Στα Χρόνια του Μεσαίωνα (Κεφάλαιο 2_Αναδρομές στο παρελθόν μέρος 1)

Έναν μήνα πριν:


Θυμάμαι ότι όπως κάθε πρωί άκουσα τον κόκορα να λαλεί και άνοιξα σιγά-σιγά τα μάτια μου. Είδα τις πρώτες αχτίνες του ήλιου να μπαίνουν από το παράθυρο μου και να φωτίζουν ελάχιστα την σκοτεινιά του δωματίου μου.

Πέταξα τα σκεπάσματα από πάνω μου και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Τεντώθηκα και πλησίασα το παράθυρο και το άνοιξα.

Ο ήλιος του πρωινού μπήκε στο δωμάτιο μου και το έλουσε στο φως. Ήταν χαρά Θεού έξω η μέρα. Τέλη Απριλίου. Πλέον η άνοιξη είχε μπει και είχε φέρει μαζί της τις μυρωδιές της. Πήρα μια ανάσα και μύρισα το άρωμα των λουλουδιών και ένιωσα το απαλό αεράκι στο πρόσωπο μου.

Θα ήταν μια πολύ όμορφη μέρα σήμερα και γιατί είχε λιακάδα, αλλά και γιατί σήμερα θα επέστρεφε ο Γκάμπριελ μετά από τέσσερις μήνες.

Αφού χάζεψα λίγο την θέα από το παράθυρο μου πήγα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη.
Πλέον δεν ήμουν παιδί, το ήξερα και το έβλεπα και στο σώμα μου. Λίγους μήνες πριν είχα κλείσει τα δεκαοχτώ μου χρόνια. Ήμουν μια νεαρή γυναίκα πια.

Άλλες κοπέλες στο χωριό μου στην ηλικία μου είχαν ήδη τουλάχιστον ένα παιδί. Μια ξαδέρφη μου η Έμμα είχε παντρευτεί στα δεκαπέντε της και τώρα στα δεκαοχτώ της είχε δύο παιδιά. Ήξερα ότι πλέον ήμουν και εγώ στην ηλικία να παντρευτώ, να κάνω οικογένεια και το ήθελα πολύ. Ευχόμουν μόνο άνδρας μου να γινόταν κάποιος που θα με αγαπούσε και θα με σέβεται.

Πήρα ένα χτενάκι και άρχισα να χτενίζω τα μαλλιά μου. Ήταν μαύρα ίσια και έφταναν λίγο πιο κάτω από τους ώμους μου. Τα μάτια μου ήταν γαλανά σαν του πατέρα μου και το σώμα μου ήταν αδύνατο αν και πλέον είχε αποκτήσει τις καμπύλες στα κατάλληλα σημεία.

Δεν ξέρω αν ήμουν όμορφη. Οι γονείς μου πάντα με έλεγαν «Πούλια» κάποιες φορές αλλά νομίζω ότι υπερέβαλαν διότι ήμουν η μοναχοκόρη τους και με αγαπούσαν υπερβολικά.

Αφού χτένισα τα μαλλιά μου, έβγαλα την νυχτικιά μου και έβαλα ένα φόρεμα και βγήκα έξω. Είχαμε έναν κουβά με νερό και έριξα στο πρόσωπο μου και όλη η νύστα έφυγε.

Μπήκα ξανά μέσα και είδα την μητέρα μου να έχει βάλει νερό στην κατσαρόλα και να το βράζε

«Καλημέρα Λίριο μου» μου είπε.

«Καλημέρα μητέρα. Ο πατέρας πού έχει πάει να κυνηγήσει έτσι;»

«Ναι, υποσχέθηκε ότι θα φάμε λαγό σήμερα»

Γέλασα

«Αφού το είπε δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχουμε λαγό σήμερα στο τραπέζι μας» είπα

Ήξερα ότι ο πατέρας μου ήταν εξαιρετικός κυνηγός. Ήθελα και εμένα να μου μάθει να κυνηγώ αλλά πάντα μου έλεγε ότι είναι ανδρικές δουλειές αυτές και αναγκαστικά όσο και αν δεν μου άρεσε υπάκουα στο θέλημα του.

