Οι Ξεχωριστοί - Λάχεσις (Κεφάλαιο 33) [+18]

Δέκα λεπτά αργότερα πάρκαρε το αυτοκίνητο έξω από τη δισκογραφική εταιρεία της Ιόλης. Κοιτάχτηκε στα γρήγορα στον εσωτερικό καθρέφτη και ετοιμάστηκε να κατέβει. Αλλά αμέσως το μετάνιωσε. Η εκπαίδευσή της έφτανε όπου να ‘ναι στο τέλος της. Τα βασικά τα είχε μάθει από καιρό. Τώρα που αισθανόταν έστω και για λίγο ελεύθερη, ανακάλυψε ότι σκεφτόταν και ένιωθε ήδη Ξεχωριστή. Θα έδινε, λοιπόν, στον έρωτά της την τέλεια αποπλάνηση. Κοίταξε γύρω της και μόρφασε απογοητευμένη. Το πάρκινγκ ήταν ανοιχτό και δεν είχε πουθενά μέρος να κρυφτεί. Ευτυχώς που φορούσε φούστα. Με μια απότομη κίνηση πάτησε τον λεβιέ που ρίχνει το κάθισμα του οδηγού, κάνοντας το αυτοκίνητο κρεβάτι. Σήκωσε λίγο τη φούστα της και τράβηξε βιαστικά το μικροσκοπικό εσώρουχο που φορούσε. Αυτό όμως ήταν το εύκολο μέρος. Κοίταξε άλλη μια φορά γύρω της και σιγουρεύτηκε ότι δεν ήταν κανείς εκεί κοντά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έβγαλε με γρήγορες κινήσεις το σακάκι ταγιέρ που φορούσε. Σειρά είχε το σουτιέν.

Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει από τον φόβο μην τη δουν. Άνοιξε τα κουμπιά του πουκαμίσου και ελευθέρωσε τα κλιπ που κρατούσαν το σουτιέν σταθερό στην πλάτη της. Ευτυχώς είχε διαλέξει ένα λευκό σατέν συνολάκι χωρίς ραντάκια και τώρα αυτό τη διευκόλυνε. Ανακουφισμένη που τα κατάφερε χωρίς να γίνει αντιληπτή, κούμπωσε το πουκάμισο μέχρι το στέρνο της, αφήνοντας επίτηδες το πλούσιο ντεκολτέ της ελεύθερο. Έπειτα ξανάβαλε το σακάκι της όσο πιο γρήγορα μπορούσε, κουμπώνοντάς το με όλα τα κουμπιά του, ώστε να εφαρμόσει επάνω στο σώμα της. Επιτέλους είχε τελειώσει. Ανέβασε το κάθισμα στην κανονική του θέση, άφησε ό,τι είχε βγάλει στη θέση του συνοδηγού και βγήκε από το αυτοκίνητο.

Κοιτάχτηκε μια τελευταία φορά στον εξωτερικό καθρέφτη και χαμογέλασε αυτάρεσκα. Το στήθος της, αν και δεν ήταν μεγάλο, φαινόταν πολύ σέξι, έτσι που διαγραφόταν κάτω από τη λευκή γυαλιστερή λύκρα του πουκαμίσου. Ευτυχώς, το σακάκι θα έκρυβε από τα αδιάκριτα βλέμματα τις ορθωμένες από την ένταση και αναμονή θηλές της. Ήταν έτοιμη! Κλείδωσε την πόρτα του αυτοκινήτου και κατευθύνθηκε στην είσοδο του κτιρίου.

 

«Κυρία Δάβαρη, είναι μια κοπέλα στην είσοδο και θέλει να σας δει. Είναι λέει ανάγκη απόλυτη!» Η φωνή της Ρένας από τη γραμματεία στην ενδοσυνεννόηση έκανε την απορροφημένη στα αρχεία της Ιόλη να τιναχτεί.

«Ποια είναι; Πώς τη λένε; Είναι σίγουρα τόσο σημαντικό; Έχω πολλή δουλειά!» απάντησε πατώντας το κουμπί και μορφάζοντας με δυσφορία.

«Μιρέλα Δεμίρη λέγεται. Να–»

Στο άκουσμα του ονόματος, η Ιόλη άφησε άθελά της το κουμπί, διακόπτοντας απότομα τη συνομιλία.

Η Μιρέλα μου; Είναι δυνατόν; αναρωτήθηκε ταραγμένη.

