Οι Ξεχωριστοί - Λάχεσις (Κεφάλαιο 27) [+18]

Τρεις εβδομάδες αργότερα

Η Κλέλια βημάτιζε νευρικά γύρω από το γραφείο της κοιτώντας συνέχεια το ρολόι της.

«Άντε, βρε Νάντια, πάνε σχεδόν πέντε ώρες που σ’ το έδωσα. Ακόμη να το διαβάσεις;» μονολόγησε ψιθυριστά, σαν κάποιος να μπορούσε να την ακούσει.

Περπάτησε για πολλοστή φορά προς το παράθυρο και κοίταξε έξω. Ήταν σχεδόν μεσημέρι και ο ήλιος –που χτυπούσε υπό γωνία στο παράθυρο– λειτουργούσε σαν καθρέφτης, προβάλλοντας το είδωλό της. Η Κλέλια χαμογέλασε σκανταλιάρικα κοιτώντας την εικόνα της. Ασυναίσθητα, τίναξε το κεφάλι της, πέρασε τα μαλλιά της στο αριστερό της ώμο και ξανακοιτάχτηκε. Ο μακρύς εκτεθειμένος λαιμός της έδειχνε υπέροχος έτσι, αλλά κάτι δεν της άρεσε. Δεν ήταν απόλυτα ευχαριστημένη, κάτι έλειπε. Έπιασε με το δεξί της χέρι την αρχή του κοντομάνικου που φορούσε και τράβηξε όλο το άνοιγμα του λαιμού της μπλούζας προς τον δεξί της ώμο και ξανακοιτάχτηκε.

Α… Ώστε αυτό σ’ αρέσει, ε; αναρωτήθηκε, καθώς γύριζε το σώμα της ανφάς και προφίλ, κοιτώντας το θέαμα που παρουσίαζε έτσι.

Όφειλε να παραδεχτεί ότι ο Γιώργος είχε δίκιο. Μια απλή μπλούζα μετατρεπόταν σε σέξι ένδυμα με μια απλή μετατόπιση της λαιμόκοψης. Έκανε έναν μορφασμό δυσφορίας και σοβαρεύτηκε απότομα. Η σκέψη της περιστρεφόταν για άλλη μια φορά γύρω από τον Γιώργο και αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Της προκαλούσε αμηχανία και η αμηχανία με τη σειρά της εκνευρισμό.

Είχαν περάσει μόνο τρεις εβδομάδες από τότε που ανέλαβε την αποστολή, αλλά οι εξελίξεις σ’ αυτό το διάστημα ήταν ραγδαίες. Δεν είχε χρειαστεί να καταβάλει καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια –τελικά–, για να γνωριστεί μαζί του. Με το που πάτησαν με τον Κώστα το πόδι τους στη σχολή για το πρώτο μάθημα, οι πρώτοι που γνώρισαν ήταν ο Γιώργος και η παρέα του. Μια πολύ όμορφη παρέα, αποτελούμενη από διάφορες ηλικίες, που περιέργως λειτουργούσε αρμονικά. Τόσο αρμονικά, που θα μπορούσες εύκολα να ξεχάσεις ότι τον μεγαλύτερο από τον μικρότερο της παρέας χώριζαν είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια. Αστεία, φωνές, πειράγματα και στη μέση ο συνάδελφος, που περιέργως δεν ήταν όπως τον είχε φανταστεί η Κλέλια, όταν διάβασε στον φάκελό του ηλικία, χρόνια παραμονής στο σώμα κ.λπ..

Φυσικά δεν ήταν κάτι το συνταρακτικό, αλλά μπροστά στις μπιροκοιλιές και τα χάλια που φανταζόταν εκείνη, ο Γιώργος ήταν μία πολύ ευχάριστη έκπληξη.

Τον είχε συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή. Και αν εκείνη τον είχε απλώς συμπαθήσει, ο Κώστας είχε ήδη γίνει κολλητός με όλους στην παρέα και με τον Γιώργο ακόμα περισσότερο. Η μεταξύ τους διαφορά ηλικίας τον είχε αναβαθμίσει σε φίλο και σύμβουλο ταυτόχρονα.

