Οι Ξεχωριστοί - Λάχεσις (Κεφάλαιο 30) [+18]

         Η Κλέλια κατέβηκε με προσοχή τη μικρή σκάλα που οδηγούσε στον χώρο της –προγραμματισμένης από καιρό– εκδήλωσης. Τα οκτάποντα τακούνια στις γόβες της ήταν φτιαγμένα για χορό, όχι για να ανεβοκατεβαίνουν ξύλινες σκάλες με χάσματα. Ο κόσμος είχε ήδη αρχίσει να γεμίζει τον τεράστιο χώρο. Οι παρέες έρχονταν από νωρίς, για να πιάσουν θέσεις κοντά στην πίστα. Η Κλέλια κοίταξε διερευνητικά γύρω της. Ήθελε να δει μήπως είχαν έρθει άλλοι από την παρέα πριν από εκείνη, για να καθίσει μαζί τους.

«Εδώ… Εδώ, Κλέλια, αριστερά!»

Η Κλέλια γύρισε το κεφάλι της ξαφνιασμένη, ακούγοντας να φωνάζουν το όνομά της εν χορώ. Αυτή η παρέα ήταν πολύ εκδηλωτική ομολογουμένως και εκείνη δεν είχε συνηθίσει έτσι. Όχι ότι δεν της άρεσε, βέβαια. Αυτή ακριβώς η τρέλα τής είχε λείψει πολύ καιρό από τη ζωή της και τώρα η νέα της παρέα την αναπλήρωνε επαρκώς. Όταν κατάφερε τελικά να τους εντοπίσει, πλησίασε το τραπέζι τους χαμογελαστή και τους χαιρέτησε όλους. Η Λίλια και η Μαριαλένα σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους και την υποδέχτηκαν και εκείνες γελαστές.

«Για να σε δω… Γα να σε δω! Καλέ! Τι όμορφο είναι αυτό που φοράς!» της είπε η Μαριαλένα προτρέποντάς την ταυτόχρονα να γυρίσει γύρω από τον εαυτό της.

Η Κλέλια υπάκουσε αναγκαστικά και γύρισε, προσπαθώντας να διακρίνει στο μισοσκόταδο ποιοι άλλοι βρίσκονταν στην αίθουσα.

«Πού είναι οι υπόλοιποι; Θα ‘ρθουν;» ρώτησε αγχωμένη κοιτώντας ασυναίσθητα τη σκάλα.

«Θα έρθουν, θα έρθουν. Εσύ ηρέμησε λίγο, ε; Πρώτη χορογραφία, το καταλαβαίνω, έχεις τρακ, αλλά ηρέμησε και ξέχασέ το. Όταν έρθει η ώρα, θα το κάνεις, να ‘σαι σίγουρη» της απάντησε η Λίλια γελαστά, για να σπάσει την αγωνία που έβλεπε στο πρόσωπό της.

«Μμ… Ποια μιλάει! Αυτή που την προηγούμενη φορά έτρεμε σαν το ψάρι! Δίνει και οδηγίες για άγχος τώρα!» απάντησε υποτιμητικά η Μαριαλένα, που δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη.

Μακάρι να ήταν η χορογραφία μόνο… Ποιος τη χέζει; Και λάθος να κάνω, τι έγινε! σκέφτηκε η Κλέλια ακούγοντας τη Λίλια.

Η αλήθεια ήταν ότι σήμερα περίμενε ότι θα γινόταν η αναμενόμενη ερώτηση από τον Γιώργο. Και είχε περισσότερο άγχος και από μαθήτρια Γυμνασίου. Και το ακόμα χειρότερο: μέχρι και εκείνη τη στιγμή δεν είχε αποφασίσει σίγουρα τι ήθελε. Το προηγούμενο απόγευμα –στον καφέ– είχε απλώς επιβεβαιώσει ότι είχε τις δύο επιλογές που ήξερε από την αρχή ότι διέθετε. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Δεν είχαν προλάβει να πουν και πάρα πολλά. Η ίδια έπρεπε να φύγει εσπευσμένα, για να αντικαταστήσει έναν συνάδελφο αξιωματικό που είχε υπηρεσία στο Ολυμπιακό στάδιο και αρρώστησε ξαφνικά. Αναγκάστηκε να τρέξει απογευματιάτικα στο σπίτι της, να βρει τη στολή της και να πάει γρήγορα στον αγώνα ποδοσφαίρου. Το προηγούμενο βράδυ είχε σχολάσει και αργά λόγω επεισοδίων και τώρα αισθανόταν κουρασμένη. Και ήταν –εκτός των άλλων– και η χορογραφία στη μέση.