«Να περάσει. Να περάσει, Ρένα. Με άκουσες; Και να μη με ενοχλήσει κανείς και για τίποτα!» απάντησε αμέσως και τινάχτηκε από την πολυθρόνα της.

Με γρήγορα βήματα έφτασε στην άκρη του γραφείου της. Άνοιξε την πόρτα της τουαλέτας βιαστικά και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Πέρασε μια καινούργια στρώση κραγιόν στα χείλη της και πήγε να φύγει, αλλά μετάνιωσε. Ξαφνικά δεν της άρεσαν τα μαλλιά της έτσι όπως έπεφταν χύμα στους ώμους. Με μια απότομη κίνηση έσκυψε μπροστά, έπιασε στην παλάμη της τον πλατινέ χείμαρρο και με μια περίτεχνη κίνηση έφτιαξε έναν απλό κότσο, τον οποίο στερέωσε με φουρκέτες και ένα μεγάλο κινέζικο ξυλάκι. Κοιτάχτηκε άλλη μια φορά στον καθρέφτη και χαμογέλασε αυτήν τη φορά ευχαριστημένη.

«Τώρα μάλιστα! Τώρα μοιάζεις με σοβαρή επιχειρηματία, κυρία Δάβαρη» μουρμούρισε και ξαναγύρισε βιαστικά στην πολυθρόνα της.

«Σαν μαθήτρια στο πρώτο ραντεβού κάνεις! Ηρέμησε, γαμώτο!» μονολόγησε και πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες, για να ηρεμήσει.

Το εκνευριστικό μπιπ από το λάπτοπ τής υπενθύμισε ότι είχε αφήσει τη συζήτηση με τον Γερμανό μάνατζερ στη μέση.

Στην αρχή σκέφτηκε να διακόψει ευγενικά την τηλεδιάσκεψη και να το κλείσει. Αλλά τελικά συνειδητοποίησε ότι η συζήτηση με τον Χάνς θα τη βοηθούσε να απασχολήσει τη σκέψη της, που είχε κολλήσει στην επικείμενη επίσκεψη. Δεν ήθελε να δει η μικρή ερωμένη της την ταραχή που της προκαλούσε η όμορφη έκπληξη. Ο ρόλος της ώριμης και σοβαρής ανάμεσα στις δυο τους ένιωθε ότι είχε ανατεθεί σε εκείνη. Λόγω ηλικίας ίσως. Στην πραγματικότητα μόνο εκείνη το ένιωθε αυτό. Ούτε η Μιρέλα και φυσικά ούτε η Γιάννα –ως σύμβουλος– δεν της είχαν ζητήσει κάτι τέτοιο. Για κάποιον περίεργο λόγο, το θεωρούσε απλώς αυτονόητο! Αισθανόταν, βέβαια, τα μάγουλά της να καίνε, αλλά τελικά θα κατάφερνε να δείχνει ήρεμη.

Άνοιξε ξανά το Skype και προσπάθησε να απορροφηθεί στη συζήτηση, όταν ακούστηκε το διακριτικό χτύπημα στην πόρτα.

«Περάστε!» απάντησε και στη μισάνοιχτη πόρτα φάνηκε η Ρένα.

Πίσω της διέκρινε το χαμογελαστό πανέμορφο προσωπάκι, που όποτε έβλεπε της έφτιαχνε η διάθεση, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ποτέ ακριβώς τον λόγο. Εξέπεμπε φως; Εκείνη ήταν ερωτευμένη; Δεν ήξερε, αλλά από την άλλη δεν την ένοιαζε κιόλας. Γι’ αυτό που ήταν εντελώς σίγουρη ήταν πως την ήθελε στη ζωή της.

«Κυρία Δάβαρη, η κυρία Δεμίρη» ανήγγειλε η Ρένα και αποσύρθηκε διακριτικά.

Τώρα είχαν μείνει οι δυο τους, αμίλητες, να κοιτάζουν η μία την άλλη, σαν να μην πίστευαν ότι βρίσκονταν εκεί, μαζί! Η Ιόλη σηκώθηκε από την πολυθρόνα της θέλοντας να την υποδεχτεί όρθια και πήγε προς το μέρος της, για να την αγκαλιάσει. Η μικρή τη σταμάτησε με ένα νεύμα πριν φτάσει κοντά της. Την πλησίασε και την έσπρωξε τρυφερά, δείχνοντάς της την πολυθρόνα του γραφείου. Η Ιόλη υπάκουσε αμέσως αμίλητη.

