Οι Ξεχωριστοί - Λάχεσις (Κεφάλαιο 35) [+18]

Η Μαριάννα –εν τω μεταξύ– είχε βγει ήδη στην εθνική οδό και οδηγούσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Και όσο γρήγορα επέτρεπαν η κίνηση της Εθνικής προς Χαλκίδα και τα όρια ταχύτητας που ακολουθούσε κατά γράμμα. Δεν έπρεπε να δώσει αφορμή να τη σταματήσει κάποιος τροχονόμος. Με το πιστόλι μες στο αυτοκίνητο –αν και νόμιμο– θα έπρεπε να δώσει πολλές εξηγήσεις. Και εκείνη δεν ήθελε με τίποτα να την καθυστερήσουν. Η πρώτη της σκέψη ήταν να μπει μες στο κρησφύγετο με το πιστόλι και όποιον πάρει ο χάρος. Αλλά το μετάνιωσε. Στο κάτω κάτω μπορεί εκείνο το οίκημα να μην ήταν αυτό που πίστευαν. Μπορεί να είχε μέσα κανονικούς ανθρώπους και όχι τα άθλια καθάρματα που είχε εκείνη στο μυαλό της. Τα λόγια της Γιάννας γύριζαν εδώ και μερικά λεπτά στο μυαλό της.

«Η γυναίκα δεν είναι άντρας να ενεργεί παρορμητικά και με ωμή χονδροειδή δύναμη. Πετυχαίνει περισσότερα με το μυαλό της και το τετράπτυχο D.D.D.S..

Το όπλο της ήταν πρακτικά άχρηστο. Τουλάχιστον μέχρι να σιγουρευτεί ότι εκεί μέσα κρατούνταν κορίτσια για trafficking.

Καλά που πήρα το σπαστό κλομπ μαζί! σκέφτηκε η Μαριάννα και χαμογέλασε, καθώς τελειοποιούσε το σχέδιο στο μυαλό της.

Δέκα λεπτά αργότερα βγήκε από την κεντρική λεωφόρο στρίβοντας αριστερά στην επαρχιακή οδό για Ριτσώνα. Ο δρόμος σε εκείνο το σημείο έκανε μια μικρή στροφή και κάπου στο τέλος της ευθείας βρισκόταν το σπίτι που έψαχνε. Σταμάτησε δεξιά, πήρε τη λαβή του σπαστού κλομπ, την πέρασε σε ένα προφυλακτικό –για τον κίνδυνο μικροβίων– και το έβαλε με ήρεμες κινήσεις μέσα της. Το μικρό εσώρουχο λειτουργούσε και σαν ασφάλεια, μην αφήνοντας το σιδερένιο αντικείμενο να πέσει κατά λάθος με κάποια κίνηση.

Ξανάβαλε μπρος το αυτοκίνητό της και τρία λεπτά αργότερα πάρκαρε ξανά στην άκρη του δρόμου, ακριβώς απέναντι από την ψηλή περίφραξη του οικοπέδου που έψαχνε. Η Μαριάννα περιεργάστηκε το τεράστιο οικόπεδο –με το περίεργο σπίτι στο κέντρο του– μέσα από το αυτοκίνητο. Κάτι δεν πήγαινε καλά στο όλο σκηνικό. Η περίφραξη ήταν πολύ ψηλή για ένα απλό οικόπεδο με ένα εξοχικό στη μέση του πουθενά. Και ενώ το εξοχικό έδειχνε παλιό και απεριποίητο, η περίφραξη και η εξώπορτα ήταν καλοσυντηρημένες. Είχε τέσσερις κάμερες περιμετρικά του κτιρίου προσαρμοσμένες σε αυτοσχέδιες κολώνες. Μια ακόμα κάμερα ασφαλείας ήταν προσαρμοσμένη πάνω σε μια χειροποίητη κολώνα και παρακολουθούσε την εξώπορτα του οικοπέδου. Κάποιος ενδιαφερόταν πολύ για την κίνηση γύρω από το οικόπεδο και αυτό δεν έδειχνε καθόλου αθώο.

«Και τώρα το δύσκολο μέρος!» μονολόγησε κατσουφιάζοντας.

Ο ρόλος της ανυπεράσπιστης –που έπρεπε να παίξει για το σχέδιο– δεν ταίριαζε με τίποτα στην ιδιοσυγκρασία της και στα μαθήματα αυτοάμυνας που έκανε εδώ και δύο χρόνια. Πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκε από το αυτοκίνητο αποφασισμένη. Έπειτα πλησίασε τη σιδερένια εξώπορτα. Κοίταξε προς την κάμερα παίρνοντας το ύφος της αφελούς κοπελίτσας, που απαιτούσε το σχέδιο.

Τι έχουμε εδώ; αναρωτήθηκε ο Ντένης κοιτώντας την οθόνη του υπολογιστή.