«Πήγαινε να φέρεις λίγο νερό από το πηγάδι σε παρακαλώ» μου είπε η μάνα μου.

«Ναι, αμέσως» είπα εύθυμα, πήρα μια στάμνα και βγήκα από το σπίτι.

Το πηγάδι ήταν δίπλα από την εκκλησία του χωριού. Μιας που ήμουν εκεί αποφάσισα να μπω μέσα να ανάψω ένα κεράκι.

Κάθε φορά που έμπαινα αισθανόμουν την ίδια συγκίνηση. Δεν ξέρω αν έφταιγε ο χώρος που ήταν ιερός ή το γεγονός ότι εκεί μέσα είχα μορφωθεί.

Ο ιερέας του χωριού μας ένας καλοσυνάτος άνθρωπος ο πατέρας Ρίτσαρντ είχε μάθει σε όλα τα παιδιά του χωριού να γράφουν και να διαβάζουν ανεξαρτήτως αν ήταν κορίτσια ή αγόρια. Έλεγε πως όλοι οι άνθρωποι είχαμε δικαίωμα στην μόρφωση και εκείνος σαν λειτουργός του Θεού της απέραντης αγάπης και συγχώρεσης είχε την υποχρέωση να μας διδάξει όσα γνώριζε.

Όλοι τον αγαπούσαν στο χωριό.

Ήταν ιερέας, φίλος, αδερφός, γονιός, συμπαραστάτης για τον καθένα ξεχωριστά.

Πήρα ένα κερί και αφού έκανα τον σταυρό μου το άναψα.

«Καλημέρα» άκουσα την εύθυμη φωνή του από πίσω μου.

Γύρισα και τον κοίταξα.

«Καλημέρα πάτερ μου. Τι κάνετε;» τον ρώτησα.

«Δόξα τω Θεώ κόρη μου, καλά είμαι» μου απάντησε και εκείνη την στιγμή μπήκε κάποιος μέσα στον ναό.

Γύρισα να δω ποιος είναι και έμεινα έκπληκτη.

«Γκάμπριελ» είπα

«Γεια σου Λίριο. Πάτερ μου» είπε εκείνος χαμογελώντας.

Έτρεξα να τον αγκαλιάσω.

«Νόμιζα ότι θα ερχόσουν το απόγευμα» του είπα.

«Όχι, όχι. Τελικά γύρισα εχθές το βράδυ»

«Καλώς όρισες παιδί μου» του είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ και με την σειρά του τον αγκάλιασε χτυπώντας τον στην πλάτη.

Όταν ο Γκάμπριελ ήταν μικρός μόλις δύο ετών ο πατέρας του αρρώστησε από πνευμονία και απεβίωσε. Η μητέρα του είχε ήδη πεθάνει στην γέννα και δεν είχε άλλους συγγενείς. Έτσι την φροντίδα του την ανέλαβε ο ιερέας και τον είχε σαν γιο του.

Και για μένα ήταν ο καλύτερος μου φίλος. Μαζί είχαμε τρέξει, είχαμε παίξει ως παιδιά και είχαμε διασκεδάσει και τώρα που εγώ ήμουν δεκαοχτώ και εκείνος είκοσι, ακόμη και τώρα αισθανόμουν το ίδιο δέσιμο όπως όταν ήμασταν μικροί.

Τους τελευταίους τέσσερις μήνες ο πατέρας Ρίτσαρντ τον είχε στείλει στην πόλη να μάθει μια τέχνη, έγινε σιδεράς. Πέρα από γεωργός και κτηνοτρόφος γνώριζε και κάτι παραπάνω για να επιβιώσει. Τώρα όμως είχε γυρίσει, ήταν εδώ και ήμουν πολύ χαρούμενη.

«Χαίρομαι που είσαι εδώ» του είπα.

«Και εγώ. Μου έλειψε το χωριό μου, οι συγχωριανοί μου. Δεν θα μπορούσα να ζήσω στην πόλη»

«Θέλω να μου πεις τα πάντα τι είδες, πως τα πέρασες, όλα» του είπα ανυπόμονα.

«Φυσικά! Κάποια άλλη στιγμή όμως Λίριο»

«Ναι. Πρέπει να φύγω, να πάω νερό στο σπίτι. Καλή σας συνέχεια» είπα χαμογελώντας και βγήκα από την εκκλησία.

