Οι Ξεχωριστοί - Λάχεσις (Κεφάλαιο 37) [+18]

«Ανάθεμά τους! Πού στον διάολο είναι οι μαλάκες;» έβρισε χαμηλόφωνα ο Τζίμης, κλείνοντας με δύναμη το ακουστικό του τηλεφώνου.

«Συμβαίνει τίποτα, Τζιμ;» τον ρώτησε ο Ρόμπερτ βλέποντάς τον συγχυσμένο.

«Όχι, ρε μαλάκα. Οι βλάκες οι δικοί μου δεν απαντούν στο τηλέφωνο!» του απάντησε εκείνος στα αυθόρμητα ελληνοαγγλικά που χρησιμοποιούσε, όπως σχεδόν όλοι οι Έλληνες.

«Μη λες εμένα μαλάκα και μαλάκα. Ξέρω τώρα τι σημαίνει αυτό!» του απάντησε σε σπαστά ελληνικά αιφνιδιάζοντάς τον.

Ο Ρόμπερτ εξαιτίας της αναγκαστικής γνωριμίας του με τον Τζίμη είχε μάθει καλά την πιο γνωστή –παγκοσμίως– ελληνική λέξη. Την άκουγε τόσο συχνά από τον συνεργό του που είχε ρωτήσει, για να μάθει τη σημασία της. Ο Τζίμης –παρά το άγχος του– δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα γέλια του.

«ΟΚ, ΟΚ, δε σε ξαναλέω, ρε Ρόμπερτ!» του απάντησε σοβαρεύοντας.

Η σκέψη του ήταν στο κρησφύγετο και στα δύο τσιράκια του, που δεν απαντούσαν στο κινητό. Και τους το είχε τονίσει! Ας έκαναν ό,τι ήθελαν με τις ανήλικες, αρκεί να είχαν τον νου τους στην ασφάλεια της επιχείρησης. Η έλλειψη επικοινωνίας κανονικά θα σήμαινε πρόβλημα. Αλλά ο Τζίμης ήξερε καλά τους άντρες του. Κάποια από τις μικρές θα πηδούσαν πάλι και είχαν παρατήσει τα κινητά μακριά τους.

«Άμα τους πάρει ο διάολος και τους δύο... Δε θα με ξαναγράψουν όταν τους παίρνω τηλέφωνο» έβρισε φωναχτά και δοκίμασε να ξανακαλέσει. Αυτήν τη φορά πήρε τον Γιάννη.

«Τίποτα... Γαμώ το σπίτι σας, μαλακισμένα!» ούρλιαξε και πέταξε το κινητό στον καναπέ απέναντί του.

Ετοιμαζόταν να συνεχίσει το θυμωμένο του παραλήρημα, όταν άκουσε την εξώπορτα του σπιτιού να ανοίγει.

«Καλησπέρα και πάλι» του χαιρέτησε και τους δύο η Μιρέλα γεμάτη κέφι.

Ο Τζίμης πρόσεξε την ανεβασμένη της διάθεση και βρήκε ευκαιρία να ξεσπάσει.

«Καλώς την! Τον βρήκες τον δρόμο εσύ; Τι ώρα είναι αυτή; Μεσημέριασε πια!» της απάντησε φωνάζοντας έξαλλος.

Η Μιρέλα όμως –ειδικά σήμερα– δεν είχε σκοπό να χάσει με τίποτα το κέφι της. Τον πλησίασε γεμάτη νάζι, τον αγκάλιασε και προσπάθησε να τον φιλήσει.

«Πρόβα έκανα, βρε μωρό μου. Δε βλέπεις και τη σακούλα; Φόρεμα έχει μέσα, να σ’ το δείξω, μωρό μου, να μου πεις αν σου αρέσει» είπε ναζιάρικα και πήγε προς τη σακούλα, που είχε αφήσει στην είσοδο του σαλονιού.