Με μια κίνηση του ποντικιού μεγάλωσε το παράθυρο προσθέτοντας ταυτόχρονα ζουμ.

«Γιάννη, έλα να δεις, ρε. Πω, ρε, ένα μωρό!» αναφώνησε με θαυμασμό σφυρίζοντας με επιδοκιμασία.

Ο Ντένης –για την ακρίβεια Ντενί ήταν το όνομά του– ήταν ο δεύτερος μετά τον Μιχάλη, μπράβος και δεξί χέρι του Τζίμη. Πρώην ναυτικός από τη Μασσαλία, είχε ξεπέσει στον Πειραιά χωρίς χρήματα. Εκεί τον είχε περιμαζέψει ο Μιχάλης και τον είχε συστήσει στον Τζίμη. Εκείνος τον έμαθε σιγά σιγά Ελληνικά και τον χρησιμοποιούσε όποτε η περίσταση απαιτούσε μυς και σκληρότητα. Ήταν πολύ σωματώδης και πάρα πολύ σκληρός. Ακόμα και ο Μιχάλης –που δεν ήταν άγιος– είχε πολλές φορές τρομάξει με τις μεθόδους του Ντένη.

Ο Τζίμης, λοιπόν, του είχε αναθέσει τη φύλαξη του εμπορεύματος, με μόνη οδηγία να μη χτυπήσει πολύ και φυσικά να μη σκοτώσει κάποια από τις κοπέλες. Από εκεί και πέρα είχε την άδεια να κάνει ό,τι ήθελε μαζί τους. Και αυτό ο Ντενί το αξιοποιούσε, βιάζοντας και ταπεινώνοντας τις κοπέλες, που έπεφταν στα χέρια του.

«Μαλάκα, η γκόμενα γαμάει! Πού βρέθηκε στις ερημιές; Ρε συ, λες να ναι μπατσίνα;» τον ρώτησε ο Γιάννης, καθώς επικέντρωνε όλο το ζουμ της κάμερας στους γλουτούς της.

Η Μαριάννα παρίστανε όλη αυτή την ώρα πως κοίταζε έναν χάρτη-οδηγό, που είχε στο αυτοκίνητο, προσέχοντας ταυτόχρονα τα πάντα. Μόλις είδε την κάμερα να κινείται, χαμογέλασε. Είχε σχεδόν σιγουρευτεί πως ήταν το κρησφύγετο που έψαχναν όλοι εδώ και μέρες.

«Ναι, μωρά μου, ελάτε να πάρετε μεζέ και θα τα πούμε» μουρμούρισε και χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας αποφασισμένη για όλα.

«Λέγε, ρε, να ανοίξω; Τι λες; Να ‘ναι μπατσίνα τελικά;» ρώτησε ο Γιάννης τον Ντενί, που καθόταν δίπλα του αναποφάσιστος.

Ο Τζίμης ήθελε να ακολουθούν τις διαταγές του κατά γράμμα. Και οι διαταγές ήταν να μην κάνουν τίποτα –αν δεν το ήξερε– και γενικά να μη δρουν αυτοβούλως, χρησιμοποιώντας το κάτω κεφάλι, όπως κατά λέξη τούς είχε τονίσει. Δεν απάντησε, λοιπόν, αμέσως. Σκεφτόταν τα πάντα.

Κανονικά δεν έπρεπε να ανοίξουν. Στο υπόγειο είχαν κλειδωμένες έξι κοπέλες –ο Ρόμπερτ είχε κάνει για άλλη μια φορά καλή δουλειά– από διάφορες περιοχές. Στην πλεινότητά τους ήταν νεαρές Γαλλίδες, βεβαίως, αλλά και τουρίστριες, που από ταξίδι αναψυχής στην πόλη του φωτός –ψάχνοντας για περιπέτεια– είχαν βρεθεί ναρκωμένες σε ένα υπόγειο στην Ελλάδα.

Ανάμεσά τους και η κόρη ανώτατου στελέχους σε μια από τις μεγαλύτερες αυτοκινητοβιομηχανίες της Γαλλίας. Κανονικά κάτι τέτοιες ο Ρόμπερτ τις απέφευγε. Στα πλαίσια του πλησιάσματος-φλερτ φρόντιζε να μαθαίνει με αθώες ερωτήσεις για την οικογενειακή και αν γινόταν την οικονομική κατάσταση του υποψήφιου θύματος. Οι κοινές θνητές –κατά προτίμηση χωρίς γονείς που θα τις ψάχνουν– ήταν τα ιδανικότερα θύματα. Μια πριγκίπισσα –όπως η Ζιλιέτ Ντιμαρσώ–, μια αναγνωρίσιμη κόρη πλούσιας οικογένειας, ήταν το τελευταίο που ήθελε ο Τζίμης στο φορτίο του.

