Οι Ξεχωριστοί - Λάχεσις (Κεφάλαιο 20) [+18]

           «Γιάννα! Πρόσεχε! Πίσω σου–»

Ο Γιώργος δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και βρέθηκε με τα μάτια ανοιχτά να κοιτάζει το φωτιστικό του κεντρικού υπνοδωματίου της έπαυλης. Κοίταξε ανήσυχος γύρω του και πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Όνειρο ήταν! Για την ακρίβεια εφιάλτης.

Είχε δει ότι βρίσκονταν στη μέση ενός δάσους. Περνούσαν καλά, όλα ήταν όμορφα. Η Γιάννα είχε απομακρυνθεί από κοντά του και μάζευε αγριολούλουδα. Ξαφνικά, μέσα από τους θάμνους πίσω της εμφανίστηκαν τρία τέσσερα σκυλιά που γρύλιζαν κινούμενα απειλητικά εναντίον της.

Ανακουφισμένος στερέωσε το μαξιλάρι στην πλάτη του και ανακάθισε προσπαθώντας να μην ενοχλήσει το αγγελούδι που ανάσαινε ρυθμικά δίπλα του. Ευτυχώς η Γιάννα του κοιμόταν ήσυχη, έχοντας γυρισμένη την πλάτη της προς το μέρος του. Το σεντόνι με το οποίο ήταν μισοσπασμένη άφηνε το ολόγυμνο κορμί της να παίζει ένα ερεθιστικό κρυφτό με τις αισθήσεις του. Ήταν αρχές φθινοπώρου και είχε ακόμη αρκετή ζέστη. Η Γιάννα χρησιμοποιούσε πιτζάμες μόνο το καταχείμωνο και όχι απαραίτητα.

Έβγαλε το εσώρουχό του και ακούμπησε το σώμα του απαλά επάνω της, ακολουθώντας το σχήμα του κορμιού της. Έβαλε την αριστερή του παλάμη πάνω στους γυμνασμένους κοιλιακούς, χωρίς να ακουμπάει απευθείας το δέρμα της. Από την εφηβεία τού άρεσε να το κάνει αυτό στις συντρόφους του, όταν όλοι οι υπόλοιποι έφηβοι έψαχναν πώς να χουφτώσουν πιο γρήγορα τις κοπελιές τους. Αυτό που δεν ήξεραν οι φίλοι του –και που ανακάλυπταν με χαρά οι κοπελιές του– ήταν πως αυτό το παιχνίδι ήταν για κάποιον περίεργο λόγο πολύ ερεθιστικό!

Όταν γνωρίστηκαν, λοιπόν, με τη Γιάννα ανάμεσα σε άλλα του μίλησε και για την ανθρώπινη αύρα. Και το πώς συνδέεται με την πνευματικότητα, τις διαθέσεις και προπαντός το πώς μεταδίδει ενέργεια, η ένταση της οποίας εξαρτάται από τις αληθινές προθέσεις αυτού που τη μεταδίδει. Και φυσικά από τις προθέσεις αυτές εξαρτάται και το τελικό αποτέλεσμα. Με λίγα λόγια –όπως και στη γενική θεωρία των Ξεχωριστών– αν θελήσεις πραγματικά να δώσεις ευτυχία σε άλλον, θα τα καταφέρεις. Η ένταση της θετικής αύρας έγκειται σε αυτό το πραγματικά.

Τα παραφυσικά, πνευματιστικά κ.λπ. δεν ήταν και το καλύτερο σημείο του Γιώργου, αλλά δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι το αποτέλεσμα ήταν σε όλες τις περιπτώσεις εμφανές. Σε ένα ταξίδι τους στο Παρίσι, η Γιάννα τον είχε πείσει και είχαν κάνει μαζί το τεστ «Κίρλιαν» ή κατά το ελληνικότερο: ηλεκτρο-φωτογράφιση υψηλής συχνότητας. Όσο και να μην ήθελε να το παραδεχτεί, πείστηκε απολύτως! Όταν ένωσαν τα χείλη τους –απλά, μηχανικά– σε εσκεμμένο φιλί ρουτίνας, οι αύρες τους ενώθηκαν με κάτι σαν μικρή ηλεκτρική εκκένωση. Όταν συγκεντρώθηκαν και έβγαλαν θέληση και πάθος στο φιλί, η απλή εκκένωση έγινε ένας μικρός κεραυνός!

