Οι Ξεχωριστοί - Λάχεσις (Κεφάλαιο 36) [+18]

Πήγε στο γραφείο, παραμέρισε τον λιπόθυμο Ντενί και άνοιξε τα κλειδωμένα συρτάρια. Το πρόσωπό της φωτίστηκε. Στο ένα συρτάρι βρήκε δύο όπλα, ένα ζευγάρι χειροπέδες και κουτιά από σφαίρες. Πήρε στα χέρια της τα πιστόλια, έβγαλε τους γεμιστήρες και έλεγξε αν ήταν γεμάτα. Ύστερα τράβηξε πίσω το κλείστρο, φόρτωσε σφαίρες στη θαλάμη τους να είναι έτοιμα και πήγε να τα βάλει στη μέση της. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ήταν ακόμη γυμνή και γέλασε.

«Πού στον διάολο θα τα βάλω τώρα; Στον κώλο μου;» μουρμούρισε, πήρε τη φούστα της και τη φόρεσε βιαστικά.

Το πουκάμισο είχε γίνει κομμάτια και δεν μπορούσε πια να φορεθεί. Γύρισε και κοίταξε τους δύο αναίσθητους κακοποιούς. Με ένα ζευγάρι χειροπέδες στη διάθεσή της έπρεπε να αυτοσχεδιάσει. Έβαλε ένα χέρι από τον καθένα τους πίσω από το γωνιακό πόδι του γραφείου και τα έδεσε με τις χειροπέδες σφιχτά. Ύστερα σηκώθηκε και πήγε στην κλειδωμένη πόρτα, που οδηγούσε στο υπόλοιπο σπίτι. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα την άνοιξε. Είδε ένα μακρύ διάδρομο με πόρτες και μία σκάλα που οδηγούσε κάτω από το σπίτι. Αν και υπέθετε πως το κρατητήριο των κοριτσιών θα ήταν στο υπόγειο, αποφάσισε να μη ρισκάρει. Σήκωσε και τα δύο όπλα της –που έτσι και αλλιώς δεν είχε θήκη να τα βάλει– και προχώρησε στον διάδρομο γυρνώντας κάθε φορά τα όπλα στην κατεύθυνση που κοίταζε. Στις ταινίες οι πρωταγωνιστές βάζουν τα όπλα δίπλα στο αυτί τους, για να περπατήσουν σε διάδρομο. Στην αληθινή ζωή τα όπλα κοιτάζουν όπου και τα μάτια, για να αντιδράσεις γρήγορα.

«Παρακαλώ… Πού είστε; Φωνάξτε να σας βρώ!» φώναξε δυνατά η Μαριάννα σε ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά.

«Εδώ… Εδώ. Στο δωμάτιο… Βοήθεια, σας παρακαλώ!» ακούστηκε να λέει στα γαλλικά η ίδια αδύναμη κοριτσίστικη φωνή που είχε ακούσει και νωρίτερα.

.Άνοιξε με προσοχή τη δεύτερη –στη δεξιά πλευρά του διαδρόμου– πόρτα και κοίταξε μέσα χωρίς να μπει.

Να ‘σαι καλά, Γιώργο μου! σκέφτηκε κοιτάζοντας μέσα.

Να που τα λάθη των ταινιών δράσης –που ανέλυαν οι δυο τους με τις ώρες– της φαίνονταν τώρα χρήσιμα. Το δωμάτιο ήταν σαν οποιοδήποτε συνηθισμένο υπνοδωμάτιο μόνο που στο σιδερένιο κρεβάτι, πάνω από ένα δεμένο χειροπόδαρα νεαρό κορίτσι, κρέμονταν μαστίγια και αλυσίδες. Στα κομοδίνα δίπλα της ήταν αφημένα διάφορα είδη ομοιωμάτων αντρικού πέους σε διάφορα σχήματα και μεγέθη.

«Πόσοι είναι;» τη ρώτησε, φοβούμενη ότι δεν είχε αντιμετωπίσει ακόμη όλη τη συμμορία.