Στην αρχή, εκείνη φρόντιζε να υπενθυμίζει στον νεαρό αρχιφύλακα ότι ο Γιώργος ήταν ύποπτος προς διερεύνηση και είχαν μια δουλειά να κάνουν. Η αλήθεια όμως ήταν ότι ήδη μετά από την πρώτη εβδομάδα της γνωριμίας τους και εκείνη θεωρούσε απίστευτο πως ο Γιώργος θα μπορούσε να είναι σωματέμπορας ή κάτι αντίστοιχο. Η υπόθεση ήταν φούσκα, όπως είχε υποπτευθεί από την αρχή. Αλλά η έρευνα δε θα σταματούσε αν δε σιγουρευόταν εκατό τοις εκατό για την αθωότητά του.

Ύστερα ήρθαν τα έντεκα κεφάλαια των Ξεχωριστών να αλλάξουν για πάντα τη γνώμη της για τους άντρες.

Από την αρχή της γνωριμίας της με την παρέα, τα πειράγματα, όποτε κάποιος αναφερόταν σε τσάι, σεξ, σημεία G κ.λπ. έδιναν και έπαιρναν. Και όλα μαζί κατέληγαν στον Γιώργο, ο οποίος ανέφερε συχνά τον όρο Ξεχωριστοί. Από τα συμφραζόμενα έβγαινε το νόημα ότι αυτοί ήταν κάποια μυστική κοινότητα, οργάνωση ή κάτι τέτοιο. Το αστυνομικό μυαλό της Κλέλιας είχε φτάσει στο σημείο να εξετάζει και την πιθανότητα όλη η παρέα να ήταν στο κόλπο, το τσάι κάποιου είδους κώδικας και οι Ξεχωριστοί όνομα συμμορίας!

Η Κλέλια δάγκωσε τα χείλη της και κούνησε το κεφάλι της υποτιμητικά στο είδωλό της απέναντι. Πόσο ντρεπόταν τώρα γι’ αυτά που είχε σκεφτεί. Στην πρώτη της απόπειρα να συμμετάσχει στη συζήτηση, ο Γιώργος ήταν διατεθειμένος να της εξηγήσει τα πάντα. Και δε χρειάστηκε να της εξηγήσει πολλά. Της είχε δώσει –για αρχή– να διαβάσει τα πρώτα έντεκα κεφάλαια από ένα μυθιστόρημα που έγραφε. Και απλώς της είχε ζητήσει όταν το διαβάσει –αν ήθελε– να συζητήσει μαζί του όποια απορία προέκυπτε. Ένα μυθιστόρημα που όπως της είχε εξηγήσει αναφερόταν σε σχέσεις και σεξ και που ήταν αληθινή ιστορία!

Πόσο παράξενο της είχε φανεί. Γνωρίζονταν δύο εβδομάδες μόνο και εκείνος της είχε ζητήσει –με το πιο άνετο ύφος του κόσμου– να μιλήσει μαζί του για σεξ. Αν μη τι άλλο, ο συνάδελφος είχε ενδιαφέρον. Συγγραφέα-σωματέμπορα δεν είχε ξανασυναντήσει στην καριέρα της. Και στην περίπτωση του Γιώργου η πρόβλεψή της ήταν ότι μάλλον δε θα γνώριζε ούτε και τώρα.

Το μεγάλο πρόβλημα άρχισε μόλις ξεκίνησε να το διαβάζει. Από καθαρά επαγγελματικής άποψης, το διήγημα έδινε –χωρίς να είναι αυτός ο σκοπός του– μια πειστική εξήγηση για όλα όσα θεωρούνταν ύποπτοι οι δύο εραστές. Η πρωταγωνίστρια ήταν προφανώς η Δεληπέτρου και οι Ξεχωριστοί ήταν κοινότητα που είχε ως σκοπό την αλλαγή της νοοτροπίας –των αντρών κυρίως– στο σεξ. Ο μυστικισμός, που θεωρήθηκε στην αρχή ύποπτος, ήταν τελικά απαραίτητος. Όταν είσαι αναγνωρίσιμος και ασχολείσαι εμφανώς με τέτοιου είδους θέματα, θα πρέπει να απαντάς συνέχεια σε ερωτήσεις. Καταλάβαινε, λοιπόν, απόλυτα την απροθυμία της Δεληπέτρου να μπλέξει με δημοσιογράφους.

