Η Κόρη των Ρόδων (Η αποκάλυψη)

 «Ώστε ούτως εγνώρισες την αποθανούσαν σύζυγόν σου, Αλέξανδρε» σχολίασε ο Δημόπουλος, μόλις ο νεαρός δικηγόρος έπαυσε για λίγο τη διήγησή του. «Η δυστυχής νεάνις! Πρέπει να ήτο όντως εκπάγλου καλλονής, εάν κρίνω από την περιγραφήν σου...»

«Ήτο, κύριε Δημόπουλε... Πράγματι, δεν είχα δει ωραιότερη γυναίκα στη ζωή μου ως τότε, και η ομορφιά της Μυρόπης με συγκλόνισε... Όμως...»

«Όμως;»

«Όμως, πέρα από την τόση πολλή και φανερή ωραιότητά της, η Μυρόπη μου έκρυβε και ένα μεγάλο, φοβερό μυστικό... Το οποίο, αν δεν την αγαπούσα με τόση δύναμη ώστε να την καταλάβω εν τέλει και να τη συγχωρέσω, θα μπορούσε να με είχε απομακρύνει διά παντός από κοντά της, όταν το έμαθα» αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος και συνέχισε να διηγείται...

***

«Πότε θα σας ξαναδώ, καλή μου Μυρόπη;» την είχε ρωτήσει γεμάτος κρυφή λαχτάρα εκείνο το βράδυ, μόλις το βαλς που τους ένωσε τελείωσε, «όποτε το επιθυμείτε, αγαπητέ Αλέξανδρε», είχε απαντήσει, και συμφώνησαν να ανταλλάξουν τις διευθύνσεις τους για να αλληλογραφούν... Πήγαιναν και έρχονταν τα ραβασάκια και τα γράμματα μεταξύ τους, πλήθαιναν τα κοινά διακριτικά ραντεβού τους κάτω από το φως της Αττικής, ώσπου τρεις μόλις μήνες αργότερα ο Αλέξανδρος

ένιωσε έτοιμος μες στην ορμή των νιάτων του να κάνει το μεγάλο βήμα...

«Δεσποινίς Μυρόπη» της είπε αμήχανα μια μέρα, ενώ περπατούσαν κοντά στους στύλους του Ολυμπίου Διός. «Αισθάνομαι... Εννοώ...»

«Τι συμβαίνει; Μιλήστε μου ελεύθερα...»

«Να... Ξέρετε, σας γνωρίζω βεβαίως πολύ λίγο καιρό, αλλά... αισθάνομαι ότι... Θα μπορούσα να μοιραστώ μαζί σας ακόμη και το υπόλοιπο του βίου μου...»

«Τι εννοείτε;» κοκκίνισε η Μυρόπη, στριφογυρνώντας νευρικά τη λαβή του ομπρελίνου της μες στη χούφτα της. «Μήπως...»

«Ακριβώς αυτό που νομίζω ότι σκέφτεσθε κι εσείς... Κατανοώ ότι σας ξαφνιάζω, όμως πιστέψτε με, η πρόθεσή μου είναι ειλικρινής και επιθυμώ να σας την εκφράσω...»

«Αλέξανδρε...»

«Μυρόπη... Θα ήθελες να με παντρευτείς;» πέρασε αυθόρμητα στον ενικό τώρα το παλικάρι, νικημένο απ' τον έρωτα που ξεχείλιζε τα μέσα του, παίρνοντας το ελεύθερο χέρι της στα δικά του, και την κύτταξε στα μάτια. «Αν μου πεις το ναι, τότε θα έρθω να σε ζητήσω επίσημα σε γάμο από τη σεβαστή σου θεία και κηδεμόνα σου, ειδάλλως δε θα σε ενοχλήσω ξανά...»

«Δε - δεν ξέρω...» τραύλισε η κοπέλα, απομακρύνοντας το χέρι της. «Κι εγώ τρέφω αισθήματα για σένα, αλλά αυτό...»

«Να μην έρθω λοιπόν; Την απορρίπτεις την πρότασή μου;»

«Όχι... Όχι, δεν την απορρίπτω, απλώς χρειάζομαι λίγο χρόνο, να σκεφτώ και να σου απαντήσω με βεβαιότητα...»