«Δύο είναι… Και ο αρχηγός που δεν έρχεται συχνά. Λύστε με, σας παρακαλώ!» της απάντησε η μικρή, ζαλισμένη ακόμη από το ναρκωτικό που έδιναν σε όλα τα θύματα, για να είναι ήσυχες και να μη δημιουργούν προβλήματα.

Η Μαριάννα πλησίασε το κρεβάτι που ήταν δεμένη. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνιχτική. Ο συνδυασμός του μη αεριζόμενου χώρου με την προφανώς εκτεταμένη χρήση ναρκωτικών έκαναν τη Μαριάννα να αναπνέει με δυσφορία. Το χειρότερο ήταν η έντονη –σαν δημόσια ουρητήρια– δυσοσμία που πλανιόταν.

«Είσαι καλά; Σωματικά εννοώ. Μπορείς να σηκωθείς;» τη ρώτησε, καθώς έλυνε τα χοντρά σκοινιά με τα οποία είχαν δέσει οι απαγωγείς το θύμα τους.

«Ναι, μπορώ» της είπε και προσπάθησε να στηριχτεί στα πόδια της.

Μόλις σηκώθηκε όρθια κατέρρευσε αναγκάζοντας τη Μαριάννα να την πάρει στην αγκαλιά της υποστηρίζοντας το βάρος της.

«Υπάρχουν και άλλες εδώ; Πού είναι;» τη ρώτησε ανήσυχη.

Η ώρα περνούσε και τα δύο καθάρματα θα συνέρχονταν όπου να ‘ναι. Έφτασαν μαζί όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στο σαλόνι. Οι δύο απαγωγείς κείτονταν αναίσθητοι στη θέση που τους είχε αφήσει. Η Μαριάννα ανέπνευσε με ανακούφιση. Πήρε από την τσέπη του Ντενί το κινητό του και σχημάτισε τον προσωπικό αριθμό της Γιάννας.

«Έλα, Γιάννα. Η Μαριάννα είμαι… καλά. Καλά είμαι. Στείλε στη διεύθυνση που έδωσε η Μιρέλα αστυνομία και ασθενοφόρα. Τις βρήκα. Εδώ ήταν το κρησφύγετο. Καλά είμαι, μη φωνάζεις. Δεν είναι ώρα τώρα για φωνές. Εδώ γίνεται χαμός. Ο Γιώργος; Όχι! Δε φάνηκε ακόμη. Με την Κορβέτ; Αποκλείεται, θα είχε έρθει τώρα πια. Παρ’ τον τηλέφωνο μην έπαθε τίποτα!» Η Μαριάννα έκλεισε το τηλέφωνο ανήσυχη.

Ο Γιώργος είχε ξεκινήσει είκοσι λεπτά μετά από εκείνη και δεν είχε φτάσει ακόμη.

Τι να έγινε; αναρωτήθηκε, αλλά είχε πολλά και σημαντικά πράγματα να κάνει.

«Πώς σε λένε, γλυκιά μου; Ξέρεις να το χρησιμοποιείς αυτό;» ρώτησε τη μικρή που προσπαθούσε ακόμη να συνέλθει καθισμένη στον καναπέ δίπλα της.

«Ζιλιέτ Ντιμαρσώ με λένε και όχι… Δεν ξέρω να χρησιμοποιώ όπλα» της απάντησε εκείνη με απλανές βλέμμα.

«Δεν πειράζει. Σύνελθε! Πρέπει να με βοηθήσεις, Ζιλιέτ. Είναι έτοιμο, αν κουνηθεί κανείς, πατάς τη σκανδάλη» της εξήγησε δίνοντάς της το ένα από τα δύο όπλα.

«Πώς το έκανες αυτό;» τη ρώτησε η μικρή δείχνοντας τους δύο αναίσθητους γεροδεμένους άντρες στο πάτωμα.

«Με αυτό εκεί. Το είχα κρύψει μέσα σε εκείνο το προφυλακτικό εδώ μέσα!» της απάντησε γελώντας, δείχνοντας με το δάχτυλο την περιοχή της.

Η μικρή γέλασε αυθόρμητα. Η αλήθεια ήταν πως είχε πολύ καιρό να χαρεί για κάτι. Αιφνιδιάστηκε και η ίδια, καθώς είχε αρχίσει να πιστεύει πως δε θα ξαναγελούσε ποτέ στη ζωή της.

