Η Μαύρη Σκόνη: Το σχέδιο (Μέρος Β')

Το τετράδιο έπεσε από τα χέρια του Διαβόλου, τα οποία τώρα είχαν τυλιχτεί γύρω από την αδερφή του, για να την κρατήσουν σε ηρεμία. «Ηρέμησε, αδερφή μου» προσπάθησε να την καθησυχάσει.

«Μας βλέπει;» αναρωτήθηκε η Διαβολική στη συνέχεια.

«Όχι!», απάντησαν και οι τέσσερις γυναίκες τραγουδιστά.

«Και τότε γιατί μας έδειξε;» ρώτησε με δυσπιστία ο Διάβολος.

«Στην κόλαση υπάρχουν παντού καζάνια. Απλά δίνει εντολές, όπως θα είδατε και από μόνοι σας» εξήγησε η πρώτη γυναίκα στη σειρά.

«Είναι Δεκέμβριος και η αρχόντισσά μας δουλεύει πυρετωδώς με στόχο την καταστροφή των εορτών» συνέχισε η διπλανή από αυτή.

Ο Διάβολος έκανε να σηκώσει το δερματόδετο ημερολόγιο από το πάτωμα. Τα δάχτυλά του ψηλάφισαν τις κιτρινισμένες του σελίδες· φαίνονταν πολυκαιρισμένες. 

«Αυτό που κρατάς έχει πολλά, αλλά παλιά ξόρκια της μέσα. Ξόρκια που δούλευε όταν ήταν ακόμη-» Η τρίτη δαιμόνισα δίστασε να συνεχίσει.

«Άνθρωπος» είπε ο Διάβολος και τα μάτια του στένεψαν.

«Σωστά!» πήρε τον λόγο και η τέταρτη, κάνοντας τις άλλες τρεις να την κοιτάξουν αποδοκιμαστικά. Εκείνη κατέβασε, τότε, το κεφάλι.

«Και μετά αποφάσισε να τα γαμήσει όλα!» γρύλισε ο Διάβολος.

Η Διαβολική του χάιδεψε συμπονετικά τον ώμο, και με τα δυο της χέρια τον αγκάλιασε. Κι έπειτα, στάθηκε σαν κέρβερος δίπλα του. Μπορεί να μην τα πήγαιναν καλά σαν αδέρφια, μπορεί ακόμη να ήθελε να του κλέψει την πολυπόθητη θέση του στην αρχηγία των επίλεκτων, όμως τίποτε από όλα αυτά δεν θα συνέβαινε αν δεν είχε επέμβει η Μάγισσα στις πρόωρα δοσμένες ζωές τους! Και πονούσε... Πονούσε όσο κι εκείνος. Οπότε καταλάβαινε πόσο πολύ είχε ανάγκη την εκπλήρωση αυτού του σχεδίου.

«Ας μην χάνουμε άλλο χρόνο» Ο λόγος επέστρεψε στην πρώτη γυναίκα, της οποίας το πρόσωπο ήταν ανέκφραστο, σοβαρό.

Οι πρώτες στάλες ιδρώτα άρχισαν να τρέχουν από το μέτωπο του Διαβόλου σαν αντίκρισε την κλεψύδρα που κρατούσε η κοπέλα που μόλις είχε μιλήσει. Τα μάτια του αμέσως καρφώθηκαν στο γυάλινο αυτό δοχείο, θαρρείς και μετρούσε την άμμο που έπεφτε προς τα κάτω κόκκο προς κόκκο! «Πόσο χρόνο έχουμε;» φώναξε πανικόβλητος.

Η γυναίκα χαμογέλασε χαιρέκακα, αφήνοντας μερικούς ακόμη κόκκους άμμου να αγγίξουν τον πάτο της κλεψύδρας που με περίσσεια «τρυφερότητα» χάιδευε.

«Μίλα, Ιουδίθ!» κραύγασε ο Διάβολος!

«Είχατε δέκα λεπτά. Τώρα έχετε πέντε» είπε αδιάφορα η Ιουδίθ.

Ο Διάβολος χτύπησε την παλάμη του στο μέτωπό του αγανακτισμένος. «Μας καθυστερήσατε με τις φλυαρίες σας!» είπε με μάτια που γυάλιζαν. «Λοιπόν, ξέρετε τι θέλω εδώ και χρόνια! Γι' αυτό ας κάνουμε επιτέλους το σχέδιό μου πράξη» συνέχισε συνοπτικά.

«Το οποίο είναι;» ρώτησε η δεύτερη κοπέλα, αρπάζοντας την κλεψύδρα από την πρώτη.

