Οι Ξεχωριστοί - Λάχεσις (Κεφάλαιο 23) [+18]

Ο Γιώργος έκλεισε απαλά την εξώπορτα πίσω του, για να μην κάνει θόρυβο. Δεν είχε χρειαστεί να χτυπήσει κουδούνι. Είχε συνεννοηθεί με την Κατερίνα να αφήσει την εξώπορτα ξεκλείδωτη όταν θα ερχόταν η Σιλβάνα. Και τώρα ήταν εκεί.

Σιλβάνα Φερούτι. Ιταλίδα mezzo soprano, που το ρεπερτόριό της έφτανε από κλασική όπερα μέχρι προσαρμοσμένη στις ατέλειωτες οκτάβες που μπορούσε να ανέβει η φωνή της ποπ. Ένα υπέροχο πλάσμα με αγγελική φωνή, που προκαλούσε ανατριχίλες σε όποιον είχε έστω και λίγο συναίσθημα στην ψυχή του. Στεκόταν όρθια στο βάθος του μεγάλου σαλονιού με την πλάτη προς εκείνον και συζητούσε με την καθιστή στον καναπέ μπροστά της Γιάννα. Φορούσε ένα απλό κόκκινο φούτερ και ένα μαύρο κολάν που τόνιζε σκανδαλιστικά τις καμπύλες των γλουτών και τα γυμνασμένα της πόδια. Και από μέσα τίποτα άλλο. Η Γιάννα τον είχε δει να μπαίνει και απαντούσε στη Σιλβάνα γελαστή, περιμένοντας την αντίδρασή της όταν θα καταλάβαινε ότι ο Γιώργος είχε έρθει.

«Benvenuti, cara mia. Tutto bene?»[1] την καλωσόρισε ο Γιώργος στη μητρική της γλώσσα.

Δεν ήξερε πολλά Ιταλικά. Στις συναντήσεις τους, η συνεννόηση μεταξύ τους προέκυπτε μέσα από ένα μείγμα Αγγλικών και λίγων Ιταλικών. Η Σιλβάνα είχε σπουδάσει επίσης Γαλλικά και Ισπανικά για τις ανάγκες του απαιτητικού της επαγγέλματος.

Η μελαχρινή Μπάρμπι γύρισε προς το μέρος του και το πρόσωπό της φωτίστηκε. Ο Γιώργος είχε ανοίξει τα χέρια του και την περίμενε, καθώς εκείνη έτρεχε προς το μέρος του. Μόλις έφτασε μπροστά του, πέρασε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και πήδηξε επάνω του περνώντας τα πόδια της γύρω από τη μέση του.

«Γιώργο, αγαπημένε μου Γιώργο, τελικά τα κατάφερα και ήρθα!» του είπε γελώντας.

Εκείνος αφέθηκε να την κοιτάζει μαγεμένος. Η όμορφη αοιδός είχε ένα πολύ εκφραστικό πρόσωπο – ειδικά όταν χαμογελούσε. Και το έκανε συχνά, όπως καταλάβαινε εύκολα κανείς αν πρόσεχε τις αχνές ρυτιδούλες έκφρασης, που είχαν σχηματιστεί στο πλάι των ματιών της. Όλοι οι μύες του προσώπου της συντονίζονταν και απέδιδαν πλήρως τα συναισθήματά της. Το μεγάλο στόμα της με τα όμορφα σαρκώδη χείλη άφηνε, όποτε γελούσε, να φανούν δύο πάλλευκες σειρές τέλεια κατανεμημένων δοντιών. Τα λαμπερά πράσινα μάτια της ήταν τόσο φωτεινά που ο Γιώργος νόμιζε ότι, όποτε τον κοιτούσε, μπορούσε να διαβάζει τις σκέψεις του. Δεν άντεχε να την κοιτάζει στα μάτια για πολλή ώρα. Αισθανόταν αμήχανα.

