Είχε πια μεσημεριάσει όταν η Μιρέλα άνοιξε τα μάτια της. Το προηγούμενο βράδυ το μαγαζί είχε πολύ κόσμο και τελικά είχαν σχολάσει γύρω στις εφτά τα χαράματα. Η Μιρέλα είχε νιώσει από νωρίς ότι αυτή η νύχτα θα ήταν πολύ σημαντική για την υπόλοιπη ζωή της. Ανασηκώθηκε στο μαξιλάρι της και προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη. Όλο το τελευταίο χρονικό διάστημα η Γιάννα είχε ερευνήσει και είχε επιβεβαιώσει τους φόβους της Μιρέλας. Η ανάμειξη του Τζίμη σε κυκλώματα εμπορίας κοριτσιών από την Ευρώπη ήταν σίγουρη. Εκείνο που είχε μείνει ακόμη αδιευκρίνιστο ήταν το μέχρι πού ακριβώς έφτανε αυτή η ανάμειξη. Η Μιρέλα δε είχε ρωτήσει καν πού τα είχε μάθει η Γιάννα. Ήξερε ότι είχε γνωριμίες –μέσω του πρώην συζύγου– σε υψηλά κλιμάκια της πολιτικής ηγεσίας της αστυνομίας. Η αστυνομία είχε βάσιμες υποψίες και ενδείξεις σε βάρος του. Συγκεκριμένα θεωρούσαν τον Τζίμη ένα είδος μεσάζοντα του εμπορίου κοριτσιών μεταξύ Ευρώπης και Κουβέιτ. Αλλά χωρίς απτές αποδείξεις δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Η νεαρή τραγουδίστρια αναστέναξε στεναχωρημένη. Αν και μέσα της το ένιωθε, η Μιρέλα ευχόταν να μην έβγαινε η διαίσθησή της αληθινή. Αλλά δυστυχώς όλα έδειχναν να είναι αλήθεια. Και τώρα χρειαζόταν σχέδιο. Αν η αστυνομία ήθελε αποδείξεις, θα τις έβρισκαν εκείνες. Τα κορίτσια είχαν σκεφτεί ότι αν ήταν μεσάζοντας –όπως έλεγε η αστυνομία– θα χρειαζόταν και κάποιο κατάλυμα, στο οποίο θα φυλούσε τα θύματα μέχρι την αναχώρησή τους. Τώρα ήταν στο χέρι της Μιρέλας και των κοριτσιών να σκεφτούν με ποιον τρόπο θα μάθαιναν το πού κρατούσε η σπείρα τα θύματα. Αυτή ήταν η καλύτερη ευκαιρία να γλιτώσουν και τα θύματα από το κύκλωμα και η Μιρέλα από τον Τζίμη μια και καλή! Όλα αυτά είχαν δρομολογηθεί ήδη. Το άλλο θέμα όμως που την απασχολούσε είχε προκύψει μόλις χθες το βράδυ. Και ήταν πολύ παράξενο.
Ανάμεσα στον κόσμο που διασκέδαζε στο μαγαζί, ήταν και μια πολύ όμορφη ώριμη γυναίκα με την παρέα της. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους θαμώνες του μαγαζιού, εκείνη δε φαινόταν να την απασχολεί γενικά η διασκέδαση.
Είχε μπει στο μαγαζί λίγο πριν ξεκινήσει η Μιρέλα το πρόγραμμά της. Η παρέα της ήταν ήδη εκεί από νωρίς. Η Μιρέλα δεν μπορούσε να μην την προσέξει. Όταν μπήκε στο μαγαζί, η παρουσία της κυριάρχησε στον χώρο γύρω της. Φορούσε ένα μίνι μαύρο συνολάκι που άφηνε ακάλυπτα τα μακριά πόδια της. Οι μακριές πλατινέ μπουκλίτσες, που έπεφταν σαν χείμαρρος στην πλάτη της, καθρέφτιζαν το φως από τα φωτορυθμικά και τα στρομπολάιτ της πίστας. Είχε καθίσει στο πρώτο τραπέζι και είχε ακούσει όλο το πρόγραμμά της με προσοχή πίνοντας το ποτό της. Μόλις η Μιρέλα τέλειωσε την πρώτη σειρά των τραγουδιών της, η μυστηριώδης ξανθιά την ειδοποίησε με σερβιτόρο ότι ήθελε να τη γνωρίσει.«Ιόλη Δάβαρη. Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω».