Πήγα και πήρα νερό από το πηγάδι και έτρεξα στο σπίτι μου.

Ο πατέρας μου είχε γυρίσει.

«Ο Γκάμπριελ επέστρεψε» είπα χαρούμενη.

«Το ξέραμε ότι θα γυρνούσε σήμερα» μου είπε ο πατέρας μου.

«Ναι πατέρα αλλά πιστεύαμε ότι θα γυρνούσε το απόγευμα. Εκείνος ήρθε όμως εχθές το βράδυ. Χάρηκα που τον είδα»

«Φαίνεται κόρη μου. Λάμπεις ολόκληρη» μου είπε η μητέρα μου.

«Μου είχε λείψει» είπα ντροπαλά.

Ο πατέρας μου έτριψε το πιγούνι του σκεφτικός και σε λίγο καθίσαμε να φάμε.

«Ξέρεις Λίριο, θέλαμε να σου μιλήσουμε» μου είπε σοβαρά.

Ο πατέρας μου ήταν εύθυμος, αλλά υπήρχαν φορές που σοβάρευε απότομα και τότε είχε την απαίτηση να ακούμε όσα είχε να μας πει. Πάντως δεν μπορούσα να τον κατηγορήσω σε τίποτα. Εμένα και την μάνα μου μας λάτρευε και πάντα έδειχνε σεβασμό προς τα πρόσωπα μας. Ήταν έντιμος άνθρωπος και ήμουν περήφανη που ήμουν κόρη του.

«Ναι, πατέρα μου σε ακούω» του είπα και υποψιαζόμουν για το τι ήθελε να μου μιλήσει.

«Δεν είσαι πια παιδί κορίτσι μου. Το ξέρεις αυτό, σωστά; Εγώ και η μητέρα σου θέλουμε το καλύτερο για σένα, να είσαι ευτυχισμένη, να αποκατασταθείς»

«Να παντρευτώ δηλαδή» είπα.

«Ναι Λίριο μου» είπε τρυφερά η μητέρα μου. «Είσαι πια στην κατάλληλη ηλικία»

«Μάλιστα! Και αν δεν θέλω ακόμα;» είπα με σκυμμένο το κεφάλι.

«Συγνώμη;» έκανε ο πατέρας μου με απορία. «Και τι θέλεις να κάνεις σε αυτή την περίοδο της ζωής σου;»

«Να με στείλετε στην πόλη. Να δω κάτι παραπάνω από το χωριό, να δω τον κόσμο, να μάθω νέα πράγματα, να μάθω κάποια τέχνη, ωραίο το μαγείρεμα και το κέντημα, αλλά θέλω να δω και άλλους τόπους, να αποκτήσω εμπειρίες, να μην μείνω όλη μου την ζωή στο ίδιο μέρος όσο και αν το αγαπώ το χωριό μας» είπα με μια ανάσα.

Πρώτη φορά τους μιλούσα για τα όνειρα μου και ήλπιζα να με καταλάβουν.

Με κοίταζαν και οι δύο σιωπηλά.

«Είσαι γυναίκα» μου είπε η μάνα μου.

«Και τι σημαίνει αυτό;» είπα πιο έντονα από όσο έπρεπε. «Ο πατέρας Ρίτσαρντ λέει ότι ανεξάρτητα το φύλο όλοι οι άνθρωποι έχουμε τα ίδια δικαιώματα και πρέπει να παλεύουμε για όσα επιθυμούμε»

«Αυτόν τον παπά όσο και αν τον εκτιμώ υπάρχουν ορισμένες φορές που δεν μου αρέσουν καθόλου οι ιδέες που σου βάζει στο κεφάλι σου» είπε ο πατέρας μου.

«Κακώς. Πρέπει να τον ακούς. Είναι σοφός και δίκαιος άνθρωπος»

«Ναι, αλλά εγώ είμαι ο πατέρας σου και εγώ αποφασίζω»

«Πατέρα, τι λόγια είναι αυτά;»

«Λίριο, η γυναίκα πρέπει να παντρεύεται νωρίς. Πού να σε στείλουμε; Δεν έχουμε κανέναν δικό μας στην πόλη. Ο Γκάμπριελ πήγε μόνος του διότι είναι άνδρας, αλλά εσύ μια κοπέλα πού θα πας μόνη σου; Είναι πολύ επικίνδυνο» είπε η μητέρα μου.

