Το μπλουζ της Ζωής, του Βαγγέλη Κατσιφού

Τον ξύπνησε η μουσική. Μια ακαθόριστη μελωδία που ακουγόταν μες στο κεφάλι του. Άνοιξε με μεγάλη δυσκολία τα μάτια του. Ήταν ξαπλωμένος. Το τοπίο γύρω του άγνωστο, απόκοσμο, ανοίκειο. Πανύψηλα δέντρα που έμοιαζαν με πεύκα έφταναν μέχρι τον ουρανό και σχημάτιζαν θόλο, εμποδίζοντας έναν θαμπό ήλιο να στείλει τις ακτίνες του στο έδαφος.

Πώς βρέθηκε εδώ;

Δεν θυμόταν τίποτα, ούτε πού έπρεπε να βρίσκεται ούτε πώς βρέθηκε σε αυτό το μέρος. Έκανε να σηκωθεί, αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο· ήταν λες και είχε πάνω του έναν μεγάλο βράχο που τον κρατούσε καθηλωμένο στο έδαφος. Τώρα όμως άκουγε πιο καθαρά τη μουσική. Ήταν ένα αργόσυρτο μπλουζ. Η μελωδία με το επαναλαμβανόμενο δωδεκάμετρο τον χαλάρωσε και βρήκε τη δύναμη να σηκωθεί. Τα δέντρα, το χορτάρι, όλα γύρω του μαύρα από την έλλειψη φωτός και πουθενά ίχνος ζωής. Το παράξενο ήταν ότι εκείνο το τοπίο έμοιαζε να μην έχει συνέχεια· ήταν σαν νησάκι σε ένα σκοτεινό σύμπαν. Ακόμα πιο παράξενο ήταν ότι δεν ένιωθε καμία ανησυχία ούτε φόβο.

Μάλλον τον καθησύχαζε η μουσική, από κάπου πρέπει να ερχόταν, κάποιος πρέπει να είχε βάλει ένα σιντί να παίζει. Τέντωσε τα αυτιά του για να καταλάβει από πού έρχεται ο ήχος. Ακόρντα διαδοχικά σε μπλου κλίμακα. Χωρίς φωνή. Ο Άγγελος αγαπούσε πολύ αυτή τη μουσική, αλλά δεν μπορούσε εύκολα να καταλάβει ποιος είναι ο ερμηνευτής. Μπορεί να καταλάβαινε καμιά φορά τη βραχνή φωνή του Μπάντι Γκάι ή την καθαρή και δυνατή φωνή του Μπι Μπι Κινγκ, αλλά ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να μάθει τον έναν και τον άλλον μπλουζίστα, την ιστορία τους και τη δισκογραφική τους δουλειά. Απλά απολάμβανε τη μουσική τους. Έτσι και τώρα άκουγε μόνο έναν ήχο που του άρεσε, τίποτα άλλο. Άρχισε να κατευθύνεται προς τα εκεί από όπου ακουγόταν η μουσική. Δρόμος να τον οδηγεί δεν υπήρχε, μόνο σκοτάδι. Τα βήματα βαριά σαν τις μπλου νότες, που τώρα ακούγονταν πιο δυνατά.

Ο Άγγελος άκουγε τα μπλουζ από πολύ μικρός. Οι φίλοι του δεν συμμερίζονταν τα γούστα του και γι’ αυτό άκουγε μόνος την αγαπημένη του μουσική. Το πρώτο μπλουζ που άκουσε ήταν ένα κομμάτι του Μάντι Γουότερς στο ραδιόφωνο. Αυτό το τραγούδι ήταν σαν να μιλούσε στην ψυχή του, σαν να διάβαζε τις πιο μύχιες σκέψεις του και τις μετέτρεπε σε μελωδία. Τα μπλουζ τραγουδάνε τη δυστυχία. Τα μπλουζ είναι πόνος και πόνος είναι τα πάντα.

Όταν ήταν μικρός, ο Άγγελος δεν ήταν και το πιο ευτυχισμένο παιδί του κόσμου. Η οικογένειά του μια τυπική μικροαστική οικογένεια με τον πατέρα πάντα θυμωμένο και τη μάνα να βαρυγκωμά και να απαιτεί από τα παιδιά της να της γιατρέψουν τις πληγές, να αναπληρώσουν τα χαμένα της όνειρα. Μια παιδική ζωή γεμάτη αντιφάσεις, οι οποίες συνεχίστηκαν και μετά την παιδική ηλικία. Οι τεμπέληδες πάντα μιλούσαν για δουλειές και οι άξεστοι εγκωμίαζαν την ποίηση. Οι κλέφτες πήγαιναν στην εκκλησία και οι ψεύτες κήρυτταν την αλήθεια. Έτσι ήταν οι δάσκαλοι, οι εργοδότες, μέχρι και οι φίλοι. Αν την πάρεις στα σοβαρά, η ζωή είναι μια απέραντη δυστυχία. Τα μπλουζ μετατρέπουν τη δυστυχία σε μελωδία, κάνουν υποφερτή ακόμη και τη σκλαβιά.