«Άσ’ τη Λίλιά μου, μην την πειράζεις. Μπορεί να μην είναι η χορογραφία ο λόγος!» είπε με νόημα η Μαριαλένα κοιτώντας την αγχωμένη Κλέλια στα μάτια.

Η Κλέλια αιφνιδιάστηκε και αντέδρασε χαμογελώντας μηχανικά. Κάτι ετοιμάστηκε να πει, αλλά η μουσική, που δυνάμωσε ξαφνικά, ξεκινώντας την εκδήλωση απέσπασε την προσοχή όλων. Η Κλέλια γύρισε προς την πίστα να κοιτάξει τα ζευγάρια, που είχαν αρχίσει να χορεύουν, όταν είδε τον Γιώργο να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια και να έρχεται προς το μέρος τους.

«Επιτέλους, κύριε Βενιέρη, τον βρήκατε τον δρόμο;» του είπε ειρωνικά, όταν έφτασε κοντά τους.

«Γιατί, κουκλίτσα; Χόρεψες και δε σε πρόλαβα μήπως;» της απάντησε και εκείνος στο ίδιο ύφος.

Ύστερα την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στην πίστα να χορέψουν. Μετά θα άρχιζαν οι χορογραφίες και ποιος ξέρει πότε θα έβρισκαν ξανά ευκαιρία.

 

Ζωηρά χειροκροτήματα και επευφημίες ακολούθησαν το τέλος της χορογραφίας της. Η Κλέλια κοίταξε σαν υπνωτισμένη τον κόσμο, που χειροκροτούσε θερμά την προσπάθειά της. Χαμογέλασε φανερά ευχαριστημένη και υποκλίθηκε γεμάτη χάρη. Ήταν η πρώτη της χορογραφία και όφειλε να παραδεχτεί ότι της άρεσε τελικά πολύ η όλη διαδικασία. Ακόμα πιο πολύ της άρεσε το βλέμμα του Γιώργου, που εξακολουθούσε να τη χειροκροτεί, καθώς πήγαινε προς το μέρος του.

«Ήμουν καλή;» τον ρώτησε αγχωμένη, κοιτώντας βαθιά μες στα μάτια του.

«Υπέροχη… Όπως πάντα!» της απάντησε εκείνος με νόημα και την τράβηξε ξανά στην πίστα.

Η Κλέλια τον ακολούθησε με ένα πλατύ χαμόγελο. Αισθανόταν ότι επιτέλους είχε έρθει η ώρα που περίμενε.

«Γιώργο… Εδώ, στον DJ!»

Ο Γιώργος γύρισε ξαφνιασμένος, ακούγοντας το όνομά του. Τόση ώρα στην πίστα τα παλλόμενα φώτα τον εμπόδιζαν να δει καθαρά προς τη σκοτεινή άκρη της πίστας, που βρισκόταν ο DJ. Πλησιάζοντας, η έκπληξη στο πρόσωπό του μετατράπηκε σε χαμόγελο. Ο DJ δεν ήταν άλλος από τον φίλο του, τον Αντρέα, ο οποίος είχε φτιάξει με τα δάχτυλά του μια καρδιά –σήμα κατατεθέν του– και του την έδειχνε από μακριά. Με τον Αντρέα είχαν γνωριστεί σε κάποιο από τα πολλά λάτιν πάρτι που συμμετείχε η παρέα και από την αρχή η εκτίμηση ήταν αμοιβαία. Με την πάροδο του χρόνου, αυτή η εκτίμηση είχε μετατραπεί σε φιλία. Και τώρα ο Γιώργος τον πετύχαινε και στην εκδήλωση της σχολής.