«Καλημέρα, μωρό μου. Μην κάνεις ότι κοιμάσαι ακόμη. Σε πρόδωσε η αναπνοή σου!» τη μάλωσε ο Γιώργος φιλώντας τον λαιμό της.

«Έλα… Προσποιήσου ότι κοιμάμαι και συνέχισε. Μ’ αρέσει» του απάντησε παιχνιδιάρικα, δίνοντας παραπονιάρικο ύφος στη φωνή της.

Ο Γιώργος άνοιξε τα δάχτυλά του, τα ακούμπησε στη βάση του λαιμού της και άρχισε να τα κατεβάζει προς την κοιλιά της. Προσπαθούσε –αυτήν τη φορά– να την ακουμπάει μόνο με τις άκρες των νυχιών του. Η κίνηση αυτή σχημάτιζε μικρές ροζ γραμμούλες στο κατάλευκο σώμα της, που αντιδρούσε στην αίσθηση ανατριχιάζοντας. Η Γιάννα δαγκώθηκε, πνίγοντας τον αναστεναγμό που ανέβηκε από το στήθος της. Διέκρινε καθαρά την προσπάθειά του να μην την ακουμπήσει στα συνηθισμένα ερωτογενή μέρη. Προσπερνούσε με κυκλικές κινήσεις των δαχτύλων του τους όμορφους λοφίσκους του στήθους της. Ύστερα κατέβαινε απαλά μέχρι την κοιλιά της και συνέχιζε προς το εσωτερικό των μηρών της. Απέφευγε τελείως την περιοχή της. Ήταν βασανιστικό, αλλά όμορφο. Δεν υπήρχε λόγος για βιασύνη. Ήταν οι δυο τους· μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν, για όσο ήθελαν. Τα βιαστικά χάδια –που είχαν ως μόνο σκοπό τον ερεθισμό για τη διείσδυση– τα είχε ξεχάσει προ πολλού το ζευγάρι των Ξεχωριστών. Ο ερεθισμός του άλλου είναι ένα πολύ όμορφο παιχνίδι και οι εραστές πρέπει να τον αντιμετωπίζουν όπως και τα παιχνίδια που έπαιζαν μικροί. Θα πρέπει να θυμηθούν πόσο κόπο έκαναν οι γονείς τους για να τους αποσπάσουν από τα παιχνίδια και να τους στρώσουν στο διάβασμα. Στην προκειμένη περίπτωση, τα χάδια είναι το παιχνίδι και το διάβασμα η διείσδυση. Και τα δύο χρειάζονται, αλλά στην ώρα τους και προπαντός για άλλους λόγους!

Η Γιάννα τέντωσε το κορμί της, άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου της και έβγαλε από μέσα ένα πακετάκι τσίχλες. Το πρωί –όσο και καθαρά να είναι τα δόντια– δεν υπάρχει λόγος να το διακινδυνεύεις με την αναπνοή. Έβαλε δύο στο στόμα της και πρόσφερε και στον Γιώργο.

«Μωρούλι, έχεις σκεφτεί ότι κοντεύουν σχεδόν οκτώ χρόνια από τότε που γνωριστήκαμε;» τον ρώτησε.

Ο Γιώργος σταμάτησε να τη χαϊδεύει αιφνιδιασμένος από την ερώτησή της.

«Πώς σου ‘ρθε τώρα αυτό; Έχουμε επέτειο και δεν το θυμήθηκα;» της απάντησε γελώντας.