Ήταν φανερό ότι η μικρή της ερωμένη χρησιμοποιούσε τις πρόσφατες Ξεχωριστές γνώσεις της. Το σενάριο, λοιπόν, ήταν της Μιρέλας και εκείνη δεν είχε κανέναν σκοπό να της το χαλάσει. Την άφησε να το ξετυλίξει, υπακούοντας στις οδηγίες της.

Η Μιρέλα κοίταξε το έπιπλο του γραφείου και την Ιόλη και χαμογέλασε πονηρά. Ανέβασε το γόνατο της πάνω του, στηρίχτηκε, και με μια κίνηση ανέβηκε και έμεινε γονατιστή απέναντί της. Στην προσπάθειά της παραμέρισε το λάπτοπ και ό,τι άλλο είχε το γραφείο πάνω του. Κοίταξε υποτιμητικά το ανοιχτό ακόμη λάπτοπ και την Ιόλη και με μια επιδεικτική κίνηση του μεσαίου της δάχτυλου το έκλεισε απότομα και το πέταξε στην παχιά μπορντό μοκέτα που κάλυπτε το γραφείο.

«Ουπς! Έκανα ζημιά; Πολύ λυπάμαι!» της είπε αυθάδικα με ειρωνικό ύφος.

Η Ιόλη την έβλεπε έτσι γονατιστή –με τα ρούχα– πάνω στο γραφείο της και ήθελε να ουρλιάξει από ανυπομονησία. Σε κάθε απότομη κίνηση της μικρής, το όμορφο φυσικό της στήθος παλλόταν ηδονικά. Το όλο θέαμα έκανε την Ιόλη να τρελαίνεται και μόνο στη σκέψη του να το έχει στο στόμα της.

«Δεν πειράζει, αγάπη μου, κάνε ό,τι θέλεις!» της απάντησε με αρκετή καθυστέρηση κοιτώντας την ερεθισμένη.

«Γιατί… Σε ρώτησα;» της απάντησε η Μιρέλα ξανά και την κοίταξε πρόστυχα δαγκώνοντας τα χείλη της.

Το αριστερό της χέρι κατέβηκε στο πάνω κουμπί του σακακιού και το άνοιξε. Πήρε επίτηδες μια βαθιά ανάσα, που έκανε το στήθος της να φουσκώσει, σαν να προσπαθούσε να σπάσει τα κουμπιά της ελαστικής λύκρας του πουκαμίσου της.

Η Ιόλη άφησε να της ξεφύγει ένας παραπονιάρικος αναστεναγμός. Η αληθινή ζωή δεν ήταν πορνό. Στις εν λόγω ταινίες, οι γυναίκες που κάνουν έρωτα με γυναίκες είναι θηλυκότατες κουκλάρες. Η αληθινή ζωή έκρυβε για γυναίκες σαν την Ιόλη μια δυσάρεστη –ως επί το πλείστον– έκπληξη. Και τώρα είχε μπει στη ζωή της η πανέμορφη, εξωτική Μιρέλα. Η σκέψη και μόνο ότι θα έκανε έρωτα με αυτό το ερωτικό Ξεχωριστό πλάσμα μετέδιδε κύματα ηδονής σε όλο της το είναι.

Η Μιρέλα, βλέποντας τις αντιδράσεις της, σιγουρεύτηκε ότι η αποπλάνηση λειτουργούσε στην εντέλεια και πήρε θάρρος. Αποφάσισε, λοιπόν, να το φτάσει στο τέρμα. Θα έδινε στην αγαπημένη της ένα θέαμα που θα της έμενε αξέχαστο. Άνοιξε περισσότερο τα πόδια της, για να στερεωθεί καλύτερα στα γόνατά της. Έπειτα ξεκούμπωσε το τελευταίο κουμπί και άφησε το σακάκι να πέσει πίσω της, χωρίς να βγάλει τα μανίκια. Σε κάθε κίνηση της σταματούσε, για να εκτιμήσει τις αντιδράσεις της Ιόλης. Το ελαστικό ύφασμα του πουκαμίσου περισσότερο τόνιζε παρά έκρυβε τις καμπύλες του λεπτού της κορμιού της νεαρής Ξεχωριστής.