Από αστυνομικής πλευράς, λοιπόν, η υπόθεση πλησίαζε –εκτός συγκλονιστικού απροόπτου– στο κλείσιμό της. Από τις αναφορές των συναδέλφων, που παρακολουθούσαν την κίνηση έξω από την έπαυλη, δεν προέκυπτε τίποτα ανησυχητικό. Εκτός από τις συχνές επισκέψεις, μιας τραγουδίστριας, της Μιρέλας Δεμίρη, στην έπαυλη επικρατούσε ησυχία.

Η Δεμίρη όμως ήταν προστατευόμενη και σύντροφος του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου, γνωστού στο Ηθών από παλιές υποθέσεις και μόνιμου ύποπτου σε υποθέσεις μαστροπείας και διακίνησης γυναικών. Αυτό ήταν και το μόνο –για την ώρα– σημείο που έπρεπε να διευκρινιστεί. Θα μπορούσε, βέβαια, απλώς να παραγγέλνει από τη σχεδιάστρια βραδινές τουαλέτες για τις εμφανίσεις της.

Αλλά ποτέ δεν ξέρεις!

Κανονικά, λοιπόν, η νεαρή αστυνομικμός θα έπρεπε να ήταν χαρούμενη. Κόντευε να κλείσει την υπόθεση που της είχαν δώσει –ως προς τους δύο ύποπτους έστω– και μάλιστα σε χρόνο ρεκόρ. Αλλά δεν ήταν!

Αν δεν ήταν ένοχοι οι δικοί της ύποπτοι, κάποιοι άλλοι ήταν. Νεαρές ανήλικες περίμεναν από εκείνη να τις βρει. Και έπρεπε να το κάνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Και μέσα σε όλα, είχε προκύψει στη ζωή της και το μυθιστόρημα. Αυτό το διαβολομυθιστόρημα την είχε ήδη επηρεάσει καταλυτικά.

Την πρώτη φορά διάβασε τα κεφάλαια ως αστυνόμος και χαμογέλασε ευχαριστημένη. Μες στο κείμενο εξηγούνταν πολλά από τα θέματα που καθιστούσαν ύποπτους τον Βενιέρη και τη Δεληπέτρου, δημιουργώντας μια αίσθηση αθωότητας. Ήσυχη πια το ξαναδιάβασε ως μυθιστόρημα, εστιάζοντας στην ιστορία και της φάνηκε όμορφη. Την τρίτη φορά επικεντρώθηκε στα ερωτικά κομμάτια του κειμένου, προσέχοντας τις λεπτομέρειες και ψάχνοντας στο ίντερνετ για επιστημονική στήριξη όσων αναφέρονταν μέσα. Αν και κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης ένιωσε συχνά –και μερικές φορές έντονα– ερωτική διάθεση, όταν τέλειωσε την ανάγνωση, αυτό που της είχε μείνει από το μυθιστόρημα ήταν τα νοήματα που προσπαθούσε να περάσει ο συγγραφέας του. Όταν εμβάθυνε περισσότερο, ανακάλυψε ότι της άρεσαν πάρα πολύ οι Ξεχωριστοί και οι θέσεις τους. Αν αυτά που έγραφε ο Γιώργος ήταν αλήθεια, οι Ξεχωριστοί έκαναν ένα είδος ερωτικής επανάστασης. Όλα τα ηφαίστεια του σεξ που φανταζόταν στην εφηβεία της –και που είχε αναγκαστεί να απορρίψει ως μη εφικτά– ίσως τελικά και να υπήρχαν. Τα είχε μπροστά της, γραμμένα σε έντεκα κεφάλαια, από έναν ερασιτέχνη συνάδελφο-συγγραφέα.

Τι υπέροχο σκεπτικό ήταν αυτό;

Αγάπη είναι να θες ο άλλος να είναι ευτυχισμένος! Έτσι. Ορθά κοφτά. Χωρίς όρους και χωρίς εγωισμό. Με οποιοδήποτε προσωπικό τίμημα!

Φυσικά στην πράξη έβρισκε εξαιρετικά δύσκολη την εφαρμογή του. Προϋπέθετε απόδραση από τα δεσμά του εγωισμού και της ζήλειας. Έδινε όμως σε αντάλλαγμα ψυχική ηρεμία. Ούτε αναξιοπρεπείς καψούρες, ούτε πληγές χωρισμού είχαν πια θέση στην ανθρώπινη ψυχή.

