Στα Χρόνια του Μεσαίωνα (Κεφάλαιο 8_Οι Δρυίδες)

Ο Άντριου μπήκε στην τραπεζαρία και βρήκε τον πατέρα του και τον στρατηγό Ντέιβιντ να τον κοιτούν βλοσυρά.

«Με απογοήτευσες» του είπε ο Κλάους.

«Για ποιο πράγμα μιλάς;» τον ρώτησε ο νεαρός.

«Ξέρουμε ότι ελευθερώσατε τους σκλάβους. Προφανώς αυτή η άτιμη η Λίριο για την οποία νοιάζεστε τόσο σας εκμεταλλεύτηκε και σας έπεισε να τους φυγαδεύσετε» είπε ο Ντέιβιντ

«Μην την πιάνεις στο στόμα σου. Εσύ είσαι ο άτιμος» του φώναξε ο Άντριου.

«Βγάλε τον σκασμό» του είπε ο πατέρας του.

«Πατέρα, είχαμε τις διαφορές μας αλλά δεν γίνεται να με προσβάλλεις μπροστά του» είπε εννοώντας τον στρατηγό.

«Και εσύ με πρόσβαλες μπροστά στην κοκκινομάλλα μάγισσα και την ξελογιάστρα που σου πήρε τα μυαλά και βοήθησες να ξεφύγουν. Καταλαβαίνεις ότι βοήθησες κάποια που η εκκλησία θεωρούσε αιρετική; Πρέπει να σε παραδώσω στην Ιερά Εξέταση. Έτσι θα αποδείξω ότι εγώ δεν είχα καμία ανάμειξη σε αυτό»

«Πατέρα, τι λες;»

«Μην με ξαναπείς έτσι. Δεν είσαι γιος μου πια. Ντέιβιντ πήγαινε να βρεις τον ιεροεξεταστή Λίαμ και πες του ότι θα παραδώσω αυτόν που βοήθησε την μάγισσα να το σκάσει. Αμέσως»

«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό» έκανε ο Άντριου σαστισμένος.

«Μπορώ και θα το κάνω. Δεν σημαίνεις τίποτα πια για μένα» είπε με περιφρόνηση ο Κλάους.

«Και να ξέρεις ότι η αγαπημένη σου ήταν αυτή που σε αποκάλυψε. Από εκείνη το έμαθα» είπε ο Ντέιβιντ.

«Η Λίριο;»

«Ναι, και φάνηκε ότι το διασκέδαζε. Περηφανεύτηκε μπροστά μου ότι έκανε τον γιο του άρχοντα του Άσριλντ να την ερωτευτεί και τον έκανε ότι ήθελε. Ήσουν απλά το παιχνιδάκι ενός χωριατοκόριτσου που φάνηκε πιο έξυπνη από σένα» είπε ψέματα ο στρατηγός για να τον πληγώσει.

Ο Άντριου ένιωσε να χάνει την γη κάτω από τα πόδια του. Η Λίριο τον είχε εξαπατήσει.

****

Σύντομα τον συνέλαβαν άνθρωποι της Ιεράς Εξέτασης και τον οδήγησαν στο φρούριο. Τον πέταξαν σε ένα μπουντρούμι με διαταγή του Λίαμ ο οποίος δεν δίστασε να τον περιγελάσει.

«Ξέρεις, δεν θα σε σκοτώσω αμέσως. Θα σε έχω εδώ μέρες, μήνες ίσως και ένα, δύο χρόνια μέχρι να δώσω διαταγή να πεθάνεις. Πρώτη φορά έχω έναν άρχοντα αιχμάλωτο μου, αξίζεις ειδική μεταχείριση» είπε ειρωνικά και γέλασε χαιρέκακα.

Ο Άντριου εκείνη την στιγμή όντας αλυσοδεμένος μέσα στο κρύο μπουντρούμι και ακούγοντας τις ειρωνείες του ιεροεξεταστή ένιωσε ότι κάτι έσπασε μέσα του. Ένιωθε ότι όλη η καλοσύνη του χανόταν.

«Αν θα σε συναντήσω ποτέ ξανά Λίριο, όσο ζω θα σε σκοτώσω» σκέφτηκε κυριευμένος από την θλίψη, τον πόνο και τον θυμό του.

****

Ένιωσα ένα τράνταγμα και πετάχτηκα από το κρεβάτι της καμπίνας.

«Τι έγινε;» ρώτησα.