«Ωραία κρυψώνα!» της απάντησε και ξανάρχισε να γελάει.

«Πάω να βρω τις υπόλοιπες. Σύνελθε και πρόσεχε. Όταν τελειώσουν όλα, θα κοιμηθείς όσο θέλεις. Κάνε κουράγιο, τελειώνουμε. Όπου να ‘ναι θα έρθει η αστυνομία!» της είπε σιγανά χαϊδεύοντας το μάγουλό της.

Βγήκε από την πόρτα και κατέβηκε βιαστικά τα σκαλοπάτια για το υπόγειο. Έβαλε γεμάτη αγωνία ένα από τα κλειδιά που είχε πάρει από τον Γιάννη και άνοιξε την πόρτα.

«Μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε...»

Πλησίασε τα ακίνητα κοριτσίστικα κορμιά, που ήταν ξαπλωμένα σε ενσωματωμένους στον τοίχο ξύλινους πάγκους, και έψαξε με αγωνία για σημάδια ζωής. Η Μαριάννα ξεφύσηξε ευχαριστημένη. Όλες ήταν ζωντανές. Απλώς πολύ ναρκωμένες. Κούνησε το κεφάλι της με απελπισία. Μόνη της δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο. Ούτε καν να τις μετακινήσει. Έπρεπε να κάνει υπομονή μέχρι να έρθει η βοήθεια. Δεν πρόλαβε καν να τελειώσει τη σκέψη της, όταν άκουσε τις θυμωμένες φωνές της Ζιλιέτ στον πάνω όροφο. Σηκώθηκε και έτρεξε στα σκαλοπάτια όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

«Ζιλιέτ! Μην το κάνεις γλυκιά μου, δεν τους αξίζει να πεθάνουν!» της είπε βλέποντας τη να είναι πάνω από τον σαστισμένο Γιάννη.

Εκείνος είχε μόλις συνέλθει και αγκομαχούσε από τον πόνο κοιτάζοντας την κάννη του όπλου, που είχε στρέψει η Ζιλιέτ πάνω του.

«Δεν ξέρεις τι μου έκαναν! Με βίαζαν ταυτόχρονα… Και όταν έχυναν και δεν μπορούσαν άλλο, έβαζαν δονητές μέσα μου, βάζοντας στοιχήματα για το μέχρι ποιο μέγεθος θα άντεχα πριν λιποθυμήσω από τον πόνο» της εξήγησε δακρύζοντας.

«Καταλαβαίνω, αλλά δεν…» προσπάθησε να τη διακόψει η Μαριάννα, αλλά η Ζιλιέτ συνέχισε σαν να μην άκουγε καν τι της έλεγε.

Κοιτούσε τον Γιάννη ανέκφραστη, βυθισμένη στον πόνο.

«Ύστερα μεθούσαν με μπίρες. Έρχονταν στο δωμάτιο… Με έφτυναν και κατουρούσαν επάνω μου γελώντας!» κατέληξε, ανάμεσα σε αναφιλητά.

Το δάχτυλό της έτρεμε πάνω στην ευαίσθητη σκανδάλη. Φαινόταν καθαρά ότι η μικρή έψαχνε βαθιά στην ψυχή της τη δύναμη να μην πυροβολήσει.

Ο Γιάννης ξεφύσηξε ανακουφισμένος προσωρινά. Πριν από λίγο ήταν σίγουρος ότι η Ζιλιέτ θα τραβούσε τη σκανδάλη και θα πέθαινε. Η μικρή κατέβασε το όπλο τρέμοντας από θυμό και βγήκε από το σαλόνι κατευθυνόμενη τρέχοντας στο δωμάτιο που την κρατούσαν. Γύρισε σχεδόν αμέσως κρατώντας στα χέρια της τρεις διαφορετικού μεγέθους δονητές και ανέβηκε πάνω στον Γιάννη, που προσπαθούσε να αντισταθεί. Το βλέμμα της δεν είχε απελπισία τώρα πια. Την είχε κυριεύσει ένας άγριος θυμός.