«Όχι, απλώς… σκεφτόμουν ότι μεγαλώνουμε και όταν κάποτε σταματήσουμε εμείς, ό,τι ανακαλύψαμε με τη γνωριμία μας, ό,τι σκεφτήκαμε για το σεξ θα χαθεί μαζί μας. Θα το έχουμε μεταδώσει σε μερικούς και μερικές μόνο. Πολύ λίγους, ασήμαντο ποσοστό σε σχέση με τον χαμό που γίνεται γύρω μας».

«Και τι να κάνουμε, αγάπη μου, να τα γράψουμε σε περιοδικά να τα διαβάσουν περισσότεροι;» της απάντησε σοβαρεύοντας.

Το πρόσωπο της Γιάννας φωτίστηκε στο άκουσμα της πρότασης.

«Και όμως... Δεν είναι κακή ιδέα. Θα μπορούσε να γραφτεί μια ιστορία, η ιστορία μας ας πούμε! Όχι σε περιοδικό, βέβαια. Αν μας πιάσουν οι δημοσιογράφοι στο στόμα τους καταστραφήκαμε. Να γραφτεί η αληθινή ιστορία μας. Όπως ακριβώς έγιναν τα πράγματα τότε που γνωριστήκαμε. Και μέσα σε αυτή να αναπτύξουμε όλες τις ιδέες που αλληλοσυμπληρώσαμε αυτά τα χρόνια!»

Η ιδέα τής φαινόταν όλο και πιο ελκυστική, πιο πραγματοποιήσιμη.

Αλλά ποιος θα το γράψει; Εκείνη ίσως; Όχι… Όχι εκείνη. Αν το έκανε η ίδια, το τελικό προϊόν θα ήταν σαν άλλη μια επιστημονική –ακαταλαβίστικη στους περισσότερους– διάλεξη από αυτές που κουράζουν όποιον τις ακούει. Έτσι δε θα είχε ποτέ την απήχηση που ήθελαν. Η Γιάννα κοίταξε τον σύντροφό της γελώντας πονηρά.

«Αν το έγραφες εσύ, καρδούλα μου;» τον ρώτησε, θεωρώντας πιθανότερο να τη βρίσει, παρά να δεχτεί την τρελή της ιδέα.

Και δικαιώθηκε σχεδόν αμέσως.

«Είσαι τρελή! Από πού και ως πού! Εγώ είχα δώδεκα στην έκθεση! Θα γράψω μυθιστόρημα τώρα;»

«Αν δεν μπορέσεις εσύ, δεν υπάρχει άλλος, μωρό μου. Δεν μπορεί να το γράψει κάποιος τρίτος. Για να αποδοθεί αυτό που θέλουμε να δώσουμε, πρέπει ο συγγραφέας να το έχει ζήσει στ’ αλήθεια!»

Η Γιάννα είχε δίκιο. Οι αναγνώστες δεν είναι ηλίθιοι. Το ψεύτικο, αυτό που έχει υπαγορευτεί, φαίνεται. Και αν χάσεις τον αναγνώστη, δεν πρόκειται μετά να δώσει καμία σημασία στο τι γράφεις, όσο σημαντικό και να είναι.

«Ακούς τι λες, καρδούλα μου; Εγώ… να γράψω μυθιστόρημα! Και άντε και γράφω το πώς σκεφτόμουν και αισθανόμουν εγώ. Για τους άλλους χαρακτήρες;»

Η Γιάννα συνοφρυώθηκε. Ναι, τώρα είχε δίκιο εκείνος. Σκέφτηκε για λίγο και το πρόσωπό της φωτίστηκε. Είχε μια ιδέα. Κουραστική, βέβαια, αλλά πραγματοποιήσιμη.

«Καλά, τα δικά μου θα σ’ τα πω εγώ. Δεν έχουμε και κάτι να κρύψουμε μεταξύ μας. Δε θα μάθεις κάτι που δε γνωρίζεις ήδη για μένα και το πώς σκέφτομαι για σένα. Το ίδιο θα ισχύσει και για τις υπόλοιπες ηρωίδες. Αφού θα περιγράφεις τα αληθινά γεγονότα, θα τις ρωτάμε κάθε φορά πώς αισθάνονταν. Τι ένιωθαν, κ.λπ.. Απλές περιγραφές… Έτσι και αλλιώς το σημαντικό είναι να περάσουν τα μηνύματα που θέλουμε».