«Καταιγίδα Λίριο. Γίνεται χαμός έξω» μου είπε η Νάλα που ήταν μαζί μου στη καμπίνα του καραβιού.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι και κοίταξα από το παράθυρο.

«Τι κύματα είναι αυτά;» είπα έκπληκτη.

«Ο Θεός να μας βοηθήσει» μου είπε η Νάλα και έκανε τον σταυρό της.

Ξαφνικά νιώσαμε ακόμη ένα τράνταγμα το οποίο μας έριξε κάτω.

«Κουράγιο, θα περάσει» είπα προσπαθώντας να το πιστέψω και η ίδια.

Τότε άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα και πήγα να ανοίξω. Ήταν ο πατέρας Ρίτσαρντ.

«Κορίτσια μου, είστε καλά;» μας ρώτησε ανήσυχος.

«Προσπαθούμε» είπε η Νάλα.

«Πώς είναι οι υπόλοιποι;» ρώτησα.

«Ο Γκάμπριελ όλο ζαλίζεται και ο θείος σου με την Έμμα έχουν κατατρομάξει, αλλά τους είπα να έχουν πίστη και όλα θα πάνε καλά» είπε ο ιερέας και διέκρινα μια αμφιβολία στην φωνή του.

«Ας ελπίσουμε για το καλύτερο» είπα.

Τότε ένιωσα ένα τεράστιο τράνταγμα από κάτω και χωρίς να το καταλάβω συνειδητοποίησα ότι η καμπίνα είχε γεμίσει νερό.

Το πλοίο βυθιζόταν.

Κοίταξα γύρω μου, αλλά δεν είδα ούτε τον πατέρα Ρίτσαρντ, ούτε την Νάλα και τότε αισθάνθηκα το νερό να με παρασέρνει και όταν μπόρεσα να συνειδητοποιήσω που βρισκόμουν κατάλαβα ότι ήμουν στην θάλασσα.

Αλμυρό νερό μπήκε στο στόμα μου και έβηξα.

Τα κύματα ήταν βουνά γύρω μου, και εκείνη την στιγμή πίστεψα στα αλήθεια ότι είχε έρθει το τέλος μου.

****

Όταν άνοιξα τα μάτια μου έβηξα και νερό βγήκε από το στόμα μου. Με είχε ξεβράσει το κύμα σε μια ακτή.

Ήμουν ζωντανή!

Κοίταξα γύρω μου να δω τους υπόλοιπους.

Λίγα μέτρα πιο μακριά είδα τον πατέρα Ρίτσαρντ.

Σηκώθηκα με δυσκολία και τον πλησίασα. Τον ταρακούνησα και τον είδα να ανοίγει τα μάτια του.

«Είστε καλά;» τον ρώτησα.

«Λίριο, παιδί μου πού είμαστε; Τι συνέβη;» έκανε εκείνος με βλέμμα απλανές.

«Το πλοίο μας βυθίστηκε» του είπα.

«Είναι θαύμα που είμαστε ζωντανοί. Βοήθησε με να σηκωθώ σε παρακαλώ» μου είπε και έτσι έκανα.

Με το που στάθηκε στα πόδια του έριξε μια ματιά γύρω του.

Είδαμε κάποιους ναύτες αναίσθητους στην παραλία.

«Ο Γκάμπριελ, οι υπόλοιποι πού είναι;» μονολόγησα.

«Θα τους βρούμε όλους» μου είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ, αλλά μόλις τελείωσε την φράση του είδαμε κάποιους έφιππους να πλησιάζουν.

«Έλα να κρυφτούμε» μου είπε ο ιερέας και αμέσως με πήρε από το χέρι και με οδήγησε πίσω από τους βράχους.

Οι έφιπποι κατέβηκαν από τα άλογα. Τους είδαμε να βγάζουν τα σπαθιά από την θήκη τους και να σκοτώνουν έναν έναν τους αναίσθητους ανθρώπους που βρίσκονταν κατά μήκος της παραλίας.

«Θεέ μου» είπα.

Κάποια στιγμή ανασήκωσαν κάποιον και μπορέσαμε και είδαμε το πρόσωπο του.

«Ο Γκάμπριελ» είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ.

«Δεν μπορούμε να τους αφήσουμε να του κάνουν κακό» είπα.

Ο πατέρας Ρίτσαρντ πετάχτηκε μπροστά από τα βράχια.

«Μείνετε μακριά από το αγόρι καταραμένοι» φώναξε.