«Επ! Τι κάνεις εσύ εδώ;» τον ρώτησε δίνοντάς του εγκάρδια το χέρι.

«Εγώ; Τη δουλειά μου, υποθέτω, τι σου φαίνομαι να κάνω, δάσκαλε;» του απάντησε εκείνος εύθυμα.

Το δάσκαλε του το είχε κολλήσει προσφάτως, όταν ο Γιώργος τού έδωσε να διαβάσει τα έντεκα πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος. Ο Γιώργος τον κοίταξε σε δυσφορία, σαν να τον μάλωνε. Αισθανόταν αμήχανα με αυτήν την προσφώνηση. Το τελευταίο που θεωρούσε –για τον εαυτό του– ήταν ότι ήταν συγγραφέας και ακόμα χειρότερα δάσκαλος σε οτιδήποτε.

«Σταμάτα, ρε συ, με το δάσκαλε. Θα πιστέψουν ότι το θέλω εγώ να με λες έτσι και θα με πάρουν στο ψιλό! Τελικά θα μου πεις πώς βρέθηκες σε εκδήλωση της σχολής μου;» τον ρώτησε ξανά.

Ο Αντρέας τον κοίταξε συγκαταβατικά χαμογελώντας.

«Με ρώτησαν αν μπορώ, είχα ευχέρεια και να ‘μαι… Λέγε τώρα, έχεις καμιά παραγγελιά; Σε βλέπω με ωραία παρουσία δίπλα σου. Μμ… Μπατσάτα θέλεις. Βάζω στοίχημα! Το Esta Noche Eres Mio σου κάνει;» τον ρώτησε γελώντας, καθώς ήδη πατούσε τα αντίστοιχα κουμπιά, για να ξεκινήσει η όμορφη μουσική.

«Ναι… αλλά θα το χορέψεις και εσύ με κάποια, αλλιώς δε χορεύω, να ξέρεις!» του απάντησε γελαστά.

Επέστρεψε στην πίτσα, έπιασε τρυφερά τα χέρια της Κλέλιας τυλίγοντας τα γύρω από τον αυχένα του και άρχισαν να λικνίζονται.

«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;»

Η ερώτησή της τον αιφνιδίασε, αλλά δεν αντέδρασε. Από την ώρα που είχε ξεκινήσει ο αισθησιακός ρυθμός, χόρευαν αμίλητοι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο στα μάτια. Όχι, αυτή δεν ήταν μια συνηθισμένη μπατσάτα.

Συνήθως ο Γιώργος χόρευε τους αισθησιακούς χορούς –όπως η μπατσάτα και η ρούμπα– με μια μικρή ή ελάχιστη έστω απόσταση από την παρτενέρ του. Βασικά για να μη γίνονται παρεξηγήσεις. Αλλά και γιατί πάντα πίστευε ότι δε γίνεται να χορεύεις με φίλες, συμμαθήτριες και συντρόφους με το ίδιο πάθος. Σε αντίθετη περίπτωση, ο αισθησιασμός του χορού ακυρώνεται, μιας και η σύντροφος ειδικά δε θα μπορεί να νιώσει ξεχωριστή. Είναι αδύνατο να έχεις τα ίδια συναισθήματα με μια απλή φίλη σου και τα ίδια με τη σύντροφό σου. Αν χορεύεις ίδια και με τις δύο –πολύ απλά– με μια από τις δύο υποκρίνεσαι. Υποκρίνεσαι καλά ή όχι δεν έχει σημασία –αυτό είναι θέμα ταλέντου– πάντως υποκρίνεσαι. Ο χορός απαιτεί να δώσεις ό,τι έχεις εκείνη τη στιγμή μες στην ψυχή σου, όχι στο μυαλό σου! Εκτός και αν κάνεις διαγωνισμό ή χορογραφίες. Οι διαγωνισμοί και οι χορογραφίες είναι άλλο κεφάλαιο. Εκεί χρησιμοποιείς το υπάρχον πάθος, για να υποκριθείς αυτό που απαιτούν τα δύο ή δυόμιση λεπτά που διαρκεί η χορογραφία. Στην πραγματική ζωή, όμως, δεν έχει καμιά χρησιμότητα.