Σεξ είναι να δίνεις ευτυχία στον άλλον, όχι να προσπαθείς να ικανοποιήσεις τον εαυτό σου.

Τι όμορφο που της φάνηκε όταν το διάβασε! Και απλό... εξαιρετικά απλό. Αν το εφάρμοζαν αυτό όλοι οι εραστές, θα ήταν όλοι ευτυχισμένοι! Ίσως τελικά να είχε άδικο που είχε καταδικάσει μέσα της όλους τους άντρες ως εγωιστές φαλλοκράτες. Αν υπήρχε ένας που να σκεφτόταν έτσι, αν υπήρχαν οι Ξεχωριστοί, θα υπάρχουν και άλλοι. Αυτή η προοπτική την αναστάτωνε. Ο Γιώργος τής άρεσε ως άντρας· δεν υπήρχε περίπτωση, λοιπόν, να μην προσπαθήσει να μάθει επιτέλους αν είχε δίκιο. Και μάλιστα από την πηγή! Η αποστολή της ως αστυνομικός κόντευε να κλείσει. Τώρα είχε μια άλλη αποστολή. Αυτήν τη φορά ως γυναίκα.

Υπήρχαν όμως μεγάλα προβλήματα σε αυτό. Στην καριέρα της στην αστυνομία –και ειδικά στο Ηθών– είχε καταφέρει να μην εμπλέκεται συναισθηματικά με τις υποθέσεις που αναλάμβανε. Σε αυτήν τη δουλειά, της είχαν διδάξει να ξεχωρίζει την αποστολή από τα προσωπικά, γιατί αλλιώς θα κινδύνευε η πρώτη. Και το κυριότερο, θα κινδύνευε η ζωή της. Στη συγκεκριμένη, βέβαια, περίπτωση, δε διέτρεχε τέτοιον κίνδυνο από τον Γιώργο. Το πρόβλημά της ήταν το αν θα έπρεπε να συνεχίσει με τα ψέματα που του είχε πει ή να του αποκαλύψει όλη την αλήθεια για την ιδιότητά της, ρισκάροντας να τον χάσει εντελώς από τη ζωή της. Θα καταλάβαινε άραγε εκείνος ή θα τον έχανε ακόμα και από φίλο;

Το δυνατό χτύπημα του τηλεφώνου διέκοψε απότομα τις σκέψεις της, τρομάζοντάς την. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η φίλη της, η Νάντια, ψυχολόγος και διαπραγματεύτρια της αστυνομίας, που είχε το γραφείο της έναν όροφο πιο κάτω.

Η Κλέλια έκλεισε το τηλέφωνο σχεδόν αμέσως και όρμησε στην πόρτα. Δεν είχαν προλάβει να πουν σχεδόν τίποτα στο τηλέφωνο. Η Νάντια τής είχε ζητήσει να κατέβει στο γραφείο της να μιλήσουν από κοντά. Σε λιγότερο από δύο λεπτά βρισκόταν εκεί και χτυπούσε διακριτικά την πόρτα.

«Πέρασε. Καλώς την, για κάτσε να τα πούμε» της είπε η Νάντια γελαστά.

Η Κλέλια απάντησε με ένα μηχανικό χαμόγελο και κάθισε βιαστικά στην πολυθρόνα που της είχε υποδείξει η φίλη της.

«Λοιπόν; Τι λες τώρα που το διάβασες; Για τον συγγραφέα εννοώ. Πώς σου φαίνεται;» τη ρώτησε χωρίς περιστροφές με έκδηλη αγωνία.

Η Νάντια άνοιξε τον ντοσιέ που είχε μπροστά της, έβγαλε το εκτυπωμένο κείμενο και το άνοιξε σε συγκεκριμένες σελίδες που είχε σημειώσει. Ύστερα κοίταξε την Κλέλια με περιέργεια.

«Αστυνομικά σε ενδιαφέρει ο συγγραφέας, Αναδυόμενή μου, ή προσωπικά; Την αλήθεια σε εμένα! Εκτός από συνάδελφοι, είμαστε και φίλες. Λοιπόν… Λέγε!» Ο τόνος της ήταν σοβαρός αλλά ευχάριστος.

Προσπαθούσε να κάνει την αγχωμένη φίλη της να χαλαρώσει.

«Αστυνομικά» της απάντησε μονολεκτικά εκείνη κοιτώντας τις παλάμες της.