Έτσι ήθελε ο Άγγελος να είναι η ζωή του, ένα μπλουζ. Γι’ αυτό βρήκε τη Ζωή, την πιο χαρούμενη κοπέλα που είχε ποτέ γνωρίσει. Η Ζωή δεν είχε τις σκέψεις του Άγγελου. Δουλειά, καριέρα, οικογένεια και υποχρεώσεις δεν της έλεγαν τίποτα, μπορούσαν να περιμένουν ή ακόμη και να αποφευχθούν. Η απόδραση ήταν η λύση. Ο Άγγελος δεν ήθελε και πολύ για να πειστεί. Έτσι κι αλλιώς η δουλειά του δεν ήταν σημαντική και η ζωή του δεν είχε χαρές. Τα παράτησαν όλα και με κάποια λεφτά που είχαν στην άκρη άνοιξαν ένα μικρό μαγαζί με είδη δώρων σε ένα μικρό νησί των Κυκλάδων. Στην αρχή όλα φαίνονταν πιο εύκολα, αλλά η πραγματικότητα δεν σε εγκαταλείπει ποτέ. Ο «σκοτεινός» Άγγελος ανησυχούσε για το μέλλον και η «φωτεινή» Ζωή τον καθησύχαζε: «Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά».

Η Ζωή δεν αγαπούσε τα μπλουζ, δεν τα καταλάβαινε. Αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να μετατρέπει τη δυστυχία της πραγματικότητας σε ουτοπική μελωδία. Βέβαια, ό,τι και να λένε, τη ζωή δεν την ορίζουμε απόλυτα. Αν κάτι δεν είναι να πάει καλά, απλά δεν θα πάει και δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα. Και αυτά που λένε για τις συνομωσίες του σύμπαντος είναι ανοησίες. Αν θέλεις να δοκιμάσεις τις αντοχές ενός αγαπημένου ζευγαριού, βάλε στη μέση μια άτυχη στιγμή και μια οικονομική ύφεση. Σε έναν έλεγχο της εφορίας βρέθηκε πελάτης χωρίς απόδειξη και η τιμωρία ήταν ένα μεγάλο χρηματικό πρόστιμο. Ενώ ο Άγγελος και η Ζωή μάζευαν λεφτά για να το ξεπληρώσουν, άρχισε η κρίση στην Ελλάδα και τίποτα πια δεν ήταν προβλέψιμο. Έφτασαν σε σημείο να χρωστάνε πολλά λεφτά στο κράτος και στους προμηθευτές. Ο Άγγελος άρχισε να γίνεται νευρικός και η Ζωή έχασε το χαμόγελο από τα χείλη της, γκρίνιαζε συνεχώς. Δεν τους παρηγορούσε καθόλου το ότι και άλλοι πολλοί είχαν βρεθεί στην ίδια ή σε χειρότερη δυσμενή θέση, οι καβγάδες ήταν καθημερινοί, άρχισαν να κατηγορούνε ο ένας τον άλλον. Η μελωδία είχε πάψει και είχε μείνει μόνο καθαρή και ανόθευτη δυστυχία.

            Ο Άγγελος συνέχισε να περπατάει γεμάτος σκέψεις. Το σπίτι εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά του, λες και είχε πέσει από τον ουρανό. Κανονικά έπρεπε να το είχε δει, γιατί ένα αμυδρό φως έφεγγε από το μοναδικό του παράθυρο. Άνοιξε την ξύλινη πόρτα. Μια γυναίκα καθόταν σε κουνιστή πολυθρόνα δίπλα στο πέτρινο τζάκι. Η φλόγα στο τζάκι ήταν γαλάζια και φαινόταν να βγαίνει από την πέτρα, αφού ξύλα δεν υπήρχαν. Η γυναίκα δεν κουνήθηκε από τη θέση της και αυτός έκανε δυο βήματα προς το μέρος της. Έμοιαζε με τη Ζωή, αλλά πολύ πιο γερασμένη. Είχε μακριά λευκά μαλλιά, που ξεχύνονταν στους ώμους της και έφταναν μέχρι τη μέση. Το πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες και το δέρμα ζαρωμένο.

«Τι είναι εδώ; Πού βρίσκομαι;» ρώτησε ο Άγγελος.

Αυτή τον κοίταξε με ξεθωριασμένο βλέμμα και του είπε:

«Δεν μπορώ να απαντήσω σε κάτι που γνωρίζεις μόνο εσύ. Θα μείνεις εδώ ή θα συνεχίσεις τον δρόμο;»

«Πού είναι ο δρόμος;» ρώτησε ο Άγγελος.