«Έι!» διαμαρτυρήθηκε η Ιουδίθ.

«Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, Ιουβεναλία» είπε ο Διάβολος. «Ωραία τα παιχνιδάκια σας, αλλά μέχρι ένα σημείο» τις επέπληξε όλες.

«Τι θες να πεις, Διάβολε;» πετάχτηκε από το πουθενά η Διαβολική.

«Το αυτονόητο. Αυτές οι γυναίκες μας βασανίζουν από την κούνια μας! Από όταν βρεθήκαμε σε αυτόν τον κόσμο απροειδοποίητα! Από τότε που ήμασταν βρέφη. Είναι οι τύραννοί μας!» απάντησε ο Διάβολος αποκαλύπτοντας την αλήθεια, δίχως ίχνος ντροπής. Μια αλήθεια που τον κατέτρωγε χρόνια, όπως και το μίσος του για τη Μάγισσα.

Η Διαβολική φαινόταν μπερδεμένη, αποστασιοποιημένη. Έκανε ένα βήμα πίσω, δείχνοντας σε όλους μέσα στον χώρο πως δεν μπορούσε να διαχειριστεί την αλήθεια. Μια αλήθεια που ήταν μαχαιριά στην καρδιά για εκείνη! Μια αλήθεια που έκανε το μυαλό και το σώμα της να μουδιάσουν. «Μα πώς;» κατάφερε μόνο να πει φοβούμενη μήπως ακούσει κι άλλη από την αλήθεια του αδερφού της.

«Άκουσέ με» είπε η Ιουβεναλία κοιτώντας μόνο τον Διάβολο. «Σου δίνω τον διπλάσιο χρόνο αν συμβιβαστείς με μία και μόνο επιθυμία μας. Και ως αντάλλαγμα θα κάνουμε το όνειρό σου πραγματικότητα. Αφού πρώτα εκπληρώσουμε τον μεγαλύτερο σου εφιάλτη!» συνέχισε αινιγματικά.

«Τι πάει να πει αυτό;» ρώτησε σκεπτικός ο Διάβολος.

«Είμαστε σύμφωνοι; Αλλιώς ο χρόνος σου τελειώνει εδώ, Διάβολε!» τον προειδοποίησε η Ιουβεναλία.

«Σύμφωνοι τότε» απάντησε παραιτημένος.

«Ωραία» αναφώνησε η Ιουβεναλία, αναποδογυρίζοντας την κλεψύδρα.

«Η επιθυμία μας είναι χειρότερη από όσο φαντάζεσαι» είπε χασκογελόντας η κοπέλα δίπλα από την Ιουβεναλία.

«Για να την ακούσω λοιπόν από το δικό σου στόμα, Ιουστίνη!» την προκάλεσε ο Διάβολος.

«Εκδίκηση!» πρόλαβε να πει η τελευταία, η Ιουλιανή.

Ο Διάβολος ρόλαρε τα μάτια του ως ένδειξη αγανάκτησης, ενώ η Διαβολική τους κοιτούσε βαριεστημένα, μη μπορώντας στην πραγματικότητα να παρακολουθήσει τη ροή των γεγονότων.

«Με λίγα λόγια, θελουμε να πάρετε εκδίκηση από κάποια» εξήγησε η Ιουδίθ.

«Ποια;» απόρησε ο Διάβολος σκεπτικός.

«Αυτό θα το καταλάβετε στην πορεία. Θα έρθει από μόνο του» είπε η Ιουβεναλία.

«Και ο χειρότερος μου εφιάλτης;» ψέλλισε ο Διάβολος, τρομάζοντας και μόνο στην ιδέα. Στην ιδέα του αγνώστου, του τρομακτικού!

«Θα έρθει η στιγμή που θα παγιδευτείς. Που δεν θα μπορείς να ξεφύγεις από το πεπρωμένο σου. Που θα ασφυκτιάς, διότι θα βρίσκεσαι στο λάθος-» πήγε να και η Ιουστίνη, όμως της έκλεισε το στόμα η Ιουλιανή.

«Άφησέ την να συνεχίσει!» διέταξε ο Διάβολος, μας οι διαταγές του δεν εισακούστηκαν!

Οι φιγούρες των τεσσάρων αρχιδαιμόνων άρχισαν σιγά σιγά να ξεθωριάζουν. Τα πρόσωπά τους αλλοιώθηκαν. Οι φωνές τους ρομποτικές πλέον στα αυτιά των δυο δίδυμων, έλεγαν: «Η ευχή σας θα πραγματοποιηθεί. Έχετε τον λόγο μας!». Οι αρχιδαιμόνισες έγιναν σκιές, χορεύοντας γύρω τους. Κάνοντας την τρίχα τους να σηκωθεί! Και οι σκιές τους εξαφανίστηκαν σιγά σιγά από το οπτικό τους πεδίο.