Η Μιρέλα μόλις είχε καθίσει δίπλα της και προσπαθούσε να σκεφτεί από πού ήξερε την όμορφη γυναίκα, όταν εκείνη της πρότεινε το χέρι αυτοσυστηνόμενη χαμογελαστά.
«Μιρέλα Δεμίρη. Και… και εγώ χαίρομαι θέλω να πω» της απάντησε κομπιάζοντας.
Μα ναι! Η Ιόλη, η μουσική παραγωγός, μάνατζερ και ιδιοκτήτρια της ομώνυμης δισκογραφικής εταιρείας. Γι’ αυτό της είχε φανεί γνωστή. Η Μιρέλα την ήξερε από τις ραδιοφωνικές και τις διεθνείς παραγωγές της. Τα Μ.Μ.Ε. ασχολούνταν συχνά με εκείνη και τους νεαρούς και νεαρές συναδέλφους που αναδείκνυε κατά καιρούς.
Η Μιρέλα πάτησε το κουμπί του τηλεκοντρόλ, για να ανάψει την τηλεόραση απέναντι από το κρεβάτι της. Δεν ήθελε να δει κάτι συγκεκριμένο· απλώς δεν άντεχε την απόλυτη σιωπή. Μάλλον λόγω εργασίας, όπως υπέθετε. Όσο σκεφτόταν τη χθεσινή νύχτα, τόσο πιο παράξενα της φαίνονταν όλα. Όσο ταραγμένη και να ήταν από την επίσκεψη της Ιόλης στο μαγαζί, δεν μπορούσε να μην προσέξει ότι στα τριάντα έξι της η Ιόλη ήταν πολύ όμορφη γυναίκα. Όμορφη και εξαιρετικά εντυπωσιακή. Ξαφνικά χαμογέλασε. Αν ήξερε ο Τζίμης τη σκέψη της αυτήν τη στιγμή θα τη σκότωνε! Το προηγούμενο βράδυ, μόλις άρχισε η γνωριμία της με την Ιόλη και πριν καν προλάβουν να ολοκληρώσουν τη συζήτησή τους, ο Τζίμης είχε στείλει να τη φωνάξουν. Το επόμενο τέταρτο –μέχρι να ξαναβγεί η Μιρέλα στην πίστα– το πέρασε ανακρινόμενη για την εντυπωσιακή ξανθιά και το τι την ήθελε. Ευτυχώς οι δύο γυναίκες είχαν προλάβει να μιλήσουν λίγο. Η Ιόλη ενδιαφερόταν για τη νεαρή τραγουδίστρια και ήθελε να συζητήσουν τις προοπτικές εξέλιξής της. Η Μιρέλα πέταξε απο τη χαρά της, αλλά είχε μάθει πια το μάθημά της. Ο Τζίμης δε θα το επέτρεπε ποτέ! Η Μαριάννα και η Γιάννα τής είχαν ήδη μάθει να μην εκδηλώνεται, για να μη δίνει αφορμές στον Τζίμη να της φωνάζει και προπαντός τη χτυπάει. Όταν έβρισκαν τρόπο να ελευθερωθεί, θα μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Δεν του είπε, λοιπόν, τίποτα για τη συζήτησή τους. Εκείνες έτσι και αλλιώς είχαν συμφωνήσει να τα ξαναπούν κατ’ ιδίαν.
Ναι… Αλλά πού; σκεφτόταν η Μιρέλα.