«Δεν το κάνουμε για να σε στενοχωρήσουμε.Ξέρεις ότι πάντα προσπαθούσα να σε καταλάβω και να συμμεριστώ τα πιστεύω σου κοριτσάκι μου, αλλά αυτό που λες δεν γίνεται» μου είπε ο πατέρας μου στοργικά.

«Καταλαβαίνω» είπα.

Ήξερα ότι είχαν δίκιο.

«Και τι μου προτείνετε; Με ζήτησε κάποιος από το χωριό;» ρώτησα.

«Ξέρεις, σκεφτόμασταν ότι το δέσιμο που έχετε εσύ και ο Γκάμπριελ να... μήπως μπορούσε να προκύψει κάτι παραπάνω» είπε η μητέρα μου δισταχτικά.

«Ο Γκάμπριελ και εγώ να παντρευτούμε; Για όνομα του Θεού! Είναι παιδικός μου φίλος. Δεν υπάρχει περίπτωση να τον δω ποτέ διαφορετικά. Δεν μπορώ να τον φανταστώ ως σύζυγο μου» είπα και εννοούσα κάθε μου λέξη.

Για τον Γκάμπριελ αισθανόμουν τρυφερά συναισθήματα, όπως πάντα ήταν ο αδερφός που θα ήθελα να έχω. Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό να έκανα οικογένεια μαζί του.

«Νομίζαμε ότι είχες άλλες ιδέες για εκείνον» είπε ο πατέρας μου.

«Όχι, όχι. Ποτέ»

«Κρίμα τότε! Είναι καλό παλικάρι. Αλλά θα δούμε... Είσαι νέα ακόμα» είπε ο πατέρας μου και ξεφύσησε.

****

Το απόγευμα είχα πάει στο σπίτι της ξαδέρφης μου.

Η Έμμα ήταν πανέμορφη. Δεν μου είχε κάνει καθόλου εντύπωση που παντρεύτηκε από τα δεκαπέντε της. Είχε πράσινα μεγάλα μάτια και κόκκινα σπαστά μαλλιά που έφταναν ως στην μέση της. Οπτασία.

Ο άνδρας της ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερος της, όμως την αγαπούσε πολύ και ήταν ευτυχισμένοι μαζί.

Κρατούσε την πέντε μηνών κόρη της στην αγκαλιά, ενώ ο ενός χρονών γιος της έπαιζε μπροστά μας.

«Κάθε μέρα όλο και ομορφαίνεις» της είπα νιώθοντας ένα τσίμπημα ζήλιας.

«Και εσύ είσαι όμορφη Λίριο. Μάλιστα σου έχω νέα» μου είπε χαμογελώντας και τα πράσινα μάτια της έλαμψαν.

«Ο Τζέιμς μου είπε ότι ο Τζορτζ ενδιαφέρεται για σένα, αλλά φοβάται να έρθει να μιλήσει στους δικούς σου γιατί πιστεύει ότι θα τον απορρίψεις λόγω του Γκάμπριελ»

Έπαθα για δεύτερη φορά σε μια μέρα σοκ.

Αρχικά ο Τζέιμς ήταν ο άνδρας της Έμμας και ο Τζορτζ ήταν ένας πολύ καλός του φίλος τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος μου.

Αλλά γιατί όλοι θεωρούσαν ότι εγώ και ο Γκάμπριελ ήμασταν κάτι παραπάνω από φίλοι;

«Με τον Γκάμπριελ είμαστε μόνο καλοί φίλοι. Δεν τον βλέπω ως κάτι περισσότερο από αδελφό» της είπα.

Η Έμμα με κοίταξε παραξενεμένη.