«Αν τραβήξω αυτό πίσω η σκανδάλη γίνεται πιο ευαίσθητη. Έτσι δεν είναι, Μαριάννα;» τη ρώτησε –χωρίς να την κοιτάξει– τραβώντας πίσω τη σφύρα.

Η Μαριάννα δεν απάντησε και η μικρή ακούμπησε την κάννη στο μέτωπό του ανέκφραστη. Ο Γιάννης κατάλαβε ότι ήταν αποφασισμένη και σταμάτησε να αντιστέκεται. Η Ζιλιέτ τον γύρισε μπρούμητα και κατέβασε το παντελόνι του, αφήνοντας ακάλυπτους τους γλουτούς του.

Η Μαριάννα σηκώθηκε και έφυγε από το δωμάτιο κατεβαίνοντας στις κοπέλες, που βρίσκονταν ακόμη στο υπόγειο. Αυτό που είχε κάνει εκείνη στον Ντενί ήταν σίγουρα χειρότερο, αλλά το είχε κάνει από ανάγκη. Έπρεπε να τους εξουδετερώσει γρήγορα γιατί κινδύνευε.

Ήταν όμως ο μόνος τρόπος να το κάνει αυτό;

Κάπου μέσα της έπρεπε να ομολογήσει ότι το είχε κάνει ως εκδίκηση για τον βιασμό της εφηβείας της.

«Τι… τι έγινε; Πού είμαι; Ποια είσαι εσύ;» μία μία οι ναρκωμένες νεαρές συνέρχονταν και αιφνιδιάστηκαν βλέποντας την πόρτα του κελιού ανοιχτή και τη Μαριάννα να τους χαμογελάει τρυφερά.

«Ηρέμησε, μικρή μου. Ο εφιάλτης τέλειωσε πια! Δε θα σας ξαναπειράξει κανείς» απάντησε η Μαριάννα.

Η σπαραχτική κραυγή του Γιάννη ακούστηκε μέχρι το υπόγειο με αντίλαλο κάνοντάς τες να τρομάξουν.

«Τι ήταν αυτό; Ποιος φωνάζει;» ρώτησε μια άλλη από τις κοπέλες και έβαλε τα κλάματα.

Η κραυγή επαναλήφθηκε σπαραχτικότερη και η Μαριάννα αποφάσισε αυτήν τη φορά να επέμβει. Δεν ήταν τόσο πολύ από λύπη για εκείνον. Οι μικρές είχαν μόλις ξυπνήσει από έναν εφιάλτη και οι φωνές του τις αναστάτωναν και τις τρομοκρατούσαν.

«Ζιλιέτ… Ζιλιέτ, είπα! Σταμάτα, φοβίζεις τα κορίτσια με αυτά που κάνεις!» της είπε και έπιασε το χέρι της παίρνοντας τον δονητή που ετοιμαζόταν να χρησιμοποιήσει στον τρομαγμένο βιαστή της.

Η Ζιλιέτ την κοίταξε άγρια. Η Μαριάννα είχε σταθεί όρθια ανάμεσα στους δύο απαγωγείς και την εμπόδιζε να πραγματοποιήσει αυτό που σκεφτόταν.

«Δώσ’ το μου πίσω. Δεν είναι δική σου δουλειά το τι θα κάνω με αυτούς» της είπε και έστρεψε το πιστόλι προς τη Μαριάννα.

Ο Ντενί άνοιξε τα μάτια του προσπαθώντας να καταλάβει τι γινόταν. Ο αφόρητος πόνος που ένιωσε αμέσως στα γεννητικά του όργανα τον έκανε να θυμηθεί τα πάντα. Κοίταξε χαμηλά –ανάμεσα στα πόδια του– και παραλίγο να κάνει εμετό με το θέαμα. Προσπάθησε να κουνήσει το χέρι του, αλλά ήταν δεμένο με το χέρι του Γιάννη ανάμεσα στα πόδια της Μαριάννας έτσι όπως εκείνη στεκόταν ανάμεσά τους.