Ούτε τηλέφωνο δεν είχε προλάβει να της δώσει. Στο μαγαζί η Ιόλη θα ξαναπήγαινε άραγε; Πώς θα ξαναμιλούσαν; Και γιατί είχε πάει η Ιόλη εκεί;
Από πού έμαθε η Ιόλη Δάβαρη για εμένα; αναρωτιόταν η Μιρέλα.
Η νεαρή τραγουδίστρια είχε πολλές ερωτήσεις αναπάντητες. Και ήταν απορροφημένη στις σκέψεις της, όταν χτύπησε το κινητό της. Η Μιρέλα το κοίταξε βαριεστημένα. Ο αριθμός ήταν με απόκρυψη και αυτά δεν της άρεσαν ποτέ. Αποφάσισε όμως να απαντήσει.
«Καλησπέρα, Μιρέλα. Η Ιόλη είμαι. Μπορείς να μιλήσεις;»
Το κινητό παραλίγο να της φύγει από τα χέρια. Η Ιόλη την είχε πάρει τηλέφωνο και φαινόταν να γνωρίζει και ότι είχε πρόβλημα.
«Ναι, άνετα. Πείτε μου. Μα πώς; Από πού;»
Από την ταραχή της η μικρή είχε κάνει τις ερωτήσεις μαζεμένες.
«Ρωτάς πολλά, γλυκιά μου, και μάλιστα στον πληθυντικό. Λοιπόν, πάρε τη Γιάννα να σου εξηγήσει και θα τα πούμε εμείς» της απάντησε γελαστά η Ιόλη και έδωσε τη συσκευή στη Γιάννα δίπλα της.
Τώρα πια βέβαια οι εξηγήσεις ήταν περιττές, μιας και στο άκουσμα του ονόματος είχαν απαντηθεί μεμιάς όλες οι ερωτήσεις που είχε σκεφτεί η μικρή μέχρι εκείνη τη στιγμή.
«Αι, στο καλό σου, βρε Γιάννα. Πείτε μου έτσι! Είπα και εγώ! Ενδιαφέρθηκε –έτσι απλά!– η Ιόλη Δάβαρη για εμένα; Τι έκανες; Πώς θα μπορέσω ποτέ να ξεπληρώσω τόσες πολλές χάρες; Δε θα μου φτάνει μια ζωή… Το ξέρεις;»
Η φωνή της Μιρέλας ακουγόταν βραχνιασμένη, αλλά δεν ήταν από τη χθεσινή νύχτα· ήταν από τη συγκίνηση. Για πρώτη φορά στη ζωή της κάποιος άνθρωπος ενδιαφερόταν πραγματικά για το καλό της και μάλιστα χωρίς να περιμένει ανταλλάγματα.
Η Γιάννα το κατάλαβε και άλλαξε αμέσως συζήτηση. Είχαν πιο σοβαρά θέματα να συζητήσουν και από στιγμή σε στιγμή μπορεί να έμπαινε στο δωμάτιο της Μιρέλας ο Τζίμης και το τηλέφωνο να έκλεινε. Τα επαγγελματικά δεν ήταν του παρόντος. Η Ιόλη έτσι και αλλιώς ήταν φίλη της. Της είχε μιλήσει για τη Μιρέλα και είχαν από κοινού αποφασίσει η Ιόλη να τη βοηθήσει επαγγελματικά. Η Γιάννα όμως σκεφτόταν –σε βάθος χρόνου– τις δύο γυναίκες ως ζευγάρι και στη ζωή, μιας και η Ιόλη είχε σεξουαλικά τις ίδιες προτιμήσεις με τη Μιρέλα.