Ο Γιώργος γέλασε με την τελευταία πρότασή της.

«Καλά, μωρό μου, θα δούμε. Έλα στην αγκαλιά μου τώρα να σου δείξω πόσο μεγάλωσες και πόσο έχασες το σεξαπίλ σου!»

Ο Γιώργος ήθελε να τελειώσει η κουβέντα, πιστεύοντας ότι η Γιάννα θα ξεχνούσε το θέμα σε μια δυο μέρες.

«Δε θα δούμε τίποτα, θα το κάνεις. Και σταμάτα αυτό που ετοιμάζεσαι να κάνεις» του απάντησε δήθεν αγριεμένη, βλέποντάς τον να κατεβαίνει με τη γλώσσα του προς την ευαίσθητη περιοχή της.

Άπλωσε το χέρι της και πάτησε το κουμπί της ενδοσυνεννόησης. Η λεπτή φωνή της Κατερίνας απάντησε στην άλλη άκρη.

«Ελα, Κατερίνα. Καλημέρα, μωρό μου. Μπορείς, σε παρακαλώ, να μου φέρεις ένα καυτό καυτό χαμομήλι; Περιμένω. Ευχαριστώ».

Ο Γιώργος άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε χωρίς να σταματήσει. Η γλώσσα του είχε μείνει στη ροδαλή είσοδο του παραδείσου της και έγλειφε αχόρταγα τα υγρά της ηδονής που είχαν ήδη κατακλύσει την καυτή της περιοχή. Η Γιάννα πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τη γλυκιά ζάλη που ένιωθε. Όχι, δε θα τον άφηνε να συνεχίσει. Εκείνος είχε μέρες να τελειώσει και, αν δεν επιστράτευε τώρα όλη της τη θέληση, θα συνέχιζε για πολλές μέρες ακόμα. Τράβηξε τη λεκάνη της απομακρύνοντας τον εαυτό της από το πρόσωπό του.

«Χαμομήλι; Τι το θέλεις εσύ το χαμομήλι;» τη ρώτησε προσποιούμενος πως δεν είχε καταλάβει και ακούμπησε τη γλώσσα του στον αφαλό της.

«Σταμάτα να με πειράζεις είπα!» του απάντησε αυστηρά εκείνη, απομακρύνοντας το πρόσωπό του από την περιοχή της κοιλιάς της.

Μέσα της το μετάνιωνε, βέβαια, αλλά δε γινόταν αλλιώς.

«Είσαι σίγουρη ότι δε θέλεις;» την ξαναρώτησε χτυπώντας σαδιστικά τη γλώσσα του στην κλειτορίδα της.

Η Γιάννα έκλεισε τα μάτια και δαγκώθηκε. Η καρδιά της μόνο ήξερε το πόσο το ήθελε, αλλά αν τον άφηνε, θα τέλειωνε πάλι εκείνη. Έπιασε με τα δύο της χέρια το πρόσωπό του και το απομάκρυνε ξανά από τις επικίνδυνες περιοχές της.

«Τι θα κάνεις σήμερα, μωρό μου; Έχεις κανονίσει κάτι;» τον ρώτησε, μήπως και καταφέρει να αλλάξει συζήτηση.

Ήθελε να κερδίσει χρόνο μέχρι να έρθει η Κατερίνα με το χαμομήλι.

«Θα πάω Μενίδι σε λίγο, ν’ ανοίξω και λίγο το σπίτι. Τέσσερις ημέρες έχω να πάω, θα πιάσει αράχνες στο τέλος. Και το απόγευμα έχω μάθημα στη σχολή χορού, οκτώ με εννιά. Γιατί; Έχεις κανονίσει κάποιο όργιο που πρέπει να γνωρίζω;» της απάντησε γελώντας πονηρά.