Η Γιάννα τού είχε γνωρίσει πολύ όμορφες γυναίκες και πάντα εκείνος κατάφερνε να ξεχνάει ποια ήταν η καθεμία. Δε θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς. Δεν μπορείς να δώσεις ευτυχία σε κάποια που θεωρείς ανώτερή σου ή που έχεις επιτρέψει εσύ σε εκείνη να σε θεωρεί κατώτερό της. Το αίσθημα κατωτερότητας σκοτώνει τα πάντα και ο Γιώργος το είχε ξεπεράσει προ πολλού. Όταν είχαν ξεκινήσει αυτό το θέμα, ήταν για την εκπαιδεύτρια Γιάννα αναγκαία συνθήκη. Αλλιώς δε θα υπήρχε καμία πιθανότητα επιτυχίας. Και είχε δίκιο. Το σημαντικότερο, λοιπόν, από αυτά που του είχε διδάξει τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους ήταν το να μπορεί να ξεπερνά το δέος που θα ένιωθε φυσιολογικά μπροστά στη γυναικεία ομορφιά. Ειδικά όταν ο Θεός ή η φύση –ανάλογα τι πιστεύει κανείς– είχε χαρίσει αυτήν την ομορφιά τόσο απλόχερα, όπως στην περίπτωση της Σιλβάνα!

Οι γυναίκες αρέσκονται στο να τις θαυμάζουν οι άντρες. Με τίποτα όμως δε θα σέβονταν έναν άντρα-θύμα αυτού του θαυμασμού. Για να διατηρηθεί το ενδιαφέρον τους, πρέπει πάντα να νιώθουν ότι υπάρχει κάτι ν’ ανακαλύψουν. Και η μεγαλύτερη ανακάλυψη απ’ όλες είναι το από πού πηγάζει η δύναμη του άλλου. Σχεδόν τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια πριν, η Δαλιδά είχε χρησιμοποιήσει όλους τους γυναικείους τρόπους αποπλάνησης, για να μάθει την πηγή δύναμης του έρημου Σαμψών. Μόλις την έμαθε, το παιχνίδι τελείωσε· είχε χαθεί η μαγεία. Από τότε δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Το μόνο που ελπίζουν οι σύγχρονοι άντρες είναι ότι, αν είναι άτυχοι, οι Δαλιδές τους δε θα τους παραδώσουν στους Φιλισταίους.

Ο Γιώργος πέρασε τα χέρια γύρω από τους γλουτούς της, για να μπορεί να διαχειριστεί το βάρος της, και περπατώντας προσεκτικά έφτασε στη δεξιά άκρη του σαλονιού. Τη σήκωσε ελαφρά και την κάθισε απαλά σε ένα από τα σκαμπό του μπαρ που βρισκόταν εκεί. Η Σιλβάνα τράβηξε με μια απότομη κίνηση το κεφάλι του και τον ανάγκασε να το κολλήσει επάνω της. Έτσι που ήταν καθισμένη, το μόνο που χώριζε το κέντρο της από το πρόσωπό του ήταν το λεπτό ύφασμα του κολάν της.

«Σου έλλειψα καθόλου, γλυκέ μου; Χάρηκες που με είδες;» τον ρώτησε παραπονιάρικα, καθώς έτριβε το πρόσωπό του στο ύφασμα.

«Πολύ! Και το ξέρεις!» της απάντησε εκείνος.

Απομάκρυνε το χέρι της και πάτησε πάνω στα στηρίγματα ποδιών του σκαμπό, για να φτάσει στο επίπεδό της. Πέρασε το δεξί του χέρι γύρω από την πλάτη της και την τράβηξε απότομα κοντά του. Η Σιλβάνα αντέδρασε αναστενάζοντας και περίμενε τη συνέχεια ανυπόμονα. Ο Γιώργος ετοιμάστηκε να τη φιλήσει, αλλά δεν πρόλαβε. Η Σιλβάνα κατέβασε το αριστερό της χέρι ανάμεσα στα πόδια του και έπιασε το φούσκωμα που περιγραφόταν καθαρά στη φόρμα του. Έσφιξε λίγο τα δάχτυλά της καθώς το περιεργαζόταν κατά μήκος και το αισθάνθηκε να σκληραίνει.