Ήταν περίπου είκοσι πέντε χρόνων, όταν η Ιόλη αναγκάστηκε να αποκαλύψει στον εμβρόντητο πατέρα της την ιδιαιτερότητά της. Ο γερο-Δάβαρης το είχε πάρει σχετικά καλά. Η Ιόλη ήταν μοναχοκόρη του. Η ιδιαιτερότητά της δεν ήταν αρρώστια, για να μπορεί να της δώσει χάπια ή να πληρώσει για να κάνει εγχείρηση. Αν και δύσκολα, λοιπόν, κατάφερε να συμβιβαστεί με την ιδέα. Το βασικό του πρόβλημα, άλλωστε, δεν ήταν η ιδιαιτερότητα αυτή καθαυτή. Τον Δάβαρη τον ένοιαζε ο κοινωνικός και κατά συνέπεια και ο επαγγελματικός στιγματισμός της. Η λύση –που εκείνος σκέφτηκε και εκείνη δέχτηκε– ήταν απλή: λευκός γάμος! Ένας όμορφος, νεαρός οικονομικός σύμβουλος δεμένος με προγαμιαίο συμβόλαιο εχεμύθειας παρέστησε τον νυμφίο ανύμφευτο. Το πρόβλημα όμως της Ιόλης –που όσο όμορφος και αν ήταν ο σύζυγός της, δεν μπορούσε να αισθανθεί μαζί του ερωτικά– παρέμενε.
Η ίδια, όπως και ο πατέρας της, ήθελε να κάνει παιδί μαζί του. Εκείνη για να γίνει μητέρα και ο πατέρας της για να διαιωνιστεί η οικογένεια. Η λύση ήταν περίπλοκη αλλά πρακτικά εφικτή. Η πρόσληψη μιας σταθερής –ώστε να εξασφαλιστεί η εχεμύθεια– συνοδού έλυσε το πρόβλημα και από εκεί και πέρα μπόρεσαν να συνεχίσουν τη ζωή τους ήρεμοι και ευτυχισμένοι. Σε τακτά χρονικά διαστήματα το ζευγάρι καλούσε την κοπέλα και εκείνη έκανε τον ερωτικό ενδιάμεσο μεταξύ τους, κάνοντας έρωτα και με τους δύο. Ο Παύλος –ο σύζυγός της– έκανε έρωτα με την κοπέλα. Και όταν έφτανε η στιγμή να τελειώσει, το έκανε βαθιά μες στο κόλπο της συζύγου του. Έτσι είχαν γεννηθεί και τα δύο παιδιά της όμορφης Ιόλης.
Όταν ο πατέρας της πέθανε, η Ιόλη με τον Παύλο χώρισαν συναινετικά. Το επόμενο προφανές βήμα ήταν το να κάνει και σχέση με εκπρόσωπο του ίδιου φύλου. Και η Μιρέλα θα ήταν τέλεια στον ρόλο της συντρόφου. Αν άρεσαν η μία στην άλλη, λοιπόν, θα συνδύαζαν το τερπνόν μετά του ωφελίμου και θα ήταν και οι δύο ευτυχισμένες. Αλλά όλα αυτά τα σχέδια προϋπέθεταν την ελευθερία της Μιρέλας από τον Τζίμη. Αυτό είχε τώρα απόλυτη προτεραιότητα.
«Λοιπόν, μωρούλι, ξέρεις τι σκεφτήκαμε; Ίσως υπάρχει ένας τρόπος να βρεις πού κρύβουν τις κοπέλες. Όπου και να τις βάζουν, σε σπίτι, διαμέρισμα, στάβλο –οπουδήποτε– χρειάζονται δύο πράγματα πέρα από το ακίνητο: ηλεκτρικό ρεύμα και νερό. Και αν όχι για τα θύματα, ίσως γι’ αυτόν που τις φυλάει. Θα μπορούσαν, βέβαια, να τις έχουν κλειδωμένες με κεριά για φως και νερό εμφιαλωμένο, αλλά εμείς θέλουμε να σκεφτόμαστε αισιόδοξα. Έτσι και αλλιώς στη ζωή χρειάζεται και λίγη τύχη. Ας ελπίσουμε, λοιπόν, η τύχη να είναι μαζί μας και να μην το έχει σκεφτεί. Λοιπόν! Εσένα δε σε φοβάται ώστε να σου κρύβει πράγματα. Τι θέλουμε; Λογαριασμούς ηλεκτρικού ή νερού. Μέχρι τώρα δεν είχες λόγο να τους κοιτάς καν. Δε θα τους είχες προσέξει καν υποθέτω. Τώρα θα περιμένεις διακριτικά τον ταχυδρόμο και θα παρακολουθείς τις διευθύνσεις στους λογαριασμούς. Θα σημειώνεις όποια διεύθυνση δε γνωρίζεις και ας ελπίσουμε να είμαστε τυχερές. Στο κάτω κάτω δε χάνουμε τίποτα να δοκιμάσουμε. Εντάξει; Συγγνώμη που σ’ τα είπα μαζεμένα. Μπορούσε όμως να μπει κανείς στο δωμάτιό σου και να μας διακόψει και έπρεπε να σ’ τα πω όλα, να μη γίνει κανένα λάθος. Τώρα αν έχεις να ρωτήσεις τίποτα πες μου!»