Η Γιάννα γέλασε και εκείνη.

Η σχολή χορού! Την είχε ξεχάσει αυτή με τα τελευταία γεγονότα. Ο Γιώργος εδώ και λίγο καιρό είχε γραφτεί σε σχολή χορού –Λάτιν και Ευρωπαϊκούς– στην περιοχή που κατοικούσε. Και αυτό δεν τη στεναχωρούσε καθόλου, το αντίθετο μάλιστα. Ο χορός βελτιώνει τη φυσική κατάσταση και την ισορροπία και προκαλεί συναισθήματα. Όλα αυτά τα συστατικά τα έχει και το σεξ. Θέλει ρυθμό και φαντασία, όπως στον έρωτα. Συνήθως, όποιος ή όποια δεν μπορεί να χορέψει δεν είναι καλός ή καλή και στο σεξ. Πρέπει να χορεύεις με το ίδιο πάθος που κάνεις έρωτα. Και να κάνεις έρωτα χορεύοντας με τον σύντροφό σου στον ρυθμό του πάθους! Αυτό ήταν ο χορός και το σεξ για τη Γιάννα και τον Γιώργο. Όχι απλά βήματα ρουτίνας επενδεδυμένα με φιγούρες απλώς για εντυπωσιασμό.

«Α… Θα έρθει νωρίς το απόγευμα η Στέλλα και αργότερα θα έρθει για τριήμερο ο μεγάλος σου έρωτας» απάντησε τελικά στην ερώτησή του κουνώντας το κεφάλι της ειρωνικά.

Ο Γιώργος δεν απάντησε αμέσως· φυσικά ήξερε ποια εννοούσε η ξανθιά μάγισσα δίπλα του, μιλώντας για τον μεγάλο του έρωτα. Θα ερχόταν για τριήμερο η Σιλβάνα, ένα υπέροχο πλάσμα με αγγελική φωνή, φίλη και πελάτισσα της Γιάννας. Αλλά εκείνη τη στιγμή η σκέψη του Γιώργου είχε επικεντρωθεί στην πρώτη από τις απογευματινές επισκέψεις: στη Στέλλα. Η Στέλλα δεν ήταν Ελληνίδα. Ήταν Βελγίδα και το κανονικό της όνομα ήταν Estelle –που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει αστερισμός, αστέρι και οτιδήποτε παραπλήσιο– και πραγματικά η όμορφη μελαχρινή ταίριαζε απόλυτα στο όνομά της. Επίσημα το επάγγελμά της ήταν σχεδιάστρια και μοντέλο· αυτό άλλωστε είχε σπουδάσει. Στην πραγματικότητα η Στέλλα εξασκούσε ενσυνείδητα το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου –όπως έχει επικρατήσει να λέγεται– αλλά στην πιο ραφιναρισμένη του μορφή. Ήταν συνοδός για κυρίους. Η μόρφωσή της –κοινωνική και ακαδημαϊκή– της επέτρεπε να το εξασκεί ευσυνείδητα. Η εικοσιεξάχρονη καλλονή θεωρούνταν τώρα πια επιτυχημένη στον απαιτητικό χώρο που είχε διαλέξει να κάνει καριέρα. Οι πανάκριβες τουαλέτες, που της έραβε κατά παραγγελία η Γιάννα, πληρώνονταν πάντα μετρητοίς. Η Γιάννα τη χρησιμοποιούσε επίσης επαγγελματικά για τις λεγόμενες ειδικές αποστολές. Ήταν η σύγχρονη Μάτα Χάρι της, όταν η σχεδιάστρια χρειαζόταν αδέσμευτη αποπλάνηση κάποιου.

Η Γιάννα, λοιπόν, είχε μετρήσει τις διαστάσεις του σώματός της τόσες φορές, που η φυσική παρουσία της Στέλλας ήταν περιττή αν επρόκειτο απλώς να ράψει άλλο ένα φόρεμα. Η φυσική παρουσία της Στέλλας στο σπίτι σήμαινε αποστολή. Και ο Γιώργος είχε κάθε δίκιο να ανησυχεί.