Από τις πρώτες κιόλας νότες του τραγουδιού, η Κλέλια είχε αφεθεί επάνω του, ακουμπώντας το κεφάλι στον ώμο του. Το δεξί της πόδι βρισκόταν ανάμεσα στα δικά του και τα δύο σώματα λικνίζονταν στο ρυθμό της μπατσάτα. Η Κλέλια σήκωσε το κεφάλι της και του χαμογέλασε τρυφερά.

«Δε μου απάντησες… Με κοιτάς κάπως παράξενα σήμερα» τον ξαναρώτησε επίμονα.

«Για τον ίδιο λόγο που με κοιτάς και εσύ έτσι, υποθέτω!» της απάντησε και εκείνος αποφεύγοντας μια ευθεία απάντηση.

«Πώς είναι αυτό το έτσι, δηλαδή;» τον ρώτησε χαμογελώντας παιχνιδιάρικα.

Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, καθώς ο Γιώργος πλησίασε τα χείλη του στα δικά της.

«Γλυκά μάλλον!» της ψιθύρισε, πλησιάζοντας λίγο ακόμα.

«Τς, τς, τς… Μάλλον; Από τον Γιώργο του μυθιστορήματος θα περίμενα περισσότερη αντίληψη. Μόνο τα μάτια της Γιάννας ξέρεις να διαβάζεις;» του απάντησε αυθάδικα και απομάκρυνε επίτηδες το πρόσωπό της, για να τον αναγκάσει να αντιδράσει.

«Σκέφτηκες αυτά που είπαμε στην καφετέρια;» τη ρώτησε ξαφνικά.

«Ναι… Αν και δε χρειαζόταν. Πάντα κάνω τελικά αυτό που αισθάνομαι και όχι αυτό που σκέφτομαι!» του είπε εκείνη σοβαρεύοντας.

«Και; Τι θέλεις τελικά; Για την ακρίβεια… Τι ακριβώς θέλεις;» την ξαναρώτησε.

Το τι ήθελε η Κλέλια μπορούσε εύκολα να το διαβάσει στα μάτια της. Απλώς… το με ποιον τρόπο το ήθελε, έπρεπε να το ακούσει από εκείνη.

Γιατί αν ήθελε σχέση –με την κοινή έννοια του όρου– δε θα μπορούσε να της τη δώσει. Όποτε προσπαθούσε να σκεφτεί τη ζωή του μακριά από τη Γιάννα, η σκέψη του σταματούσε, αρνούμενη να πλάσει το υποτιθέμενο σενάριο. Το πρόβλημά του είχε όνομα. Λεγόταν Γιάννα.

Η εμμονή της όμως με τη συμφωνία των Ξεχωριστών είχε καταντήσει εκνευριστική. Εντάξει, όταν είχαν πρωτοξεκινήσει τη γνωριμία τους. Τότε η συμφωνία δούλευε σωστά και προστάτευε όλους και όλες. Με τα χρόνια όμως είχε αναπτυχθεί μια υπέροχη, δυσεύρετη αγάπη μεταξύ τους. Και εκείνη επέμενε ακόμη να μιλάει για συμφωνίες και να ευλογεί τυχόν γνωριμία του και συναισθηματικό του δέσιμο με άλλη γυναίκα. Μια γνωριμία που θα τους χώριζε! Το θεωρούσε θέμα αρχής.

Κάποια στιγμή ο Γιώργος έφτασε στο σημείο να αναρωτηθεί μήπως η Γιάννα πίστευε ότι την ήθελε για τα λεφτά της και χρησιμοποιούσε τη συμφωνία σαν πρόφαση για να μη δεσμευτεί. Αλλά αυτό θα ήταν βλακεία. Είχαν περάσει πάρα πολλά μαζί, για να υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο, και η Γιάννα μόνο χαζή δεν ήταν! Προσπάθησε, λοιπόν, να της δώσει αυτό που ήθελε. Να συνεχίσει τη ζωή του με άλλη γυναίκα στο πλευρό του. Η Κλέλια ήταν όμορφη και καλή κοπέλα. Θα ήταν ιδανική στον ρόλο της συντρόφου ζωής. Αλλά δεν μπορούσε εκείνος τελικά. Τα μάγια της γαλανομάτας είχαν λειτουργήσει. Έστω και με οκτώ χρόνια καθυστέρηση!