Μπορούσε τώρα πια να ακούσει καθαρά τη βαριά ακανόνιστη ανάσα της Ιόλης, που διακοπτόταν από βραχνά, ηδονικά αναφιλητά ερεθισμού. Και εκείνη είχε ερεθιστεί πολύ. Αισθανόταν το γυμνό μέσα από τη φούστα φρεσκοξυρισμένο κέντρο της να καίει το εσωτερικό των μηρών της. Αλλά αυτό που έβλεπε απέναντί της δεν είχε καμιά σχέση με απλό ερεθισμό σαν τον δικό της. Η Ιόλη αντιδρούσε σαν όλη αυτήν την ώρα να χαϊδευόταν. Στην πραγματικότητα είχε παραμείνει ακίνητη από τη στιγμή που είχε καθίσει στην πολυθρόνα και την παρακολουθούσε.

Ήρθαν στο μυαλό της πράγματα που της έλεγε η Μαριάννα στην εκπαίδευση, όταν η απορία της ήταν το: «Ως πού μπορεί να φτάσει η ηδονή;»

Σε γενικές γραμμές –απ’ ό,τι είχε καταλάβει– εκείνη, όπως η Μαριάννα, η Κατερίνα και οι περισσότερες εκπαιδευμένες Ξεχωριστές βρίσκονταν στο επίπεδο ένα.

Στο δεύτερο επίπεδο, η Μαριάννα τής είχε εξηγήσει χωρίς πολλές λεπτομέρειες, οι γυναίκες και άντρες μπορούσαν να έρθουν σε οργασμό χωρίς καν να χαϊδευτούν! Σε αυτό το επίπεδο βρίσκονταν λίγοι εκπαιδευμένοι Ξεχωριστοί και Ξεχωριστές και οι περισσότεροι γεννημένοι Ξεχωριστοί και Ξεχωριστές.

Υπήρχε και το τρίτο επίπεδο, αλλά εκεί είχαν φτάσει μόνο μερικοί και μερικές από τους γεννημένους. Όπως η Γιάννα, που ήταν και τομεάρχης… και η Ιόλη της!

Το τι συνέβαινε εκεί δεν μπορούσε ούτε να το φανταστεί η νεαρή Ξεχωριστή και δεν ήταν του παρόντος να της το εξηγήσουν. Αν ανακάλυπτε στην πορεία της ζωής της ότι ήταν γεννημένη και όχι απλή Ξεχωριστή και αν ασχολιόταν με την εσωτερική της αναβάθμιση, τα όρια της ηδονής –αλλά και της αυτοβελτίωσης του χαρακτήρα της– ήταν στο δικό της χέρι. Ή έννοια του Ξεχωριστού δεν είναι τίτλος να απονέμεται. Δε σημαίνει καν ανώτερος από κάποιον άλλον. Απλώς συμπυκνώνει σε μια λέξη όλη αυτήν τη διαφορετική νοοτροπία σε σχέση με τους συνηθισμένους, που περιγράφεται στην εκπαίδευση. Έτσι και στα επίπεδα δεν παίρνεις γαλόνια όταν ανεβαίνεις. Είναι απλώς μια αναγνώριση των υπολοίπων στην προσπάθεια αυτοβελτίωσής σου. Όσο περισσότερο ανεβαίνουν εσωτερικά τα μέλη, τόσο περισσότερο αναπτύσσεται και όλη η θεωρία των Ξεχωριστών. Αλίμονο στη θεωρία που δεν εξελίσσεται. Και ειδικά μια θεωρία που αφορά κάτι αεικίνητο σαν το: «Κάνω έρωτα, δίνω ευτυχία».

Η Μαριάννα τής είχε πει να μη μένει πιστή στο αρχικό σενάριο που είχε πλάσει. Αφού αφορά και άλλον άνθρωπο, οι απρόβλεπτες αντιδράσεις του δεύτερου ατόμου αναγκάζουν το σενάριο να εκτελείται με συνεχείς προσαρμογές. Η Μιρέλα δεν είχε σκοπό να φτάσει τόσο μακριά, όταν το σκεφτόταν πριν από δέκα λεπτά. Το υπέροχο θέαμα της ερεθισμένης Ιόλης, όμως, δεν της άφηνε πια περιθώρια να σταματήσει.

Το βλέμμα της έπεσε στο πεσμένο πάνω στο γραφείο μπουκάλι με το εμφιαλωμένο νερό. Εξωτερικά στα τοιχώματα του είχε σχηματιστεί υγρασία, σημάδι ότι το νερό μέσα πρέπει να ήταν κρύο. Δεν το σκέφτηκε καθόλου. Η γυναίκα της ζωής της το άξιζε και με το παραπάνω. Πήρε το μπουκάλι ανοίγοντας το ταυτόχρονα και στερέωσε το στόμιο κάτω από το σαγόνι της. Με μια απότομη κίνηση, άφησε το κρύο νερό να κυλήσει στον λαιμό και το στήθος της και έπειτα χαμηλά στην κοιλιά και τελικά στο κέντρο της στάζοντας ερεθιστικά πάνω στο έπιπλο του γραφείου.