«Συμβαίνει κάτι, μωρό μου; Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρω; Τι θέλει η Στέλλα στην Ελλάδα;» τη ρώτησε σοβαρά.

«Μη φοβάσαι. αγάπη μου, αν ήταν κάτι που έπρεπε να μάθεις θα σ’ το έλεγα και το ξέρεις! Δεν είναι κάτι σοβαρό, γυναικείες βλακείες».

Η Γιάννα προσπάθησε να τον καθησυχάσει όχι και τόσο επιτυχημένα. Ο Γιώργος κοίταξε βαθιά μες στα υπέροχα μάτια της, προσπαθώντας να διακρίνει αν του έλεγε την αλήθεια.

«Εντάξει, αφού το λες. Πρόσεξε μόνο μην πας και μπλέξεις πουθενά και δε μου το έχεις πει. Θα μαλώσουμε άγρια, να το ξέρεις» την προειδοποίησε καθώς την είδε να χαμογελάει αθώα.

Η Γιάννα έκρινε ότι ήταν στιγμή να αλλάξει κουβέντα. Για την ώρα δεν έβρισκε κανέναν λόγο να τον ανησυχήσει. Αργότερα –αν χρειαζόταν– θα του έλεγε τα πάντα.

«Α, δε σε ρώτησα αλήθεια. Παίζει τίποτα εκεί μέσα; Να ετοιμάζομαι για καμιά νύφη;» τον ρώτησε εκείνη γελαστά, για να ελαφρύνει κάπως τη συζήτηση.

Το εκεί μέσα αφορούσε προφανώς τη σχολή χορού που παρακολουθούσε μαθήματα ο Γιώργος. Δεν ήταν αποτέλεσμα ζήλιας αυτή η ερώτηση. Η Γιάννα ήξερε πως αργά ή γρήγορα αυτό που εννοούσε με την ερώτησή της θα γινόταν. Ο Γιώργος κάποτε θα έφευγε. Το θύμιζε κάθε μέρα σχεδόν στον εαυτό της. Ένιωθε πως, αν το ξεχνούσε, θα στεναχωριόταν ακόμα περισσότερο όταν θα έφτανε εκείνη η ώρα. Και μόνο το γεγονός ότι είχαν περάσει ήδη οκτώ σχεδόν χρόνια, την έκανε να ανησυχεί για το μέλλον του. Τον αγαπούσε πάρα πολύ για να συνεχίσει να απολαμβάνει και να εκμεταλλεύεται –με την καλή έννοια– την ευτυχία που της πρόσφερε αδιαφορώντας για τη συνέχεια. Σίγουρα εκείνη ήταν ευτυχισμένη στην αγκαλιά του. Εκείνη και οι φίλες της, αλλά βασικά εκείνη! Σίγουρα και ο Γιώργος περνούσε την ομορφότερη περίοδο της ζωής του. Το έβλεπε αυτό, δε χρειαζόταν καν να της το πει ο ίδιος. Το έβλεπε στο φωτεινό του πρόσωπο, στο συνεχές κέφι του. Εκείνη όμως είχε μια αποστολή. Οι Ξεχωριστοί –λόγω του ζήλου και της προσήλωσής της– την είχαν κάνει τομεάρχη νότιας Ευρώπης. Δεν μπορούσε τώρα να τους πει: «Αγάπησα, ξεχάστε με!» Θα παραβίαζε θεμελιώδεις για εκείνη αρχές. Αφού ήταν καταδικασμένοι να χωρίσουν, λοιπόν, ας γινόταν όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα και για τους δύο.

