Η Κόρη των Ρόδων (Εξηγήσεις)

«Τρομερόν!» αναφώνησε ο Δημόπουλος, μόλις ο Αλέξανδρος έκανε ξανά μια παύση. «Πώς υπέπεσεν εις τοιούτον ηθικόν ολίσθημα; Οποία αποτελέσματα δύναται άραγε να έχει η ωραιότης του σώματος, όταν της λείπει η φρόνησις!»

«Κι εγώ το ίδιο πίστεψα στην αρχή, για αυτό και ο θυμός μου κι η απογοήτευσή μου έλαβαν τέτοιο μέγεθος... Δεν ήταν έτσι όμως τα πράγματα, η Μυρόπη μου είχε αναγκαστεί να καταφύγει στο αρχαιότερο επάγγελμα για λόγους που την υπερέβαιναν» εξήγησε ο νεαρός δικηγόρος. «Πέρασε ωστόσο η ώρα, αγαπητέ», πρόσθεσε κατόπιν, κυττώντας το εκκρεμές στον τοίχο, «και αναμένω και άλλον πελάτη... Θα μου επιτρέψετε να σας συνεχίσω τη διήγηση της ιστορίας μας σε επόμενη συνάντησή μας...»

«Βεβαίως, Αλέξανδρε παιδί μου! Να σε αποχαιρετήσω λοιπόν... Καλό βράδυ!»

«Καλό βράδυ, κύριε Δημόπουλε... Τα σέβη μου εις την οικογένειάν σας!»

***

Μια βδομάδα είχε περάσει, κι ο Αλέξανδρος ήταν ακόμα θεριό ανήμερο με την αποκάλυψη της Μυρόπης, δεν το χωρούσε ο νους του πως μέχρι χθες σχεδίαζε και ονειρευόταν το μέλλον του με μια γυναίκα που τελικά αποδείχτηκε ότι ξεπουλούσε το κορμί της... «Μια πόρνη, μια πόρνη πολυτελείας κι εγώ θέλησα να την κάνω σύζυγό μου!» έλεγε και ξανάλεγε, κι η απελπισία του μεγάλωνε τόσο που του ’φερνε δάκρυα στα μάτια, δάκρυα που όμως μαλάκωναν σιγά σιγά την ψυχή του,

αλλιώς δε θα μπορούσε να το εξηγήσει το ότι δέχτηκε τελικά να τη συναντήσει, όταν του έστειλε μια συντετριμμένη επιστολή... «Έλα εσύ στην οικία μου, εγώ δε μπορώ να έρθω στη δική σου», ήταν ο μόνος όρος που της έθεσε για τη συνάντησή τους, και λίγες μέρες αργότερα η Μυρόπη χτύπησε το δειλινό την πόρτα του, της άνοιξε κι ένιωσε την καρδιά του να συγκλονίζεται από έρωτα και περισσεύματα οργής...

«Μπορώ να περάσω;» τον ρώτησε, με το κεφάλι κατεβασμένο, κι εκείνος παραμέρισε και την άφησε να μπει.

«Σ' ακούω, Μυρόπη... Τι έχεις να μου πεις;» τη ρώτησε ύστερα, προσπαθώντας να μείνει ψύχραιμος. «Τι εξηγήσεις έχεις να μου δώσεις για αυτό που μου απέκρυπτες; Γιατί το έκανες αυτό στον εαυτό σου, να χαρίζεις την ομορφιά του κορμιού σου σε πολλούς, και μάλιστα επί χρήμασι; Αυτό θέλησες από τη ζωή σου;»

«Αναγκάστηκα, Αλέξανδρε... Θα σ’ τα πω όλα, και σε παρακαλώ να μ’ ακούσεις» απάντησε τελικά η κοπέλα, σμίγοντας και ξεσμίγοντας τα δάχτυλά της, και τον κύτταξε στα μάτια βουρκωμένη. «Σε παρακαλώ...»

«Ωραία... Πες μου λοιπόν, σ’ ακούω...»

«Όπως σου είπε κι η βασίλισσα, κατάγομαι απ’ τη Χίο... Το σόι μου ήταν ναυτικοί, όλοι τους, κι ο πατέρας μου είχε κι αυτός ένα καράβι μεγάλο που ταξίδευε στα πέλαγα, αβύθιστο το νόμιζε, μέχρι που θαλασσοπνίγηκε και τον πήρε μαζί του στον πάτο της θάλασσας, και η μανούλα μου πέθανε κι εκείνη απ’ τον καημό της, μικρό κορίτσι ήμουν ακόμα...»

«Λυπάμαι, ειλικρινά... Είχες όμως τη θεία σου, έτσι δεν είναι;»

«Την είχα, ναι... Μια αγία είναι η θειά μου η Αγγέλα, ο θείος μου όμως... Αυτός φταίει, αυτός...»

