«Γιάννα, είναι η Ιόλη στο τηλέφωνο, θα το πάρεις κάτω;» Η λεπτή μελωδική φωνή της Κατερίνας στην ενδοσυνεννόηση έκανε την απορροφημένη στα σχέδιά της σχεδιάστρια να τιναχτεί αιφνιδιασμένη.
Η τηλεφωνική συσκευή του ατελιέ ήταν μόνιμα αποσυνδεμένη, για να μην ενοχλείται όταν σχεδίαζε.
«Παρακαλώ. Ιόλη… Τι κάνεις;» τη ρώτησε με περιέργεια. «Τι έκανε η μικρή; Έλα ρε συ… Σοβαρά; Το άτιμο! Τρελάθηκες, ε; Φυσικό είναι, χαρά μου… Μμ… Ναι... Το ξέρω πως σ’ αγαπάει!»
Η Γιάννα άκουγε την Ιόλη να της εξιστορεί την έκπληξη της Μιρέλας και διασκέδαζε περήφανη για τη μαθήτριά της. Ξαφνικά το γέλιο πάγωσε στο πρόσωπό της.
«Όχι, ρε Ιόλη… Όχι, ρε γαμώτο. Γιατί το έκανες αυτό! Τι γιατί φωνάζω, μωρέ; Έδειξες σε μια εικοσιπεντάχρονη τεχνικές τρίτου επιπέδου; Πας καλά; Μη μου λες να μη θυμώνω. Μωρό είσαι και της έκανες επίδειξη; Μου θυμίζεις κάτι τριανταπεντάχρονους συνηθισμένους, που το παίζουν έμπειροι στα εικοσάχρονα! Γι’ αυτό τα μαθαίνουμε αυτά περνώντας τα χρόνια. Για να έχουμε την ωριμότητα να τα διαχειριζόμαστε!» Η Γιάννα ήταν τόσο συγχυσμένη που βημάτιζε κρατώντας το ακουστικό σε όλο το ατελιέ βρίζοντας περιστασιακά.
«Τέλος πάντων, τώρα το ‘κανες! Να δω αν αρχίσει τις ερωτήσεις τι θα της πω έτσι που τα έκανες. Εντάξει… Εντάξει, έλα από ‘δω σε κάνα μισάωρο. Ναι… Έχουμε τελετή αποφοίτησης! Έλα, περιμένω» της απάντησε ξανά και έκλεισε το τηλέφωνο συγχυσμένη.
Ορίστε! Εδώ είμαι και μου κάνουν μαλακίες. Φαντάσου να αφήσω σε εκείνες την ευθύνη των Ξεχωριστών!
Και μετά μου λένε οι μικρές να παραιτηθώ από τομεάρχης και να ζήσω τη ζωή μου με τον Γιώργο. Έλα που μας βλέπω πρωτοσέλιδο την επόμενη κιόλας μέρα! σκεφτόταν η Γιάννα συνομιλώντας με τον εαυτό της.Και εκείνη θα ήθελε να τα παρατήσει όλα. Να αποποιηθεί τη συμφωνία και τις ευθύνες που είχε αναλάβει πριν από χρόνια. Αλλά φοβόταν. Με εκείνη τομεάρχη τόσα χρόνια, όλα είχαν πάει –μέχρι τώρα– καλά. Οι Ξεχωριστοί αναπτύχθηκαν τάχιστα, χωρίς ο αντιπαθής κλάδος των δημοσιογράφων να καταλάβει τίποτα. Η τελευταία ιδέα τους να γράψει ο Γιώργος σε έντεκα κεφάλαια ενός μίνι μυθιστορήματος τις βασικές αρχές τους ήταν εξαιρετικά πετυχημένη.
Εκείνος, εν τω μεταξύ, είχε προχωρήσει περισσότερο. Οι άγνωστοι αναγνώστες του μυθιστορήματος στο διαδίκτυο θα ήταν διαφόρων ηλικιών. Ο Γιώργος θεώρησε λογική μια απορία του στυλ: Καλά τα λες, αλλά πώς γίνονται; Από πού ξεκινάμε; Ειδικά από τους νεότερους –ηλικιακά– αναγνώστες. Ανέλυσε, λοιπόν, με λεπτομέρεια –εκτός από τη θεωρία– πού βρίσκονται σημεία «G», «U» και «Α». Πώς προκαλείται το squirting και ανέλυσε άλλα –πρακτικά κυρίως– θέματα γύρω από το σεξ.