«Όχι… Έχει φυσικά όμορφες κοπέλες η σχολή –μερικές ίσως και πολύ όμορφες– αλλά δεν… Τουλάχιστον για την ώρα. Τώρα, βέβαια, αν συνεχίσεις να μη με αφήνεις να κάνω αυτό που μ’ αρέσει να σου κάνω. Δεν ξέρω… Ίσως το ξανασκεφτώ!» της απάντησε ο Γιώργος χαμηλώνοντας τη φωνή του, καθώς φιλούσε απαλά τα χείλη της ενδιάμεσα στην πρόταση.

Η Γιάννα είχε αρχίσει να πλαγιάζει προς το μαξιλάρι πίσω της. Είχε σταματήσει να αντιστέκεται και απλώς ακολουθούσε τις κινήσεις του.

Έχω όσα μπορεί να επιθυμήσει μια γυναίκα και εγώ τον προτρέπω να βρει άλλη! Τι ηλίθια που είμαι, Θεέ μου! σκέφτηκε η Γιάννα απογοητευμένη.

Τόσα χρόνια μετά και εκείνος την ήθελε ακόμη όπως στην πρώτη τους συνάντηση. Έκλεισε απλά τα μάτια της και παραδόθηκε στα συναισθήματά της. Ευτυχώς για εκείνη το διακριτικό χτύπημα της πόρτας δημιούργησε ένα μικρό κενό λογικής στα σύννεφα συναισθημάτων που την κατέκλυζαν. Έκλεισε με την παλάμη της το στόμα του, για να σταματήσει να τη φιλάει, και κάλεσε την Κατερίνα να μπει στο δωμάτιο.

«Καλημέρα».

Η Κατερίνα μπήκε μες στο δωμάτιο, τους κοίταξε και απλώς χαμογέλασε.

Αν και οι δυο εραστές ήταν σκεπασμένοι με σεντόνι, δε χρειάζονταν και πολλή φαντασία για να καταλάβει η μικρή σε τι κατάσταση τους πετύχαινε. Στην ίδια ακριβώς κατάσταση που τους πετύχαινε σχεδόν κάθε φορά που ο Γιώργος έμενε βράδυ στο σπίτι τους. Άλλωστε –πολλές φορές– είχε ξυπνήσει και εκείνη εκεί, ανάμεσά τους. Η Κατερίνα αναστέναξε καθώς οι σκέψεις της είχαν αρχίσει να επηρεάζουν τη νεανική λίμπιντο.

«Πού να το αφήσω;» ρώτησε χαμογελαστή.

«Στο κεφάλι μου, στην πλάτη του Γιώργου… Στο κομοδίνο φυσικά. Ξέρεις πού είναι ή θες G.P.S.;» απάντησε η Γιάννα γελώντας.

Η αναστάτωση της μικρής ήταν τόσο εμφανής.

«Η άλλη πού είναι; Πώς και δεν το έφερε εκείνη;» συνέχισε ρωτώντας προφανώς για τη Μαριάννα.

«Έχει πάει από τις εννιά στο γυμναστήριο, μη χέσω. Μετά, γυρίζοντας, ελπίζω να μας κάνει τη χάρη να φέρει και τα ψώνια» απάντησε νευριασμένη η Κατερίνα.

Η Μαριάννα είχε φύγει από το πρωί και τώρα είχε επωμιστεί εκείνη όλες τις δουλειές του σπιτιού.

«Γυμναστήριο από τις εννιά το πρωί; ΟΚ! Σε λίγο θα έχουμε τον Σβαρτσενέγκερ στο σπίτι με την τρελή που μπλέξαμε! Εντάξει, μωρό μου, σε ευχαριστώ. Πήγαινε και κάνε ό,τι κάνεις συνήθως τέτοια ώρα. Ξέρεις εσύ, μαγιό και μπλουμ, μη χάσεις κανένα εικοσιπεντάρι».

Η Γιάννα γύρισε και κοίταξε τον άντρα που ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα δίπλα της. Η έκφραση στο πρόσωπό της είχε χάσει την τρυφεράδα με την οποία τον κοίταζε πριν από δύο μόλις λεπτά.

«Και τώρα οι δυο μας!» του είπε και ανέβηκε επάνω του.