«Έχω να κλείσω κάτι προσωπικούς λογαριασμούς και τη χρειάζομαι. Γι’ αυτό έστειλα μία παραπάνω. Εσύ κράτα τις πέντε –όπως συνήθως– και άσ’ την αυτή σε εμένα» του είχε απαντήσει ο Ρόμπερτ, όταν ο τελευταίος τον κατσάδιασε άγρια.

«Εντάξει, αλλά κανόνισε να μπλέξουμε με τα προσωπικά σου!» του είχε απαντήσει τελικά ο Τζίμης άγρια. Η Ζιλιέτ εξάλλου ήταν ήδη στην Ελλάδα και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.

Τα μόνα δικά της πράγματα που είχε κρατήσει ο Ρόμπερτ στη Γαλλία ήταν το μπουφάν, μερικές τρίχες και νεκρό δέρμα, που είχε μαζέψει στο σεντόνι που την κοίμιζε, όταν ήταν υπό την προστασία του. Μετά με ένα ανώνυμο τηλεφώνημα στο Ηθών του Παρισιού κατηγορούσε γενικά και αόριστα τους δύο Έλληνες Ξεχωριστούς για ανάμειξη στην εξαφάνιση της μικρής. Τώρα όλα ήταν έτοιμα για το τελευταίο μέρος του σχεδίου.

Όταν η Ενριέτα τον ειδοποιούσε ότι φιλοξενούσε στη σουίτα της το ζευγάρι –όπως έκανε τα τελευταία πέντε χρόνια, που η Γιάννα και ο Γιώργος ανέβαιναν στο Παρίσι για την ετήσια συγκέντρωση– το Ηθών θα έβρισκε το μπουφάν της μικρής και το D.N.A. της παντού στο δωμάτιό τους!

Και ας έψαχναν μετά πότε την απήγαγαν και πού την είχαν. Μέχρι η Γαλλική ασφάλεια να έβγαζε άκρη με την υπόθεση, η Γιάννα –και αθώα να την έβρισκαν τελικά– θα είχε εν τω μεταξύ καταστραφεί. Αν δεν είχε πάει και φυλακή. Έπειτα από αυτά, οι Ξεχωριστοί θα ήταν υποχρεωμένοι να τη διώξουν. Και χωρίς την προστασία από τους Ξεχωριστούς, θα ήταν εύκολο θύμα για εκείνον. Μετά ήξερε τι να κάνει μαζί της.

«Άνοιξε, ρε μαλάκα, άνοιξε. Αφού την τρώει ο κώλος της και επιμένει να χτυπάει θα την κάνω εγώ να το μετανιώνει μια ζωή! Άνοιξε, μη γαμήσω, και μου ‘σπασε τα αρχίδια με το κουδούνι!» του απάντησε βιαστικά ο Ντενί και πήγε προς την πόρτα.

Έτσι και αλλιώς τα κορίτσια στο υπόγειο ήταν ναρκωμένα και ήσυχα. Δε θα έκαναν θόρυβο. Αλλά και να έκαναν, απλώς θα διαμόρφωναν λίγο διαφορετικά την κατάληξη της επίσκεψης της απρόσμενης καλεσμένης.

«Καλημέρα σας. Με συγχωρείτε για την ενόχληση. Ψάχνω έναν δρόμο και έχω χαθεί. Μήπως ξέρετε την οδό Φραγκοκλησιάς κάπου εδώ;»

Η Μαριάννα είχε περπατήσει όλο χάρη τον μακρύ διάδρομο μέχρι την πόρτα του οικήματος και τώρα ρωτούσε ευγενέστατα για έναν ανύπαρκτο δρόμο τον άντρα που στεκόταν μπροστά της και την περιεργαζόταν απ’ την κορυφή ως τα νύχια.

«Φραγκοκλησιάς… Όχι, δε νομίζω να την έχω ακούσει. Θέλεις να έρθεις μέσα να τη βρούμε μαζί στο ίντερνετ;» της πρότεινε ο Ντενί χαμογελώντας και παραμέρισε να περάσει.

Η Μαριάννα τον κοίταξε χαμογελαστή και μπήκε στο μεγάλο σαλόνι-καθιστικό του εξοχικού.

Σιγά που δε θα ήσουν σαν όλους τους άλλους, λιγούρη! σκέφτηκε ειρωνικά, καθώς διάβασε το λάγνο βλέμμα του περνώντας από μπροστά του.

Στην καλύτερη περίπτωση –και ένοχοι για απαγωγές να μην ήταν αυτοί οι δύο– ήταν απλώς συνηθισμένα λιγούρια. Λίγο πριν χτυπήσει το εξωτερικό κουδούνι, είχε περάσει από τη σκέψη της η απίθανη περίπτωση να μην της άνοιγαν. Θα χαλούσε όλο το σχέδιο που βασιζόταν στη συνηθισμένη αντρική νοοτροπία. Τώρα χαμογελούσε ευχαριστημένη. Τα λιγούρια δε χωρίζονται σε κακοποιούς ή μη. Άμα ο άντρας είναι λιγούρης… είναι!

