Η Κόρη των Ρόδων (Η γνωριμία)

Κυριακή των Απόκρεω, 9 Φεβρουαρίου 1892

Όλη η Αθήνα ξεφάντωνε, και το Παλάτι είχε κι αυτό ντυθεί γιορτινά: αναμμένοι οι τεράστιοι κρυστάλλινοι πολυέλαιοι, υπηρέτες να πηγαινοέρχονται κουβαλώντας ποτά και εδέσματα για τον μπουφέ, και κυρίες στολισμένες απ' την κορφή ως τα νύχια σαν λατέρνες και κύριοι ντυμένοι κι αυτοί στην πένα, πολλές φορές μασκαρεμένες και μασκαρεμένοι, να μπαίνουν και να χαιρετούν τον βασιλιά Γεώργιο και τη βασίλισσα Όλγα, κατακλύζοντας σιγά σιγά τον χώρο με ζωηρές ομιλίες, ανάμεσά τους και ο Αλέξανδρος, που βρήκε την ευκαιρία να σπάσει λίγο τη μοναξιά του με τούτη τη βεγγέρα και να τιμήσει με την παρουσία του το βασιλικό ζεύγος που το ένιωθε σχεδόν σαν συγγενείς του...

«Μεγαλειώτατε, τα σέβη μου... Μεγαλειωτάτη...» είπε μόλις τους αντίκρισε και υποκλίθηκε.

«Αλέξανδρε, παιδί μου, καλώς ήλθες!» τον χαιρέτησε θερμά ο Γεώργιος. «Χαρά μας να βρίσκεσαι απόψε μαζί μας! Μας λείπει εντούτοις και ο φίλτατος πατήρ σου...»

«Δεν εγκαταλείπει πλέον διόλου την οικία μας στην Κηφισιά, Μεγαλειώτατε... Η απώλεια της μητρός μου υπήρξε πολύ βαρεία για κείνον...»

«Αχ, καλέ μου Αλέξανδρε! Και για μας ήτο εξίσου οδυνηρή η αναγγελία του θανάτου της» μίλησε συμπονετικά τώρα και η Όλγα. «Η μήτηρ σου υπήρξε τόσο σεμνή και τόσο αγαθοεργός, μια αγία...

Ο Θεός να αναπαύει την ψυχή της, θα είναι σίγουρα υπερήφανη για εσένα, τον υιόν της!»

«Σας ευχαριστώ, Μεγαλειωτάτη» αποκρίθηκε σιγανά ο Αλέξανδρος. «Ειλικρινά, με συγκινεί η εκτίμησίς σας προς την αποθανούσα μητέρα μου...»

«Η εκτίμησίς μας απορρέει από τα έργα της, παιδί μου... Έλα τώρα, πέρασε να πάρεις ένα ηδύποτον να ευθυμήσεις» τον παρότρυνε ο Γεώργιος, χαμογελώντας, και το παλικάρι προχώρησε προς τα τραπέζια με τα ποτά και τα εδέσματα, πήρε ένα ποτήρι με κρασί και ήπιε μια δυο γουλιές, παρατηρώντας γύρω του την ατμόσφαιρα. Η Φιλαρμονική είχε αρχίσει ήδη να παίζει τους χορευτικούς ευρωπαϊκούς σκοπούς και πολλές ντάμες με τους καβαλιέρους τους στροβιλίζονταν στην πίστα, ωστόσο ο νεαρός δικηγόρος θα είχε παραμείνει για πολλή ώρα ακόμα αμέτοχος στον χορό, αν εκείνη την ώρα δεν τράβαγε το βλέμμα του μια μελαχρινή οπτασία αντίκρυ του, με τα κορακάτα της μαλλιά να πέφτουν σε ποταμούς από μπούκλες πάνω στους αλαβάστρινους ώμους της που άφηνε μισόγυμνους το φόρεμά της, και να στολίζει αυτόν τον μαύρο σγουρό χείμαρρο ένα ροζ τριαντάφυλλο κοντά στο δεξί αυτί της... Τα ’χασε ο νέος με την ομορφιά της νέας και φαίνεται πως ήταν έντονο πολύ το βλέμμα του, γιατί κι εκείνη στράφηκε κάποια στιγμή δειλά προς το μέρος του, αντάμωσαν τα μάτια της τα δικά του κι έμειναν να τον κυττούν, το πήραν είδηση κι ο βασιλιάς με τη βασίλισσα, κάτι ψιθύρισε η Όλγα στον άντρα της, ο Γεώργιος μειδίασε με νόημα και πλησίασε προς το παλικάρι, ενώ η γυναίκα του κατευθύνθηκε προς την κοπέλα...