Η γυναίκα σήκωσε το χέρι της και έδειξε σε αόριστη κατεύθυνση.

«Ακολούθα τη μουσική» του είπε και γύρισε ξανά το βλέμμα της στη γαλάζια φλόγα.

Ο Άγγελος άνοιξε την ξύλινη πόρτα και βρέθηκε πάλι έξω στο δρόμο. Το σκοτάδι δεν ήταν πια τόσο πυκνό, ένα θαμπό γαλάζιο φως φώτιζε το τοπίο. Τα δέντρα και το χορτάρι δεν υπήρχαν πια, μόνο μια απέραντη έρημος. Η μουσική ακουγόταν πιο καθαρά, το δωδεκάμετρο ήταν σε κρεσέντο και ο Άγγελος αναρωτιόταν ποια κατεύθυνση να πάρει. Άρχισε να περπατάει στην τύχη και τότε άκουσε το μπουζούκι!

Όταν το ρεμπέτικο μπουζούκι συναντάει τη νέγρικη κιθάρα, το ξέσπασμα της ψυχής είναι οικουμενικό. Η νέγρικη κιθάρα με τις μπλου κλίμακες, που έχουν αφρικάνικες ρίζες, και το τρίχορδο μπουζούκι με το αρχαίο καραντουζένι, το μαύρο κούρδισμα σε ρε-λα-σολ, φέρνουν τον Μισισιπή στο λιμάνι του Πειραιά, ενώνουν τη δυστυχία του σκλάβου με τη δυστυχία του πρόσφυγα και βγάζουν έναν τόσο υπέροχο καημό, που στο τέλος γίνεται ελπίδα. Αυτό ήταν το κομμάτι που άκουγε ο Άγγελος τόση ώρα, έναν από τους αυτοσχεδιασμούς του Στέλιου Βαμβακάρη μαζί με τον Λουιζιάνα Ρεντ. Όταν άκουσε για πρώτη φορά αυτό το μπλουζ με μπουζούκι, αυτή τη θεσπέσια καλλιτεχνική σύλληψη, σκέφτηκε ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει, το παιχνίδι είναι ακόμα στη μέση, υπάρχουν πολλά ακόμη να ειπωθούν και να γίνουν. Αυτό όμως φαίνεται ότι το είχε ξεχάσει όταν έφυγε από το νησί με τη δικαιολογία ότι θα πάει στην Αθήνα να βρει μια δουλειά και άφησε τη Ζωή στο λιμάνι να τον κοιτάζει δακρυσμένη να απομακρύνεται. Δεν μπορούσε να ζήσει μακριά της, αλλά ο συσσωρευμένος θυμός και η απελπισία δεν τον άφηναν να είναι κοντά της. Στην Αθήνα νοίκιασε ένα υπόγειο και προσπάθησε να βρει δουλειά. Ποιος όμως να προσλάβει έναν σαραντάρη με φτωχό βιογραφικό μέσα στην κρίση; Ο Άγγελος άρχισε να πίνει. Το πρώτο ποτήρι αλμύριζε από τα δάκρυα που ξεχύνονταν σαν χείμαρρος και το τελευταίο είχε την πικρή γεύση της αυτολύπησης ενός αποτυχημένου που είχε σταματήσει να ελπίζει, είχε σταματήσει να ακούει μπλουζ.

Το μπλουζ ακουγόταν τώρα ακόμα πιο δυνατά και το γαλάζιο φως του έρημου τοπίου έδινε σταδιακά τη θέση του σε ένα πιο οικείο φως, ένα φως τεχνητό, αυτό που έχει η πόλη τη νύχτα. Ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκε στο πεζοδρόμιο μιας κεντρικής λεωφόρου της πόλης. Τα αυτοκίνητα έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο δρόμο και δίπλα του περνούσαν βιαστικοί άνθρωποι και ούτε που τον πρόσεχαν, ούτε κι αυτός προλάβαινε να δει καθαρά το πρόσωπο κάποιου. Το πιο παράξενο ήταν όμως ότι δεν ακούγονταν οι συνηθισμένοι θόρυβοι της πόλης, το πλήθος, τα αυτοκίνητα, παρά μόνο το μπλουζ. Εκεί, ακίνητος στη μέση του βιαστικού πλήθους, ο Άγγελος άρχισε να θυμάται τα συναισθήματά του. Ένιωσε ξανά λύπη για την άδοξη κατάληξη της ζωής του και απελπισία για το μέλλον. Την αγαπούσε τη Ζωή όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Αλλά ήθελε να είναι ευτυχισμένοι. Να μη μαλώνουν και να είναι χαρούμενοι. Θα μπορούσαν να συνεχίσουν να κάνουν μελωδία τη δυστυχία, να συνθέτουν κάθε μέρα το μπλουζ της ζωής τους. Γιατί άξιζε τον κόπο.