«Όλο το χωριό πιστεύει ότι είστε ερωτευμένοι» μου είπε. «Φαίνεται άλλωστε»

«Από τι; Το ίδιο μου έλεγαν και οι γονείς μου σήμερα»

«Είστε σχεδόν όλη μέρα μαζί, αγκαλιάζεστε, πηγαίνετε βόλτα στο δάσος. Απορώ πως δεν έχει έρθει ακόμα να σε ζητήσει από τον πατέρα σου»

«Δεν πιστεύω όσα λες. Δεν με αγαπάει, ούτε εγώ αυτόν»

«Εσύ ξέρεις τι νιώθεις, αλλά για εκείνον είσαι σίγουρη;»

Πήγα να μιλήσω, αλλά αμέσως σώπασα.

«Όχι, δεν είμαι σίγουρη» είπα έπειτα.

Αφού συζητήσαμε για λίγη ώρα την χαιρέτησα και έφυγα από το σπίτι της.

Καθώς περπατούσα προς τον δικό μου βρέθηκα μπροστά στον Γκάμπριελ.

«Λίριο, αύριο θέλεις να πάμε μια βόλτα στο δάσος; Να σου πω και τις εμπειρίες από την πόλη;» με ρώτησε.

«Ναι, ας πάμε το πρωί μόλις ανατείλει ο ήλιος» του είπα προσπαθώντας να διώξω από τον νου μου τις συζητήσεις που είχαν γίνει γύρω από το άτομο του.

«Ωραία Λίριο μου. Καληνύχτα!» μου είπε και με φίλησε στο μάγουλο.

Έπειτα απομακρύνθηκε.

Εγώ είχα κοκαλώσει. Άγγιξα με τα δάχτυλα μου το μάγουλο στο οποίο με είχε φιλήσει.

«Μήπως τελικά είχε αισθήματα για μένα και εγώ άθελα μου τα ενίσχυα;» σκέφτηκα.

Έτρεξα προς το σπίτι μου και πήγα να ξαπλώσω.

Όλη η κατάσταση είχε γίνει πολύ περίπλοκη και εγώ ερχόμουν σε δύσκολη θέση. Και το χειρότερο ήταν πως δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω.

****

Εκείνο το πρωί σηκώθηκα νιώθοντας μουδιασμένη. Δεν είχα κοιμηθεί καλά, ήμουν νευρική. Είχα άγχος για το αν τελικά ο Γκάμπριελ ενδιαφερόταν για μένα ή όχι.

Ευχόμουν με όλη μου την ψυχή να με έβλεπε όπως τον έβλεπα και εγώ. Μια καλή φίλη με την οποία είχε περάσει μαζί της ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

Πέρα από αυτό όμως σκεφτόμουν και τα λόγια της Έμμα, ότι ο Τζορτζ ήθελε να με παντρευτεί.

Πώς μεγαλώσαμε τόσο γρήγορα; Έφερα στο νου μου τον εαυτό μου δίπλα στον Τζορτζ και δεν μπορούσα να πω ότι μου φαινόταν άσχημη προοπτική, ούτε βέβαια ήταν και όνειρο ζωής.

Εμένα το όνειρο μου ήταν να δω τον κόσμο, να αποκομίσω γνώσεις, να πάρω και άλλη μόρφωση αλλά αυτά ήταν απατηλές επιθυμίες. Όμως αν τελικά κατέληγα με τον Τζορτζ θα μπορούσα να του μιλήσω για όσα σκέφτομαι και ίσως να μετακομίζαμε στην πόλη, ήταν άξιο παιδί αυτό έπρεπε να του το αναγνωρίσω. Είχε ιδανικά σαν άνθρωπος, σεβόταν τους γύρω του και τις γυναίκες.

Ποιος ήξερε τι θα γινόταν;

Με είχε πιάσει πονοκέφαλος με τόσες πολλές σκέψεις που έρχονταν η μία πίσω από την άλλη.

Ας γινόταν πια ότι ήθελαν οι Ουρανοί.

****

«Λοιπόν, λες να δεχτεί;» ρώτησε ο Γκάμπριελ τον πατέρα Ρίτσαρντ.

