Η Μαύρη Σκόνη: Το σχέδιο (Μέρος Α')

Η ασπρομάλλα καλλονή με το ελαφρώς ηλιοκαμένο δέρμα απολάμβανε τα απανωτά χτυπήματα από το μαστίγιο του σαγηνευτικού παρτενέρ της. Ο άνδρας, τα μαλλιά του οποίου ήταν επίσης κατάλευκα, αρεσκόταν να βασανίζει τις συντρόφους του πάνω στο σεξ - ιδιαίτερα τη συγκεκριμένη. Αυτή η γυναίκα του απέπνεε απέχθεια, αποστροφή... μίσος. Κι όλα αυτά ήθελε να της τα δείχνει και με το παραπάνω. 

Μετά την ταφή της Μάγισσας, αυτό που χρειαζόταν περισσότερο ο Διάβολος ήταν να χαλαρώσει εισπράττοντας ηδονή και προκαλώντας πόνο. Και δε χρειαζόταν την παρουσία του Πόνου για να το κάνει αυτό, παρόλο που κάπου εδώ τριγύρω θα βρισκόταν ο ξανθός σκουρωπός επίλεκτος. 

Όμως, το μεγαλύτερο ελάττωμα του Διαβόλου ήταν ότι φλυαρούσε κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης. Έλεγε πράγματα που έπειτα ευχόταν να μπορούσε, κατά κάποιον τρόπο, να σβήσει από τη μνήμη της ερωμένης του. Αυτό τον καθιστούσε επιπόλαιο για αρχηγό των επίλεκτων, όπως συνήθιζε να λέει η Διαβολική.

Φέρνοντας στο νου του τη δίδυμη αδερφή του, ο Διάβολος άρχισε να μιλάει στη Μισητή για το σχέδιο που είχαν καταστρώσει οι δυο τους. Σχεδόν κανείς από τους επίλεκτους μέχρι τώρα,

δεν είχε καταλάβει πώς στο καλό είχαν κατορθώσει να φέρουν τη Μάγισσα πάνω στη Γη και να την αποδυναμώσουν με τέτοιο τρόπο, ώστε να τη φτάσουν σε σημείο να υπακούσει στις επιδράσεις τους. Κι ο άνδρας που ανεβοκατέβαινε ξέφρενα, θαρρείς και δάμαζε κάποιο άγριο άλογο, φαινόταν πρόθυμος να της εξηγήσει...

Μια βδομάδα νωρίτερα...

Αργά τη νύχτα, τα δυο αδέρφια είχαν κανονίσει μια κρυφή συνάντηση στον κήπο. Η Διαβολική περίμενε ανυπόμονη καθισμένη σταυροπόδι σε ένα από τα πολυάριθμα πέτρινα καθίσματα, ακριβώς κάτω από μια σαπισμένη λεμονιά. Το αέρινο μακρύ φουστάνι της μιμείτο τη φορά του ανέμου κι εκείνη προσπαθούσε να το διατηρήσει στα ίσα του, τραβώντας το προς τα κάτω.

Ο Διάβολος φυσικά, την παρακολουθούσε εδώ και ώρα κρυμμένος πίσω από συστάδες θάμνων με μαραμένα βατόμουρα. Του άρεσε να την αφήνει στην αναμονή, εντείνοντας έτσι την αγωνία της και παίζοντας με τα νεύρα της.

Η Διαβολική, παρόλη την κουτοπονηριά της, δεν άργησε να το καταλάβει αυτό. «Πού είσαι αδερφούλη; Ξέρω ότι βρίσκεσαι κάπου εδώ κοντά και με παρακολουθείς... Εμφανίσου, λοιπόν!». Σαν να τον διέταξε με την, πάντοτε, τσιριχτή φωνή της.

Μερικές απ' τις συστάδες σάλεψαν και τα φύλα τους θρόισαν τραβώντας την προσοχή της γυναικείας εκδοχής του Διαβόλου. «Είσαι τόσο ηλίθια τελικά» είπε ο Διάβολος ξεσκονίζοντας τα μανίκια του σακακιού του. «Και θες να μου γίνεις και αρχηγός!», συνέχισε. «Ε, δεν θα γίνεις λοιπόν...». Την πλησίασε απειλητικά. «Πο-τέ!» είπε φτύνοντας την τελευταία συλλαβή.

«Για να σε δω, λοιπόν, αρχηγέ. Ποιο είναι το λαμπρό σχέδιό σου;» του αντιγύρισε η Διαβολική με ένα ειρωνικό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο ολοστρόγγυλο πρόσωπό της.