«Μμ… Εντάξει… Αλήθεια λες. Χάρηκες!» του είπε ψιθυριστά και ένωσε τα χείλη της με τα δικά του.

Τα συνήθως κουκλίστικα χαρακτηριστικά του προσώπου της είχαν αρχίσει να σκληραίνουν. Τα μάτια της αντανακλούσαν όλη τη φλόγα που είχε αρχίσει να καίει μέσα της και η αναπνοή της είχε γίνει βαθύτερη. Έγειρε λίγο την πλάτη της και ακούμπησε το δεξί της χέρι στο πάσο του μπαρ. Πέρασε το αριστερό της χέρι γύρω από τον λαιμό του και ξέσφιξε τη λαβή των ποδιών της. Ο Γιώργος βρήκε την ευκαιρία να απομακρυνθεί λίγο από κοντά της, κάνοντάς της νόημα. Όχι ακόμη...

Έπιασε τα πόδια της και τα ακούμπησε απαλά στα στηρίγματα ποδιών των διπλανών από εκείνη καθισμάτων και κινήθηκε προς το τραπεζάκι στη μέση του σαλονιού. Το να της έκανε έρωτα τώρα, εκεί, θα ήταν εύκολο, αλλά ανούσιο και απίστευτα συνηθισμένο. Η Σιλβάνα δεν είχε κάνει ολόκληρο ταξίδι, για να κάνει συνηθισμένο έρωτα. Αυτό το είχε και με τη σχέση της. Αυτό που εξιτάρει κάθε άνθρωπο είναι η προσμονή και ο αιφνιδιασμός. Το παιχνίδι γάτας-ποντικιού παίζεται με απρόσμενες κινήσεις και ανεβάζει τη λίμπιντο στα ύψη. Πρέπει να προσαρμόζεσαι στον χώρο που βρέθηκες και να αλλάζεις τον ρόλο αντίστοιχα.

Σε αντίθεση με τον κινηματογράφο, τα ρούχα γενικά, όπως και τα εσώρουχα, έχουν την τάση να αντιστέκονται στο σκίσιμο –με τα χέρια– των επίδοξων εραστών. Στις πιο πολλές περιπτώσεις, αντί για ένα μεγαλειώδες σκρατς, ο εραστής συνειδητοποιεί ότι η ραφή δε φτιάχτηκε, για να κάνει εκείνος τον πορνοστάρ, αλλά για να κρατάει το ρούχο στη θέση του. Συνήθως οι αποτυχίες –ακόμα και οι πιο απλές– έχουν δραματικά αποτελέσματα στην ανδρική ψυχολογία αν μιλάμε για την πράξη του έρωτα. Για όλα αυτά –και προς αποφυγή αμήχανων καταστάσεων– έχουν εφευρεθεί εδώ και αιώνες απλά εργαλεία, όπως ψαλίδια ή μαχαίρια, ανάλογα την περίσταση. Χρησιμοποιούμενα –φυσικά– με τη δέουσα προσοχή μπορούν να ενσωματωθούν άνετα σε οποιοδήποτε σενάριο.

Ο Γιώργος άνοιξε το συρτάρι του τραπεζιού. Ήξερε ότι η Κατερίνα έκρυβε εκεί τα σύνεργα ραπτικής της. Αλλά το μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ήταν ένα μικρό, ταπεινό ψαλιδάκι μανικιούρ. Ο Γιώργος απογοητεύτηκε.

Χάθηκε ο κόσμος να έχει ένα κανονικό ψαλίδι, γαμώτο! έβρισε μέσα του.

