίπλα σου» άκουσα τον Γκάμπριελ να μου λέει.
Ένιωσα να ζαλίζομαι, όλα σκοτείνιασαν και έπεσα στο έδαφος μισολιπόθυμη.
«Σήκω πάνω κορίτσι και συνέχισε να περπατάς» μου είπε ο Ντέιβιντ που από ότι είχα καταλάβει ήταν αξιωματικός.
Εγώ έκλεισα τα μάτια μου
«Κύριε ελέησε την δούλη σου. Δώσε μου δύναμη να αντέξω» ψίθυρισα, πήρα μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκα.
Συνέχισα να περπατάω και για τελευταία φορά γύρισα και έριξα μια ματιά πίσω μου. Ήθελα να κρατήσω αυτή την εικόνα στο μυαλό μου όσο τραγική και να ήταν. Σε αυτό τον τόπο γεννήθηκα, μεγάλωσα. Έζησα ευτυχισμένη.
Τώρα όμως ήμουν σίγουρη ότι από εδώ και πέρα η ζωή μου θα άλλαζε και ίσως ποτέ ξανά να μην αισθανόμουν ευτυχία.