«Το σχέδιό μου είναι καλύτερο απ' όσο νομίζεις. Κι αν πετύχει θα ξεφύγουμε όλοι απ' αυτή τη φυλακή». Το χέρι του αμέσως στράφηκε προς το σπίτι τους, τη σκούρα γκρίζα έπαυλη. Ή μήπως τελικά δεν ήταν αυτό το αληθινό τους σπίτι; «Γι' αυτό σκάσε!» είπε έπειτα, γρυλίζοντας.

Η Διαβολική στερέωσε το κεφάλι της στα δυο μπλεγμένα της χέρια, με τους αγκώνες της να βρίσκονται ακουμπισμένοι στο ξύλινο τραπέζι και με ένα βλέμμα που μαρτυρούσε βαριεστημάρα κοίταξε τον Διάβολο στα σταρένια μάτια του, ολόιδια με τα δικά της. «Μμ, έχω αρχίσει και νυστάζω. Γι' αυτό συντόμευε» είπε και τα βλέφαρά της πετάρισαν.

«Ε, βέβαια! Γιατί είχα ξεχάσει πως έχω για αδερφή μου την Ωραία Κοιμωμένη!» φώναξε εκείνος αγανακτισμένος.

«Σε ακούω» είπε η Διαβολική προτρέποντας τον Διάβολο να της αποκαλύψει επιτέλους το σχέδιό του. Ένα σχέδιο ενδυνάμωσης, απελευθέρωσης... όπως της είχε εκμυστηρευτεί νωρίτερα.

***

Την επόμενη κιόλας μέρα, τα δίδυμα βρέθηκαν να ανασκαλεύουν κάτι σκονισμένα μπαούλα στο πατάρι της έπαυλης. Οι υπόλοιποι επίλεκτοι απολάμβαναν και πάλι τον ύπνο τους εκείνη την ώρα, αυτή τη φορά τον μεσημεριανό. Και μιας και εκείνοι βρίσκονταν ακριβώς από πάνω τους, έπρεπε να κάνουν απόλυτη ησυχία. Αν και έτσι κι αλλιώς οι επίλεκτοι, πέραν από τους ίδιους, δε γνώριζαν για την ύπαρξη του μικρού αυτού χώρου αποθήκευσης.

Η Διαβολική έσκυψε κι αφαίρεσε το σκέπασμα από ακόμη ένα μπαούλο, ενώ ο Διάβολος έκανε το ίδιο σε ένα παραδίπλα. Σύννεφα σκόνης «έσκαγαν» στα πρόσωπά τους όσο ξεσκάλιζαν τα αντικείμενα μέσα στις κασέλες.

Στον πρώτο πάτο του μπαούλου της Διαβολικής υπήρχε ένα δερματόδετο μικρό μαύρο τετραδιάκι. Με τρεμάμενη κίνηση το σηκώνει στα χέρια της και το ξεφυλλίζει στα γρήγορα. «Μα, τι ακαταλαβίστικα... Άχρηστο!» Το τετραδιάκι προσγειώθηκε ακριβώς δίπλα στο αριστερό πόδι του αδερφού της.

Εκείνος, που ποτέ δεν του ξέφευγε τίποτα, άρπαξε το τετράδιο και το άνοιξε στην πρώτη του σελίδα. «Αυτό είναι...» ψιθύρισε και τα χείλη του τραβήχτηκαν απότομα σ' ένα πελώριο χαμόγελο.

***

Βαδίζοντας αργά και σταθερά στις μύτες των ποδιών τους, τα δυο αδέρφια βρέθηκαν, μετά από απροσδιόριστο χρόνο, μπροστά απ' τον γνωστό ημιδιαφανή μαύρο καθρέφτη του μεγάλου μπάνιου τους. Μόνο που τότε, πειραματίζονταν μαζί του για πρώτη φορά.

Αφότου ο Διάβολος μετέφρασε τα απαραίτητα ξόρκια του τετραδίου, που με αφέλεια η Διαβολική πέταξε προς το μέρος του, τα δυο αδέρφια δεν σταμάτησαν να τσακώνονται για το ποιος το ανακάλυψε. Κάποια στιγμή, ο θυμός άρχισε να βράζει μέσα τους επικίνδυνα· ήταν έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια. Όλη αυτή η οργή που αισθάνονταν να τους πνίγει ήταν ανεξήγητη και αναίτια.

Τώρα ο Διάβολος μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Πρέπει να τους κρυφάκουγε ο Θυμός! Και ίσως όχι μόνο εκείνος, αν σκεφτεί κανείς πόσοι είναι συνολικά οι επίλεκτοι. Μπορεί να μην ήταν ο μόνος που γυρόφερνε τη δεδομένη στιγμή, όμως ήταν αδιαμφισβήτητα ο πιο θρασύς. Έκανε τα πάντα για να κάνει τον οποιονδήποτε να θυμώσει.