Όλα, λοιπόν, πήγαιναν τόσο καλά! Θα ήταν κρίμα μετά από τόσο κόπο να γίνει καμιά βλακεία.
«Γιάννα, η Μιρέλα είναι στην πόρτα. Θα κάνουμε αυτό που είπες πριν. Η Κατερίνα είναι έτοιμη πάντως» της φώναξε η Μαριάννα από την κορυφή της σκάλας περιμένοντας απάντηση.
«Ναι. Στείλ’ την κάτω όταν μπει και πηγαίνετε να ετοιμαστείτε» της απάντησε χαμογελώντας.
Πολύ σύντομα άκουσε βιαστικά βήματα που κατέβαιναν τρέχοντας τη σκάλα και της φάνηκε παράξενο.
«Καλημέρα, Μιρελάκι μου… Τι έγινε; Γιατί τρέχεις έτσι;» τη ρώτησε μόλις εκείνη βρέθηκε κοντά της.
«Το βρήκα, Γιάννα μου. Αυτό πρέπει να είναι!» της απάντησε εκείνη λαχανιασμένη, δείχνοντάς της τον φάκελο που κρατούσε στο χέρι της.
«Όπα… Όπα! Ηρέμησε, για να καταλάβω και εγώ. Τι βρήκες;» τη ρώτησε με περιέργεια, προσπαθώντας να καταλάβει τι της έλεγε.
«Βρήκα μια διεύθυνση που δεν είχα προσέξει μέχρι τώρα. Έβαλα ήδη τη διεύθυνση στο google maps και αντιστοιχεί σε ένα κτίσμα μέσα σε ένα οικόπεδο στη μέση του πουθενά. Δεν μπορεί, αυτό θα είναι, Γιάννα μου. Τον πιάσαμε!» αναφώνησε η Μιρέλα γεμάτη λαχτάρα.
Η Γιάννα δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει. Αν ήταν όπως τα έλεγε η μικρή, υπήρχαν μεγάλες πιθανότητες να επρόκειτο για το κρησφύγετο. Πήρε τη Μιρέλα από το χέρι και ανέβηκαν στο σαλόνι.
«Μαριάννα, Κατερίνα… Πού είστε; Ελάτε εδώ λίγο» Η Γιάννα φώναξε δυνατά, για να την ακούσουν τα κορίτσια της στον πρώτο όροφο.
Ένα λεπτό αργότερα, οι δύο νεαρές βοηθοί εμφανίστηκαν μαζί στην κουπαστή του εσωτερικού μπαλκονιού απορημένες.
«Σε μισή ώρα δεν είπες; Τι έγινε;» τη ρώτησε η Μαριάννα βοηθώντας ταυτόχρονα την Κατερίνα να στερεώσει την πόρπη στη λευκή –αρχαιοελληνικού τύπου– τήβεννο, που προσπαθούσε να φορέσει.
Η ίδια φορούσε ήδη μία ίδια στο χρώμα της πορφύρας και είχε περάσει μια ολόχρυση τιάρα στα μαλλιά της. Η Μιρέλα είδε τη δασκάλα της ντυμένη έτσι και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ξέχασε προς στιγμή και τη διεύθυνση και τα πάντα.
«Τι… Τι έγινε; Τι φοράνε;» ρώτησε τη Γιάννα, που γελούσε σιγανά δίπλα της.
«Τα ρούχα που θα φορούσαν για την τελετή αποφοίτησής σου είναι, αλλά τώρα έχουμε σημαντικότερα πράγματα να κάνουμε. Αυτό μπορεί να αναβληθεί» της είπε γελώντας.
«Κορίτσια, βγάλτε τα όλα, ξαναντυθείτε και ελάτε κάτω. Μαριάννα, φέρε και το λάπτοπ μαζί σου!» φώναξε στις δύο βοηθούς, προκαλώντας τις χλιαρές αποδοκιμασίες τους.
Και είχαν κάνει τόσο κόπο να φτιάξουν αρχαιοελληνικούς βοστρύχους στα μαλλιά τους!
Δέκα λεπτά αργότερα, η Μαριάννα κατέβηκε στο σαλόνι, κρατώντας το λάπτοπ που της είχε ζητήσει η Γιάννα.
«Για βάλε τη διεύθυνση που γράφει εδώ να δούμε τι βγάζει στο google» της είπε η Γιάννα, δίνοντάς της τον φάκελο που είχε φέρει μαζί της η Μιρέλα.