Η Διαβολική είχε μείνει να κοιτάζει αποσβολωμένη, ενώ το ένα μάτι του Διαβόλου τρεμόπαιζε. «Μαλακίες!» ούρλιαξε κλωτσώντας το περιβόητο ημερολόγιο ξορκιών της Μάγισσας.

«Ηρέμησε. Ίσως, δεν ξέρω, πρέπει απλώς να περιμένουμε» είπε η Διαβολική, σκεπτόμενη λογικά.

«Εγώ πάλι νομίζω πως οι αρχιδαιμόνισες θέλουν να βασανίσουν το μυαλό μας για άλλη μια φορά!» ισχυρίστηκε ο Διάβολος.

Πού να ήξερε πως οι αρχιδαιμόνισες θα κρατούσαν τον λόγο τους; Ακόμη κι αν οι συνέπειες μετέπειτα θα ήταν ακαταλόγιστες;

Τώρα όμως ήξερε. Και μαζί με την Μισητή, προσπαθούσαν να αποκωδικοποιήσουν τα λόγια της Ιουστίνης. Μάταια όμως! Η δαιμόνισα δεν είχε προλάβει να αρθρώσει την τελευταία της λέξη προτού την τραβήξει μακριά το σκότος, μαζί με τις υπόλοιπες! Ο Διάβολος αδυνατούσε να καταλάβει πώς είχε τελειώσει τόσο γρήγορα ο χρόνος τους. Το πιο πιθανό ήταν να τους είχε κοροϊδέψει η Ιουβεναλία με τον δήθεν επιπλέον χρόνο!

Ο ολόγυμνος Διάβολος είχε αρπάξει την Μισητή από το κατάλευκο μαλλί, παρακαλώντας την να ηρεμήσει το ανήσυχο πνεύμα του, βάζοντας το μόριο του στο στόμα της. Εκείνη υπάκουσε όσο εκείνος συνέχιζε την φλυαρία του ακάθεκτος, αγκομαχώντας από την ευχαρίστηση που του πρόσφερε η παρτενέρ του.

«Αυτές οι γυναίκες έχουν οριστεί από την Μάγισσα για να μας κάνουν κακό! Να παρακολουθούν την κάθε μας κίνηση από την κόλαση, όσο εκείνη είναι απασχολημένη με τα ηλίθια ξόρκια της!» ξέσπασε ο Διάβολος. «Εκείνες τη βοήθησαν να μας δώσουν πρόωρη ζωή. Και μάλλον, βαρέθηκαν την εξουσία της. Γι' αυτό μας βοήθησαν, και με αντάλλαγμα φυσικά.» συμπέρανε ο Διάβολος, με κοφτές ανάσες.

Με όλες αυτές τις πληροφορίες να έχουν ζαλίσει την Μισητή θέλησε μόνο να μάθει τον λόγο για τον οποίο οι αρχιδαιμόνισες είχαν ονόματα Αγίων. Κάτι που δεν έκανε εντύπωση στον Διάβολο, μιας και την ίδια απορία είχε και η αδερφή του.

«Όπως εξήγησα και στη Διαβολική, οι αρχιδαιμόνισες δεν είναι παρά μια πίστη αντιγραφή τους» της εξήγησε ο Διάβολος με απλότητα.

Η Μισητή έμεινε να τον κοιτάζει. «Πώς και έχεις τόσες γνώσεις;» ρώτησε αυθόρμητα. «Θέλω να πω, νόμιζα πως σε ένοιαζε μόνο η καλοπέραση και το κέικ λευκής σοκολάτας!» συνέχισε. «Όπως σε όλους μας».

«Εγώ καλή μου, ως αρχηγός σας, δούλευα μέρα νύχτα για να μας απελευθερώσω από αυτό το πολυτελές μπουντρούμι!» είπε χλευάζοντας την έπαυλη με τις ανέσεις. «Ποτέ μου δεν επαναπαύτηκα απλά και μόνο επειδή καλοπερνούσα. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο!» είπε με έναν βρυχηθμό. Τα λόγια της τον είχαν πειράξει. Ένιωθε αδικημένος.

«Συγγνώμη, μισητέ μου άνδρα!» είπε φιλώντας τον με πάθος, με μίσος!