«Από ‘δω, κούκλα μου. Κάτσε στον υπολογιστή και ψάξε μόνη σου όσο θες» της είπε ο Γιάννης κλείνοντας πονηρά το μάτι στον Ντενί, που έκλεινε την πόρτα πίσω της.

Η Μαριάννα κοίταξε τον χώρο γύρω της, καθώς περπατούσε προς το γραφείο που της έδειξαν. Μες στο σαλόνι τα πράγματα ήταν τακτοποιημένα και καθαρά. Ο χώρος δε φαινόταν άσχημος. Όχι όσο φαινόταν απ’ έξω, τουλάχιστον. Ο υπολογιστής και το γραφείο ελέγχου των πέντε περιμετρικών καμερών του συστήματος ήταν στην άκρη του μεγάλου χώρου που είχε μπει. Μια ανοιχτή πόρτα οδηγούσε προφανώς στην κουζίνα και άλλη μία ήταν η τουαλέτα του ισογείου.

Οπότε, η τρίτη –και η μοναδική– κλειστή πόρτα πρέπει να είναι… η σκέψη της διακόπηκε, καθώς ο Ντενί ήρθε δίπλα της και στάθηκε όρθιος δήθεν, για να τη βοηθήσει να ανοίξει το google maps.

Ο Ντενί σήκωσε το βλέμμα του και χαμογέλασε στον Γιάννη, που στεκόταν παραδίπλα, κουνώντας επιτιμητικά το κεφάλι του. Το πουκάμισο της Μαριάννας ήταν ξεκούμπωτο μέχρι το στέρνο και το ελαστικό αθλητικό φανελάκι που φορούσε προσπαθούσε μάταια να κρύψει το υπέροχο μπούστο της. Μάλλον –αν έκρινε κανείς από το ύφος του Ντενί– το τόνιζε περισσότερο.

Εκείνη έκανε πως δεν καταλάβαινε τίποτα από ό,τι διαδραματιζόταν δίπλα της και περίμενε από στιγμή σε στιγμή την κίνησή τους. Δεν μπορούσε να αντιδράσει όμως ακόμη. Και να της την έπεφταν, δε σήμαινε πως ήταν σωματέμποροι. Ίσως ήταν συνηθισμένοι άντρες που ήθελαν να πηδήξουν το πουτανάκι που ψαχνόταν!

Όχι, έπρεπε να παίξει το παιχνίδι της αφέλειας μέχρι να σιγουρευτεί. Και η ευκαιρία δόθηκε –με τη βοήθειά της– σχεδόν αμέσως. Η Μαριάννα πληκτρολόγησε τη διεύθυνση που δήθεν έψαχνε στο ειδικό κουτάκι στην οθόνη και άπλωσε αθώα το δεξί της χέρι λίγο πιο δεξιά από το σημείο, που είχε αφήσει λίγο πριν το ποντίκι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το χέρι της να αγγίξει ελαφρά τον καβάλο του Ντενί, καθώς εκείνος ακουμπούσε στο γραφείο δίπλα της. Ο Ντενί χαμογέλασε σίγουρος πια ότι το πουτανάκι δίπλα του τα ήθελε.

Εκτός… Εκτός και αν ήταν μπατσίνα και όλο αυτό ήταν θέατρο. Πέρασε το χέρι του πίσω από τον αυχένα της και άγγιξε απαλά το αριστερό της στήθος, περιμένοντας την αντίδρασή της. Η Μαριάννα τινάχτηκε αιφνιδιασμένη, σπρώχνοντας την καρέκλα πίσω της.

«Τι κάνεις εκεί;» του είπε χαστουκίζοντάς τον στο μάγουλο νευριασμένη.

Ο Ντενί την πλησίασε χαμογελώντας νευρικά και ανταπέδωσε με δύναμη το χαστούκι, κάνοντάς τη να παραπατήσει.

«Κλείδωσε την πόρτα. Αυτό το πουτανάκι δε θα πάει πουθενά!» διέταξε τον Γιάννη δίπλα του, καθώς ξαναπλησίαζε την πεσμένη ανάσκελα Μαριάννα, που οπισθοχωρούσε φοβισμένη προς την κλειστή πόρτα.

Ο Ντενί έσκυψε από πάνω της και τράβηξε με τα δύο χέρια του το πουκάμισό της, σπάζοντας τα κουμπιά, που πετάχτηκαν γύρω της.

«Μη! Σας παρακαλώ, μη μου κάνετε κακό! Θα κάνω ό,τι θέλετε!» φώναξε με όλη τη δύναμή της, για να ακουστεί η φωνή της σε όλο το σπίτι.