«Δεν ξέρω παλικάρι μου. Δεν μπορώ να ξέρω πως νιώθει για σένα»

«Μακάρι! Πρέπει και εκείνη να νιώθει το ίδιο. Δεν γίνεται αλλιώς»

«Πάντως μέχρι να την ρωτήσεις προσπάθησε να μην ενθουσιάζεσαι. Πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο να μην σε αγαπά με τον τρόπο που θέλεις εσύ εννοείται γιατί για το ότι σου έχει αδυναμία δεν χωράει καμία αμφισβήτηση»

«Όχι, πατέρα Ρίτσαρντ. Είναι και εκείνη ερωτευμένη μαζί μου. Αφού συνέχεια αγκαλιαζόμαστε, τέσσερις μήνες που έλειπα συνέχεια σε ρωτούσε αν σου έγραφα. Μου είχε γράψει και εκείνη τρεις φορές. Όλα αυτά είναι σημάδια» είπε γεμάτος χαρά ο Γκάμπριελ.

«Εγώ πάντως σου προτείνω να μην βγάζεις γρήγορα συμπεράσματα» του είπε ο ιερέας κοφτά.

«Αχ, γιατί το κάνεις αυτό; Σε παρακαλώ δεν μπορείς να με ενθαρρύνεις;» ρώτησε αγανακτισμένος ο νεαρός.

«Γιατί δεν θέλω να απογοητευτείς γιε μου. Μπορεί να μην είσαι βιολογικός αλλά εγώ σε μεγάλωσα και ενδιαφέρομαι για εσένα περισσότερο από τον οποιονδήποτε Γκάμπριελ μου» είπε με την στοργή να χρωματίζει την κάθε του λέξη.

«Το ξέρω και αλήθεια και εγώ σε νιώθω για πατέρα μου, αλλά είμαι σίγουρος ότι και εκείνη με αγαπά» είπε ο Γκάμπριελ και χαμογέλασε.

****

Βρισκόμασταν στο δάσος. Ο ήλιος μόλις είχε ξεπροβάλλει πίσω από τα βουνά.

«Λοιπόν, πώς σου φάνηκε η πόλη;» ρώτησα ανυπόμονα θέλοντας να ακούσω τι είχε δει αυτούς τους τέσσερις μήνες ο αδελφικός μου φίλος.

«Ήταν εκπληκτικά! Άλλος κόσμος, άλλη νοοτροπία, άλλοι άνθρωποι διαφορετικοί από εμάς. Η πόλη είναι εκατό φορές πιο μεγάλη από το όμορφο χωριό μας. Οι άνθρωποι φορούν πολυτελή ρούχα, μιλούν κομψά, εκτός από τους ζητιάνους γιατί δεν είναι λίγοι πίστεψε με. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν στους δρόμους φορώντας κουρέλια, ακόμη και μικρά παιδιά που ικετεύουν για ένα κομμάτι ψωμί. Κάθε φορά που τους έβλεπα σπάραζε η καρδιά μου Λίριο μου»

Έφερα την εικόνα στο μυαλό μου και ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν. Ο κόσμος έκρυβε και πολλή δυστυχία, πέρα από την όμορφη πλευρά του.

«Ας μην μιλήσουμε για τα άσχημα σε παρακαλώ. Πες μου είδες τον άρχοντα;» τον ρώτησα ενθουσιασμένη.

«Κάποιες φορές περνούσε με το άλογο του από την πόλη. Δεν έχω δει πιο επιβλητικό άνθρωπο, το βλέμμα του ήταν απόμακρο και περήφανο. Και οι φήμες που λένε ότι είναι δίκαιος ισχύουν. Μια μέρα ένας από τους στρατιώτες του επιτέθηκε σε μια γυναίκα και ο άρχοντας μας επενέβη. Ζήτησε να της απολογηθεί για την αισχρή του πράξη όπως ο ίδιος την χαρακτήρισε και όταν εκείνος αρνήθηκε διέταξε να τον συλλάβουν και τον έριξε στα μπουντρούμια»

«Καταλαβαίνω. Είμαστε τυχερή που έχουμε έναν τέτοιον άνθρωπο για άρχοντα. Εσύ πώς είσαι; Ο άνθρωπος που σε πήρε στην δούλεψη του σου συμπεριφερόταν με σεβασμό;» ρώτησα με αγωνία.