Ο Διάβολος γράπωσε τον γλουτό της, σφίγγοντάς τον. Στη συνέχεια έμπηξε τα κοφτερά του δόντια στα αριστερά του λαιμού της, κάνοντας τη να αναριγήσει. Ήθελε τόσο πολύ να την πονέσει κι άλλο. Να την κάνει να ξεχάσει ως δια μαγείας τα όσα της είχε πει. Ώρες ώρες την εμπιστευόταν τυφλά. Εθελοτυφλούσε άραγε ή απλά τον είχε τυφλώσει ο άρρωστος έρωτάς του για εκείνη;

Η Μισητή γαντζώθηκε πάνω του, όσο εκείνος μπαινόβγαινε βίαια μέσα της, γρατζουνίζοντας με τα νύχια της όλη του την πλάτη. Άξαφνα, μετέφερε το χέρι του κατά μήκος του αιδοίου της, ικανοποιώντας τη για πρώτη φορά, χρησιμοποιώντας τον αντίχειρά του κυκλικά της κλειτορίδας της.

«Σε μισώ» της ψυθίρισε στο αυτί. «Εσύ;» τη ρώτησε έπειτα, θέλοντας να την αιφνιδιάσει, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.

«Κι εγώ σε μισώ!» του απάντησε τρελαμένη από τον οργασμό που της χάριζε.

Ήταν ένα πρωτόγνωρο βίωμα για την Μισητή να της προσφέρει ο μισητός της σύντροφος ευχαρίστηση κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης. Συνήθως δεν τον ενδιέφερε· ήθελε μονάχα να την χρησιμοποιεί σαν αντικείμενο, σαν παιχνιδάκι του. Διότι μπορεί η Μισητή να ήταν, κατά κάποιον τρόπο, η «σχέση του», όμως αυτό δεν σήμαινε πως εκείνος της ήταν πιστός. Αναρίθμητες φήμες είχαν φτάσει στα αυτιά της για διάφορες ξεπέτες του Διαβόλου από εδώ κι από εκεί.  Και μάλιστα όταν εκείνη εκτελούσε διάφορες αποστολές που εκείνος της είχε αναθέσει. Κι εκείνος, μένοντας πίσω στην έπαυλη, περιμένοντας τη να γυρίσει, δεν μπορούσε να τιθασεύσει το θεριό ανήμερο που κουβαλούσε μέσα του. Και έτσι, ξεσπούσε όπου έβρισκε. Γι' αυτό και η Μισητή δεν μπορούσε να καταλάβει, προς τι αυτή του η προσφορά στο πρόσωπό της;

Και πάνω που έφτανε στην κορύφωση, με την γλώσσα του Διαβόλου να περιστρέφεται γύρω από τον υγρό κόλπο της και ύστερα από την κλειτορίδα της, εκείνη τον σταμάτησε!

«Τι έγινε, μίσος μου;» την ειρωνεύτηκε αυτή τη φορά, χρησιμοποιώντας το υποκοριστικό που εκείνη του είχε δώσει.

«Δεν θα σε αφήσω να με εκμεταλλευτείς. Να με κάνεις υποχείριο σου για μια ακόμη φορά» φώναξε σπρώχνοντάς το κεφάλι του μακριά. «Έχει να κάνει με το σχέδιο σου; Γιατί αποκλείεται να μου τα εξιστόρησες όλα αυτά έτσι απλά» διαπίστωσε φωναχτά στη συνέχεια.

«Ωω γλυκιά μου, όχι» την ειρωνεύτηκε. «Πέφτεις πάντα τόσο έξω, με τις ανούσιες σκέψεις σου για μένα» συνέχισε.

Η Μισητή ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό της· σαν να μην μπορούσε να ξεστομίσει απολύτως τίποτα.

«Θέλω απλά να εξασφαλίσω πως θα είσαι μαζί μου σε όλο αυτό. Αυτό είναι όλο, μίσος μου» της αποκάλυψε με βλέμμα καθαρό. Άραγε έλεγε την αλήθεια ή ήταν απλά τόσο καλός ηθοποιός;

Οποία και να ήταν η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, η Μισητή του έδωσε ένα πικρό φιλί, από εκείνα που μόνο εκείνη ήξερε να δίνει. Γιατί όσο και να ήθελε να την καταπνίξει, η επιρροή της πάνω του ήταν μόνο μία. Μίσος! Απόλυτο και ωμό μίσος! Μα θα το επιστράτευσε όσο μπορούσε και θα το εξαπέλυε πάντα για το συμφέρον τους...