«Μα φυσικά και θα κάνεις ό,τι θέλουμε!» της απάντησε κοροϊδευτικά εκείνος.

«Όσο και να φωνάζεις, είδες πού είσαι… Δεν πρόκειται να σε ακούσει κανείς, καριολίτσα. Έλα τώρα που δεν το θες! Κατά λάθος μού έπιασες τον πούτσο πριν;» της ψιθύρισε, καθώς την έπιανε από τον αυχένα, για να τη σηκώσει όρθια.

«Εδώ, βοήθεια! Βοήθεια κάποιος… Με ακούτε;» ακούστηκε μια ψιλή κοριτσίστικη φωνή, που εκλιπαρούσε στα Γαλλικά για βοήθεια από την άλλη πλευρά της κλειστής πόρτας.

Η φωνή ακουγόταν πίσω από την κλειστή πόρτα που είχε υποπτευθεί νωρίτερα η νεαρή Ξεχωριστή.

Είχε δίκιο, λοιπόν!

Κάνε υπομονή, κορίτσι μου, δε θέλει πολύ ακόμα, σκέφτηκε και κοίταξε αυθάδικα τον Ντενί, που την τραβούσε βίαια από τα μαλλιά, αναγκάζοντάς τη να στηθεί όρθια στον τοίχο δίπλα στην κλειστή πόρτα.

Δε φώναζε πια, ούτε εκλιπαρούσε. Ό,τι ήταν να μάθει το έμαθε. Τα «Distraction» και «Disorientation» είχαν πετύχει. Τώρα σειρά είχαν το «Seduction» και πάνω απ’ όλα το «Deception».

Α, ρε Γιάννα, με τις διδαχές σου!

Να που τώρα της είχαν φανεί χρήσιμες και είχαν λειτουργήσει άψογα –μέχρι στιγμής τουλάχιστον– στους δύο συνηθισμένους άντρες, που είχαν έρθει τώρα πια μπροστά και δίπλα της.

Η Μαριάννα ζωγράφισε ένα αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπό της και κοίταξε τον Ντενί στα μάτια. Εκείνος είχε πιάσει με το δεξί του χέρι τον λαιμό της, πιστοποιώντας την κυριαρχία που είχε πάνω της. Η Μαριάννα σταμάτησε απότομα να αντιστέκεται και ο Ντενί χαλάρωσε τη λαβή αιφνιδιασμένος.

Τι στον διάολο; αναρωτήθηκε, αφήνοντας τελείως τον λαιμό της. Αυτή είναι στ’ αλήθεια πουτανάκι ή είναι μπατσίνα και πρέπει να προσέχω;  

«Πρόσεχέ τη μια στιγμή να δω κάτι» διέταξε για άλλη μια φορά τον Γιάννη δίπλα του και βγήκε στην αυλή.

Περπάτησε γύρω γύρω στο εξοχικό, κοιτώντας προσεκτικά για αυτοκίνητα ή οτιδήποτε άλλο δεν ταίριαζε στο τοπίο. Καθώς δεν είχε ίχνος βλάστησης –παρά μόνο απέραντα χωράφια ολόγυρα– μπορούσε να δει μέχρι μακριά στον ορίζοντα. Και δε διεπίστωνε τίποτα ανησυχητικό.

Μπορούσε να κάνει μαζί της ό,τι ήθελε, λοιπόν; Έτσι φαινόταν. Είχε σκεφτεί για λίγο να τηλεφωνήσει στον Τζίμη για ενημέρωση, αλλά το μετάνιωσε. Δεν έπρεπε από την αρχή να της είχε ανοίξει έτσι και αλλιώς. Την ήξερε την απάντηση του Τζίμη. Θα του έλεγε να την ξεφορτωθεί –ειδικά τώρα που εκείνη είχε ακούσει τις φωνές από το υπόγειο– και θα τον κατσάδιαζε. Όσο για τις φωνές που άκουσε η επισκέπτρια, μάλλον κάποια κοπέλα είχε συνέλθει πιο γρήγορα απ’ ό,τι περίμεναν, είχε ακούσει το ουρλιαχτό της επισκέπτριας και πίστευε πως θα τη βοηθούσε.

Δεν τρέχει τίποτα… Την πηδάμε όσο θέλουμε και μετά την εξαφανίζουμε. Και ούτε γάτα ούτε ζημιά! σκέφτηκε ευχαριστημένος και γύρισε στο σαλόνι, κλειδώνοντας την πόρτα πίσω του.

«Ψάξ’ την, αν και δεν πιστεύω πως είναι καλωδιωμένη. Καλύτερα να είμαστε σίγουροι!» είπε στον Γιάννη και κάθισε στο έπιπλο του γραφείου να παρακολουθήσει το ψάξιμο της όμορφης επισκέπτριας.