«Ναι, ο σιδεράς που με πήρε ως μαθητευόμενο ήταν ένας πολύ ευγενής άνθρωπος. Έμαθα πολλά δίπλα του σχετικά με αυτή την τέχνη. Μια μέρα μάλιστα χρειάστηκε να πάμε στο κάστρο. Ο ίδιος ο άρχοντας μας είχε ζητήσει να του φτιάξουμε καινούρια σπαθιά. Βλέπεις ο σιδεράς στον οποίο δούλευα ήταν από τους καλύτερους στην πόλη»

«Πώς ήταν το κάστρο;» ρώτησε με περιέργεια.

«Δεν έχω δει παρόμοιο μέρος. Ήταν χτισμένο σε ένα λόφο στην άκρη της πόλης. Απέξω φαινόταν τεράστιο σαν γίγαντες να το είχαν κατασκευάσει και όχι άνθρωποι. Και μέσα δεν μπορείς να φανταστείς πόση ομορφιά υπήρχε. Τα χαλιά προέρχονταν από την Ανατολή, οι πίνακες που διακοσμούσαν τους τοίχους ήταν έργα τέχνης και δεν ξέρω και εγώ πόσα δωμάτια είχε. Χανόσουν εκεί μέσα, σαν λαβύρινθος ήταν»

Καθώς μου περιέγραφε όσα είχε δει τα πράσινα του μάτια έλαμπαν από ενθουσιασμό.

Ο Γκάμπριελ ήταν όμορφος. Με περνούσε μισό κεφάλι σχεδόν και είχε ξανθά μαλλιά και δυνατό κορμί όπως όλα τα αγόρια του χωριού μας.

«Είσαι πολύ τυχερός Γκάμπριελ που είχες την ευκαιρία να φύγεις από το χωριό μας, έστω και για λίγο» του είπα όταν σταμάτησε να μιλάει.

«Δεν σου αρέσει το χωριό μας Λίριο;» με ρώτησε με απορία.

«Το αγαπώ με όλη την δύναμη της ψυχής μου, αλλά θα ήθελα να δω και άλλα μέρη» είπε και σκέφτηκα αν τελικά θα κάνω το όνειρο μου πραγματικότητα.

«Εγώ πάλι θα ήμουν ευτυχισμένος οπουδήποτε, φτάνει να ήσουν και εσύ μαζί μου» τον άκουσα να λέει και σάστισα.

Τον κοίταξα ξαφνιασμένη και τότε έκανε κάτι και έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου. Με φίλησε και εγώ δεν μπορούσα να αντιδράσω.

Εκείνος κατάλαβε ότι είχα παγώσει και σταμάτησε.

«Λίριο, τι συμβαίνει; Γιατί δεν ανταποκρίνεσαι;» με ρώτησε και αισθάνθηκα ότι η φωνή του έσπασε.

«Τι έκανες μόλις τώρα;» τον ρώτησα κοιτάζοντας τον στα μάτια.

«Σε φίλησα. Σε αγαπώ Λίριο. Θέλω να παντρευτούμε» μου είπε μιλώντας απολύτως φυσικά.

«Ορίστε; Όχι, δεν θέλω. Είσαι ο παιδικός μου φίλος. Δεν μπορώ να σε παντρευτώ Γκάμπριελ» είπα σχεδόν φωνάζοντας.

Τελικά με αγαπούσε. Δεν ήθελα να πληγώσω τα αισθήματα του, αλλά έπρεπε να γνωρίζει την αλήθεια.

Εκείνος κατέβασε το κεφάλι.

«Πάντα νόμιζα ότι ήταν αμοιβαίο αυτό που νιώθω» μου είπε.

«Σε αγαπώ αλλά σαν τον αδερφό που δεν είχα ποτέ. Δεν θα μπορούσα να σε δω σαν άντρα, συγνώμη, δεν...»

Έχασα τα λόγια μου, δεν ήξερα τι να πω.

«Μην απολογείσαι. Εγώ φταίω. Εγώ έπλασα σενάρια στο μυαλό μου. Εμένα να με συγχωρείς που σε φίλησα» μου είπε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.

Ένιωσα τα πόδια μου να τρέμουν. Έπιασα το κεφάλι του με τα χέρια μου και το σήκωσα. Κοιταχτήκαμε στα μάτια και είδα πως δάκρυα έτρεχαν από τα δικά του.

«Λυπάμαι» του είπα «Θα βρεις κάποια άλλη πιο καλή από μένα» συμπλήρωσα στην προσπάθεια μου να τον κάνω να νιώσει καλύτερα.