Η Μισητή διέκοψε τη διήγηση του Διαβόλου, θέλοντας να του εκμυστηρευτεί κάτι που θα τον έκανε να μισήσει - αναμενόμενο άλλωστε αυτό. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και έγειρε το κεφάλι της, ευθυγραμμίζοντας το βλέμμα της στο δικό του. Πλησίασε κι άλλο μέχρι που τα χείλη τους έγιναν ένα.

Όταν διέκοψαν το αργό φιλί τους, η Μισητή λίκνισε το γυμνό κορμί της προκαλώντας τον. Ο Διάβολος έκανε να της ορμήσει, όμως η φλογερή γυναίκα τον σταμάτησε, σκεπάζοντας το σώμα της με τα μαύρα σεντόνια.

Ανάβοντας το τελευταίο τσιγάρο που ήταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο δίπλα της, η Μισητή είπε: «Που λες, κάπου τον πήρε το μάτι μου τον Θυμό την ώρα εκείνη. Και μάλιστα χασκογελούσαν μαζί με τον Επικίνδυνο, κοροϊδεύοντάς σε για το "ανόητο", όπως το χαρακτήρισαν, σχέδιό σου. Μάλλον πρέπει να ξαφνιάστηκε αρνητικά που πέτυχε, γι' αυτό σε έδωσε έτσι στεγνά». 

Ο Διάβολος άρπαξε το τσιγάρο από τη Μισητή και ρούφηξε μια βαθιά τζούρα. «Θα τους φτιάξω εγώ και τους δύο όταν έρθει η ώρα. Ειδικά αυτόν τον καριόλη, τον Θυμό!», φώναξε με μάτια που γυάλισαν από μίσος. «Όσο για τους υπόλοιπους, δεν έχουν παρά να υπακούσουν στις διαταγές μου. Αλλιώς... αλλιώς, τους περιμένουν πολύ άσχημες συνέπειες» είπε και φύσηξε τον καπνό σχηματίζοντας δυο κέρατα πάνω απ' το κεφάλι του.

«Εν τέλει, πώς φέρατε την Μάγισσα εδώ;» θέλησε να μάθει η Μισητή.

«Θα σου πω...» είπε αφαιρώντας άγρια τα σκεπάσματα από πάνω της και σκαρφαλώνοντας στο λεπτεπίλεπτο σώμα της.

Ο Διάβολος και η Διαβολική στέκονταν απόλυτα συγκεντρωμένοι μπροστά στο ψηλό κάτοπτρο. Τα βλέμματά τους ήταν στυλωμένα στο μαύρο ημιδιαφανές γυαλί, λες κι ο καθρέφτης τους είχε υπνωτίσει! Μετά το πέρας ολίγων δευτερολέπτων, η Διαβολική τσίμπησε τον Διάβολο ανυπόμονη, με τα μάτια καρφωμένα ακόμη στον καθρέφτη.

Με τρεμάμενα χέρια, ο Διάβολος, σήκωσε το μαύρο τετράδιο στο ύψος των ματιών του, και άρχισε να διαβάζει: «Καλώ της αρχιδαιμόνισες!» είπε με βραχνή φωνή. Ύστερα, καθάρισε τον λαιμό του και συνέχισε με τρόπο έντονο, αποφασιστικό! «Ιουδίθ, Ιουβεναλία, Ιουστίνη, Ιουλιανή!» είπε και τα τέσσερα ονόματα θαρρείς κι ήταν ένα.

Η Διαβολική γύρισε και τον κοίταξε με σηκωμένο το φρύδι και με ύφος που μαρτυρούσε απορία. «Πώς τις είπες;» άφησε την ερώτησή της να αιωρείται.

Ο Διάβολος την αγνοούσε δεόντως, συνεχίζοντας με το υπόλοιπο ξόρκι πάνω από την φωνή της.

Εκείνη σιώπησε, σουφρώνοντας τη μύτη της και σταυρώνοντας τα χέρια της κάτω από το στήθος. Η έκπληξη όμως, δεν άργησε να φανεί στο πρόσωπό της· με μάτια γουρλωμένα και στόμα ορθάνοιχτο η Διαβολική αδυνατούσε να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε! «Θα πεθάνουμε!» ούρλιαξε.

Ένα εκτυφλωτικό κόκκινο φως σκέπασε τον καθρέφτη. Και πίσω από αυτό το φως, εμφανίστηκαν τέσσερις ερυθρές γυναικείες υπάρξεις, με την κόλαση για φόντο! Πύρινες φλόγες δέσποζαν στον χώρο, με τη Μάγισσα στο βάθος να δίνει διαταγές στους κοντούς εργάτες της. Άξαφνα, το χέρι της τεντώθηκε, δείχνοντας προς το μέρος τους!