«Πώς σε λένε αλήθεια; Μη φοβάσαι, δε θα σου κάνουμε κακό, ή –για την ακρίβεια– δε θα σε σκοτώσουμε» τη ρώτησε γελώντας σαρκαστικά, καθώς ο Γιάννης είχε αρχίσει να χαϊδεύει με τις παλάμες του το στήθος της, ψάχνοντας για καλώδια και τυχόν μικρόφωνα.

«Μαριάννα» του απάντησε εκείνη ξερά, ενώ παρακολουθούσε με το βλέμμα της την πορεία των χεριών του Γιάννη, που είχε φτάσει τώρα πια χαμηλά και χούφτωνε τους γλουτούς της, σηκώνοντας τη φούστα της στη μέση.

Ο Γιάννης την κοίταξε λάγνα και πέρασε τα χέρια του στην περιοχή της. Αυτό ήταν και το τελευταίο εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεράσει η Μαριάννα. Το σπαστό κλομπ που είχε μέσα της δε φαινόταν, φυσικά, αλλά αν έβαζε τα δάχτυλά του και την πασπάτευε θα το ανακάλυπτε. Μόλις ο Γιάννης προσπάθησε να βάλει τα δάχτυλά του στην απαγορευμένη περιοχή, η Μαριάννα τίναξε τη λεκάνη της προς τα πίσω. Έπειτα κλότσησε τον Γιάννη χαμηλά στο στέρνο –έτσι όπως ήταν καθισμένος στις φτέρνες του– κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του και να πέσει προς τα πίσω. Εκείνος έγινε έξαλλος, όχι τόσο πολύ για την κλοτσιά της, όσο με το αυθόρμητο γέλιο που αυτή προκάλεσε στον Ντενί πίσω του.

«Βρόμα!» της είπε και τη χτύπησε με την ανάποδη της παλάμης του στο δεξί της μάγουλο, σκίζοντας με το δαχτυλίδι του τα χείλη της.

Η Μαριάννα αισθάνθηκε αίμα στα χείλη της και τον κοίταξε αγριεμένη.

«Είπα θα κάνω ό,τι θέλετε. Κάνε λίγη υπομονή και θα περάσουμε καλά!» του είπε χαμηλόφωνα –αλλάζοντας ύφος– και χάιδεψε με την παλάμη της το παντελόνι του στην περιοχή του καβάλου.

«Δε μου λες, τι σόι γαμιόλα είσαι εσύ; Σ’ αρέσει να σου φέρονται βίαια; Είσαι μαζόχα; Τι είσαι;» της φώναξε ο Ντενί, μην μπορώντας ακόμη να αποκρυπτογραφήσει τις αντιδράσεις της.

Εκείνος περίμενε κλάματα και φωνές, ενώ η κοπέλα απέναντί του αντιμετώπιζε την κατάσταση στωικά.

Η Μαριάννα κινήθηκε προς το μέρος του περπατώντας με χάρη μοντέλου σε επίδειξη.

Εκείνος ήταν φανερά ο αρχηγός. Ο άλλος που την πασπάτευε πριν από λίγο ήταν απλό τσιράκι. Σε εκείνον θα επικέντρωνε το σχέδιο, λοιπόν. Για την ώρα, το κυριότερο ήταν ότι είχε γλιτώσει το ψάξιμο στο αιδοίο της. Τώρα ήταν η σειρά της να κάνει κίνηση.

«Δεν έχεις ακούσει την έκφραση: “Αν δεν μπορείς να το αποφύγεις, απόλαυσέ το τουλάχιστον;”» του είπε απαντώντας χαμηλόφωνα στην προηγούμενη ερώτησή του.

Ο Ντενί γέλασε με την τελευταία της παρατήρηση και άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του ελευθερώνοντας το πέος του.

«Πάρ’ τον στο στόμα σου, πουτανάκι μου! Είσαι τόσο ηλίθια που μόνο για αυτό αξίζεις. Και να φανταστείς ότι στην αρχή είπα μπας και είσαι αστυνομικίνα!» είπε και γέλασε δυνατά.

Η Μαριάννα δεν είπε τίποτα. Απλώς χαμογέλασε, βάζοντας την παλάμη της κάτω από το πέος του, που είχε αρχίσει τώρα να φουσκώνει. Σήκωσε την παλάμη της στο στόμα και την έφτυσε πρόστυχα κοιτώντας τον. Θα προτιμούσε να φτύσει αλλού φυσικά, αλλά για την ώρα βρισκόταν στο «Seduction» και έπρεπε να το κάνει όσο πιο τέλεια γινόταν. Ο ερεθισμένος συνηθισμένος άντρας είναι το πιο άβουλο πλάσμα στον πλανήτη Γη. Και η Μαριάννα θα το αποδείκνυε για άλλη μια φορά.