Η Μιρέλα ανατρίχιασε. Περιέργως όμως δεν ήταν από το κρύο, όπως περίμενε. Ανατρίχιασε ηδονικά. Ήταν τόσο καυτό το κορμί της τώρα πια, που η αίσθηση του κρύου δε διήρκεσε παρά λίγα δευτερόλεπτα. Οι ήδη ερεθισμένες θηλές της φούσκωσαν απότομα και διαγράφονταν πεντακάθαρα στο –διαφανές πια– μουσκεμένο ύφασμα. Άνοιξε τα χέρια της και άφησε το σακάκι να πέσει τελείως πίσω της. Μετά ένωσε τα χέρια της μπροστά, ανάμεσα στα πόδια της, πιέζοντας ταυτόχρονα το στήθος της ανάμεσα στους βραχίονες των χεριών της. Ύστερα έσκυψε χωρίς να αλλάξει στάση προς την Ιόλη πλησιάζοντας το πρόσωπό της στο δικό της.

Η Ιόλη αναστέναξε για άλλη μια φορά ηδονικά και ανασηκώθηκε από τη θέση της με σαφή σκοπό να τη φιλήσει. Η Μιρέλα την άφησε να πλησιάσει τα χείλη της και τραβήχτηκε απότομα, παραμένοντας σκυμμένη και σε μικρή απόσταση από τα υγρά χείλη της ερωμένης της.

«Δεν τέλειωσα ακόμη, μωρό μου. Σου ‘χω άλλη μια έκπληξη!» της ψιθύρισε γελώντας πονηρά.

«Δε με λυπάσαι πια; Τι άλλο θα μου κάνεις! Σε θέλω, αγάπη μου. Θέλω να σου κάνω έρωτα!» της απάντησε ξεψυχισμένα η Ιόλη.

Η Μιρέλα ανατρίχιασε και μόνο με την ερεθισμένη χροιά της φωνής της. Αλλά δεν μπορούσε να γίνει αυτό που και εκείνη ήθελε τόσο πολύ! Είχαν περάσει ήδη τα δέκα από τα είκοσι λεπτά, που είχε στη διάθεσή της, πριν αναγκαστεί να φύγει για τη Γιάννα. Η Ιόλη είχε δίκιο να το ζητάει, δεν ήξερε όμως πόση ώρα είχε εκείνη.

«Δε γίνεται, αγάπη μου… Δεν έχω όση ώρα χρειαζόμαστε, για να σου δώσω την ευτυχία που σου αξίζει!» της είπε και την έσπρωξε τρυφερά πίσω στην πολυθρόνα της.

Έπειτα ανασηκώθηκε και έβαλε πρόστυχα τα δύο μεσαία δάχτυλα του δεξιού της χεριού στο στόμα, γλείφοντάς τα. Τα γέμισε σάλιο και τα έδειξε στην Ιόλη. Με το αριστερό της χέρι ανασήκωσε τη φούστα της στους γοφούς της και έριξε το κορμί της πίσω. Χαμογέλασε στη σύντροφό της τρυφερά και έβαλε τα υγρά δεξιά της δάχτυλα βαθιά μες στον μουσκεμένο από ώρα κόλπο της.

Η Ιόλη, που τον τελευταίο καιρό που συναντούσε τη Μιρέλα δεν την είχε δει καν γυμνή, δεν άντεχε άλλο σε αυτό που εξελισσόταν μπροστά στα μάτια της. Τα δάχτυλα της μικρής άνοιγαν σε κάθε τους κίνηση τα ροδαλά χείλη της, ενώ ταυτόχρονα η ίδια έβγαζε ηδονικούς αναστεναγμούς αυξανόμενης έντασης. Η ώριμη επιχειρηματίας έκλεισε τα μάτια της και κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού που φορούσε.

Πώς σου ‘ρθε να φορέσεις σήμερα παντελόνι, γαμώτο! αναρωτήθηκε, καθώς το συγκεκριμένο ρούχο αποδεικνυόταν εντελώς άβολο.

Χωρίς να σηκωθεί από την πολυθρόνα ανασήκωσε τη λεκάνη της, προσπαθώντας να κατεβάσει το παντελόνι στα γόνατα.