Η Γιάννα ανησυχούσε πολύ. Αν ο Τζίμης καταλάβαινε το παιχνίδι που του έστηνε η Μιρέλα, θα τη θεωρούσε επικίνδυνη και τέτοιοι άνθρωποι είναι απρόβλεπτοι. Η Μιρέλα θα κινδύνευε!
«Όχι, Γιάννα μου, τι να ρωτήσω; Κατάλαβα! Θα προσέχω» της απάντησε η μικρή για να την καθησυχάσει.
Η αλήθεια ήταν ότι φοβόταν πάρα πολύ μην καταλάβει τίποτα ο Τζίμης. Αφού όμως για να ελευθερωθεί έπρεπε να γίνει, το είχε πάρει απόφαση. Το να παρακολουθεί άλλωστε τους λογαριασμούς δε θα κινούσε υποψίες. Απλώς έπρεπε να το κάνει διακριτικά, για να μην αναρωτηθούν για το πότε άρχισε να ασχολείται εκείνη με αυτά τα θέματα.
«Η Ιόλη πώς σου φάνηκε, δε μου είπες;» τη ρώτησε η Γιάννα.
«Πώς να μου φανεί. Κουκλί πεντάστερο! Πανέμορφη και δυναμική. Η αλήθεια είναι ότι απ’ όλη τη χθεσινή μας συζήτηση εγώ θυμάμαι μόνο τα μάτια και τα χείλη της!»
«Σου αρέσει, λοιπόν; Αν δηλαδή γινόταν –αν λέω– θα την ήθελες δική σου;» τη ρώτησε στα ίσια η Γιάννα.
Η μικρή είχε τέτοιο πρόβλημα επικοινωνίας –με τον Τζίμη πάνω από το κεφάλι της– που δεν υπήρχε χρόνος για πλάγιες προσεγγίσεις.
«Γιάννα μου, θες να μου πεις τίποτα; Μήπως… Μήπως με προξενεύεις; Σου είπε τίποτα εκείνη ή μόνη σου το σκέφτηκες;»
Η μικρή ήταν έξυπνη και η αναφορά της δασκάλας της ήταν πολύ προφανής, για να μην καταλάβει τι εννοούσε.
«Δεν είναι τίποτα σίγουρο. Απλώς θέλω τη δική σου γνώμη πρώτα. Πες, λοιπόν, πως κατάλαβες σωστά… Τι θα έλεγες; Πρόσεξε! Η όποια απάντησή σου δεν επηρεάζει την επαγγελματική σου εξέλιξη. Αυτό έχει δρομολογηθεί. Ό,τι αισθάνεσαι θέλω να μου πεις. Μπορεί να μη συμφωνείτε σε τίποτα αν γνωριστείτε, μπορεί οτιδήποτε. Αυτήν τη στιγμή σε ρωτάω μόνο αν σ’ αρέσει εμφανισιακά» της είπε η Γιάννα τονίζοντας την τελευταία της πρόταση.
«Ω, ναι! Πολύ, πάρα πολύ! Τι λες τώρα! Η γυναίκα είναι κούκλα!» της απάντησε η Μιρέλα με έκδηλο ενθουσιασμό.