«Δε με γαμάς και εσύ και τα φορέματά σου; Έχω σημαντικότερα πράγματα να σκεφτώ από τα πατσαβούρια σου!» της είπε και ετοιμάστηκε να καλέσει για άλλη μια φορά το κινητό του Ντενί.

Η Μιρέλα έκανε μια απαξιωτική κίνηση με τους ώμους της και ετοιμάστηκε να ανέβει στο δωμάτιό της παίρνοντας τη σακούλα με το φόρεμα μαζί.

«Τι σακούλα είναι αυτή; Πού τη βρήκε;» ρώτησε ο πλέον κάτασπρος από ανησυχία Ρόμπερτ τον Τζίμη, όταν εκείνος ξανακάθισε απέναντί του στο γραφείο.

Ο Τζίμης τον κοίταξε με έκπληξη, ρωτώντας τον με το βλέμμα τι εννοούσε.

Ο Ρόμπερτ είχε προσέξει τη σακούλα που είχε δείξει η νεαρή τραγουδίστρια στον εραστή της. Πάνω στη σακούλα αναγραφόταν με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα η λέξη «Yianna». Ανάμεσα στα δύο «n» του ονόματος ήταν περασμένο τρισδιάστατα ένα κεφαλαίο σκούρο κόκκινο –σαν το αίμα– «D».

«Γιάννα Δεληπέτρου!» μονολόγησε και σηκώθηκε από την πολυθρόνα του.

Ο Ρόμπερτ είχε δει πολλές φορές αυτό το σήμα να φιγουράρει μπροστά του σε κάθε λογής επίσημες εκδηλώσεις. Από απλά φιλανθρωπικά γκαλά μέχρι απονομές Χρυσών Σφαιρών στις Κάννες. Η Γιάννα δεν είχε μπουτίκ με τη φίρμα της. Έραβε μόνο κατά παραγγελία και επιλεγμένα θέματα.

Κάθε φτασμένη διασημότητα ήθελε να εξασφαλίσει ότι στο περιβόητο περπάτημα στο κόκκινο χαλί θα εντυπωσίαζε φωτογράφους και κοινό. Αυτά τα σύνολα δε φτιάχνονταν από το ίδιο τμήμα φασόν –ακόμα και των μεγαλύτερων οίκων ραπτικής– που φτιάχνονται τα φορέματα των κοινών θνητών. Εκεί αναλαμβάνουν σχεδιάστριες σαν τη Γιάννα. Αυτό εξασφαλίζει την αποφυγή του χειρότερου –για μια διασημότητα– σεναρίου καταστροφής: Το να φοράει, δηλαδή, το ίδιο σύνολο κάποια άλλη αναγνωρίσιμη εκείνη τη νύχτα!

Εκτός από αυτές τις παραγγελίες, λοιπόν, η Γιάννα σπανίως έραβε ολοκληρωμένα σύνολα. Προτιμούσε να σχεδιάζει και να δίνει τα σχέδια στους προαναφερθέντες οίκους. Σακούλα, λοιπόν, με τη συγκεκριμένη φίρμα ήταν σπάνια, ειδικά στην Ελλάδα.

Και ο Ρόμπερτ το ήξερε καλά αυτό.

«Ποια σακούλα, ρε... Τι λες;» τον ρώτησε ο Τζίμης χωρίς να καταλαβαίνει.

«Η σακούλα που γράφει Yianna D., Τζίμ. Ξέρεις ποια είναι αυτή η Yianna D.;» τον ξαναρώτησε αναστατωμένος.

Ο Τζίμης, που στην αρχή το είχε θεωρήσει αστείο, τώρα είχε αρχίσει να ανησυχεί, βλέποντας το αληθινά τρομαγμένο ύφος του φίλου του.

«Ναι, η ράφτρα της. Ετοιμάζει η γυναίκα μου CD και ράβει μερικά συνολάκια. Γιατί, ρε, τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ο Τζίμης απορημένος με την αντίδρασή του.