«Ναι… Θα αφήσουμε τώρα τις μαλακίες να μιλήσουμε σοβαρά; Στο κάτω κάτω εσύ ζήτησες τη βοήθειά μου!» της απάντησε σε έντονο ύφος η Νάντια. «Πρώτα πρώτα εδώ μέσα δεν έχει τίποτα που να μπορεί να σε ενδιαφέρει υπηρεσιακά. Αντίθετα… έχει πάρα πολλά που θα πρέπει να σε ενδιαφέρουν ως γυναίκα. Λοιπόν, ξέρασέ τα όλα. Ποιος είναι ο συγγραφέας; Ο Γιώργος του μυθιστορήματος; Θα σε ρωτούσα αν το έγραψε η Γιάννα, αλλά, όταν μου το έδωσες, μου ζήτησες να κρίνω τον συγγραφέα. Άρα –αν και εξαιρετικά πρωτότυπο, αν κρίνω από το περιεχόμενο– το έγραψε άντρας. Ισχύει; Τον γνωρίζεις προσωπικά;»

Η Νάντια έκανε απανωτές τις ερωτήσεις, για να μην αφήσει περιθώρια στην Κλέλια να σκεφτεί τις απαντήσεις. Ήθελε να απαντάει αυθόρμητα και να καταλάβει –από την αρχή της συζήτησης– ότι θα ήταν βλακεία να προσπαθήσει να της κρύψει την αλήθεια.

«Και αν σου πω ότι υπάρχει… και ότι, ναι, το έγραψε αυτός;» της απάντησε κοιτώντας την αυτήν τη φορά στα μάτια.

«Είναι ο Γιώργος, λοιπόν!» Η Νάντια σηκώθηκε από την πολυθρόνα της, πλησίασε τη φίλη της και της έπιασε τρυφερά τα χέρια.

«Σου αρέσει; Ως άντρας εννοώ» την ξαναρώτησε χαμογελώντας.

«Καλός είναι» της απάντησε η Κλέλια διστακτικά.

«Μη με νευριάζεις, μαλακισμένο! Το “Καλός είναι” θα ήταν απάντηση αν σε ρωτούσα για τον καφέ που πίνεις. Όχι για άντρα. Με λίγα λόγια –αφού το θέλεις έτσι– θα τον πήδαγες, Κλέλια μου;» τη ρώτησε σοβαρά αυτήν τη φορά.

Η Κλέλια τινάχτηκε απ’ τη θέση της και προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά το ύφος της φίλης της δεν της άφηνε περιθώρια.

«Ναι… Ίσως… Ναι. Εντάξει; Ναι, πανάθεμά σε… Ναι! Ευχαριστήθηκες τώρα;» της απάντησε τελικά.

Η Νάντια γέλασε με την αντίδραση της Κλέλιας και προσπάθησε να αποφορτίσει το άγχος της.

«Τότε, Κλέλια μου, απορώ τι κάνεις εδώ! Τρέχα βρες τον άνθρωπο και πέσε στην αγκαλιά του, γιατί, αν δεν το κάνεις εσύ, θα χωρίσω τον αχαΐρευτο τον Νίκο και θα το κάνω εγώ, σ’ το ορκίζομαι στα παιδιά μου!» της απάντησε χαμογελώντας και της χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο.

«Το… απόγευμα, σήμερα… θα πάμε για καφέ να συζητήσουμε για το μυθιστόρημα» είπε η Κλέλια κοκκινίζοντας.

«Α! Ραντεβουδάκι, λοιπόν. Τότε γιατί με παιδεύεις, μωρή; Άι στον διάολο και είπα και εγώ. Τι έπαθε η φίλη μου! Δε χρειάζεται να είσαι ψυχολόγος, κούκλα μου, για να καταλάβεις ότι και το δέκα τοις εκατό των όσων γράφει να πιστεύει, το ενδιαφέρον του για την ευτυχία σου θα είναι δεδομένο. Δεν είναι υποχρεωτικό να είναι γενικά ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Τέλειος άνθρωπος δεν υπάρχει και δε θα υπάρξει ποτέ. Πάντως στο συγκεκριμένο θέμα πιστεύω πως… θα περάσεις καλά, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ!» της είπε η Νάντια γελώντας πονηρά.