Η Μιρέλα δεν την άφησε. Σταμάτησε να χαϊδεύεται και κατέβηκε από το γραφείο. Πέρασε τα πόδια της δεξιά και αριστερά από της Ιόλης –έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη στην πολυθρόνα– και κάθισε στους μηρούς της. Ξανάβαλε τα δάχτυλα μέσα της, έπαιξε για λίγο και έπειτα τα έβγαλε και τα ακούμπησε απαλά στα χείλη της ώριμης Ξεχωριστής. Η Ιόλη έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να γλείφει απαλά την ημιδιάφανη κολλώδη ηδονή με την οποία είχε πασαλείψει η Μιρέλα τα δάχτυλά της.

«Ναι, μωρό μου, γλείψ’ τα…. Σου αρέσει η γεύση μου; Μπορώ να σ’ τη δίνω για όλη την υπόλοιπη ζωή μας αν το θες και εσύ!» της ψιθύρισε.

Έπειτα πήρε τα δάχτυλα της Ιόλης, τα έγλειψε ένα ένα πρόστυχα και τα οδήγησε μέσα της, ενώ ταυτόχρονα έσκυβε προς το μέρος της Ιόλης και ένωνε τα χείλη με τα δικά της. Η Ιόλη θα μπορούσε τώρα να διοχετεύσει τον άκρατο ερεθισμό της πίσω στη μικρή ερωμένη που τα προκάλεσε όλα! Γύρισε τα δάχτυλα της μαζεύοντας τα και τα δύο πάνω στο σημείο G της Μιρέλας. Εκείνη αντέδρασε με ένα μακρόσυρτο βογκητό ηδονής. Η Ιόλη συγκεντρώθηκε, αύξησε ταχύτητα και σχεδόν αμέσως κατάλαβε –από το τρέμουλο του κορμιού της– ότι η μικρή θα έφτανε σε λίγο σε οργασμό.

«Φίλα με, μωρό μου. Θέλω να αισθανθώ την ένταση του οργασμού σου μέσα από τα χείλη σου!» της είπε και επιτάχυνε περισσότερο την κίνηση των δαχτύλων της.

Η Μιρέλα βίωσε έναν απότομο και βίαιο οργασμό, που έκανε το κορμί της να τινάζεται ανεξέλεγκτα. Αν τα χείλη της δεν ήταν απασχολημένα στο παθιασμένο τους φιλί, η μόνωση του γραφείου ίσως να μην ήταν αρκετή, για να συγκρατήσει τις άναρθρες κραυγές της.

Όταν πέρασε το πρώτο βίαιο κύμα, η Μιρέλα άνοιξε απότομα τα μάτια της. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Στο στόμα της είχε τη γεύση του αίματος αναμεμειγμένη με αυτή της ηδονής της. Απομάκρυνε τα χείλη της τρομαγμένη και είδε τα χείλη της Ιόλης κατακόκκινα. Κοίταξε λίγο πιο προσεκτικά και τότε κατάλαβε. Κατά τη διάρκεια του βίαιου οργασμού, είχε κλείσει τα δόντια της γύρω από το κάτω μέρος των χειλιών την Ιόλης, κάνοντάς τους μια μικρή τρυπούλα. Από εκεί ανέβλυζε λίγο λίγο αίμα, το οποίο κατέληξε στα χείλη τους. Η Ιόλη πρέπει να είχε πονέσει πολύ, αλλά δεν είχε διακόψει το φιλί τους. Η Μιρέλα την κοίταξε τρυφερά, γεμάτη αγάπη.

«Και δεν είπες τίποτα! Ούτε καν σταμάτησες να με φιλάς. Συγγνώμη, καρδούλα μου. Είμαι ηλίθια. Ωραία Ξεχωριστή είμαι αν δεν μπορώ να συγκρατήσω το ξέσπασμά μου. Την επόμενη φορά, δηλαδή, τι θα σου κάνω;» της είπε στεναχωρημένη.

Η Ιόλη τής χαμογέλασε, ανασηκώθηκε στην πολυθρόνα και την αγκάλιασε τρυφερά.

«Μην είσαι χαζούλα, αίμα έχω πολύ. Αυτό που μου έδωσες εσύ σήμερα είχα ανάγκη, χαρά μου! Άσε που τώρα μπορούμε να πούμε ότι έχουμε και δεσμό αίματος, ε;» της απάντησε γελώντας και την αγκάλιασε ξανά.