Γι’ αυτό δε συμπαθούσε τα συναισθήματα. Περιπλέκουν τη ζωή, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να μην κάνουν το αυτονόητο, το λογικό. Αυτό όμως ήταν δικό του πρόβλημα. Δεν έπρεπε να μπλέξει την Κλέλια στα δικά του αδιέξοδα. Αν η μικρή ήθελε σχέση, θα έβρισκε πρόφαση να αρνηθεί.

«Θέλω αυτό ακριβώς που διάβασα. Και κατά προτίμηση το θέλω από εκείνον που τα έγραψε μιας και μου αρέσει κιόλας!» του απάντησε γελώντας.

Πιο ευθεία απάντηση δε θα μπορούσε να είχε δώσει! Η Κλέλια είχε αποφασίσει επιτέλους να ανοίξει τα χαρτιά της. Ήταν σίγουρη ότι την ήθελε ο Γιώργος. Γι’ αυτό άλλωστε είχε αφήσει σε εκείνη να αποφασίσει τι ήθελε. Οπότε και εκείνη δεν είχε πια νόημα να συνεχίσει το παιχνίδι του φλερτ. Χρωστούσε μια σαφή απάντηση και τώρα πια την είχε δώσει.

«Ωραία… Για το τυπικό της υπόθεσης πρέπει –αν και ήδη είπες ότι σου αρέσω– να σου διευκρινίσω πως η εκπαίδευση θα μπορούσε να είναι και θεωρητική».

Κανείς από τους Ξεχωριστούς δε θα ζητούσε ποτέ από μαθητευόμενη να κάνει αναγκαστικά έρωτα με το άτομο που την αναλάμβανε! Θα ήταν σοβινιστικό. Ίσως και ηθικός εκβιασμός. Και οι Ξεχωριστοί είχαν δημιουργηθεί για να αντιμετωπίσουν ακριβώς τέτοια θέματα.

«Γι’ αυτό και ρωτάμε κάθε φορά και γι’ αυτό ζητάμε σαφείς απαντήσεις» της εξήγησε ο Γιώργος, καθώς είδε τη διαγραφόμενη δυσφορία στο πρόσωπο της Κλέλιας.

Η επιμονή ήταν απαραίτητη. Πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε εκπαίδευση, έπρεπε οι κανόνες και τα όρια να είναι ξεκαθαρισμένα.

«Η βασική ερώτηση τώρα είναι για το πώς ακριβώς το θέλεις… Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θέλεις σχέση και σεξ ή ελευθερία και σεξ;» επέμεινε εκείνος.

Ειδικά με την Κλέλια η συγκεκριμένη αποσαφήνιση ήταν απαραίτητη. Εκείνη τον κοίταξε βαριεστημένα και αναστέναξε. Αυτή η επιμονή στην αποσαφήνιση με τόση λεπτομέρεια την είχε στ’ αλήθεια κουράσει.

«Μη με ρωτάς… Δεν ξέρω, δεν είμαι Ξεχωριστή εγώ να έχω ξεκαθαρίσει τις διαφορές. Αν όμως πρέπει να απαντήσω να τελειώνουμε... συνέχισε τη ζωή σου ακριβώς όπως είναι τώρα. Δε θέλω σχέση… Τώρα τουλάχιστον. Αλλά και να ήθελα, δε θα το ήθελα έτσι –ψυχρά– σαν συμφωνία. Θα ήθελα να έρθει μια στιγμή που θα αισθανθείς για μένα κάτι τόσο δυνατό, που θα σε αναγκάσει να λύσεις εσύ –μόνος σου– το δίλλημα που μου βάζεις. Αν έρθει! Αν σου απαντήσω τώρα εγώ, τι αξία θα έχει; Θέλ–»

Ο Γιώργος δεν την άφησε να συνεχίσει. Πέρασε τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού μέσα από τον καστανόξανθο χείμαρρο και ένωσε τα χείλη του με τα δικά της.