Ο Γιάννης είδε ότι συνήλθε και πρόλαβε να του γνέψει με νόημα να μην κινηθεί. Ο Ντενί κοίταξε τη μικρή που καθόταν στους γλουτούς του φίλου του και κοίταζε ψηλά, σημαδεύοντας τη γυναίκα που του είχε καταστρέψει τον ανδρισμό για πάντα. Θα τη σκότωνε και ας το πλήρωνε με τη ζωή του. Με το αριστερό του χέρι ψηλάφισε τον πάτο του ξύλινου γραφείου του. Εκεί είχε πάντα –κολλημένο στην κάτω πλευρά με μονωτική ταινία– ένα μακρύ στιλέτο με ελατήριο για έκτακτες περιπτώσεις. Το έπιασε στην αριστερή του παλάμη και ετοιμάστηκε, κάνοντας νόημα στον Γιάννη να κινηθούν ταυτόχρονα.

«Ούτε να έρθω να σε σώσω ήταν δική μου δουλειά, γλυκιά μου. Κάνε μου τη χάρη και ηρέμησε σε–»

Η Μαριάννα δεν τέλειωσε την πρότασή της. Ο ξερός μεταλλικός ήχος της λάμας που πεταγόταν –όταν πάτησε το κουμπί του στιλέτου ο Ντενί– την έκανε να κοιτάξει πίσω της. Με την άκρη του ματιού της είδε το οπλισμένο χέρι του να έρχεται με δύναμη καταπάνω της και, αντιδρώντας ενστικτωδώς, έπεσε στο πλάι. Η κοφτερή αμφίστομη λάμα που προοριζόταν για τα πλευρά της βυθίστηκε μέχρι τη λαβή σχεδόν στον αριστερό μηρό της. Το πιστόλι έφυγε από το χέρι της, καθώς ο πόνος την έκανε να πιάσει το πόδι της αγκομαχώντας. Ταυτόχρονα ο Γιάννης τίναξε τη μέση του ρίχνοντας πίσω την απροετοίμαστη Ζιλιέτ και προσπάθησε να πιάσει το όπλο της Μαριάννας.

«Πουτάνα, με κατέστρεψες! Θα σε σκοτώσω!» μούγκρισε ο Ντενί και ανέβηκε πάνω στην πεσμένη στο πλάι Μαριάννα, προσπαθώντας να πιάσει το καρφωμένο στον μηρό στιλέτο και να την ξαναχτυπήσει.

Έξι απανωτοί πυροβολισμοί έσπασαν την ησυχία του μεσημεριού.

«Μαριάννα μου, είσαι καλά; Μίλα μου, σε παρακαλώ!»

Η Μαριάννα άνοιξε τα μάτια της ζαλισμένη. Το γνώριμο αγαπημένο πρόσωπο του Γιώργου, που προσπαθούσε να τη συνεφέρει, την ηρέμησε.

«Πονάω πολύ, γαμώτο. Η Ζιλιέτ πού–» πρόλαβε μόνο να πει πριν λιποθυμήσει και πάλι.

Ο Γιώργος προσπάθησε να σταματήσει το αίμα που ανάβλυζε από την πληγή στο πόδι της. Έδεσε το σκισμένο της πουκάμισο γύρω από τον μηρό της και με ένα κομμάτι ξύλο το έσφιξε όσο πιο δυνατά μπορούσε.

«Εσύ είσαι η Ζιλιέτ που έλεγε;» τη ρώτησε στα ελληνικά.

Η μικρή κατάλαβε μόνο από το άκουσμα του ονόματός της τι τη ρωτούσε.

«Ναι, εγώ είμαι η Ζιλιέτ» του απάντησε στα γαλλικά.

«Μιλάς αγγλικά;» την ξαναρώτησε αυτήν τη φορά.

«Ναι, φυσικά!» ήταν η απάντησή της.

Ο Γιώργος τής εξήγησε ότι ήθελε από εκείνη να κρατάει σφιχτά το ξύλο, για να περιορίσουν την αιμορραγία. Η Ζιλιέτ τού έκανε νόημα ότι καταλάβαινε και ο Γιώργος σηκώθηκε όρθιος, ψάχνοντας το τηλέφωνό του.