Εκείνη βημάτιζε ανυπόμονα, με την καρδιά της γεμάτη ελπίδες.
«Μμ, ωραία. Ίσως να ‘ναι αυτό, όπως είπες, μωρό μου» είπε η Γιάννα στη Μιρέλα, που περνούσε δίπλα της χαμογελώντας.
Όντως, στη θέση που έγραφε το ειδοποιητήριο υπήρχε κάποιου είδους κτίσμα.
«Πρέπει να σιγουρευτούμε, όμως. Αν γίνει κάτι και δε βρούμε τίποτα εκεί, πάει το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Και μετά ο Τζίμης θα φυλάγεται και άντε βρες τον» κατέληξε η Γιάννα, προκαλώντας τις αποδοκιμασίες της νεαρής.
Μετά από τόσο απέλπιδο ψάξιμο, είχε βρει κάτι σημαντικό και πίστευε πως είχαν όλα τελειώσει. Τα «ίσως» της Γιάννας την εκνεύριζαν. Εκείνη ήταν σίγουρη ότι αυτό έψαχναν.
«Πρέπει να σκεφτούμε καλά την επόμενη κίνηση τώρα. Λοιπόν, Μιρελάκι μου, τα κατάφερες καλά. Τώρα όμως πρέπει να φύγεις. Όταν τελειώσουμε με τον Τζίμη, θα έχουμε όσο χρόνο θέλουμε για τελετές και αποφοιτήσεις. Πήγαινε τώρα και πρόσεχε» της είπε και έκλεισε το λάπτοπ.
Το απόγευμα, που θα ερχόταν η Κλέλια, θα είχε κάτι να της δείξει. Μετά ας αναλάμβανε εκείνη να ψάξει το μέρος και να βρει στοιχεία να τον συλλάβει. Αντέγραψε τα στοιχεία της ειδοποίησης και ξαναέδωσε τον φάκελο στη Μιρέλα που ετοιμαζόταν να φύγει.
«Μια στιγμή, μωρό μου. Πού πας έτσι; Αν σε δει με άδεια χέρια θα υποψιαστεί» τη σταμάτησε η Γιάννα και σηκώθηκε από τη θέση της.
Έμεινε για λίγο σκεφτική και ξαφνικά χαμογέλασε.
«Κατερινούλα, δώσε της ένα ατελείωτο φουστάνι σε μια σακούλα με τη φίρμα μας» είπε στην Κατερίνα δίπλα της, που έτρεξε αμέσως να εκτελέσει τη διαταγή της.
«Θα πεις πως σου έδωσα το φόρεμα, για να το προβάρεις στο σπίτι σου και να δεις πώς σου πέφτει επάνω σου» εξήγησε στη μικρή που την κοιτούσε απορημένη.
Η Μιρέλα πήρε τη σακούλα –που είχε φέρει στο μεταξύ η Κατερίνα– έριξε τον φάκελο μέσα και ξεκίνησε να φύγει. Όλα πήγαιναν καλά για εκείνη. Με λίγη τύχη θα γλίτωνε από τον Τζίμη και η ζωή της θα άλλαζε.
Η Γιάννα βημάτιζε στο σαλόνι απορροφημένη στις σκέψεις της. Αν έκαναν τώρα λάθος, ο Τζίμης θα εξαφάνιζε τα στοιχεία που τον ενοχοποιούσαν. Και αυτό θα ήταν επικίνδυνο για τα θύματα της συμμορίας. Κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για το πώς θα αντιδρούσε ο Τζίμης, αν καταλάβαινε πως είχε παγιδευτεί. Για την ώρα προείχε να σιγουρευτούν.
Αλλά πώς;
Έπρεπε να καταστρωθεί σχέδιο από εδώ και πέρα. Καλύτερα να το άφηναν στους επαγγελματίες
Η Μαριάννα είχε παραμείνει αμίλητη όλη αυτήν την ώρα. Καθόταν σε μια πολυθρόνα σκυθρωπή. Το μυαλό της είχε γυρίσει μερικά χρόνια πίσω. Λίγο πριν από την εποχή που γνώρισαν τη Γιάννα και άλλαξε η ζωή τους. Το πρόσωπο του Αλέν Ντεμπισί να τη χτυπάει –όταν αρνήθηκε στην αρχή να κάνει το βαποράκι– πέρασε σαν αστραπή απ’ τα μάτια της, κάνοντάς τη να θυμώνει.