Στο μυαλό του είχε φανταστεί τη σκηνή αλλιώς. Το ακριβές σχέδιο περιλάμβανε τουλάχιστον ένα κανονικού μεγέθους ψαλίδι. Αντί για ερωτική, η σκηνή έβαινε πια προς κωμωδία.

Η αληθινή ζωή δεν είναι ταινία να τη σκηνοθετείς…

Αυτό είχε βρει, λοιπόν, αυτό θα χρησιμοποιούσε.

Πήρε το ψαλιδάκι στο χέρι του και την πλησίασε ανοιγοκλείνοντας το με τον αντίχειρα και το μεσαίο του δάχτυλο. Όσο και αν προσπαθούσε να σοβαρευτεί, η εικόνα μόνο την απειλή που απαιτούσε το σενάριο δεν είχε. Η Σιλβάνα τον έβλεπε να πλησιάζει με το ψαλιδάκι στα χέρια και προσπαθούσε να κρύψει το γέλιο που είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό της. Κρατιόταν όσο μπορούσε να μη σκάσει στα γέλια. Αλλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις της.

«Ω, αγάπη μου… Πώς φοβάμαι! Τι έχεις σκοπό να μου κάνεις με αυτό το τεράστιο εργαλείο;» Η Σιλβάνα προσπάθησε να τελειώσει την ερώτησή της με προσποιητή σοβαροφάνεια.

Σε συνδυασμό με την άψογη προφορά των αγγλικών της, ακουγόταν σαν να απαγγέλει Ρωμαίο και Ιουλιέτα στο πρωτότυπο. Η προσπάθεια όμως δεν ήταν αρκετή και οι τελευταίες λέξεις της πρότασης πνίγηκαν μέσα σε τρανταχτά και από τους δύο γέλια.

Ο Γιώργος άνοιξε διάπλατα τα χέρια του σε μια τεράστια αγκαλιά και η Σιλβάνα έτρεξε και χώθηκε μέσα αναστενάζοντας.

«Λυπάμαι πολύ, τα χάλασα όλα» της απολογήθηκε, καθώς έπαιζε στα δάχτυλά του τις λαμπερές μαύρες μπούκλες που χύνονταν κατά κύματα στην πλάτη της.

Η Σιλβάνα σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε ενοχλημένη.

«Μην είσαι χαζός! Ήταν πολύ αστείο έτσι όπως εξελίχθηκε» του απάντησε και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.

Ο Γιώργος σήκωσε το κεφάλι της και παραμέρισε με τα δάχτυλά του τα μαλλιά, που έκρυβαν σαν σκούρα κουρτίνα τα υπέροχα μάτια της. Χάιδεψε τρυφερά με την παλάμη του το αριστερό της μάγουλο και ακούμπησε απαλά τα χείλη του στα δικά της. Για μερικές στιγμές, ο υλικός κόσμος γύρω τους έπαψε να υπάρχει, χαμένος σε μια ζεστή θαλπωρή, σαν και αυτή που αναδύεται τις πολύ ζεστές ημέρες του καλοκαιριού –σαν κύματα– από την άσφαλτο και μοιάζει με όνειρο. Οι σκέψεις εξαφανίστηκαν. Το μόνο που αισθανόντουσαν ήταν αυτή τη γλυκιά ζέστη να τους κατακλύζει, ξεκινώντας από το σημείο επαφής στα χείλη τους.

Χιλιάδες μικροί συναγερμοί χτύπησαν σχεδόν ταυτόχρονα μες στο κεφάλι της Σιλβάνα, κάνοντας τη να διακόψει το φιλί και να απομακρύνει απότομα τα χείλη της από τα δικά του. Απλό φιλί έπρεπε να είναι. Είχαν δώσει εκατοντάδες τέτοια φιλιά στη μέχρι τώρα γνωριμία τους. Ήταν όμορφα και πολύ ερεθιστικά, αλλά δεν είχαν καμιά σχέση με αυτό που είχε μόλις νιώσει. Οι προειδοποιήσεις της Γιάννας αντηχούσαν ακόμη στο κεφάλι της.