«Κλέλια, Γιώργος εδώ. Πού είστε; Ακόμη να έρθετε; Κάλεσε με τον ασύρματο ασθενοφόρο επειγόντως! Τραυματίστηκε η Μαριάννα. Δεν ξέρω, ρε Κλέλια, μόλις έφτασα και εγώ. Ναι. Θα δω και θα σου πω». Ο Γιώργος έκλεισε το κινητό του και ξαναπλησίασε την πεσμένη Μαριάννα.

«Έχει άλλα κορίτσια εδώ ή ήσουν η μόνη;» τη ρώτησε, καθώς έσκυβε να τη βοηθήσει.

«Είναι άλλες πέντε κάτω στο υπόγειο. Πρέπει να είναι καλά. Η κυρία Μαριάννα μού το είπε» του απάντησε η μικρή.

«Αχ, η κυρία Μαριάννα... Άμα γίνει καλά, θα τη σκοτώσω εγώ!» της απάντησε στα ελληνικά.

Η μικρή τού έκανε νόημα ότι δεν καταλάβαινε και συνέχισε να σφίγγει την πληγή. Ο Γιώργος κοίταξε τους δύο σκοτωμένους κακοποιούς. Ο ένας φαινόταν καθαρά έτσι όπως είχε πέσει ότι είχε κακοποιηθεί. Μόλις γύρισε και στον δεύτερο, είδε το πέος του να γέρνει πρησμένο και μελανιασμένο έχοντας αφύσικη κλίση προς τα κάτω. Πεταμένο στο πάτωμα πιο πέρα είδε το σπαστό σιδερένιο κλομπ και τα κατάλαβε όλα. Η Μαριάννα κινδύνευε, αν γινόταν καλά, να μπει στη φυλακή. Οι πυροβολισμοί σε άμυνα θα ίσχυαν αν οι κακοποιοί δεν ήταν τόσο φανερά κακοποιημένοι όσο ήταν εν ζωή.

Η Ζιλιέτ τον είδε τρομερά ανήσυχο και ζήτησε να μάθει τι συνέβαινε. Ο Γιώργος τής εξήγησε όσο πιο απλά μπορούσε τη σοβαρή πιθανότητα η Μαριάννα να πήγαινε στη φυλακή για χρόνια.

«Μα είναι κακοποιοί! Βιαστές! Απαγωγείς! Καθάρματα!» του είπε, μην μπορώντας να πιστέψει πως θα κατηγορούσαν τη σωτήρα της.

Αυτά δεν έχουν σημασία. Και στη δική της χώρα τα ίδια ίσχυαν, όπως της εξήγησε. Η αυτοδικία δεν είναι επιτρεπτή. Και, μάλιστα, η αυτοδικία με βασανισμό. Ο Γιώργος κοίταξε το ρολόι του. Είχαν περάσει ήδη δέκα λεπτά και η βοήθεια δε φαινόταν. Μέχρι να φτάσουν τα ασθενοφόρα στη μέση του πουθενά που βρίσκονταν, η Μαριάννα θα πέθαινε από αιμορραγία. Δε γινόταν να περιμένει περισσότερο.

«Μείνε εδώ! Η αστυνομία είναι στον δρόμο και έρχεται. Πρέπει να την πάω στο νοσοκομείο Χαλκίδας! Θα το θυμάσαι να το πεις στην αστυνομικό που θα έρθει σε λίγο;» της εξήγησε όσο πιο απλά μπορούσε και πήρε τη Μαριάννα στα χέρια του.

Εκείνη έγνεψε καταφατικά.

Η Ζιλιέτ είδε την Κορβέτ να φεύγει στριγγλίζοντας και γύρισε ξανά στο δωμάτιο. Δεν μπορούσε με τίποτα να χωνέψει ότι η γυναίκα που την είχε σώσει κινδύνευε να πάει στη φυλακή. Και έφταιγε εκείνη. Αν δεν ήθελε πάση θυσία να εκδικηθεί τον βιασμό της, δε θα είχε γίνει τίποτα από αυτά.