Οι άνδρες γύρισαν προς το μέρος τους. Ένας από αυτούς τον πλησίασε απειλητικά κρατώντας το σπαθί στο χέρι του.

«Θεέ μου, σε παρακαλώ βοήθησε μας» είπα κοιτάζοντας τον ουρανό.

Και τότε σαν ακούστηκε η παράκληση μου γιατί ένα πλήθος από άνδρες ξεπρόβαλαν. Ήταν παράξενοι, φορούσαν λευκά ρούχα σαν χιτώνες και είχαν μακριές γενιάδες . Σε κάποιους έφταναν μέχρι τα γόνατα.

Μόλις οι άνδρες που απειλούσαν τον πατέρα Ρίτσαρντ τους είδαν ανέβηκαν στα άλογα και εξαφανίστηκαν. Έμοιασαν να τρομάζουν βλέποντας τους αλλόκοτους ανθρώπους.

Ο πατέρας Ρίτσαρντ έτρεξε προς τον Γκάμπριελ και το ίδιο έκανα και εγώ.

«Αναπνέει;» ρώτησα γεμάτη αγωνία.

«Ναι» μου απάντησε ο πατέρας Ρίτσαρντ.

Όμως τότε είδαμε ότι ένα κομμάτι ξύλο, είχε καρφωθεί στο στομάχι του, δεν ήταν μεγάλο αλλά η πληγή του φαινόταν άσχημη.

Ο Γκάμπριελ άρχισε να συνέρχεται και βόγκηξε από τον πόνο.

«Κουράγιο, θα γίνεις καλά» του είπε ο παπάς.

«Δεν είστε ασφαλείς εδώ. Ελάτε μαζί μας» είπε ένας από τους παράξενους ανθρώπους.

«Ποιοι είστε εσείς;» ρώτησα. «Μπορείτε να τον βοηθήσετε;»

«Όχι, δεν μπορούν. Μην ζητάς την βοήθεια από αυτούς τους αιρετικούς» είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ.

Πρώτη φορά τον άκουσα να μιλάει έτσι.

«Επειδή έχουμε διαφορετική φιλοσοφία ζωής, δεν σημαίνει ότι δεν αξίζουμε τον σεβασμό σας πάτερ» του είπε ένας.

«Ποιοι είστε τέλος πάντων;» ρώτησα ξανά.

«Είμαστε Δρυίδες» μου απάντησε ο ίδιος που είχε μιλήσει προηγουμένως.

Και τότε κατάλαβα. Οι Δρυίδες ήταν κάτι σαν θρησκεία, σαν φυλή, λάτρευαν κατά κάποιον τρόπο την φύση, είχαν δικά τους τελετουργικά και φημίζονταν για τις θεραπευτικά τους βότανα. Βέβαια για τον Χριστιανισμό δεν ήταν τίποτα παραπάνω από απλοί τσαρλατάνοι οι οποίοι πρόσβαλαν τον Θεό με τις ενέργειες τους.

«Μας είχατε μιλήσει για αυτούς στο χωριό» είπα στον πατέρα Ρίτσαρντ.

«Ναι, ποτέ δεν ήμουν θρησκόληπτος κορίτσι μου, αλλά δεν μπορούμε να τα ανεχόμαστε όλα» μου απάντησε εκείνος.

«Πάντως στην προκειμένη περίπτωση το αγόρι χρειάζεται βοήθεια την οποία εμείς μπορούμε να προσφέρουμε ανιδιοτελώς. Αν τον αφήσετε εδώ θα πεθάνει... η πληγή του είναι σοβαρή»

«Ξέρω και εγώ να θεραπεύω» αντιμίλησε ο πατέρας Ρίτσαρντ.

«Δεν αμφιβάλλω, αλλά εμείς γνωρίζουμε κάτι παραπάνω. Αφήστε μας να βοηθήσουμε. Φαίνεται να νοιάζεστε για το παλικάρι. Δεν θέλετε να ρισκάρετε την ζωή του, σωστά;»

Ο πατέρας Ρίτσαρντ σκέφτηκε και έπειτα γύρισε προς τον Δρυίδη που μας μιλούσε τόση ώρα και μάλλον ήταν ο αρχηγός τους.

«Κάντε ότι μπορείτε» τους είπε.

Εκείνοι τον πήραν στα χέρια τους και άρχισαν να περπατούν και εμείς τους ακολουθήσαμε. Μας οδήγησαν σε ένα χωριό μέσα στο δάσος.