«Όχι, μωρέ... Δεν είναι ραντεβού –μακάρι να ήταν– φυσικά. Από ό,τι ξέρω σε όποιον –και όποια– το έχει δώσει να το διαβάσει, αυτό κάνει. Και απ’ ό,τι γνωρίζω δεν τα έχει φτιάξει με καμία. Δεν είναι κόλπο. Η αλήθεια είναι ότι του αρέσω –αυτό μου το έδειξε από την πρώτη στιγμή–, αλλά η πρόταση για σήμερα είναι για καφέ κανονικά. Εκτός αυτού, αφού υπάρχει Γιώργος, δεν υπάρχει και Γιάννα; Και όπως διάβασες –για να την αφήσει– θα πρέπει εγώ να θεωρηθώ γυναίκα της ζωής του, αλλιώς δεν έχει λόγο να φύγει από κοντά της!» της απάντησε η Κλέλια ανακουφισμένη και απογοητευμένη ταυτόχρονα.

«Μμ…Κοίτα, εδώ έχουμε ένα πρόβλημα. Αν διάβασες καλά, η Γιάννα όλα αυτά τα χρόνια τού έχει γνωρίσει πολλές και πολύ όμορφες κοπέλες. Το όμορφες χέσ’ το. Ο Γιώργος, που περιγράφεται εκεί μέσα, θέλει η σύντροφός του να είναι σχετικά όμορφη, αλλά δε θα κάνει και καλλιστεία για να τη βρει. Αυτό το έχεις. Όμορφη είσαι. Το πολλές είναι το πρόβλημα. Όχι στον αριθμό. Στον τρόπο που γνωρίστηκαν. Απλώς, όλες αυτές –με πρώτη τη Γιάννα– ήξεραν τι ήθελαν από εκείνον και το ζήτησαν στα ίσα. Ούτε υπεκφυγές, ούτε παιχνίδια φλερτ, ούτε ποιος θα κάνει το πρώτο βήμα κ.λπ., καταλαβαίνεις τι εννοώ. Να σου πω και την αλήθεια, εγώ ήμουν πάντα υπέρ αυτής της προσέγγισης έτσι και αλλιώς! Μιλάμε για ισότητα, αλλά θέλουμε και τον άντρα κυνηγό. Μας αρέσει κάποιος και κάνουμε τις αδιάφορες για να τον καψουρέψουμε κ.λπ.».

«Και τι θες; Εγώ δεν είμαι τσούλα, σαν και αυτές, να πάω να του πω: “Θέλω τον πούτσο σου, δώσ’ τον μου”!» τη διέκοψε η Κλέλια τσαντισμένη.

Η Νάντια κούνησε το κεφάλι της απογοητευμένη από την αντίδρασή της.

«Πρώτον! Αυτές που αποκαλείς εσύ τσούλες, για μένα –και προφανώς για εκείνον, αν κρίνω από την τρυφερότητα με την οποία τις περιγράφει– είναι απλώς γυναίκες που ξέρουν τι τους λείπει και έχουν το θάρρος να το ζητήσουν. Και το ζητούν από έναν άντρα που επιτέλους μπορούν να εμπιστευτούν! Όχι από οποιονδήποτε. Η Γιάννα –που τους φέρνει σε επαφή– λειτουργεί ως εχέγγυο. Έχει μεγάλη διαφορά αυτό.

»Δεύτερον! Εσύ –που δεν είσαι τσούλα– για πες μου ειλικρινά. Ας πούμε ότι, πριν το διαβάσεις, απλώς σου άρεσε εμφανισιακά ο Γιώργος. Όταν το διάβασες το πρώτο που σκέφτηκες τι ήταν; Να ένα καλό παιδί που θα ‘θελα να κάνω τρία παιδιά μαζί του σε ένα σπίτι με πέντε κότες και μια κατσίκα; Και για να μη σε τρομάξω –σε περίπτωση που αργότερα έστω τον σκεφτείς ως σύντροφο ζωής– ναι, μπορεί να τα κάνει και αυτά. Αλλά, ειλικρινά, πες μου. Μόνη σου, σπίτι σου που το διάβασες, δε φαντάστηκες ούτε για μία στιγμή πώς θα ήταν άραγε αν ήταν εκεί, ανάμεσα στα πόδια σου, να γλείφει την κλειτορίδα σου με τον τρόπο που περιγράφει με τόση λεπτομέρεια;» της είπε η Νάντια χρωματίζοντας τη φωνή της με πάθος.