Η Γιάννα γέλασε. Ο τόνος της φωνής της Μιρέλας δεν της άφηνε καμία αμφιβολία για την ειλικρίνεια των όσων έλεγε.
«Εντάξει, λοιπόν. Φιλάκια για την ώρα και, όπως είπαμε… Προσοχή, ε; Γεια σου, μωρό μου, μεθαύριο στην πρόβα θα τα πούμε αναλυτικά» συμπλήρωσε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Η Ιόλη στεκόταν δίπλα της και την κοίταζε χαμογελώντας αυτάρεσκα.
«Περνάει ακόμη η μπογιά σου, ε; Γι’ αυτό γελάς; Της άρεσες της μικρής!»
Η Ιόλη άνοιξε τα χέρια της και την τράβηξε από τη μέση κοντά της. Δε χαμογελούσε πια· το ύφος της ήταν γυναίκας που αποπλανεί το θύμα της. Η Γιάννα το ήξερε καλά αυτό το ύφος· εκείνη άλλωστε της το είχε διδάξει. Έμεινε, λοιπόν, τελείως ακίνητη παίζοντας το αποπλανημένο θύμα που είχε παγώσει μην ξέροντας τι να κάνει.
«Χαίρομαι. Αν και ξέρεις τι θα προτιμούσα» απάντησε η Ιόλη στην προηγούμενη παρατήρησή της.
Φυσικά εννοούσε ότι θα προτιμούσε να έχει τη Γιάννα μόνιμα στη ζωή της. Αλλά ήξερε ότι αυτό δε θα γινόταν ποτέ. Είναι άλλο να μπορείς να κάνεις έρωτα και σε γυναίκες, όπως έκανε η Γιάννα, και άλλο το να θέλεις να κάνεις έρωτα μόνο σε γυναίκες, όπως ήθελε εκείνη. Είχε συμβιβαστεί, λοιπόν, με το να έχει περιστασιακά τη Γιάννα ως υπέροχη Ξεχωριστή ερωμένη της.
Η Γιάννα δεν απάντησε. Τα είχαν πει πολλές φορές αυτά· δεν υπήρχε λόγος να χαλάσει η στιγμή με αδιέξοδες συζητήσεις. Την κοίταξε τρυφερά και έπιασε το χέρι της, αναγκάζοντάς τη να την ακολουθήσει στον καναπέ. Ο Γιώργος είχε φύγει και θα γύριζε το βράδυ την ίδια ώρα σχεδόν που θα ερχόταν και η Σιλβάνα από το αεροδρόμιο. Είχε αρκετή ώρα, ώστε να δώσει στην όμορφη φίλη της μερικές δόσεις ευτυχίας.
Μετά ήταν τα δύσκολα. Έπρεπε να εξηγήσει στη Στέλλα –που θα ερχόταν σε λίγο– την αποστολή της. Θα την έστελνε στη Γαλλία να σαγηνεύσει τον Ρόμπερτ και να βρει να πάρει τον φάκελο με τις φωτογραφίες και τα αρνητικά της Ενριέτα. Έτσι δε θα μπορούσε πια να εκβιάζει τη μικρή προστατευόμενή της. Μετά θα τον αναλάμβαναν οι Ξεχωριστοί, αν όχι η Γαλλική Αστυνομία. Αρκεί η Στέλλα να τα κατάφερνε. Το δύσκολο μέρος του ρόλου ήταν να παίξει η Στέλλα τη συνηθισμένη. Ήταν μια εκπαιδευμένη Ξεχωριστή. Ο Ξεχωριστός τρόπος που είχε μάθει να κάνει έρωτα δεν είχε καμιά σχέση με των συνηθισμένων γυναικών. Για να τα καταφέρει, θα έπρεπε να ξεχάσει προσωρινά όλη αυτήν την εκπαίδευση. Αν ξεχνιόταν και έδειχνε Ξεχωριστά στοιχεία στον έρωτά της, ο Ρόμπερτ θα το καταλάβαινε αμέσως και το σχέδιο θα αποτύγχανε.