Πήγαν τον Γκάμπριελ σε μια καλύβα και μπήκαμε και εμείς.

Μία γυναίκα άρχισε να κάνει έναν πολτό από βότανα και κάποιοι άλλοι άρχιζαν να μουρμουρίζουν κάποια ακατανόητα λόγια.

Κοίταξα τον πατέρα Ρίτσαρντ και κατάλαβα ότι από το ύφος του δεν συμφωνούσε με όσα γίνονταν και τα κατέκρινε, αλλά είδα επίσης και την αγωνία ξεκάθαρη στο πρόσωπο του. Ήθελε να σωθεί ο Γκάμπριελ.

Κάποια στιγμή ένας άνδρας μας πλησίασε.

«Θα κάνουμε ένα τελετουργικό για να παρακαλέσουμε την Φύση να δώσει ζωή στο αγόρι. Παρακαλώ περάστε έξω» μας είπε.

«Δεν πρόκειται να τον αφήσω μόνο μαζί σας» είπε κοφτά ο πατέρας Ρίτσαρντ.

«Σας παρακαλώ. Ίσως πρέπει να κάνουμε ότι μας λένε» του είπα. «Πρόκειται για το καλό του Γκάμπριελ»

Ο παπάς αγανάκτισε, αλλά τελικά βγήκαμε από την καλύβα.

«Δεν τους εμπιστεύομαι. Χρησιμοποιούν περίεργες δυνάμεις» μου είπε.

«Ίσως να τους έχετε παρεξηγήσει. Προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν»

«Δεν ξέρουμε τι θα ζητήσουν όμως τελικά Λίριο»

Τότε είδαμε την Νάλα, την Έμμα και τον θείο Έντουαρντ να μας πλησιάζουν. Έτρεξα και τους αγκάλιασα.

«Ήμασταν εκεί, όταν έφτασαν οι στρατιώτες, είχαμε κρυφτεί και είδαμε τι έκαναν και έπειτα ήρθαν αυτοί και πήραν τον Γκάμπριελ» μας είπε ο θείος μου.

«Είναι καλά;» ρώτησε ανήσυχη η Νάλα.

«Δεν ξέρουμε ακόμα. Ας ελπίσουμε το καλύτερο» της είπα και της έσφιξα ενθαρρυντικά τα χέρια.

Μετά από λίγη ώρα η γυναίκα που ήταν μέσα στην καλύβα βγήκε χαμογελαστή.

«Ξεπέρασε τον κίνδυνο. Τώρα όμως ξεκουράζεται» μας είπε.

Όλοι ανακουφιστήκαμε.

«Ευχαριστώ» είπε σιγανά ο πατέρας Ρίτσαρντ.

Η γυναίκα έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι και απομακρύνθηκε.

****

Το βράδυ ο Γκάμπριελ συνήλθε και πήγαμε να τον δούμε.

«Πώς νιώθεις;» τον ρώτησε η Νάλα.

«Καλά, χάρη στους παράξενους φίλους που αποκτήσαμε χωρίς να το περιμένουμε» απάντησε ο Γκάμπριελ.

«Να 'ναι καλά που σε βοήθησαν παιδί μου» είπε ο θείος μου.

Ωστόσο ο πατέρας Ρίτσαρντ καθόταν σιωπηλός, αλλά και εκείνος χαιρόταν αφάνταστα που είχε σωθεί ο Γκάμπριελ.

****

Περπατούσα στο χωριό όταν μια νέα γυναίκα γύρω στα τριάντα με πλησίασε.

«Μπορώ να ακούσω την πονεμένη σου καρδιά. Αλλά και εκείνος που αγαπάς πονάει εξαιτίας των ψεμάτων και η καρδιά του έχει στραφεί εναντίον σου» μου είπε.

Την κοίταξα παραξενεμένη.

«Τι εννοείς με όσα είπες;» την ρώτησα.

«Σύντομα θα συναντηθείς ξανά με την αγάπη σου, αλλά δεν θα έχει αγάπη για σένα, παρά μόνο θυμό» συνέχισε να λέει αινιγματικά η γυναίκα και έπειτα έφυγε τρέχοντας.

«Περίμενε» είπα.

Ήμουν σίγουρη ότι τα λόγια της αφορούσαν εμένα και τον Άντριου, αλλά δεν είχα καταλάβει το νόημα τους.

Έμεινα λοιπόν μόνη με ένα κουβάρι σκέψεις και ευχήθηκα ο Άντριου να ήταν καλά.