«Όπως θες... Μη μ’ αφήσεις όμως να αγωνιώ αιώνια, σε παρακαλώ...»

«Μην ανησυχείς... Θα σου απαντήσω όσο το δυνατόν πιο σύντομα...»

***

Περνούσαν ωστόσο οι μέρες, και η απόκριση που περίμενε ο Αλέξανδρος από τη Μυρόπη δεν ερχόταν. Ανυπόμονος τότε πια ο νεαρός δικηγόρος, και με την υποψία ότι η νέα που αγαπούσε κάτι του έκρυβε, αγόρασε τελικά μια ανθοδέσμη και ένα δαχτυλίδι και μια και δυο, πήγε και χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της Μυρόπης και της θείας της στη Βάθεια*.

«Καλησπέρα σας» χαιρέτησε πρώτος, μόλις η μεγάλη γυναίκα τού άνοιξε. «Είστε η θεία της δεσποινίδος Μυρόπης Λοϊζή;»

«Ώρα σου καλή, παιδί μου... Ναι, εγώ είμαι, μα εσύ τι τη γυρεύεις τη Μυρόπη; Αγαπητικός της είσαι κι εσύ, καινούριος;..»

«Αγαπητικός της; Τι εννοείτε;» άρθρωσε ο Αλέξανδρος, νιώθοντας να τον ζώνουνε τα φίδια. «Εγώ... ήρθα να ζητήσω τη Μυρόπη σε γάμο...»

«Θεία Αγγέλα...» ακούστηκε τότε η φωνή της κοπέλας, και κατάχλομη εμφανίστηκε μπροστά στον υποψήφιο μνηστήρα της και την κηδεμόνα της. «Αλέξανδρε...»

«Μυρόπη... Τι γίνεται εδώ, κόρη μου; Ήρθε λέει το παλικάρι να σε ζητήσει σε γάμο; Δεν ξέρει...;»

«Πήγαινε μέσα, θεία μου, σε παρακαλώ... Πρέπει να μιλήσω στον Αλέξανδρο...» είπε η Μυρόπη βουρκωμένη, αφού ξεροκατάπιε, και η κυρά Αγγέλα αποσύρθηκε αμίλητη στα ενδότερα το μικρού σπιτιού, ενώ ο νέος κυττούσε απόπληκτος την αγαπημένη του...

«Μυρόπη... Τι συμβαίνει; Εξήγησέ μου γιατί θα τρελαθώ!»

«Αλέξανδρε... Εγώ... Δεν είμαι μόνο ακόλουθος της βασίλισσας Όλγας, όπως με γνώρισες...»

«Αλλά; Τι είσαι;...»

«Πάω κρυφά με πλούσιους άνδρες, για λεφτά... Για αυτό δε μπορούσα να δεχτώ την πρότασή σου, ντρεπόμουνα, ντρεπόμουν τόσο πολύ...»

«Δεν το πιστεύω... Δεν το πιστεύω αυτό που ακούω, δε γίνεται, δεν είναι δυνατόν! Μυρόπη, για το όνομα του Θεού, πες μου πως μου λες ψέματα, πως με δοκιμάζεις...»

«Όχι, Αλέξανδρε... Δε σου λέω ψέματα, ούτε σε δοκιμάζω, αυτή είναι η αλήθεια...»

«Πόρνη λοιπόν... Αυτό είσαι, μια πόρνη πολυτελείας! Κι εγώ ο ανόητος νόμιζα ότι είχα μπροστά μου μια αγνή κοπέλα, που θα μπορούσα να την κάνω γυναίκα μου... Σε σιχαίνομαι, μα τον Θεό, σε σιχαίνομαι!» φώναξε ο Αλέξανδρος, πέταξε την ανθοδέσμη στο χώμα κι έκανε μεταβολή βαρώντας πίσω του την πόρτα, τρέκλισε κι η Μυρόπη και σωριάστηκε σε ένα σκαμνί, τα δάκρυα που καίγαν ήδη τα ωραία μάτια της ξεχείλισαν και την πήρανε τα κλάματα...  

 

*Βάθεια = η συνοικία γύρω από τη σημερινή πλατεία Βάθη