Ο καθένας από όσους και όσες εμπλέκονται με τις ιδέες των Ξεχωριστών έχει τη ζωή του. Έχει σχέδια για το μέλλον, έχει σύντροφο… Σύζυγο ή ίσως και παιδιά. Δεν μπορούσαν να αλλάξουν αυτά από τη μια στιγμή στην άλλη, επειδή απλώς ερωτεύτηκε! Επειδή όμως τα συναισθήματα δεν τα ελέγχει κανείς, όποτε συνέβαινε –αν συνέβαινε– θα έμενε κρυμμένο βαθιά μες στην ψυχή αυτού που ερωτεύτηκε. Αυτό το τίμημα το πλήρωναν επί οκτώ σχεδόν χρόνια οι δύο γεννημένοι Ξεχωριστοί. Και θα το πλήρωναν ακόμα περισσότερο, τη στιγμή που θα έπρεπε να χωρίσουν για πάντα. Έτσι είχαν τα πράγματα από την αρχή και η Σιλβάνα είχε συμφωνήσει με αυτό ως προϋπόθεση για να ξεκινήσει μαζί τους. Τώρα δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, εκτός από το να εκμεταλλευτεί τη σύντομη παραμονή της στο σπίτι της Γιάννας, κάνοντας όσο πιο πολύ έρωτα μπορούσε.

«Πως το καταφέρνεις αυτό, γλυκέ μου εξαιρετικέ eccezionale-exceptionnel[2]; Όταν είμαι εδώ –κοντά σου– με κάνεις να ξεχνάω τα πάντα. Και δεν εννοώ μόνο τις ώρες που με κάνεις ευτυχισμένη με τον έρωτά σου. Πέρα από αυτό, κάνεις κάτι πολύ πιο σημαντικό. Με κάνεις και γελάω με τα πιο απίστευτα πράγματα. Το να κάνεις τους άλλους να γελούν είναι ταλέντο. Και είναι πολύ σέξι!» του είπε και απομακρύνθηκε από κοντά του κατευθυνόμενη όλο χάρη προς το μπαρ που την είχε αφήσει πριν.

Όταν έφτασε γύρισε προς εκείνον, κατέβασε με μια προκλητική κίνηση το κολάν και του το πέταξε στο πρόσωπο. Με την ίδια ακριβώς διαδικασία, μερικές στιγμές αργότερα, απαλλάχτηκε και από την μπλούζα που φορούσε. Πάτησε στα καθίσματα, κάθισε όλο χάρη στο μπαρ και γύρισε προς τον Γιώργο κάνοντάς του νόημα να πλησιάσει.

«Πού είχαμε μείνει, γλυκέ μου;» τον ρώτησε παιχνιδιάρικα, καθώς με το νύχι του δεξιού της δείκτη σχημάτιζε απαλές ροζ γραμμές κατά μήκος του γυμνού πια κορμιού της.

Κατόπιν σήκωσε τη δεξιά παλάμη στα χείλη της και την πότισε με το σάλιο της γλείφοντάς την. Έγειρε την πλάτη της επάνω στο μπαρ και ακούμπησε στον αριστερό αγκώνα της. Έγειρε λίγο στο πλάι, έτσι ώστε τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού να μπορούν να χαϊδέψουν το μικρό στητό στήθος της. Πέρασε τη δεξιά παλάμη της αργά πάνω από την κοιλιά της –χωρίς να την ακουμπάει– και έφτασε ανάμεσα στα πόδια της όπου άρχισε να χαϊδεύει το κέντρο της αναστενάζοντας ηδονικά.