Ο Αντρέας μόλις είχε βρει το επόμενο τραγούδι που θα έπαιζε, και ήταν σε ρυθμό σάλσα. Έβγαλε τα ακουστικά του και κοίταξε προς την πίστα, περιμένοντας το τελείωμα της παραγγελιάς του φίλου του.

Φτου, γαμώτο, η μπατσάτα τελειώνει και αυτοί φιλιούνται… Α, ρε Γιώργο… Δεν ξέρω ως εραστής αλλά στο timing είσαι… τι κάνω τώρα; αναρωτήθηκε.

Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να ξενερώνει ζευγάρια που χαίρονται στην πίστα με μια επιλογή του. Πόσο μάλλον τώρα που το ζευγάρι ήταν και φίλοι του! Κοίταξε στην οθόνη του και γέλασε πονηρά.

«Έτοιμο σε έχω… Θα σε κάνω άρχοντα τώρα» μονολόγησε και πάτησε το κουμπί βάζοντας το Perdóname του Pablo Alborán, μια ακόμα πιο αισθησιακή μπατσάτα.

Όλα αυτά λίγη σημασία είχαν για το ζευγάρι, που λικνιζόταν πια στον δικό του αποκλειστικό ρυθμό. Η Κλέλια είχε κλείσει τα μάτια της και είχε χαθεί μέσα σε μια θάλασσα ψυχεδελικών φώτων, που προκαλούσαν τα φωτορυθμικά χτυπώντας στα κλειστά της βλέφαρα. Ο Γιώργος, αν και είχε συνηθίσει να φιλάει με τα μάτια ανοιχτά, δεν έβλεπε τίποτα γύρω του. Για την ακρίβεια, έβλεπε φυσικά, αλλά ο εγκέφαλος δεν έμπαινε καν στο κόπο να καταγράψει οτιδήποτε άλλο, εκτός από την ευχαρίστηση των αισθητηρίων αφής και γεύσης. Το ζεστό σφιχτό σώμα –που τώρα πια είχε ενωθεί με το δικό του– και τα καυτά χείλη της Κλέλιας είχαν διακόψει προσωρινά τη λήψη ερεθισμάτων από τις υπόλοιπες τρεις αισθήσεις. Τα δάχτυλα του χεριού του έπαιζαν –κάνοντας μασάζ– με τα μαλλιά της.

Η επιστροφή στην πραγματικότητα ήρθε απότομα για το ζευγάρι. Όταν επιτέλους απομάκρυναν τα χείλη τους, συνειδητοποίησαν οτι ήταν οι μοναδικοί που χόρευαν ακόμη μπατσάτα. Όλοι οι υπόλοιποι γύρω τους χόρευαν σάλσα κοιτώντας τους ειρωνικά.

«Μπράβο, παιδιά! Ήταν η πιο όμορφη μπατσάτα σε ρυθμό σάλσα που είδα ποτέ! Συγχαρητήρια» τους φώναξε η Μαριαλένα, που χόρευε δίπλα τους και τους κορόιδευε τώρα γελαστή.

«Είδες πρωτοτυπία, βρε συ; Μόνο εμείς θα μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό!» απάντησε ο Γιώργος γελώντας.

«Get a room, βρε» είπε η Λίλια τραβώντας το ε και όλοι μαζί έσκασαν στα γέλια.

«Δίκιο έχουν, μωρό μου, πάμε να φύγουμε; Θέλω να μείνουμε μόνοι!» του ψιθύρισε στο αυτί η Κλέλια.

«Φυσικά… Με τι έχεις έρθει; Με τη μηχανή σου;»

«Όχι, με έφερε η Βάσω με το αυτοκίνητό της. Να την ενημερώσω μια στιγμή και φύγαμε!» του είπε και απομακρύνθηκε ψάχνοντας στην πίστα τη Βάσω, ενώ ο Γιώργος χαιρετούσε τους υπόλοιπους της παρέας.

Έπειτα τη βοήθησε να βάλει το μπουφάν της και έφυγαν αγκαλιασμένοι.