Ο Ρόμπερτ τού ανέλυσε με λεπτομέρειες ποια ήταν η Γιάννα Δεληπέτρου και τι ήταν στον κόσμο των Ξεχωριστών.

Πάλι αυτές οι μαλακίες με τους Ξεχωριστούς! σκεφτόταν ο Τζίμης καθώς τον άκουγε.

Ο συνεργός του είχε αναφέρει πολλές φορές στο παρελθόν για μια κοινότητα που σέβονταν τις γυναίκες κ.λπ.. «Παπάρια μάντολες» του είχε απαντήσει εκείνος στο τηλέφωνο, χωρίς βέβαια να περιμένει ότι ο Ρόμπερτ θα καταλάβαινε τι εννοούσε. Αυτό, όμως, του βγήκε αυθόρμητα, ακούγοντάς τον να μιλάει για γυναικεία ικανοποίηση. Το να πηγαίνει όμως τόσο συχνά η Μιρέλα του στη φίλη, που διέδιδε τέτοιες ιδέες, δε συνέφερε καθόλου τον Τζίμη. Η μικρή του θα άρχιζε να απαιτεί αυτά που εκπροσωπούσε και διέδιδε η κοινότητα. Και πάνω που την είχε στρώσει –όπως πίστευε– και είχε ηρεμήσει τις μικρές επαναστάσεις της.

Ο Τζίμης κοκκίνισε και μόνο με τη σκέψη ότι η Μιρέλα τον κορόιδευε τόσο καιρό. Σηκώθηκε σπρώχνοντας πίσω την πολυθρόνα του γραφείου και έτρεξε βρίζοντας στον πρώτο όροφο που βρισκόταν το κοινό υπνοδωμάτιό τους, ακολουθούμενος από τον Ρόμπερτ. Πέτυχε τη Μιρέλα να κάθεται στον μεγάλο καθρέφτη χαμογελαστή, καθώς σκεφτόταν το όμορφο πρωινό που είχε περάσει.

«Πού είναι η σακούλα που κρατούσες;» τη ρώτησε άγρια, ψάχνοντας το δωμάτιο.

«Στην ντουλάπα. Γιατί; Θέλεις τελικά να δεις το φόρεμα, μωρό μου;» του απάντησε εκείνη γλυκά.

Το ύφος του Τζίμη δεν προμήνυε κάτι καλό και η μικρή προσπαθούσε να τον ηρεμήσει.

Ο Τζίμης άνοιξε με βία το φύλλο της ντουλάπας και πήρε από μέσα τη σακούλα αναποδογυρίζοντάς τη στο πάτωμα. Το φόρεμα σωριάστηκε στο χαλί του δαπέδου.

Ανάμεσα στις πτυχώσεις του βρισκόταν ο φάκελος με την ειδοποίηση, που είχε ξεχάσει η Μιρέλα στη σακούλα, όταν έφυγε από το σπίτι της Γιάννας.

Όχι, Θεέ μου... Όχι! σκέφτηκε τρομοκρατημένη, όταν είδε τον φάκελο να πέφτει πάνω στο φόρεμα και το αγριεμένο βλέμμα του Τζίμη που καρφώθηκε πάνω της.

Ο Τζίμης έσκυψε και σήκωσε τον φάκελο διαβάζοντας το περιεχόμενο.

«Πού το πήγες αυτό; Λέγε! Τι ξέρεις γι’ αυτή τη διεύθυνση; Τι ξέρει η φίλη σου γι’ αυτή τη διεύθυνση; Λέγε, πουτάνα! Με κάρφωσες;» τη ρωτούσε πλησιάζοντάς τη με απειλητικές διαθέσεις.

«Τι συμβαίνει; Τι φάκελος είναι αυτός;» τον ρώτησε ο Ρόμπερτ, που δεν καταλάβαινε τι γινόταν.