«Φοράω ακόμη το βρεμένο πουκάμισο, θα σε κάνω χάλια. Πώς θα πάω αλήθεια έτσι στη Γιάννα;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Μιρέλα χωρίς να φύγει από την αγκαλιά της.

«Έχω ντουλάπι εδώ, θα σου δώσω να φορέσεις κάτι και στεγνώνεις το πουκάμισό σου, όταν πας στη Γιάννα» της είπε η Ιόλη και ξαναξάπλωσε.

Ήταν η σειρά της να δώσει στη μικρή ένα Ξεχωριστό θέαμα. Την κοίταξε βαθιά στα όμορφα μάτια της χαμογελώντας πονηρά. Ύστερα έπιασε τα χέρια της μικρής και τα ακούμπησε στην κοιλιά της –στο ύψος της μήτρας– με τις παλάμες ανοιχτές. Αφού της έδωσε να καταλάβει ότι ήθελε από εκείνη να πιέζει σταθερά –αλλά όχι βίαια– το σημείο και με τις δύο παλάμες, ξάπλωσε στη δερμάτινη πολυθρόνα χαλαρώνοντας. Η Μιρέλα έμεινε στη θέση που της ζήτησε, παρακολουθώντας κάθε κίνηση της συντρόφου της. Η Ιόλη πήρε μερικές βαθιές αναπνοές χαλάρωσης και άνοιξε τα μάτια της.

«Τώρα θα δεις πόσο σε θέλω, αγάπη μου!» της είπε και έμεινε ακίνητη, με τα χέρια της χαλαρά δίπλα στο σώμα της.

Στην αρχή δε γινόταν τίποτα και η Μιρέλα είχε αρχίσει να ανυπομονεί. Τι να δει… Δε γινόταν τίποτα.

Μήπως κάτι δεν έκανε εκείνη σωστά;

«Μήπως…»

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Η αναπνοή της Ιόλης άρχισε να γίνεται ακανόνιστη, ενώ μικρές σταγόνες ιδρώτα εμφανίστηκαν στο πρόσωπο και στο σώμα της. Ταυτόχρονα, η Μιρέλα ένιωσε τους κοιλιακούς της ερωμένης της να τρέμουν κάτω από τις παλάμες της με αυξανόμενη ένταση. Ήταν φανερό –όσο απίστευτο και να φαινόταν– πως η Ιόλη έκανε έρωτα στον εαυτό της χωρίς καν να χαϊδεύεται.

Αλλά πώς ήταν δυνατόν!

Η εκπαίδευση της μικρής δεν είχε φτάσει σε αυτά τα επίπεδα. Η Μαριάννα δεν είχε θεωρήσει σκόπιμο να της εξηγήσει οτιδήποτε πίστευε πως η Μιρέλα θα αργούσε έτσι και αλλιώς να βιώσει. Ήταν εντελώς απροετοίμαστη, λοιπόν, για το θέαμα που παρακολουθούσε. Και αυτό που έβλεπε ήταν μαγικό. Οι παλάμες της είχαν αρχίσει πια να καίνε, αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Ό,τι και αν συνέβαινε, ήταν αποφασισμένη να δει την κατάληξη.

Η Ιόλη είχε –εν τω μεταξύ– χαθεί τώρα σε σύννεφα ηδονής. Τα χείλη της έτρεμαν σαν να κρύωνε και σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν πάνω στο όμορφο πρόσωπό της. Έκλεισε τα μάτια της και σε λίγο αφέθηκε στον άγριο οργασμό που την κατέκλυζε. Η Μιρέλα είχε μείνει ακίνητη –σχεδόν παγωμένη– και την παρακολουθούσε χωρίς να πιστεύει αυτό που έβλεπε με τα μάτια της.

Αισθάνθηκε τόσο όμορφα που βοήθησε –με όποιον τρόπο– στο να το αισθανθεί αυτό η Ιόλη! Ύστερα έσκυψε επάνω της συγκινημένη, περιμένοντάς τη να ηρεμήσει. Η Ιόλη άνοιξε τα μάτια της και είδε τη μικρή, που είχε ξαπλώσει πάνω στο στήθος της, να έχει δακρύσει.

«Είσαι καλά, μωρό μου; Τι έπαθες;» τη ρώτησε.

Η Μιρέλα δεν απάντησε. Χώθηκε στην αγκαλιά της και άρχισε να τη φιλάει τρυφερά.