Ξαφνικά είδε ένα αυτοκίνητο να πέφτει πάνω σε ένα άλλο και τα δυο μαζί να σέρνονται πάνω στο πεζοδρόμιο χτυπώντας πεζούς. Ο κόσμος έτρεχε τρομαγμένος μακριά από το σημείο της σύγκρουσης, αλλά ο Άγγελος πλησίασε εκεί γεμάτος περιέργεια. Τσαλακωμένες λαμαρίνες και ανάμεσά τους αιμόφυρτα κορμιά να στέκονται ακίνητα ή να ψυχορραγούν. Έσκυψε κάτω από το ένα αυτοκίνητο και σε ένα από τα ακίνητα κορμιά βουτηγμένα στο αίμα αναγνώρισε τον εαυτό του. Τώρα τα θυμήθηκε όλα. Περπατούσε χωρίς προορισμό σε εκείνο το πεζοδρόμιο, με το κεφάλι του θολωμένο από το ποτό και τις σκέψεις.

Πώς κατέληξε έτσι; Τι θα μπορούσε να κάνει; Η αγάπη νικάει μόνο στις ταινίες;

Ένα αυτοκίνητο ερχόταν από εκείνη τη μεριά του δρόμου με αναμμένα τα μεγάλα φώτα και με μεγάλη ταχύτητα. Ο Άγγελος το είδε. Είδε επίσης και το άλλο αυτοκίνητο που σταμάτησε απότομα στη μέση του δρόμου χωρίς καμιά προφανή αιτία. Είδε τη σύγκρουση και θα προλάβαινε να προφυλαχτεί, αλλά έμεινε ακίνητος, απαθής. Τα αυτοκίνητα σέρνονταν κατά πάνω του. Μήπως αν πεθάνεις και ξαναγεννηθείς, μπορείς να διαγράψεις όλες τις λάθος επιλογές σου; Μπορεί η σύγκρουση να έδινε την απάντηση στις ερωτήσεις του. Έκλεισε τα μάτια του και έβγαλε μια τόσο δυνατή κραυγή που ένιωσε τα πνευμόνια του να σκίζονται.

Άνοιξε τα μάτια του και είδε ένα δυνατό κατάλευκο φως από πάνω του. Ήταν ξαπλωμένος και σκεπασμένος με ολόλευκα σεντόνια. Το μπλουζ ακουγόταν ακόμα, μόνο που παρεμβάλλονταν οι ρυθμικοί μεταλλικοί ήχοι ιατρικών μηχανημάτων. Ένιωσε ένα χέρι να σφίγγει το δικό του και είδε ότι δίπλα του λαγοκοιμόταν η Ζωή κρατώντας του σφιχτά το χέρι. Πήγε κάτι να πει, αλλά τα σωληνάκια στο στόμα του τον εμπόδισαν. Τότε έσφιξε και το δικό του χέρι. Η Ζωή τινάχτηκε φωνάζοντας:

«Άνοιξε τα μάτια του. Γιατρέ, ελάτε γρήγορα».

Σε λίγο ένας γιατρός ήρθε από πάνω του και άρχισε να τον εξετάζει.

«Επανήλθε. Πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλά, γιατί, όπως σας έχω πει, καμία βλάβη δεν είναι μόνιμη» είπε ο γιατρός και συνέχισε: «Τώρα μπορείτε να κλείσετε και αυτή τη μουσική, την έχω βαρεθεί μια βδομάδα τώρα».

«Ξέρετε, γιατρέ, τα μπλουζ είναι η αγαπημένη του… η αγαπημένη μας μουσική» είπε η Ζωή.

Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά και είπε:

«Σας άφησα καταχρηστικά να παίζετε αυτή τη μουσική, αλλά ελπίζω να μην πιστεύετε ότι ήταν αυτή που τον ξύπνησε. Ίσως η κλασική μουσική βοηθάει σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά κι αυτό δεν είναι αποδεδειγμένο».

«Δεν ξέρω αν τον ξύπνησε η μουσική, γιατρέ, αλλά το σίγουρο είναι ότι τα μπλουζ μπορούν να κάνουν τον πόνο μελωδία» είπε η Ζωή.

Ο γιατρός κούνησε πάλι το κεφάλι του και έφυγε. Ο Άγγελος κοίταξε τη Ζωή και προσπάθησε να χαμογελάσει κάτω από τα σωληνάκια. Αυτή τού χάιδεψε το κεφάλι.

«Όλα θα πάνε καλά» του είπε.

 

Βαγγέλης Κατσιφός