Περισσότερες εικόνες πέρασαν από τον νου της, η μία πιο επίπονη από την άλλη. Μετά τα χτυπήματα, εκείνη εξακολουθούσε να αρνείται και ο Αλέν για τιμωρία την παρέδωσε στα τσιράκια του. Και αυτοί τη χτυπούσαν και τη βίαζαν εκ περιτροπής όλο το απόγευμα.
Εκείνη και η Κατερίνα είχαν γλιτώσει τότε το trafficking λόγω ηλικίας. Στα δεκαεννιά τους ήταν ήδη μεγάλες για την αγορά του Ντουμπάι. Και ως Ελληνίδες, θα ήταν –λόγω γλώσσας– χρήσιμες ως ενδιάμεσες της συμμορίας. Δεν πρόλαβαν, όμως, να χρησιμοποιηθούν ποτέ σε αυτόν τον ρόλο. Λίγο πριν ταξιδέψουν στην Ελλάδα, για να γνωρίσουν τον Έλληνα ενδιάμεσο, έγινε το θαύμα. Γνώρισαν σε έναν φιλανθρωπικό χορό την υπέροχη ξανθή Κίρκη τους. Είχαν πάει εκεί ως σερβιτόρες, αλλά αυτό ήταν η βιτρίνα. Στον χορό θα έκλειναν άφοβα συμφωνίες για ναρκωτικά εκατομμυρίων με έναν μεγαλέμπορο ναρκωτικών. Το σχέδιο του Αλέν έδειχνε τέλειο. Κανείς δε θα υποψιαζόταν διακίνηση μέσα σε φιλανθρωπικό χορό. Και τότε επενέβη η τύχη, το πεπρωμένο ή κάτι αντίστοιχο, κάνοντας τη Μαριάννα να χύσει το ποτό πάνω στο πανάκριβο ταγιέρ της Γιάννας Δεληπέτρου.
Ο Αλέν τις έψαχνε για πολύ καιρό μετά σε όλη την Ευρώπη. Αλλά η Γιάννα και τα κορίτσια είχαν καταφέρει –με πολύ κόπο– να του ξεφύγουν. Όταν έφτασαν στην Ελλάδα, ο Αλέν δε βρήκε ποτέ τα ίχνη τους και προσωρινά τα παράτησε, υποσχόμενος όμως εκδίκηση.
Ξαφνικά η Μαριάννα σηκώθηκε από τη θέση της και κινήθηκε βιαστικά προς τη σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιό της. Οι υπόλοιπες την κοίταξαν σαστισμένες. Η Μαριάννα πρόσεξε το ύφος τους καθώς ανέβαινε.
«Κάτι ξέχασα στο γυμναστήριο. Θα γυρίσω γρήγορα» δικαιολογήθηκε, πριν προλάβουν να τη ρωτήσουν περισσότερα.
Ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα και μπήκε στο υπνοδωμάτιό της. Πήγε κατευθείαν στη σιφινιέρα που έβαζε τα είδη αθλητισμού και σκοποβολής που χρησιμοποιούσε. Φόρεσε ένα κόκκινο αθλητικό φανελάκι γυμναστικής και κοίταξε το μικρό γυναικείο σπαστό κλομπ που ήταν μέσα. Το πήρε στο χέρι της και το περιεργάστηκε. Η λαβή του –που ήταν και το πιο μακρύ από τα τρία τμήματα– ήταν περίπου οκτώμιση με εννιά εκατοστά και το πάχος του δεν ξεπερνούσε τους τρεις πόντους.
Πολύ μικρότερο από αντρικό όργανο! σκέφτηκε, καθώς ένα σχέδιο είχε αρχίσει να πλάθεται στο όμορφο κεφαλάκι της.
Άνοιξε με γρήγορες κινήσεις ένα προφυλακτικό, έβαλε μέσα προσεκτικά το συμπτυγμένο σίδερο και μετά το έσπρωξε απαλά και προσεκτικά μέσα της. Έκανε μερικές δοκιμές να δει αν περιόριζε τις κινήσεις της και χαμογέλασε ευχαριστημένη. Αυτό δε θα το περίμενε κανείς. Ο καλύτερος αιφνιδιασμός!
«Το καλύτερο όπλο είναι αυτό που ο άλλος δεν ξέρει –και δεν περιμένει– ότι έχεις» της έλεγε συχνά ο Γιώργος, όταν εξασκούνταν στην αυτοάμυνα μαζί.