Εκείνος είχε απλώς ενημερώσει τον φίλο του ότι υπήρχε περίπτωση η μικρή να διδασκόταν τις Ξεχωριστές αντιλήψεις. Δεν περίμενε τόσο βίαιη αντίδραση.

Ο Τζίμης τού εξήγησε με δύο λόγια τι περιείχε αυτός ο φάκελος και πόσο σημαντικός ήταν για την επιχείρησή τους. Τι τον ήθελε μαζί της η Μιρέλα; Δεν μπορεί να ήταν σύμπτωση. Κάποιος ενδιαφερόταν. Και αυτός ο κάποιος ήταν η Δεληπέτρου ή η αστυνομία.

Ό,τι από τα δύο και να ήταν, η Μιρέλα τον είχε προδώσει και θα το πλήρωνε. Όχι όμως πριν του πει ποιος ενδιαφερόταν για εκείνον και το κρησφύγετο.

Πλησίασε την τρομοκρατημένη Μιρέλα, σήκωσε το χέρι του και το κατέβασε με δύναμη στο δεξί της μάγουλο, τινάζοντας πίσω το κεφάλι της, που χτύπησε στην κουπαστή του κρεβατιού.

«Λέγε, παλιοπουτάνα, σε ποιον το έδειξες και τι ξέρει; Λέγε, θα σε σκοτώσω σήμερα!» της φώναξε καθώς συνέχισε να τη χτυπάει με χαστούκια στο πρόσωπο.

«Πουθενά! Άντε και γαμήσου, μαλάκα» του είπε, καθώς μες στη ζάλη της προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό το ζεστό υγρό που κυλούσε στο κεφάλι και στα μάγουλά της.

«Αυτό δεν το πήρες κατά λάθος μαζί σου. Κάπου το πήγες, κάπου το έδειξες! Πού;» την ξαναρώτησε προσπαθώντας με το βάρος του να συγκρατήσει τη μικρή, που τιναζόταν από κάτω του.

Η Μιρέλα ήξερε πως δεν υπήρχε πειστική απάντηση στην ερώτησή του. Η Γιάννα τής είχε πει να βγάλει τον φάκελο από την τσάντα και να τον κρύψει, μέχρι να μπορέσει να τον βάλει στη θέση του. Και εκείνη η ηλίθια τον είχε ξεχάσει στη σακούλα! Τώρα πάει. Την είχε πατήσει και το ήξερε. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κερδίσει χρόνο. Να μην ειδοποιήσει ο Τζίμης τα τσιράκια του να εξαφανιστούν. Άλλωστε ήταν σίγουρη ότι θα τη σκότωνε. Το να κάνει την αθώα δεν είχε πια καμία πρακτική αξία.

Η Μιρέλα αισθάνθηκε τη γεύση του αίματος στο στόμα της. Έβγαλε τη γλώσσα της και σκούπισε τα χείλη της. Έπειτα ανακάτεψε πηχτό αίμα με το σάλιο μες στο στόμα της και το έφτυσε στο πρόσωπό του γελώντας υστερικά.

«Θες να μάθεις τι έκανα, Τζιμάκο; Σε γάμησα, Τζιμάκο... Σου ‘σκισα το κωλαράκι, αγάπη μου!» του είπε υποτιμητικά, καθώς ο Τζίμης έσκυβε πάνω της σφίγγοντας τα χέρια του στον λαιμό της.

«Μη, Τζίμη... Θα τη σκοτώσεις!» ούρλιαξε ο Μιχάλης τρέχοντας να τον συγκρατήσει.

Ο νεαρός μπράβος είχε ακούσει τη φασαρία και είχε ανέβει να δει τι συνέβαινε. Όταν είδε τον Τζίμη να σφίγγει τα δάχτυλά του στον λαιμό της Μιρέλας, έτρεξε και τον έσπρωξε στο πλάι, κάνοντάς τον να χαλαρώσει τη λαβή. Ο Μιχάλης σήκωσε τη Μιρέλα, που είχε σταματήσει να αντιστέκεται. Ο αέρας δεν έβρισκε δίοδο προς τα πνευμόνια της και είχε αρχίσει να λιποθυμάει.