«Τι; Τι συνέβη μ’ εκείνον;»

«Σαν ήμουν κοντά δεκαεφτά χρονών, με... με χάλασε... Ήρθε μια νύχτα στο κρεβάτι μου, και... Συγχώρεσέ με, δε μπορώ, πονάω και μόνο στην ανάμνηση...» ψιθύρισε η Μυρόπη, έβγαλε το μαντήλι της και το ’φερε κοντά στα μάτια της. Οι ώμοι της τραντάζονταν, μικρά αναφιλητά ακούγονταν στην εκκωφαντική σιωπή του χώρου, και ο Αλέξανδρος ένιωσε ξαφνικά να σπάει το μέσα του σε χίλια κομμάτια...

«Ένιωθα τόση ντροπή... Στη θεία μου δεν τόλμαγα να πω κουβέντα, τον είχε ψηλά τον άντρα της βλέπεις» κατάφερε να συνεχίσει ωστόσο, σκουπίζοντας τα δάκρυά της. «Εγώ όμως πλέον τον μισούσα, τον μισούσα αφάνταστα, και όταν μετά από κάνα χρόνο πέθανε ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς, χάρηκα, ναι, χάρηκα, σ’ το λέω, θεία δίκη ήταν, είπα μέσα μου, για αυτό που μου ’κανε... Μας άφησε πάντως κάποια περιουσία ο σιχαμένος ο μακαρίτης και στην αρχή τα φέρναμε βόλτα καλά με τη θεία την Αγγέλα, μα εκτός από περιουσία είχε και χρέη, τα λεφτά άρχισαν να σώνονται κι εμείς να πεινάμε... Τότε ήταν που με πήρε η βασίλισσα στο πλάι της για ακόλουθό της, τότε ήταν που άρχισαν να με βλέπουν πλούσιοι άντρες στο παλάτι και να με προσεγγίζουν κρυφά με πονηρούς σκοπούς, ήμουνα κιόλας στα είκοσι, και μου υπόσχονταν γερές αμοιβές εάν τους δεχόμουν στο κρεβάτι μου... Δεν άντεξα, Αλέξανδρε, ντροπή μου και το παραδέχομαι, αλλά εκείνη τη στιγμή είχαμε τόση ανάγκη τα χρήματα, τη θεία μου σκεφτόμουνα, κανέναν άλλον... Είχα πείσει και τον εαυτό μου πως δε μου αξίζει τίποτα καλύτερο, αφού ήμουν χαλασμένη, πως δε θα μπορούσα ποτέ να παντρευτώ αφού είχα χάσει έτσι την παρθενιά μου, και έτσι έπεσα στον βούρκο, κόλλησα εκεί και δε μπορώ να βγω, κανείς δε μπορεί να με τραβήξει, να με σώσει... Συγχώρα με, συγχώρα με και μείνε μακριά μου..."

«Σε συγχωρώ, Μυρόπη... Σε συγχωρώ με όλη μου την καρδιά, τώρα που έμαθα την αλήθεια» της είπε, και με βήματα αργά την πλησίασε. «Όμως μη μου ζητάς να απομακρυνθώ από εσένα, γιατί τώρα που ξέρω ποια είσαι, που ξέρω ότι άθελά σου κατέφυγες στην πορνεία, νιώθω τον έρωτά μου για σένα να με πλημμυρίζει ξανά σαν χείμαρρος... Θέλω να μείνω κοντά σου, να σε κάνω τίμια σύζυγό μου και να σε τραβήξω μια και καλή από τον βόρβορο... Πες μου ότι το θες κι εσύ, μία σου λέξη μόνο φτάνει να σε σώσω...»

Είχε πια φτάσει δίπλα της, το σώμα του ακουμπούσε στο δικό της, τα χέρια του είχαν αγκαλιάσει τη μέση της και η ζεστή του ανάσα τής χάιδευε τον λαιμό. «Αλέξανδρε...» ψέλλισε, ριγώντας ολόκληρη, με μια γλυκιά ανατριχίλα, γύρισε προς το μέρος του και τον έπιασε απ’ τα μπράτσα, «Μυρόπη...» πρόφερε κι εκείνος, έφερε τα χείλη του στα δικά της και τα φίλησε για πρώτη φορά, με αγάπη και με πόθο, τώρα που ήξερε πια ότι δεν τον κορόιδευαν...

«Σ' αγαπώ, Μυρόπη μου...» της ψιθύρισε, κρατώντας την στην αγκαλιά του. «Σ' αγαπώ με όλη μου την καρδιά, θέλω να σε κάνω γυναίκα μου... Πες μου το ναι, παντρέψου με!»

«Ναι! Ναι, θα σε παντρευτώ, Αλέξανδρέ μου... Σ' αγαπώ κι εγώ, και θέλω να ’σαι ο άντρας μου...» τον βεβαίωσε, φωλιάζοντας μέσα σ' αυτήν σαν το μικρό αφτέρουγο πουλάκι, και έπιασαν και φιλήθηκαν ξανά στο στόμα με περισσή λαχτάρα, ενώ μια μπόρα δυνατή ανοιξιάτικη, καθαρτήρια θαρρείς, πήρε να δέρνει έξω την πλάση...