Εκείνη ήταν ενθουσιασμένη τότε με τα όπλα και ο Γιώργος πάσχιζε μάταια να την ξεκολλήσει. Έβγαλε το κλομπ αργά από μέσα της και το έβαλε στην τσέπη του μπουφάν, που θα έπαιρνε μαζί της, μαζί με ένα αχρησιμοποίητο προφυλακτικό. Σειρά είχε το ημιαυτόματο εννιάρι πιστόλι της. Το έλεγξε προσεκτικά, φόρτωσε μια σφαίρα στη θαλάμη και πάτησε την ασφάλεια της σκανδάλης. Τα δύο όπλα που κατείχαν νόμιμα στο σπίτι τα είχαν προμηθευτεί για άμυνα –και μόνο– και όχι για να κάνει εκείνη καταδρομικές επιχειρήσεις. Δεν είχε καμιά νομιμοποίηση, αν χρειαζόταν να το χρησιμοποιήσει, αλλά δεν την ένοιαζε. Αν στο κρησφύγετο υπήρχαν ανήλικα κορίτσια, θα προσπαθούσε να τα σώσει. Και ας την πήγαιναν στη φυλακή μετά!
Ύστερα το έβαλε στη ζώνη –στο ύψος της κοιλιάς της– και έκλεισε το μπουφάν να μη φαίνεται. Πήρε από το συρτάρι τα κλειδιά της Σέλικα –χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν– μπήκε στο εσωτερικό ασανσέρ και κατέβηκε βιαστική στο γκαράζ.
Είχαν περάσει είκοσι λεπτά από τότε που είχε ανέβει η Μαριάννα βιαστικά τα σκαλοπάτια και από τότε δεν ξαναφάνηκε. Η Κατερίνα αποφάσισε να ανέβει να συγυρίσει τα δωμάτιά τους. Περνώντας από το δωμάτιο της Μαριάννας, πρόσεξε πως η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Μπήκε μέσα και την αναζήτησε. Κοίταξε την ακαταστασία που επικρατούσε εκεί μέσα και έφριξε.
«Τι χάλι είναι αυτό; Τι σκατά νοικοκυρά είναι αυτή!» αναρωτήθηκε και ξεκίνησε να συγυρίζει.
Δεν μπορούσε με τίποτα να βλέπει έτσι ακατάστατα τα δωμάτια. Μόλις έφτασε στο ανοιχτό συρτάρι της σιφινιέρας και κοίταξε μέσα πάγωσε.
Τι έκανε η τρελή;
«Γιάννα! Γιάννα, είσαι κάτω;» Η Κατερίνα είχε πατήσει το κουμπί της ενδοσυνεννόησης και καλούσε αγχωμένη την κυρά της.
«Εδώ είμαι, μωρό μου, με τον Γιώργο. Μόλις ήρθε και του εξηγώ τι έγινε. Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε εκείνη.
«Έχει σήμερα σκοποβολή η Μαριάννα; Ξέρεις τίποτα;» τη ρώτησε η μικρή ανήσυχη.
«Όχι, βέβαια! Κάθε Τετάρτη έχει και μάλιστα πάνε πάντα με τον Γιώργο. Γατί ρωτάς;» της απάντησε η Γιάννα.
«Άνοιξα να συγυρίσω το συρτάρι της και από μέσα λείπει το όπλο της. Γι’ αυτό!» απάντησε η Κατερίνα ανήσυχη.
Οι δύο εραστές πετάχτηκαν ταυτόχρονα από τις καρέκλες του και έτρεξαν προς τον πρώτο όροφο.
«Το όπλο! Τι πάει να κάνει; Λες να…» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Γιώργος.
Η Γιάννα τον κοίταξε με απελπισία.
«Πάει στο κρησφύγετο, γαμώτο! Μόνη της! Εσυ φταις. Την άφηνες όλο αυτό τον καιρό να παριστάνει τον Ράμπο και να τώρα» τον διέκοψε εκείνη νευριασμένη.
Ο Γιώργος δεν απάντησε. Είχαν σημαντικότερα θέματα να λύσουν από το να μαλώσουν για το ποιος έφταιγε εκείνη τη στιγμή.
«Πριν από πόση ώρα έφυγε, Κατερίνα;» τη ρώτησε.