Γύρισε το κεφάλι της αριστερά και κοίταξε τον Γιώργο –που είχε μείνει στην ίδια θέση που τον είχε αφήσει– και τον είδε να την κοιτάζει μαγεμένος. Το φούσκωμα στη φόρμα που φορούσε είχε μεγαλώσει, δείχνοντας ξεκάθαρα τον ερεθισμό του. Το θέαμα ήταν μαγευτικό. Η μελαχρινή καλλονή είχε ξαπλώσει επάνω στο μπαρ και χαϊδευόταν ανασαίνοντας βαθιά. Ο Γιώργος θα μπορούσε να την κοιτάζει για ώρες. Η Σιλβάνα όμως δεν μπορούσε να περιμένει άλλο.

«Θα με αφήσεις να χαϊδεύομαι μόνη μου, αγάπη μου; Τόσο κακός είσαι;» του είπε ξανά παραπονιάρικα.

Ο Γιώργος ξύπνησε απότομα από το όνειρο. Η κουκλίστικη ομορφιά της τον είχε παρασύρει για άλλη μια φορά. Γύρισε στο τραπεζάκι του σαλονιού πάνω στο οποίο πριν από λίγο είχε ψάξει για το ψαλίδι. Μες στο συρτάρι, εκτός των άλλων, είχε δει και ένα πακέτο καραμέλες Χολς, που δεν ήταν καθόλου τυχαία εκεί. Με τη Γιάννα δοκίμαζαν τα πάντα και είχαν ανακαλύψει μια πολύ ερεθιστική χρήση της εν λόγω καραμέλας. Για την ακρίβεια της γέμισης.

Έβαλε μία στο στόμα του και άρχισε να τη γλείφει, για να φύγει η γλυκιά εξωτερική επίστρωση. Χαμογέλασε και πήγε κοντά της. Η Σιλβάνα δεν είχε προσέξει ότι ο Ξεχωριστός εραστής της είχε βάλει κάτι στο στόμα του. Το ανακάλυψε ουρλιάζοντας από ηδονή, όταν ένιωσε το πρωτόγνωρο –για εκείνη– κάψιμο στην κλειτορίδα της. Άνοιξε τα μάτια της αιφνιδιασμένη και κοίταξε χαμηλά στην κοιλιά της. Στην άκρη της γλώσσας του ισορροπούσε το απομεινάρι της μισολειωμένης καραμέλας. Και ο Γιώργος την πίεζε ανάμεσα στη γλώσσα και στην κλειτορίδα της τρίβοντάς την επάνω της. Το γλυκό κάψιμο μεταφερόταν από τους χιλιάδες νευρώνες του ευαίσθητου σημείου στον εγκέφαλό της, προκαλώντας σπασμωδικές αντιδράσεις. Η αναπνοή της έγινε ακανόνιστη αναγκάζοντάς τη να ξεφυσάει σαν ετοιμόγεννη. Οι κοιλιακοί της σφίγγονταν και έτρεμαν χωρίς ρυθμό και η σπονδυλική της στήλη έφτιαχνε ηδονικά τόξα με το μπαρ από κάτω της.

«Ω, Θεέ μου… είναι… είναι υπέροχο. Κάνε με να τελειώσω… Θέλω να τελειώσω στα χείλη σου» του φώναξε η Σιλβάνα και πίεσε με δύναμη με το χέρι της το πίσω μέρος του κεφαλιού του πάνω στο καυτό της αιδοίο.

Ο Γιώργος αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι της. Πέρασε τα χέρια του μέσα από τους γοφούς της, έβαλε τις παλάμες του κάτω από τους γλουτούς της και στερέωσε τους αγκώνες του στο μπαρ κρατώντας τη λεκάνη της ψηλά. Έσφιξε τη γλώσσα του και την έβαλε στην είσοδο του υγρού από ώρα κόλπου της. Ύστερα άφησε σιγά σιγά τη λεκάνη της να κατέβει κρατώντας το κεφάλι του και τη γλώσσα του ακίνητα.