Η Κλέλια είδε τη Νάντια να πλησιάζει το πρόσωπό της στο δικό της και έμεινε ακίνητη για λίγο μην ξέροντας τι να κάνει.

«Μα τι κάνεις; Σταμάτα!» της φώναξε και υποχώρησε στην άκρη του καναπέ που καθόταν.

Η Νάντια ξέσπασε σε γέλια βλέποντας την αντίδρασή της.

«Έλα εδώ, βρε χαζή, μη φοβάσαι, δε σ’ την πέφτω. Απλώς ήθελα να δεις την αλλαγή έκφρασης που περιγράφει ο Γιώργος σε μερικά σημεία του μυθιστορήματος, εκεί που αναφέρεται στη Γιάννα.

»Αν συναντούσες τη Γιάννα, θα σ’ το έκανε και εκείνη. Και εκείνη δε θα σταματούσε αμέσως όπως εγώ. Όπως διάβασα –και υποθέτω ότι είναι αλήθεια– η Γιάννα έχει σπουδάσει ψυχολογία. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να γνωρίσεις γρήγορα έναν άνθρωπο. Και ένας από αυτούς είναι να δεις την αντίδρασή του σε καταστάσεις ελεγχόμενου άγχους. Θα σε δοκίμαζε, λοιπόν. Δε θα σ’ την έπεφτε. Να το θυμάσαι αυτό. Ίσως σου χρειαστεί, αν ποτέ τη γνωρίσεις.

»Και για να μην το ξεχάσω. Αν σε ενδιαφέρει ο Γιώργος, πρόσεχε τις εκφράσεις σου. Αυτοί οι Ξεχωριστοί έχουν αναγάγει το σεξ σε συναίσθημα. Τη κλισέ απορία για το πώς μπορούν να κάνουν σεξ χωρίς συναισθήματα τη θεωρούν βλακεία. Από τη στιγμή που πιστεύουν ότι όταν κάνεις σεξ δίνεις ευτυχία σε άλλον, το ίδιο το σεξ έχει εξελιχτεί σε συναίσθημα. Δίνεις συναίσθημα σε όποιον είναι δίπλα σου στο κρεβάτι. Είναι δύο πράγματα αλληλένδετα, αχώριστα, αλληλοσυμπληρώμενα! Αυτά περιγράφει μέσα και –χωρίς πλάκα– ό,τι και να κάνεις μαζί του, θέλω να τον φέρεις να τον γνωρίσω. Θα χαρώ πάρα πολύ να μιλήσω μαζί του» της είπε η Νάντια και σηκώθηκε, για να της αφήσει χώρο.

Ήταν φανερά απογοητευμένη από τη φίλη της. Είχε καταλάβει ότι οι θέσεις των Ξεχωριστών άρεσαν στην Κλέλια. Την είχαν εντυπωσιάσει ίσως, ήταν φανερό. Αλλά, αν δεν άλλαζε το κλισέ σκεπτικό της, θα έχανε την ευκαιρία να αλλάξει τη ζωή της. Με τον Γιώργο ή χωρίς ήταν άσχετο. Έπρεπε να αλλάξει τη νοοτροπία της, έστω και μόνη. Άνοιξε το ντοσιέ, πήρε το εκτυπωμένο μυθιστόρημα και το έδωσε στη φίλη της, που ετοιμαζόταν να φύγει.

«Αυτό είναι δικό σου. Εγώ το έχω σε φωτοτυπίες. Α… και θα σε συμβούλευα –τώρα που τα είπαμε– να το ξαναδιαβάσεις. Ειδικά αν τελικά σε ενδιαφέρει ο Γιώργος» της είπε συνοδεύοντάς την ως την πόρτα του γραφείου.