«Βοήθεια...» κατάφερε να ψελλίσει στον Μιχάλη, όταν την πήρε στην αγκαλιά του καθισμένος στο κρεβάτι.

Ο Τζίμης σηκώθηκε έξαλλος, έπιασε τον Μιχάλη από τα μαλλιά και τον χτύπησε με μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο, που τον έστειλε στα ανοιχτά φύλλα της ντουλάπας.

Όλη αυτήν την ώρα ο Ρόμπερτ παρακολουθούσε μην ξέροντας τι να κάνει. Ήθελε και εκείνος να μάθει σε ποιον είχε μιλήσει η Μιρέλα –αν και υποπτευόταν τη μισητή του Ξεχωριστή αντίπαλο– αλλά δεν μπορούσε να βλέπει τον Τζίμη να χτυπάει μια ανυπεράσπιστη γυναίκα τόσο βάρβαρα.

«Τζίμη, ηρέμησε λίγο. Θα μας πει... Μην τη χτυπάς άλλο. Θα τη σκοτώσεις και δε θα μάθουμε ποτέ έτσι» του είπε προσπαθώντας μάταια να τον συγκρατήσει.

Ο Τζίμης ήταν τώρα πιά εκτός ελέγχου. Έσπρωξε βίαια τον Ρόμπερτ, κοίταξε γύρω του και είδε τη λίμα των νυχιών της Μιρέλας κάτω από τον μεγάλο καθρέφτη. Την πήρε στα χέρια του και πλησίασε και πάλι τη μικρή ερωμένη του, που είχε μόλις συνέλθει και προσπαθούσε να πάρει ανάσες βήχοντας.

«Θα μιλήσεις, μωρή καριόλα! Θα μιλήσεις... Υπάρχουν χειρότερα πράγματα από τον θάνατο. Εγώ σε έκανα τραγουδίστρια, εγώ θα σε κάνω να μην μπορείς να ξαναβγείς σε πίστα!» ψιθύρισε στο αυτί της και, τυλίγοντας ένα εσώρουχο σαν λαβή, πίεσε τη λίμα στο μάγουλό της.

Η Μιρέλα κοίταξε τη λίμα τρομαγμένη. Οι λίμες δεν είναι κοφτερές. Ο πόνος θα ήταν ακόμα μεγαλύτερος και από κόψιμο με μαχαίρι. Στο μυαλό της πάλευε το αίσθημα της αυτοσυντήρησης με την ωμή θέληση να κερδίσει όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε.

Τελικά έκλεισε τα μάτια και αποφάσισε.

«Κάν’ το, ρε... Δείξε μου τώρα πόσο άντρας είσαι. Γιατί στο κρεβάτι δεν μπόρεσες ποτέ. Και για να ξέρεις... σε απάτησα με γυναίκες! Όλο αυτό τον καιρό έκανα έρωτα με γυναίκες, αγάπη μου!» του είπε ειρωνικά και έκλεισε τα μάτια της περιμένοντας τον αναπόφευκτο πόνο που θα αντιμετώπιζε.

Όσο δε γνώριζε πού είχε μιλήσει η Μιρέλα, ο Τζίμης δε θα έκανε καμία κίνηση πανικού. Δε θα διέλυε την παράνομη επιχείρησή του αν δε σιγουρευόταν. Η Μιρέλα το ήξερε. Θα βασιζόταν στη ζήλεια του, για να δώσει στα κορίτσια και στην αστυνομία όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε.

Και αυτόν τον χρόνο θα το πλήρωνε με τον πόνο της.