Η Σιλβάνα κατάλαβε αμέσως τι ήθελε ο Γιώργος. Και αυτό που ήθελε ήταν τεράστια πρόκληση για εκείνη, καθώς θα δοκίμαζε τα όρια της φυσικής της και όχι μόνο κατάστασης. Στην πατρίδα της οι Ξεχωριστοί το αποκαλούσαν μεταξύ τους ginnastica erotica. Σαν βάση έχει την απλή γυμναστική. Άνω και κάτω κοιλιακούς. Αν γυμνάζεται γυναίκα είναι ανάσκελα γυμνή και έχει ως σημεία ισορροπίας και επαφής με το οριζόντιο επίπεδο τις πατούσες της. Στην άλλη άκρη στερεώνει το σώμα της στην πλάτη σε μαξιλάρες ή για πιο εξτρίμ συγκινήσεις απλά –και πιο κουραστικά ασφαλώς– στους αγκώνες της. Με συχνή χρήση της άσκησης οι κοιλιακοί και οι μηριαίοι μύες γυμνάζονται απίστευτα. Χαρά και γυμναστική σε ένα πακέτο.

Η Σιλβάνα τοποθέτησε το σώμα της έτσι ακριβώς. Ο Γιώργος πήρε θέση ανάμεσα στα πόδια της, σαν να της έκανε συνηθισμένο στοματικό και εκείνη ξεκίνησε να ανεβοκατεβάζει τη λεκάνη της, σαν να έκανε συνηθισμένους κοιλιακούς. Ακούγεται απλό, βέβαια, αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολο να κρατήσει τον ρυθμό –στην κίνηση και στην αναπνοή– και την αντοχή της, όταν δύο φορές σε κάθε ολοκληρωμένη κίνηση της λεκάνης της το κέντρο της έπρεπε να περάσει απο τα καυτά χείλη και τη γλώσσα του συντρόφου της. Και ο Γιώργος δεν είχε καμιά πρόθεση να τη διευκολύνει –κρατώντας τη γλώσσα και τα χείλη του ακίνητα– ώστε να μπορεί εκείνη να καθορίσει τον ρυθμό. Η παραμικρή της κίνηση μετέδιδε ηδονικά σήματα στο σώμα της, αναγκάζοντάς τη να επισπεύσει την επόμενη κίνηση ώστε να το ξανανιώσει.

Η άσκηση ανέβαζε ταχύτητα, χωρίς η Σιλβάνα να αισθανθεί καν την κόπωση που φυσιολογικά θα ένιωθε το σώμα της. Οι αναπνοές της δεν της έφταναν, καθώς η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή ζητώντας οξυγόνο, και το σώμα της έλαμπε τώρα, λουσμένο στον ιδρώτα της. Σε κάθε επόμενο βογκητό ηδονής, η έντασή του ανέβαινε, ώσπου τα απλά βογκητά έγιναν μικρές ανεξέλεγκτες κορώνες ερωτικού παροξυσμού. Η φωνή της –που μάγευε εβδομήντα χιλιάδες κόσμο σε συναυλίες– ήταν αδύνατο να κρατηθεί σταθερή, διακοπτόμενη από σύντομα λαχανιάσματα. Η Σιλβάνα μόλις είχε μάθει τις αντοχές της και είχε φτάσει στα όριά τους.