«Τς, τς, τς… Γρήγορα; Κατευθείαν πίπα; Να μη φτιαχτούμε λιγάκι;» του απάντησε λάγνα και τον έσπρωξε τρυφερά, αναγκάζοντάς τον να καθίσει στο έπιπλο του γραφείου.

Ύστερα σάλιωσε τα δάχτυλά της και άρχισε να χαϊδεύεται αισθησιακά μπροστά του, βγάζοντας με το άλλο χέρι σιγά σιγά τα υπολείμματα του πουκαμίσου από πάνω της. Οι δύο άντρες παρακολουθούσαν ερεθισμένοι το ιδιότυπο αυτό στριπτίζ της Μαριάννας ανασαίνοντας βαριά. Τώρα πια είχε βγάλει και τη φούστα της και είχε μείνει μόνο με το εσώρουχο και το θέαμα ήταν υπέροχο. Η Μαριάννα τούς τράβηξε από το γραφείο που στηρίζονταν και πέρασε στο κενό πίσω τους. Γονάτισε και έβαλε τα χέρια της μέσα από τα πόδια τους, παίρνοντας στις παλάμες της και τα δύο πέη ταυτόχρονα. Έπαιξε λίγο μαζί τους και, μόλις τα αισθάνθηκε στις παλάμες της σκληρά, τα άφησε και σηκώθηκε όρθια πίσω τους.

«Κλείστε τα μάτια σας! Τώρα θα έρθω μπροστά, θα σας πάρω πίπα ταυτόχρονα και μετά θα με γαμήσετε σκληρά, όπως αξίζει σε ένα τσουλί σαν και εμένα!» ψιθύρισε στ’ αυτιά τους παθιασμένα και με το αριστερό της χέρι παραμέρισε το εσώρουχό της, έβγαλε με το δεξί της χέρι τη λαβή του σιδερένιου κλομπ από μέσα της και την κράτησε σφιχτά στην παλάμη της.

Τι ηλίθιο αντρικό σκεπτικό! Μια άγνωστη κοπέλα μπήκε για πληροφορίες. Εκείνοι τη χτύπησαν και της έσκισαν τα ρούχα –εκτός σεναρίου μεταξύ συντρόφων που θέλουν να τα κάνουν αυτά, οπότε αλλάζει– και πραγματικά πίστεψαν πως υπάρχει τόσο διεστραμμένη γυναίκα, που θα τα ξεχνούσε όλα αυτά και θα τους έκανε έτσι απλά έρωτα; Ήταν η πρώτη φορά που η Μαριάννα δόξαζε τις ταινίες πορνό, που βλέπουν από μικροί οι άντρες. Γιατί μέσα σε αυτές πραγματικά αυτό συμβαίνει συχνότατα. Έτσι έχει γίνει πολύ δημοφιλές μεταξύ αντρών εκείνο το εγκληματικό απόφθεγμα: «Όταν η γυναίκα λέει όχι εννοεί ίσως και όταν λέει ίσως εννοεί ναι!» Πολλοί βιασμοί έχουν ξεκινήσει εξαιτίας αυτού του σκεπτικού.

«Κάν’ το, καριόλα… Κάν’ το! Και μετά θα σε ξεμουνιάσω!» ψιθύρισε ο Ντενί στη Μαριάννα –που είχε περάσει στο μεταξύ μπροστά τους και ετοιμαζόταν να γονατίσει– και έκλεισε τα μάτια του υπακούοντας.

Ο Γιάννης τον μιμήθηκε αμέσως κλείνοντας και αυτός τα μάτια του ερεθισμένος από προσμονή.

Η Μαριάννα τίναξε απότομα το δεξί της χέρι κάνοντας το σπαστό κλομπ να αναπτυχθεί σαν χοντρή κεραία ραδιοφώνου. Δίστασε προς στιγμή. Η τιμωρία που επιφύλασσε στους δύο επίδοξους βιαστές της ήταν χειρότερη και από τον ίδιο τον θάνατο! Η εικόνα του ομαδικού βιασμού της εφηβείας της πέρασε σαν αστραπή από τη μνήμη της. Τα μάτια της σκλήρυναν. Οι «ένορκοι» μέσα της είχαν αποφασίσει ότι τα δύο καθάρματα δεν ανήκαν στο ανθρώπινο είδος. Τουλάχιστον όχι με όλα τους τα αξεσουάρ σε λειτουργία! Το δεξί της χέρι είχε ήδη αρχίσει να διαγράφει έναν πλήρη αριστερόστροφο κύκλο στον αέρα, προσθέτοντας ορμή στην ήδη ωμή δύναμη του μασίφ σίδερου.

