Στα Χρόνια του Μεσαίωνα (Κεφάλαιο 6_Η διάσωση της Έμμα μέρος 1)

Ο Άντριου ήξερε πως όταν ο πατέρας Κέβιν τον ειδοποιούσε για να του μιλήσει, ήταν επειδή χρειαζόταν την βοήθεια του για να φυγαδεύσουν κάποιον δύσμοιρο που είχε πιάσει η Ιερά Εξέταση.

Όμως αυτό που του έκανε εντύπωση, είναι ότι όταν βρέθηκαν στο γνωστό στενό που συναντιόντουσαν κάθε φορά δεν ήταν μόνος του. Ήταν ακόμη ένας ιερέας δίπλα του.

«Άρχοντα μου, χαίρομαι που σας βλέπω» είπε ο πατέρας Κέβιν και υποκλίθηκε και αυθόρμητα το ίδιο έκανε και ο άλλος δίπλα του.

«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ο Άντριου δείχνοντας τον πατέρα Ρίτσαρντ.

«Ένας πολύ καλός μου φίλος»

«Και είσαι σίγουρος ότι μπορούμε να τον εμπιστευτούμε;» ρώτησε ο νέος με δυσπιστία.

«Ναι, γιε μου μπορείς να με εμπιστευτείς» του είπε με απλότητα ο πατέρας Ρίτσαρντ.

Του μίλησε με την γνωστή οικειότητα που χρησιμοποιούσε πάντοτε σε όλους, χωρίς τυπικότητες.

Ο Άντριου ξαφνιάστηκε.

«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε.

«Ονομάζομαι Ρίτσαρντ και έχω κάθε λόγο να θέλω να σας βοηθήσω να απελευθερώσετε την Έμμα, την κοκκινομάλλα που συνέβαλε πρόσφατα η Ιερά Εξέταση. Το κορίτσι δούλευε ως υπηρέτρια σας»

«Ναι, είναι αλήθεια. Πώς τα γνωρίζεις εσύ όλα αυτά; Μίλησες με την ίδια και σου τα είπε;»

«Ναι, μίλησα και μαζί της, αλλά την Έμμα την γνωρίζω από την ώρα που γεννήθηκε όπως και την Λίριο και τον Γκάμπριελ που έχετε στην δούλεψη σας. Ήμουν ο ιερέας του χωριού μας πριν...»

Δίστασε να ολοκληρώσει την πρόταση του, φοβούμενος μήπως τον προσβάλλει.

«Πριν ο πατέρας μου το κάψει» ολοκλήρωσε την φράση ο Άντριου βγάζοντας τον από την δύσκολη θέση.

«Ναι»

«Τώρα καταλαβαίνω. Ωραία λοιπόν, συμφωνώ. Θέλω και εγώ να ελευθερωθεί η Έμμα. Η Λίριο έχει στενοχωρηθεί πολύ εξαιτίας όλων όσων συνέβησαν»

Έτσι συζήτησαν πως θα ελευθέρωναν την Έμμα και που θα την πήγαιναν μετά. Ο Άντριου τους πρότεινε να την πάνε στο εξοχικό του που τους άνηκε. Κανείς δεν θα την έψαχνε εκεί και οι άλλοι δύο θεώρησαν ότι ήταν καταπληκτική ιδέα.

«Ωραία, όμως τώρα πρέπει να επιστρέψω στο κάστρο» είπε ο άρχοντας και έφυγε.

Όταν οι δύο ιερείς έμειναν μόνοι ο πατέρας Κέβιν ρώτησε τον φίλο του.

«Γιατί δεν του είπες να πει στον Γκάμπριελ ή στην Λίριο ότι είσαι καλά;»

«Διότι δεν θέλω ακόμη να μάθει κανείς τίποτα για τον σχέδιο μας. Όταν η Έμμα θα είναι ασφαλής θα προσπαθήσω να επικοινωνήσω μαζί τους»

Ο άλλος κούνησε το κεφάλι με κατανόηση.

«Στον πατέρα της το έχεις πει ότι την βρήκες;»

«Όχι, δεν ξέρω αν είναι σωστό να του το πω ακόμη. Ο Έντουαρντ είναι παρορμητικός άνθρωπος. Ίσως κάνει κάποια βιαστική κίνηση και τότε θα έχουν χαθεί όλα»

«Τότε καλύτερα κράτησε το στόμα σου κλειστό, μέχρι να την σώσουμε και μετά πατέρας και κόρη θα ανταμωθούν ξανά»

****

Ένιωθα τόσο παράξενα. Ανάμεικτα συναισθήματα. Από την μία ένιωθα θλίψη για την Έμμα, μου έλειπε ήδη και από την άλλη ήμουν τόσο χαρούμενη για αυτό που συνέβη με τον άρχοντα Άντριου... ή όχι μου είπε να μην τον αποκαλέσω ξανά «άρχοντα». Να τον λέω μόνο με το όνομα του.