Περιεργάστηκε τον χώρο και κοίταξε τις σωρούς των δύο κακοποιών με μίσος. Πήρε στα χέρια της το σιδερένιο κλομπ, το σκούπισε με πανί, για να καθαρίσει τα αποτυπώματα της Μαριάννας από πάνω του και το έβαλε στην παλάμη της, αφήνοντας τα δικά της. Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου, πήρε ένα προφυλακτικό από μέσα και το ξεδίπλωσε. Πέρασε το προφυλακτικό στο μεσαίο της δάχτυλο και το έβαλε όσο πιο απαλά μπορούσε μες στον τραυματισμένο από τη συνεχή κακοποίηση κόλπο της.

Ύστερα πήγε δίπλα στο γραφείο, πήρε το πεσμένο προφυλακτικό, που είχε χρησιμοποιήσει η Μαριάννα, το έβαλε στην τσέπη της και άφησε να πέσει από το δάχτυλό της το δικό της προφυλακτικό. Τέλος πλησίασε τη σωρό του Ντενί και άφησε το κλομπ να πέσει ελεύθερα στο πάτωμα. Τα υπόλοιπα τα άφησε όπως ήταν. Έπειτα κάθισε στην πόρτα και περίμενε.

Σύντομα άκουσε και μετά είδε τα περιπολικά να τρέχουν από το βάθος του ορίζοντα με τις σειρήνες τους να ουρλιάζουν. Η μικρή χαμογέλασε και ετοιμάστηκε για την παράσταση της ζωής της. Θα έσωζε τη σωτήρα της με κάθε μέσον. Αυτό ήταν σίγουρο!

«Είσαι καλά; Ποια είσαι; Πώς σε λένε;» τη ρώτησε η Κλέλια, όταν έφτασε κοντά της.

Οι υπόλοιποι αστυνομικοί είχαν ήδη μπει στον χώρο και είχαν βρει τους σκοτωμένους κακοποιούς.

«Ζιλιέτ Ντιμαρσώ. Στο υπόγειο υπάρχουν άλλες πέντε κοπέλες» της απάντησε με το βλέμμα της καρφωμένο στο κενό.

«Κώστα, κάτω στο υπόγειο. Πέντε κοπέλες. Γρήγορα! Τα ασθενοφόρα ήρθαν!» φώναξε η Κλέλια.

«Ποιος τους σκότωσε;» ρώτησε τη Ζιλιέτ κοιτώντας τη στα μάτια.

Το ύφος της Ζιλιέτ σκλήρυνε απότομα

«Εγώ τον έναν και μια κοπέλα τον άλλο, για να με σώσει!» της απάντησε χωρίς δισταγμό.

Η Κλέλια την πήρε αγκαλιά και ξαναμπήκαν μαζί στο σπίτι την ώρα που οι αστυνομικοί βοηθούσαν τις υπόλοιπες κοπέλες να μπουν στα ασθενοφόρα.

«Κάτι τελευταίο και θα φύγεις και εσύ με ασθενοφόρο. Αυτά εδώ πώς έγιναν;» τη ρώτησε δείχνοντας τις κακοποιήσεις στα σώματα των δύο απαγωγέων.

«Κατάφερα και λύθηκα. Βρήκα το σίδερο και, καθώς ήρθαν να με βιάσουν για πολλοστή φορά, τους χτύπησα! Μετά μες στα νεύρα μου δεν ήξερα τι έκανα και έγινε ό,τι βλέπετε» της απάντησε και πάλι χωρίς ίχνος συγκίνησης.

Η Κλέλια την ξανακοίταξε διερευνητικά. Κάτι δεν της ταίριαζε, αλλά η μικρή ήταν απόλυτη στις απαντήσεις της.

«Πού πήγε την κοπέλα που λες ο Γιώργος;» τη ρώτησε, καθώς η Ζιλιέτ έμπαινε στο ασθενοφόρο.

«Χαλκίδα νομίζω πως είπε ή κάπως έτσι» της απάντησε εκείνη, πριν κλείσουν οι πόρτες και το ασθενοφόρο ξεκινήσει.

Η Κλέλια ξαναγύρισε σκεφτική στο σαλόνι του κρησφύγετου. Οι σωροί των δύο κακοποιών είχαν ήδη φωτογραφηθεί και αποσταλεί στο νεκροτομείο.

Τι συνέβη στ’ αλήθεια εδώ μέσα, αναρωτιόταν.