«Αλέξανδρε, πώς και δε χορεύεις;» τον αιφνιδίασε με τη φωνή του, αγγίζοντάς τον φιλικά στον ώμο. «Εσύ ιδιαιτέρως που είσαι νέος και τόσο επιδέξιος, είναι κρίμα να στέκεσαι...»

«Με συγχωρείτε, Μεγαλειώτατε... Το επιθυμώ πολύ να χορέψω, μα καθώς βλέπω προσώρας καμιά κυρία μεταξύ των εκλεκτών καλεσμένων σας δεν είναι διαθέσιμη...»

«Θεωρώ ότι μόλις ευρέθη σύνοδος εις τον χορόν για τον Αλέξανδρο, καλέ μου Γεώργιε» εισέβαλε δήθεν τυχαία στην κουβέντα τους η βασίλισσα, έχοντας στο πλευρό της την όμορφη που είχανε εντοπίσει τα μάτια του... «Να σας συστήσω: Μυρόπη, από δω ο κύριος Αλέξανδρος Μπενιζέλος, νέος δικηγόρος, γόνος μίας εκ των παλαιοτέρων και επιφανεστέρων οικογενειών της πόλεως... Αλέξανδρε, η δεσποινίς Μυρόπη Λοϊζή, ακόλουθός μου, εκ της νήσου Χίου ορμώμενη, οι πρόγονοί της κατέφυγον εν Αθήναις έχοντας γλυτώσει τη σφαγή του 1822...»

«Χαίρω πολύ, δεσποινίς» ψέλλισε ο Αλέξανδρος, κι όπως πήρε το λεπτεπίλεπτο χεράκι της Μυρόπης μες στο δικό του για να της δώσει το πρέπον χειροφίλημα, ένιωσε να διαπερνά το σώμα του ένα ρίγος, «κι εγώ, κύριε» απάντησε η Μυρόπη ντροπαλά, τα μάγουλά της πορφυρά είχαν βαφτεί, σαν το τριαντάφυλλο στα μαλλιά της, και το ίδιο ρίγος διέτρεξε και τη δική της ραχοκοκαλιά, μόλις το χέρι της βρέθηκε στην παλάμη του Αλέξανδρου...

«Λοιπόν, αγαπητή μου Όλγα, αφού κάναμε τις συστάσεις, προτείνω να επιτρέψουμε στον Αλέξανδρο και τη Μυρόπη να γνωριστούν καλύτερα» είπε ο βασιλιάς, ανταλλάσσοντας ένα βλέμμα όλο ικανοποίηση με τη σύζυγό του, και απομακρύνθηκαν μαζί προς την πίστα, αφήνοντας μόνους τους τους δύο νέους.

«Δεσποινίς Μυρόπη... Μου χαρίζετε αυτόν τον χορό;» τόλμησε ο Αλέξανδρος να κάνει την πρώτη κίνηση, ακούγοντας την ορχήστρα να παίζει τα πρώτα μέτρα από ένα βαλς.

«Μετά χαράς, κύριε - »

«Σας παρακαλώ, μη με λέτε κύριο... Δε θα ήθελα να μιλούμε ως εάν να ήσασταν πελάτης μου...»

«Καλά λοιπόν... Όπως επιθυμείτε» χαμογέλασε πάλι με συστολή η Μυρόπη, του έδωσε το χέρι της και βρέθηκαν μαζί στην πίστα, ο Παράδεισος όλος δε μπορούσε να συγκριθεί με τη συγκίνηση που πλημμύρισε τότε τον νεαρό δικηγόρο, μόλις αγκάλιασε τη δαχτυλιδένια μέση της νεαρής ακολούθου της βασίλισσας και άρχισαν να στροβιλίζονται στον ρυθμό του βαλς, με τα βλέμματά τους προσηλωμένα το ’να στ’ άλλο να συλλαμβάνουνε τον έρωτα...

«Εξαιρετική η ιδέα σου, Όλγα!» σχολίασε ο Γεώργιος, παρατηρώντας τους να χορεύουν, και γελούσαν τα ξανθά μουστάκια του. «Θα χαρώ να ευδοκιμήσει το προξενιό και να δω τον αγαπητό μας Αλέξανδρο σύζυγο της δεσποινίδος Μυρόπης, είναι όντως πολύ ταιριαστοί...»

«Μακάρι, Γεώργιε!» του απάντησε επίσης χαμογελαστή η Όλγα. «Το επιθυμώ όσο τίποτε άλλο να τη δω αποκατεστημένη, με στεναχωρεί που, ενώ εγγίζει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας της και διαθέτει τέτοια καλλονή, εντούτοις παραμένει ανύπαντρη και αρνείται κάθε συνοικέσιο, δε μπορώ να καταλάβω τον λόγο, όσο και αν προσπαθώ...»