Ήταν τρελό! Είχε και εκείνος ενδιαφερθεί για μένα, ήμουν τόσο ευτυχισμένη!

Από τις σκέψεις μου με έβγαλε ο Γκάμπριελ που ήρθε και μου άγγιξε τον ώμο και εγώ έβγαλα μια κραυγή επειδή τρόμαξα. Δεν τον είχα προσέξει.

«Συγνώμη» μου είπε.

«Δεν πειράζει Γκάμπριελ. Τι έγινε;»

Εκείνος με κοίταξε με μάτια που έκρυβαν μεγάλη λύπη και έσκυψε το κεφάλι.

«Σας είδα» μου είπε.

«Δεν σε κατάλαβα» είπα και το εννοούσα.

«Είδα εσένα και τον άρχοντα Άντριου να φιλιέστε»

Εγώ γούρλωσα τα μάτια.

«Το είπες σε κάποιον άλλον;» ρώτησα με αγωνία.

Όχι, Λίριο. Φυσικά και όχι»

«Δεν πρέπει να το μάθει κανείς. Σε παρακαλώ πολύ Γκάμπριελ μου»

«Λίριο, έχεις τον λόγο μου. Δεν χρειάζεται να ταράζεσαι»

«Ωραία!» είπα με ανακούφιση.

«Ήλπιζα ότι τώρα που ο Τζορτζ καλή του ώρα εκεί που είναι, να αναπαύεται η ψυχή του έχει φύγει ότι θα μπορούσες να με προσέξεις»

Του έπιασα τα χέρια.

«Δεν ήμουν ποτέ ερωτευμένη με τον Τζορτζ. Και δεν σε απέρριψα εξαιτίας του. Είσαι σαν αδελφός για μένα. Σου το έχω πει ξανά. Προσπάθησε να το δεχτείς» του είπα τρυφερά.

«Καταλαβαίνω. Θέλω να ξέρεις πάντως ότι χαίρομαι για σένα, και τότε στους αρραβώνες σου ευχόμουν το καλύτερο. Θέλω να είσαι ευτυχισμένη» μου είπε κοιτάζοντας με με αγάπη.

Εγώ τον αγκάλιασα.

«Σε ευχαριστώ Γκάμπριελ» του είπα γεμάτη ευγνωμοσύνη που είχα έναν τόσο καλό φίλο δίπλα μου που ποτέ δεν έβαζε τον εγωισμό πάνω από την ανθρωπιά και τις αρχές του.

****

Η Έμμα βρισκόταν κλεισμένη όταν δύο φρουροί ήρθαν να την πάρουν.

«Ήρθε η ώρα μάγισσα» της είπε ο ένας.

«Τι; Όχι, φύγετε» φώναξε εκείνη, αλλά εκείνοι την τράβηξαν με το ζόρι.

Τότε ένας άνδρας εμφανίστηκε ο οποίος είχε καλυμμένο το πρόσωπο του.

Πλησίασε τους δύο φρουρούς τους έριξε αναίσθητους χωρίς να τους σκοτώσει.

Έπειτα γύρισε προς την Έμμα η οποία ήταν τρομαγμένη.

«Έλα, πάμε» της είπε και την οδήγησε έξω από το φρούριο από μια διαφορετική έξοδο.

Εκεί τους περίμενε ο πατέρας Κέβιν με ένα άλογο.

Η κοπέλα δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα.

«Ποιοι είστε; Γιατί με βοηθάτε;» τους ρώτησε.

«Θα τα μάθεις όλα αλλά όχι τώρα κορίτσι μου» της είπε ο ιερέας.

Ο άνδρας που είχε καλυμμένο το πρόσωπο του την ανέβασε στο άλογο και γρήγορα απομακρύνθηκαν από το φρούριο.

Μπήκε ανάμεσα στα στενά και απέφυγε τον πολύ κόσμο και σε λίγη ώρα είχε βγει από την πόλη. Κατευθύνθηκε προς τους αγρούς και όταν βεβαιώθηκε ότι κανείς δεν τους ακολουθούσε έβγαλε το ύφασμα που κάλυπτε το πρόσωπο του.