«Τι ήταν αυτό; Τι έκανες; Είσαι γεννημένη Ξεχωριστή, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε διστακτικά.

Η Ιόλη τής χαμογέλασε και της έδειξε το μεγάλο ρολόι του γραφείου, υπενθυμίζοντάς της ότι είχε στενά χρονικά περιθώρια και έπρεπε να φύγει.

«Θα τα πούμε άλλη φορά αυτά, αγάπη μου! Τώρα πρέπει να φύγεις» της απάντησε τρυφερά.

Τη φίλησε ακόμα μια φορά και της έκανε νόημα να σηκωθεί από την πολυθρόνα.

Η Μιρέλα σηκώθηκε απρόθυμα, έβγαλε με γρήγορες κινήσεις το πουκάμισό της και ετοιμάστηκε να φορέσει αυτό που εν τω μεταξύ της είχε δώσει η Ιόλη.

«Ένα λεπτό, μωρό μου! Θέλω να φιλήσω έστω και για λίγο αυτές τις δύο ομορφιές!» της είπε η Ιόλη δείχνοντας το στήθος της.

Η Μιρέλα γέλασε αυτάρεσκα.

«Ναι… Είναι τα καμάρια μου!» απάντησε γελώντας, ανασηκώνοντάς τα με τα χέρια της.

Η Ιόλη την πλησίασε, πέρασε τις παλάμες της γύρω τους και άρχισε να γλείφει εναλλάξ τις θηλές της, οι οποίες ανταποκρίθηκαν αμέσως στην όμορφη αίσθηση, που προκαλούσε η έμπειρη γλώσσα που έπαιζε μαζί τους.

«Σταμάτα… Σε παρακαλώ! Δεν πρόκειται να φύγω ποτέ από εδώ έτσι που το πας» παρακάλεσε η Μιρέλα, γνωρίζοντας ότι, αν η Ιόλη συνέχιζε λίγο ακόμα, δε θα είχε πια τη δύναμη να τη σταματήσει.

Η Ιόλη σταμάτησε αναστενάζοντας απογοητευμένη. Ύστερα τη βοήθησε να ολοκληρώσει το ντύσιμο και τη συνόδεψε στην πόρτα.

«Γεια σου, μωρό μου. Ελπίζω να σου άρεσε η έκπληξή μου και… συγγνώμη για τα χείλη σου» της είπε η μικρή με βαριά καρδιά.

«Ήσουν απλώς καταπληκτική, αγάπη μου! Χρειάζεται να πω κάτι άλλο; Σε ευχαριστώ για όλα. Ζω για τη μέρα που δε θα έχεις πρόβλημα χρόνου και θα είμαστε μαζί. Μέχρι τότε να προσέχεις… Στο καλό!» της απάντησε η όμορφη παραγωγός και, δίνοντάς της ένα τελευταίο φιλί, της άνοιξε τη μαγνητική πόρτα.

Η Μιρέλα έφτασε στο πάρκινγκ, άνοιξε το αυτοκίνητο και μπήκε μέσα. Τα αισθήματά της ήταν ανάμεικτα. Από τη μία χαιρόταν γι’ αυτό που είχε κάνει. Είχε αποδειχτεί πολύ όμορφη ιδέα. Και ο οργασμός της Ιόλης!

Θεέ μου… Τι υπέροχο θέαμα! σκεφτόταν ξανά και ξανά.

Από την άλλη ήταν στεναχωρημένη που έπρεπε να τελειώσει τόσο γρήγορα. Κοίταξε δίπλα της να βρει το σουτιέν και το βλέμμα της έπεσε πάνω στον φάκελο της Εφορίας με τη διεύθυνση του ακίνητου. Αυτό της έφτιαξε λίγο τη διάθεση. Άνοιξε το παράθυρο του οδηγού και κοίταξε ψηλά προς το γραφείο της Ιόλης. Το πρόσωπό της φωτίστηκε. Η Ιόλη ήταν στο παράθυρο και κοιτούσε προς το πάρκινγκ. Έβγαλε το χέρι της απ’ το παράθυρο και οδήγησε μες στο πάρκινγκ όσο πιο κοντά στο κτίριο μπορούσε. Είδε την Ιόλη να της χαμογελάει μέσα από το κλειστό τζάμι. Σήκωσε το χέρι της και της έστειλε ένα φιλί.

«Σύντομα, μωρό μου. Σύντομα θα είμαι δική σου!» μονολόγησε σφίγγοντας τον φάκελο στο χέρι της.