«Είκοσι λεπτά περίπου και λείπουν και τα κλειδιά της Σέλικα» απάντησε σχεδόν αμέσως η μικρή αγχωμένη.
«Είκοσι λεπτά! Δεν την προλαβαίνω, γαμώτο. Φεύγω για εκεί. Δείξε μου πού είναι» είπε στη Γιάννα και άνοιξε ξανά το λάπτοπ.
Δύο λεπτά αργότερα φορούσε την υπηρεσιακή ζώνη με το πιστόλι και έτρεχε προς το γκαράζ με τη Γιάννα πίσω του.
«Πάρε την Κορβέτ. Ίσως την προλάβεις» του φώναξε, καθώς εκείνος χανόταν στη γυριστή σκάλα.
«Εντάξει, μωρό. Παίρνω και την Κλέλια να την ενημερώσω. Ίσως βοηθήσει... Αν προλάβουμε!» της φώναξε και εκείνος και έπιασε το κινητό του. «Κλέλια, επείγον. Όχι, δε συμβαίνει τίποτα ακόμη, αλλά θα συμβεί, αν δεν κάνουμε γρήγορα. Πού είσαι; Ωραία, άκου. Την ξέρεις τη Μιρέλα –την κοπέλα του Τζίμη– έτσι δεν είναι; Λοιπόν, μας έφερε μια διεύθυνση που κατά πάσα πιθανότητα είναι το κρησφύγετο της συμμορίας. Ναι, Κλέλια, χάρηκα πολύ. Το ξέρω και εγώ ότι θα έπρεπε να σε περιμένουμε. Η μικρή όμως… Η Μαριάννα… Έφυγε για εκεί και πήρε και πιστόλι μαζί της. Θα γίνει κακό, αν δεν προλάβουμε. Εγώ φεύγω για εκεί τώρα. Σου στέλνω σε μήνυμα τη διεύθυνση. Κάνε ό,τι μπορείς και προπαντός γρήγορα!» της είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Η Κλέλια ένιωθε πολύ ταραγμένη. Δεν υπήρχε ώρα για οργανωμένο σχέδιο. Έπρεπε να αυτοσχεδιάσει.
«Κώστα, Κώστα, έλα μέσα γρήγορα» φώναξε στην ενδοσυνεννόηση στον υφιστάμενό της.
«Τι συμβαίνει, Αναδυόμενή μου;» τη ρώτησε εκείνος γελαστός μπαίνοντας.
«Άσε τις μαλακίες τώρα και πάμε! Έχουμε δουλειά» του απάντησε και, αφού έλεγξε το όπλο της, το έβαλε στην εσωτερική θήκη που κρεμόταν δίπλα στο στήθος της.
Ο Κώστας σοβαρεύτηκε αμέσως και την ακολούθησε κάνοντας το ίδιο.
«Ποιους έχουμε έξω από της Δεληπέτρου;» τον ρώτησε, καθώς κατέβαιναν προς το πάρκινγκ του Μεγάρου.
«Τη Βάσω με τον Μάκη. Έχουν αναλάβει από τις δέκα» της απάντησε ο νεαρός αρχιφύλακας.
Η Κλέλια έπιασε το κινητό της και σχημάτισε τον αριθμό του Μάκη.
«Έλα, Μάκη. Κλέλια εδώ. Τι γίνεται εκεί; Ναι… Τι ώρα έφυγε το Σέλικα; Αχά. Και πριν από λίγο έφυγε μια κόκκινη Κορβέτ; Εντάξει, εντάξει, ξέρω. Λοιπόν, άκου τι θέλω από εσάς. Βρες στον υπολογιστή τη διεύθυνση κάποιου Δημήτρη Θεοδωρόπουλου του Νικολάου. Α, τον ξέρεις; Ναι, τον Τζίμη εννοώ. Βρες πού μένει και πηγαίνετε εκεί με τη Βάσω. Όχι, για την ώρα δε θα κάνετε τίποτα. Θα περιμένετε εκεί απ’ έξω τηλέφωνό μου. Εντάξει; Έγινε, σε αφήνω» του είπε και έκλεισε το κινητό της.
Άνοιξε το ντουλαπάκι του Οκταβία και έβγαλε από μέσα τον μπλε φάρο, τον οποίο κόλλησε στην οροφή του περιπολικού. Ύστερα πάτησε το κουμπί της σειρήνας προσπαθώντας να ανοίξει δρόμο στην πηγμένη κίνηση της λεωφόρου.