Η Κλέλια δεν απάντησε· είχε πολλά να σκεφτεί. Το χειρότερο ήταν ότι δεν ήξερε ούτε εκείνη τι ήθελε. Το απόγευμα στον καφέ, θα προσπαθούσε να εξακριβώσει τις επιλογές της μέσα από τη συζήτηση που θα είχε μαζί του. Ήξερε ότι δεν είχε απεριόριστο χρόνο. Αν διατυπωνόταν η διαφαινόμενη πρόταση του Γιώργου, θα έπρεπε κάτι να απαντήσει και στην προκειμένη περίπτωση η επιλογή δεν ήταν απλά «Θέλω-Δε θέλω». Ήταν το «Θέλω, αλλά πώς!» Ως ερωμένη τύπου εκπαιδευμένη Ξεχωριστή ή ως σύντροφός του;

Η κάθε περίπτωση είχε τα υπέρ και τα κατά της. Στην πρώτη περίπτωση θα περνούσε όμορφα, θα έκανε το σεξ που πάντα ονειρευόταν και θα ήταν ελεύθερη –όπως και εκείνος– να κάνει παράλληλα και τη ζωή της χωρίς άγχος για ζήλειες και χωρίς τις δεσμεύσεις που συνεπάγεται μια σχέση. Αλλά αυτό ήταν έξω από τις μέχρι τώρα συνήθειές της. Άκουγε για ελεύθερες σχέσεις γύρω της, αλλά κάθε φορά αυτό αποδεικνυόταν πρόσχημα για να αλληλοαπατώνται τα ζευγάρια χωρίς γκρίνια. Εύκολα, λοιπόν, τις είχε απορρίψει ως ιδέα.

Εδώ όμως δεν ίσχυε αυτό. Εδώ ήταν αληθινές ελεύθερες σχέσεις και όχι υποκρισία. Αλλά από την άλλη, δε θα ήταν δικός της. Θα ζούσε σαν ερωτευμένη τις ώρες που θα έκαναν έρωτα και μετά δε θα μπορούσε να έχει έλεγχο σε τίποτα άλλο. Και η έλλειψη ελέγχου στη ζωή της ήταν για την Κλέλια αιτία πολέμου. Ίσως να είχαν δίκιο οι αστρολόγοι, ίσως να έφταιγε το ζώδιό της. Πάντως στο ότι εκείνη –ως Παρθένος– ήθελε να έχει έλεγχο πάνω σε όλα, είχαν δίκιο. Και δεν ήταν μόνο θέμα ελέγχου. Στην τελική δεν ήξερε κατά πόσο θα μπορούσε εκείνη να ανέχεται το ότι εκείνος πήγαινε και με άλλες και να είναι άνετη.

Στη δεύτερη περίπτωση, όλα φαίνονταν ιδανικά. Θα είχε και τον έρωτά του και την αποκλειστικότητα. Αλλά ταυτόχρονα θα έπρεπε να του παραχωρήσει και εκείνη αντίστοιχα δικαιώματα ελέγχου επάνω της. Και στο παρελθόν αυτό δεν είχε λειτουργήσει ποτέ καλά με εκείνη. Θα έπρεπε ίσως να βασιστεί στο ότι ο Γιώργος –έχοντας συνηθίσει να έχει λίγο έλεγχο με τις ελεύθερες ερωμένες του– δε θα ξεπερνούσε με εκείνη τα όρια.

Σκατά, γαμώτο! Σκατά! Τι μαλακίες σκέφτεσαι; αναρωτήθηκε.

Η Νάντια είχε δίκιο. Σκεφτόταν πολύπλοκα και δεν έβγαζε άκρη. Για πρώτη φορά στη ζωή της έπρεπε να βασιστεί στο ένστικτο. Σε αυτό που ένιωσε όταν διάβασε το μυθιστόρημα και αισθάνθηκε ερωτικά. Η Κλέλια σηκώθηκε από το γραφείο της, πήρε το κράνος της και κατέβηκε στο γκαράζ. Μέχρι το απόγευμα, που θα πήγαινε για καφέ με τον Γιώργο, έπρεπε να ξέρει τι θέλει να τον ρωτήσει για το μυθιστόρημα. Αν τα έχανε, θα γινόταν ρεζίλι. Ξαφνικά χαμογέλασε· παραλίγο να το ξεχάσει. Έπρεπε να περάσει και από το κομμωτήριο, να κλείσει ραντεβού για την επομένη το μεσημέρι. Το βράδυ της επομένης ήταν το μεγάλο πάρτι της σχολής χορού τους και η Κλέλια θα χόρευε την πρώτη της ομαδική χορογραφία. Και θα τη χόρευε μπροστά του!

Ορίστε, πώς σου ήρθε τώρα αυτό; Και τι σε νοιάζει που θα το χορέψεις μπροστά του; Ή μήπως σε νοιάζει; αναρωτήθηκε και καβάλησε τη μαύρη αγάπη της.