Το τελευταίο πράγμα που άκουσε ο Ντενί πριν λιποθυμήσει από τον πόνο ήταν ένα διακριτικό σφύριγμα στον αέρα. Σχεδόν αμέσως, το σιδερένιο κλομπ χτύπησε με δύναμη στη μέση του –σε πλήρη στύση– ορθωμένου πέους του. Αυτός ήταν τυχερός, καθώς λιποθύμησε πριν δει τα αποτελέσματα του βίαιου χτυπήματος και πριν αισθανθεί πλήρως τον αφόρητο πόνο που είχε ως αποτέλεσμα.

Ο Γιάννης άνοιξε τα μάτια του και προσπάθησε να αντιδράσει αλλά δεν πρόλαβε. Η Μαριάννα είχε διαγράψει κύκλο γύρω από τον εαυτό της χτυπώντας τον με όλη της τη δύναμη στα δεξιά πλευρά του. Εκείνος επιστράτευσε όλη του τη θέληση και προσπάθησε να την πιάσει από τον λαιμό. Ξαφνικά όλα άρχισαν να γυρίζουν γύρω του. Αισθάνθηκε ζαλισμένος, καθώς το οξυγόνο στα πνευμόνια του δεν αρκούσε, για να τροφοδοτήσει τους μυς του, παρ’ όλη την αδρεναλίνη που εκκρινόταν από τα επινεφρίδια. Η δύσπνοια, που προκαλούσαν τα τέσσερα σπασμένα πλευρά του σώματός του, παρέλυε σιγά σιγά κάθε του κίνηση.

Η Μαριάννα απέφυγε σκύβοντας το αγκάλιασμά του, πέρασε πίσω του και τον κλότσησε στα νεφρά με το αριστερό πόδι της. Ο χρόνος και τα χρήματα που είχε αφιερώσει στο γυμναστήριο και στα μαθήματα γυναικείας αυτοάμυνας είχαν –κατά το κοινώς λεγόμενο– βγάλει τα λεφτά τους. Δεν είχε πάει σε κάποια σχολή καράτε. Δεν την ενδιέφερε να πάρει μπλε, πράσινες και εμπριμέ με βούλες ζώνες καράτε. Απλά –αλλά πρακτικά– μαθήματα αυτοάμυνας για γυναίκες είχε παρακολουθήσει στο ίδιο γυμναστήριο που έκανε και διάδρομο.

Ο Γιάννης σωριάστηκε στο πάτωμα πασχίζοντας να πάρει ανάσα.

Η Μαριάννα πήγε όρθια δίπλα του έτοιμη να τον ξαναχτυπήσει με το κλομπ, αλλά ανακάλυψε έκπληκτη ότι δε χρειαζόταν.

Μπα! Στις ταινίες όλοι –καλοί και κακοί– χτυπιούνται κάνα μισάωρο, για να πέσουν κάτω, ακόμα και αν έχουν χτυπηθεί από σφαίρα! Ετούτος εδώ… Δύο πετυχημένα χτυπήματα χρειαζόταν, για να του φύγει το αντριλίκι! σκέφτηκε, κοιτώντας τον με περιφρόνηση να έχει σηκώσει τα χέρια του ικετεύοντάς τη να μην τον σκοτώσει.

Η Μαριάννα κοίταξε γύρω της ψάχνοντας για οτιδήποτε θα της χρησίμευε, για να τον δέσει. Δεν έβλεπε κάτι και προσπάθησε να ανοίξει τα δύο συρτάρια του γραφείου που ήταν κλειδωμένα χωρίς όμως να τα καταφέρει.

Ξαναγύρισε στον πεσμένο κακοποιό και έβαλε το χέρι της στον λαιμό του σφίγγοντας τα δάχτυλά της.

«Τα κλειδιά για την πόρτα και το γραφείο!» του είπε επιτακτικά σηκώνοντας απειλητικά το κλομπ στο δεξί της χέρι.

Ο Γιάννης έδειξε την τσέπη του και η Μαριάννα έβαλε το χέρι της και έβγαλε μια μικρή αρμαθιά με διάφορα κλειδιά.

«Θα είσαι καλό παιδί ή να σε ξαναχτυπήσω για σιγουριά;» τον ρώτησε.

Ο Γιάννης έγνεψε πολλές φορές καταφατικά και η Μαριάννα σηκώθηκε, πηγαίνοντας προς την κλειδωμένη πόρτα. Έκανε δύο τρία βήματα αλλά έπειτα κοντοστάθηκε αναποφάσιστη. Γύρισε και –αφού τον κοίταξε άλλη μια φορά– τον κλότσησε χωρίς πολύ δύναμη στο πρόσωπο, κάνοντάς τον να χάσει τις αισθήσεις του. Έλεγξε τον Ντενί και βεβαιώθηκε πως δεν έδειχνε κάποιο σημάδι ότι θα συνερχόταν γρήγορα. Έτσι και αλλιώς δεν είχε σκοπό να αργήσει πολύ.

Μια πόρτα θα ξεκλείδωνε, για να ελευθερώσει τα αιχμάλωτα κορίτσια.