Η Κόρη των Ρόδων (Πρόλογος)

Αθήνα, Σεπτέμβριος 1893

Η πόρτα του γραφείου του νεαρού δικηγόρου Αλέξανδρου Μπενιζέλου στη Νεάπολη Εξαρχείων χτύπησε, για άλλη μια φορά μες στη μέρα. «Εμπρός;» είπε, και μόλις η πόρτα άνοιξε βρέθηκε ενώπιόν του ένας ώριμης ηλικίας άνδρας, ψαρομάλλης, με μυωπικά γυαλιά.

«Καλησπέρα, φίλτατε Αλέξανδρε!»

«Ω, κύριε Δημόπουλε! Καλησπέρα σας!» σηκώθηκε και τον χαιρέτησε με μια χειραψία. «Καθίστε, παρακαλώ! Έτοιμο λοιπόν το πόνημά σας;»

«Έτοιμο, βεβαίως! Οσονούπω θα σταλεί εις τον εκδοτικόν οίκον της Εστίας...»

«Χαίρω ιδιαιτέρως που το ακούω! Συγχωρέστε με, θα συντάξω τώρα επιτόπου το έγγραφον κατοχυρώσεως των πνευματικών δικαιωμάτων σας, σκόπευα να το έχω ήδη έτοιμο όταν θα ερχόσασταν, αλλά προέκυψε πολύς φόρτος εργασίας, αντιλαμβάνεσθε...»

«Ουδέν πρόβλημα, αγαπητέ μου!» μειδίασε συγκαταβατικά ο Δημόπουλος, ενώ η πένα του Αλέξανδρου έτρεχε πάνω στο χαρτί. «Ευκαιρία να συζητήσουμε κιόλας ολίγον τι...

Επήγες μήπως εις τα εγκαίνια της διώρυγος της Κορίνθου την 25ην Ιουλίου;»

«Όχι, δυστυχώς, το επεθύμουν, όμως με απέτρεψαν επαγγελματικές υποχρεώσεις... Εσείς;»

«Επήγα, βεβαίως! Α, νέε μου, άλλο να σου το λέγω και άλλο να το βλέπεις... Το όραμα τόσων αιώνων, η εκκοπή του ισθμού και η σύζευξις δύο θαλασσών, και να λαμβάνει σάρκα και οστά επί κυβερνήσεως Χαριλάου Τρικούπη! Κι ας λέγει αυτός ο στιχοπλόκος ο Σουρής εν τη μαλλιαρή του γλώσση “η Στερεά και ο Μοριάς χωρίζονται με λύπη”, και άλλα τινά...»

«Χαίρομαι! Είθε το έργο τούτο να λυσιτελήσει και να βοηθήσει την ανάπτυξιν της πατρίδος μας, ωστόσο φοβούμαι ότι η κυβέρνησις δαπάνησε υπερβολικά πολλά χρήματα....»

«Μην άγχεσαι, παιδί μου Αλέξανδρε, ο Τρικούπης είναι εξαίρετος πρωθυπουργός εις πάντα! Εκτός από αυτόν, όμως, θαυμάζω κι εσένα, πώς κατάφερες να αποκτήσεις ήδη τοσαύτην φήμην καλού δικηγόρου εις τας Αθήνας, καίτοι μόλις είκοσι οκτώ ετών...»

«Υπήρξα τυχερός, αγαπητέ μου κύριε Δημόπουλε... Κληρονόμησα αυτό το γραφείο από τον επίσης δικηγόρο θείο μου, τον αδελφό του πατρός μου, πολύ σύντομα μετά τη λήψη του πτυχίου μου, οι παλαιοί πελάτες του έγιναν πάραυτα και δικοί μου, και θα έπρεπε να είμαι πολύ ευτυχής... Θα έπρεπε...» έκανε ο Αλέξανδρος κι έγειρε ελαφρά προς τα πίσω στην πλάτη της καρέκλας του, αναστενάζοντας βαριά...

«Μα... τι έχεις, αγαπητό μου παιδί; Σε βλέπω κατηφή...»

«Συγχωρέστε με... Σήμερα... είναι η επέτειος του θανάτου της, έναν χρόνο πριν την έχασα...»

«Την έχασες; Ποίαν;»

«Τη γυναίκα μου... Τη Μυρόπη μου...»

«Τη γυναίκα σου;» άρθρωσε έκπληκτος ο κύριος Δημόπουλος. «Ήσουν νυμφευμένος;»

«Ήμουν, κύριε Δημόπουλε... Με την πιο όμορφη κοπέλα της Αθήνας, τη Μυρόπη Λοϊζή, την κόρη των ρόδων, όπως την ονόμαζαν, και αν δεν είχα υπάρξει τόσο αφελής και εγωιστής, ίσως τώρα να μην ήμουν χήρος, αλλά πατέρας» αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος κι ένα μικρό δάκρυ κύλησε αυθάδικα στο μάγουλό του, καθώς το μυαλό του γυρνούσε δεκαεννιά μήνες πίσω...