Ακούμπησε τη λεκάνη της βαριά επάνω στα χέρια του και ξάπλωσε όλο το κορμί της επάνω στο ξύλινο πάσο, κοιτώντας τον εαυτό της στους μεγάλους καθρέφτες του μπαρ. Το όμορφο στήθος της ανεβοκατέβαινε ακανόνιστα, καθώς ήταν ακόμη λαχανιασμένη. Ήταν η πρώτη φορά που το έκαναν αυτό από την αρχή της γνωριμίας τους και η Σιλβάνα πίστευε πως μπορούσε να τα καταφέρει να φτάσει ως το τέλος. Στο επάγγελμά της ήταν απαραίτητες ασκήσεις για κοιλιακούς, διάφραγμα κ.λπ.. Φυσικά εκείνες οι ασκήσεις δε γίνονταν με μια ευκίνητη γλώσσα χωμένη μέσα της. Παρ’ όλα αυτά ήταν φανερά απογοητευμένη από την επίδοσή της. Κακώς, βέβαια. Μέσα σε επτάμησι περίπου λεπτά, η Σιλβάνα είχε κάνει πάνω από εκατόν πενήντα κοιλιακούς! Ήταν φυσιολογικό να κουραστεί. Για να φτάσει στο τέλος έπρεπε να έκανε τη συγκεκριμένη άσκηση συνέχεια, όπως η Γιάννα και ο Γιώργος, που συνδυάζοντας δύο σε ένα χρησιμοποιούσαν το σεξ για γυμναστική και τη γυμναστική για σεξ. Η Γιάννα ειδικά ήταν αυτό που λέμε φέτες. Οι δυο τους είχαν σκεφτεί πολλές φορές γελώντας τι θα γινόταν αν άνοιγαν ένα γυμναστήριο αποκλειστικά με τέτοιου είδους ασκήσεις!

«Αυτό εννοεί η ηλίθια ξανθιά όταν τη ρωτάω τι κάνει και μου απαντάει: “Γυμναστική, Σιλβάνα μου… Τι άλλο;” πάντα σκασμένη στα γέλια;» τον ρώτησε η Σιλβάνα, περισσότερο σαν συμπέρασμα και λιγότερο σαν αληθινή απορία.

Ο Γιώργος δεν απάντησε· απλώς χαμογέλασε. Η προσοχή του ήταν στραμμένη αλλού. Η Γιάννα είχε μόλις περάσει από το σαλόνι κάνοντάς του με τα δάχτυλα το χαρακτηριστικό σήμα του ΟΚ. Όλα ήταν έτοιμα, λοιπόν! Σε λίγο η Σιλβάνα θα έπαιρνε μέρος σε μια ατομική παράσταση, σκηνοθετημένη αποκλειστικά για εκείνη. Έπιασε απαλά το χέρι της και τη βοήθησε να κατέβει από το μπαρ.

«Με εμπιστεύεσαι;» τη ρώτησε σοβαρά.

Η Σιλβάνα αιφνιδιάστηκε από την ερώτησή του. Μερικά πράγματα ήταν αυτονόητα. Θεωρούσε, λοιπόν, την ερώτηση περιττή.

«Φυσικά. Απολύτως. Γιατί;» του απάντησε κοιτώντας τον διερευνητικά, λες και στ’ αλήθεια μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις του.

«Θα δεις!» Ο Γιώργος έπιασε απαλά το χέρι της και την τράβηξε μαζί του προς το ασανσέρ, που ένωνε το υπόγειο ατελιέ με την υπόλοιπη έπαυλη.

Ήξερε ότι εκεί η Γιάννα είχε δημιουργήσει ολόκληρο στούντιο, πλήρως αυτοματοποιημένο και ελεγχόμενο από υπολογιστές. Κατά καιρούς, η Σιλβάνα είχε γυρίσει εκεί μέσα πολλά δοκιμαστικά για τα βιντεοκλίπ των μοντέρνων τραγουδιών της. Κάτι είχαν ετοιμάσει οι δύο Ξεχωριστοί. Κάτι για εκείνη. Κάτι σίγουρα όμορφο και ευχάριστο, που θα περιλάμβανε σεξ.

Αλλά τι;

 


 



[1] Καλώς ήρθες, αγαπητή μου. Όλα καλά; (Μτφρ. από τα ιταλικά)

[2] Το Ξεχωριστοί με την έννοια που δίνουμε στα Ελληνικά δεν υπάρχει σε άλλες γλώσσες