Μερικά πράγματα δεν ταίριαζαν. Ίσως οι καταθέσεις της Ζιλιέτ και της Μαριάννας ξεκαθάριζαν τα πράγματα. Ο εισαγγελέας θα ζητούσε απαντήσεις και εκείνη έπρεπε να τις έχει. Και γρήγορα! Ετοιμάστηκε να φύγει, όταν ακούστηκε ο ήχος κινητού που καλούσε. Έψαξε γύρω το δωμάτιο χωρίς να μπορεί να το εντοπίσει πουθενά.

«Συνέχισε να χτυπάς λίγο ακόμα, αναθεματισμένο!» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της νευριασμένη.

Άνοιξε το αριστερό συρτάρι του γραφείου και πήρε από μέσα το κινητό στα χέρια της. Η Κλέλια χαμογέλασε πλατιά. Στο καντράν αναβόσβηνε ρυθμικά το όνομα του Τζίμη.

«Σε έπιασα, κάθαρμα!» μουρμούρισε ευχαριστημένη.

«Κώστα, Κώστα! Πάρ’ το μαζί με οτιδήποτε άλλο έχουμε βρει και στείλ’ το στο εγκληματολογικό για αποτυπώματα. Επίσης μάθε τον αριθμό και ζήτα από την εταιρεία του κινητού πλήρη κατάλογο τηλεφωνημάτων. Ειδικά τις τελευταίες. Αυτές τις θέλω αμέσως».

Ο Κώστας πήρε το κινητό που του έδωσε, το έβαλε στην ειδική σακούλα προσεκτικά και βγήκε από το δωμάτιο.

«Βάσω; Είστε ακόμη έξω από του Τζίμη; Όλα ήσυχα εκεί; Εδώ χαμός. Βρήκαμε το κρησφύγετο. Όχι… Νεκροί και οι δύο. Δεν έχω ώρα τώρα να σου πω. Έχετε τον νου σας εκεί. Αν πάει να φύγει κανείς, δώστε σήμα να τον συλλάβουν τα συμβατικά περιπολικά πιο κάτω. Τι με ποιο πρόσχημα, ρε Βάσω; Δεν τους αρέσει η φάτσα του. Ξέρω ‘γω; Θα βρείτε κάτι. Α, και πού ‘σαι. Περιμένω διαταγή από τον εισαγγελέα να συλλάβουμε τον Τζίμη και τους υπόλοιπους. Μέχρι τότε δε θα κάνετε τίποτα μόνοι σας για κανέναν λόγο. Συνεννοηθήκαμε; Ωραία, σε κλείνω!» Η Κλέλια έδωσε τις οδηγίες και βγήκε βιαστικά από το κρησφύγετο, κατευθυνόμενη στο υπηρεσιακό της αυτοκίνητο.

«Ξεκίνα! Χαλκίδα, στο Νοσοκομείο και γρήγορα!» διέταξε τον Κώστα δίπλα της και πέρασε τη ζώνη στον ώμο της.

Η σκέψη της ήταν στον Γιώργο. Αν η Μαριάννα είχε –όπως όλα έδειχναν– προβεί σε αυτοδικία, θα έπρεπε να τη συλλάβει. Ο Γιώργος ως συνάδελφος ήξερε τον νόμο. Ήξερε πως ήταν υποχρεωμένη να το κάνει.

Οι νεκροί ήταν σιχαμερά καθάρματα. Βιαστές και παιδόφιλοι απαγωγείς. Και η ίδια –ως Κλέλια– κάπου μέσα της δικαιολογούσε μέχρι ένα σημείο τις πράξεις της Μαριάννας. Για τον νόμο όμως είχε διαπράξει έγκλημα και η ίδια.

Τι μπλέξιμο! Γαμημένη κωλοδουλειά.

Στη σχολή τής έλεγαν να μην μπλέκει τα προσωπικά με τη δουλειά. Κανείς όμως δεν την είχε προετοιμάσει για την περίπτωση που ο διαχωρισμός δε θα ήταν εφικτός! Και το χειρότερο… για την περίπτωση που έπρεπε να συλλάβει κάποια που στη συνείδησή της έστω δε θεωρούσε ένοχη.