«Πολύ αμφιβάλλω» μου είπε «Αλλά ίσως σταθώ τυχερός»

Αγκαλιαστήκαμε.

Η καρδιά μου είχε ματώσει που τον έκανα να λυπηθεί τόσο, αλλά μου ήταν αδύνατο να γίνω γυναίκα του.

Έπειτα πήραμε τον δρόμο του γυρισμού.

****

Όταν φτάσαμε στο χωριό ο Γκάμπριελ μου έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι και απομακρύνθηκε.

Τον είχα πληγώσει το ήξερα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά.

Κατευθύνθηκα προς το σπίτι μου και όταν άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Πέρα από την μητέρα και τον πατέρα μου είδα και τον Τζορτζ.

Ήξερα πολύ καλά τον λόγο που βρισκόταν εδώ.

«Λίριο κορίτσι μου, έλα κάθισε στο τραπέζι μαζί μας» μου είπε ο πατέρας μου και εγώ υπάκουσα.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησα απλώς για να πω κάτι.

«Ο Τζορτζ ήρθε για σένα» μου είπε η μητέρα συγκινημένη.

Ήταν άξιο παιδί όπως είπα, ήταν λογικό να χαίρεται που με ζήτησε. Ήξερε ότι θα με σεβόταν και ότι θα περνούσα καλά δίπλα του.

«Η Έμμα μου μίλησε, ξέρω για ποιο λόγο βρίσκεται εδώ» είπα με σταθερή φωνή και κοίταξα τον Τζορτζ στα μάτια.

Εκείνος χαμογέλασε.

«Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου; Είσαι πολύ όμορφη και ευγενική κοπέλα, καιρό τώρα όταν σε βλέπω αισθάνομαι πολύ όμορφα. Θα ήθελα να κάνουμε μια νέα αρχή μαζί αν το επιθυμείς και εσύ φυσικά» μου είπε χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω μου.

Εγώ για πρώτη φορά τον παρατήρησα καλύτερα.

Ο Τζορτζ ήταν ψηλός, με περνούσε ένα κεφάλι τουλάχιστον, είχε φαρδιές πλάτες, σώμα γεροδεμένο, μαύρα μαλλιά και πράσινα μάτια τα οποία με κοιτούσαν γεμάτα προσμονή.

«Δέχομαι την πρόταση σου, αλλά θα ήθελα να έχουμε λίγο χρόνο στην διάθεση μας. Ας γίνουν οι αρραβώνες μας και να περιμένουμε λίγο, ενάμισι μήνα να γνωριστούμε λίγο καλύτερα. Λοιπόν, τι γνώμη έχεις;» τον ρώτησα ελπίζοντας να συμφωνήσει.

«Ναι, ναι. Συμφωνώ. Δεν ξέρεις πόσο χαρούμενο με κάνεις Λίριο» μου είπε λάμποντας από χαρά και με έπιασε από τους ώμους.

Οι γονείς μου χαμογέλασαν και ο πατέρας μου χτύπησε από χαρά το χέρι του στο τραπέζι.

«Στον γάμο σας θα κάνουμε το καλύτερο γλέντι που έχει υπάρξει παιδιά μου» είπε γεμάτος ενθουσιασμό.

Εγώ αρκέστηκα να χαμογελάσω.

Η μητέρα μου με αγκάλιασε και έπειτα φίλησε τον Τζορτζ και έπειτα ο Τζορτζ φίλησε το χέρι του πατέρα μου ως ένδειξη σεβασμού και εκείνος τον αγκάλιασε χτυπώντας τον στην πλάτη.

****

Δεν άργησε να μαθευτεί στο χωριό ότι ο Τζορτζ με ζήτησε και ότι σε ενάμισι μήνα θα παντρευόμασταν.

Κανονίσαμε να αρραβωνιαστούμε σε μια εβδομάδα και μετά θα γινόταν το καθιερωμένο φαγοπότι όπως σε κάθε αρραβώνα.

Εκείνη την στιγμή το μόνο που ήθελα ήταν να ηρεμήσει λίγο το μυαλό μου και ήξερα που θα έβρισκα την ηρεμία και την γαλήνη που ζητούσα.

****