Καλοκαιρινές ερωτικές στιγμές, της Αναστασίας Μπρούσα

Η Αντιγόνη μόλις χώρισε. Είχε ανάγκη να ξεφύγει από την άχαρη πραγματικότητα και αποφάσισε να πάει ένα ολιγοήμερο ταξίδι μόνη της. Χρειαζόταν ηρεμία και χαλάρωση. Στη διάρκεια του ταξιδιού με το πλοίο, η όψη της θάλασσας της προκάλεσε μια γλυκιά γαλήνη. Φτάνοντας στο μαγευτικό λιμάνι του νησιού, στάθηκε για λίγο στην προκυμαία, για να αναπνεύσει στο απαλό αεράκι του Αιγαιοπελαγίτικου νησιού.

Πόσο ανάγκη το είχε!

Περπάτησε για λίγο στα σοκάκια και γρήγορα βρέθηκε μπροστά στο ξενοδοχείο που είχε κλείσει το δωμάτιό της. Την υποδέχτηκε η ιδιοκτήτρια προσφέροντάς της έναν δροσερό χυμό, για να ανακουφίσει λίγο τη δίψα της και να καταπολεμήσει τη ζέστη του μεσημεριού.

Το δωμάτιό της είχε το προνόμιο να διαθέτει θέα στην πανέμορφη γαλαζοπράσινη θάλασσα αλλά και στο δασύλλιο της περιοχής. Η Αντιγόνη βγήκε για λίγα λεπτά στο μπαλκόνι και την προσοχή της τράβηξαν τα όμορφα πτηνά του δασυλλίου, ερωδιοί και περιστέρια, που έδειχναν να συνυπάρχουν αρμονικά.

Σκέφτηκε πόσο ωραία θα ήταν αν μπορούσε να το επισκεφτεί.

Κατέβηκε στην υποδοχή και με χαρά άκουσε πως μπορούσε να πάει εκείνη την ώρα για ξενάγηση. Φόρεσε το καπέλο της και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Στην είσοδο την ενημέρωσαν πως ο ξεναγός ήταν διαθέσιμος, για να της δείξει τον χώρο και να την εξυπηρετήσει λύνοντάς της όποιες απορίες θα είχε.

Προχώρησε στον κυρίως χώρο και μπροστά της αντίκρισε έναν ψηλό και όμορφο νεαρό άντρα που της χαμογελούσε. Συνειδητοποίησε γρήγορα πως εκείνος ήταν ο ξεναγός της.

Δε θα είναι πάνω από τριάντα χρόνων, σκέφτηκε η Αντιγόνη.

Στο τελείωμα της ξενάγησης εκείνη ήταν εντυπωσιασμένη απ’ όσα είχε δει στον χώρο αλλά και από τον ίδιο τον ξεναγό. Κι εκείνος όμως έμεινε γοητευμένος από την Αντιγόνη.

Ήταν άλλωστε μια πολύ γοητευτική γυναίκα κοντά στα σαράντα. Ο τρόπος που μιλούσε και ντυνόταν την έκαναν ακόμα πιο εντυπωσιακή.

Έφευγε η Αντιγόνη, όταν ένιωσε κάποιον να την πλησιάζει. Ήταν ο ξεναγός!

«Χαίρω πολύ, Βασίλης!» της είπε χαμογελώντας.

«Αντιγόνη! Κι εγώ χάρηκα για τη γνωριμία» του απάντησε.

«Στο νησί μας μόνη ή με παρέα;»

«Φέτος αποφάσισα να κάνω διακοπές μόνη».

Εκείνος δεν έχασε την ευκαιρία.

«Μια τόσο γοητευτική κυρία θα ήθελε να κάνει παρέα μ’ έναν ταπεινό ξεναγό;» τη ρώτησε.

Η Αντιγόνη γέλασε αυθόρμητα λέγοντας: «Ταπεινός μα και χαριτωμένος».

«Σας ευχαριστώ, ωραία μου κυρία! Να γίνω ο συνοδός σας απόψε;»

Η Αντιγόνη σκέφτηκε... γιατί όχι, μια εφήμερη καλοκαιρινή περιπέτεια. Άλλωστε το ηλιοβασίλεμα έκανε το τοπίο του νησιού να δείχνει ακόμα πιο μαγικό, πιο ρομαντικό, μ’ έναν ουρανό γεμάτο αστέρια.

Του απάντησε: «Ναι, γλυκέ μου ξεναγέ, ας είσαι ο συνοδός μου!»

Το ραντεβού δόθηκε και συναντήθηκαν έξω απ’ το ξενοδοχείο που έμενε εκείνη. Ντυμένοι κι οι δυο στα λευκά, έμοιαζαν σαν φιγούρες που ξεπήδησαν από κάποιο μαγικό κάστρο. Της πρότεινε να πάνε για βαρκάδα κι εκείνη δέχτηκε με ανυπομονησία.

Υπό το φως του φεγγαριού και στο απέραντο γαλάζιο, ο καλοκαιρινός έρωτας έμοιαζε με όνειρο! Ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά!


Σαν ένα ευχάριστο, παραμυθένιο διάλειμμα από την καθημερινότητα. Εκείνος την πήγε σε μια όμορφη ερημική παραλία.
 
Την αγκάλιαζε τόσο παθιασμένα,την πλημμύριζε από παντού έρωτα,σαν να είχε φέρει μαζί του ολόκληρη την θάλασσα...
 
Ο ρομαντισμός ήταν διάχυτος κι ας επρόκειτο για μια περιπέτεια.
 
Το έζησαν τόσο έντονα και οι δύο, που δε θα το λησμονήσουν ποτέ θα τους μείνει αξέχαστο.
Έμειναν όλη τη νύχτα μαζί, χάζευαν ο ένας τον άλλον και γεύονταν τη γλυκύτητα του έρωτα.