«Άρχοντα Άντριου» αναφώνησε η Έμμα έκπληκτη.

«Ναι, εγώ είμαι» της είπε χαμογελώντας.

«Πού πάμε;»

«Στο εξοχικό μου κάστρο. Θα είσαι ασφαλής εκεί. Και σύντομα θα έρθουν να σε βρουν ο πατέρας σου και ο πατέρας Ρίτσαρντ.

«Ορίστε;» έκανε έκπληκτη. «Από πού τους γνωρίζετε;» τον ρώτησε.

Ο Άντριου της εξήγησε και τότε ξεκαθάρισαν όλα.

«Δεν το πιστεύω! Σας ευχαριστώ» είπε εκείνη γεμάτη ευγνωμοσύνη.

«Μην το σκέφτεσαι σε παρακαλώ. Δεν έκανα τίποτα»

****

Ο Άντριου την πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο σπίτι του, της έδωσε τοπ κλειδί και επέστρεψε σαν αστραπή στην πόλη.

Ενημέρωσε τον πατέρα Κέβιν ότι η κοπέλα ήταν καλά και εκείνος ενημέρωσε με την σειρά του τον πατέρα Ρίτσαρντ ότι όλα είχαν πάει κατ' ευχήν.

Εκείνος με την σειρά του επέστρεψε στο πανδοχείο που έμενε μαζί με τον Έντουαρντ από την ώρα που έφτασαν στο Άσλιρντ.

«Έντουαρντ έχω να σου πω πολύ ευχάριστα νέα» του είπε λάμποντας από χαρά.

«Τι συνέβη;» ρώτησε με απορία εκείνος.

Και τότε ο ιερέας του διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια ότι είχε συμβεί και ο Έντουαρντ τον κοίταζε μην μπορώντας να πιστέψει στα αυτιά του.

«Θεέ μου! Η Έμμα μου, τι πήγε να πάθει; Θέλω να γνωρίσω τον άρχοντα Άντριου και να τον ευχαριστήσω προσωπικά για το καλό που έκανε»

«Θα έχεις την ευκαιρία. Ωστόσο ας πάμε να βρούμε την κόρη σου τώρα. Ο Άντριου μου εξήγησε πως να πάμε στο σπίτι του»

«Εντάξει, ναι. Θα δω το κοριτσάκι μου επιτέλους!» είπε ο Έντουαρντ με δάκρυα χαράς.

****

Αν και δυσκολεύτηκαν μπόρεσαν και βρήκαν το εξοχικό και χτύπησαν την πόρτα. Η νεαρή κοκκινομάλλα τους άνοιξε.

Έπεσε στην αγκαλιά του πατέρα της κλαίγοντας.

«Πατέρα μου» είπε κλαίγοντας.

«Δεν ξέρεις πόσο μου έλειψες! Όλη μέρα και νύχτα εσένα σκεφτόμουν» της είπε.

«Μην ανησυχείς! Τώρα είμαστε εδώ, μαζί. Όλα θα πάνε καλά!»

Έπειτα γύρισε προς το μέρος του πατέρα Ρίτσαρντ και τον χαιρέτησε θερμά.

«Σας ευχαριστώ» του είπε.

«Στην πραγματικότητα εγώ δεν έκανα τίποτα, ο άρχοντας Άντριου και ο φίλος μου που είχαμε έρθει μαζί να σε δούμε όταν ήσουν φυλακισμένη σε βοήθησαν»

Τότε η Έμμα θυμήθηκε. Ο ιερέας που τους είχε δώσει το άλογο ήταν ο ίδιος με εκείνον που είχε έρθει μαζί με τον πατέρα Ρίτσαρντ, όταν την είδε για πρώτη φορά στις φυλακές. Ναι, είχε δίκιο. Από την σύγχυση δεν μπόρεσε να τον αναγνωρίσει, αλλά τώρα είχε καταλάβει ποιος ήταν.

«Να 'ναι καλά και οι δύο! Ξέρετε η Λίριο δεν έχασε λεπτό την πίστη της. Ήταν σωστή. Μπορεί να συμβαίνουν τραγικά πράγματα στην ζωή μας, αλλά πάντα θα συμβαίνει κάτι καλό» είπε η Έμμα γεμάτη αισιοδοξία.

Οι δύο άνδρες χαμογέλασαν και ανυπομονούσαν να δουν ξανά τόσο την Λίριο, όσο και τον Γκάμπριελ.