«Μωρή καριόλα, λεσβία έγινες;» τη ρώτησε εκείνος έκπληκτος και πίεσε τη λίμα με δύναμη στην περιοχή κάτω από το αριστερό της αυτί, κάνοντάς τη να ματώσει.

Τόσο καιρό τον δούλευε! Τα χτυπήματα ήρθαν απανωτά στην ψυχολογία του Τζίμη, που τόσο καιρό νόμιζε πως την εξουσίαζε. Είχε δίκιο, λοιπόν, ο Ρόμπερτ! Η ξανθιά μάγισσα ήταν όσο επικίνδυνη του έλεγε τόσο καιρό. Μόλις τελείωνε με τη Μιρέλα, θα της έδειχνε και εκείνης!

«Λεσβίες είναι οι θηλυκοί κάτοικοι του συγκεκριμένου νησιού, ηλίθιε. Εγώ είμαι από τα Τρίκαλα... Το ξέχασες;» του απάντησε αυθάδικα χαμογελώντας ειρωνικά, εξαγριώνοντάς τον περισσότερο.

Ο Τζίμης δεν άντεξε περισσότερο. Ούρλιαξε υστερικά μια βρισιά και πίεσε τη λίμα βαθιά στο τρυφερό δέρμα κινώντας ταυτόχρονα το χέρι του προς το στόμα της.

«Σταμάτα, Τζίμη... Σταμάτα!» φώναξε ο Μιχάλης βγάζοντας το όπλο του.

Η Μιρέλα ούρλιαζε απελπισμένα, καθώς η λίμα έκοβε το δέρμα στο μάγουλό της. Ο Τζίμης σταμάτησε και κοίταξε με τρελό βλέμμα τον νεαρό του μπράβο, που τον σημάδευε με το πιστόλι του. Ταυτόχρονα έβγαλε το πιστόλι του και ο Ρόμπερτ σημαδεύοντας τον Μιχάλη.

«Τζίμη, καλά σου λέει. Δεν είναι λύση αυτή» του είπε και ο Ρόμπερτ, ενώ σημάδευε τον Μιχάλη.

Ο Τζίμης δεν άκουγε καν τι του έλεγε ο Ρόμπερτ. Είχε γυρίσει και κοίταζε άγρια τον Μιχάλη βρίζοντάς τον.

«Την καψουρεύτηκες τελικά! Ε, μαλάκα; Είναι λεσβία, ρε ηλίθιε, το παραδέχτηκε μόνη της. Μας δούλευε και τους δύο. Μάζεψε τώρα το πιστόλι γιατί θα σ’ το βάλω στον κώλο, όταν τελειώσω με δαύτην!» του είπε και γύρισε να συνεχίσει τον βασανισμό της πρώην αγαπημένης του.

Τα ουρλιαχτά άρχισαν ξανά δυνατότερα αυτήν τη φορά. Ο Ρόμπερτ κόντευε να κάνει εμετό. Αυτός, ένας γεννημένος Ξεχωριστός να στέκεται και να παρακολουθεί βασανισμό γυναίκας! Έπρεπε να μάθουν αν και πόσο κινδύνευε η επιχείρησή τους. Αλλά υπήρχαν και άλλοι τρόποι. Ο φίλος του –τρελαμένος από τη ζήλεια– είχε διαλέξει τον χειρότερο.

Από όταν έμπλεξε με τον υπόκοσμο, έχασε τελείως την ταυτότητά του. Δεν είχε πρόβλημα να σκοτώσει αν χρειαζόταν. Ο βασανισμός όμως ήταν άλλο. Και ήταν πέρα από τα όριά του. Τα σπαραχτικά ουρλιαχτά της Μιρέλας τον είχαν κλονίσει και δεν ήξερε τι να κάνει.

«Τζίμη...» φώναξε για τελευταία φορά ο Μιχάλης.

Ο Τζίμης γύρισε προς το μέρος του, έτοιμος να τον βρίσει ξανά ή να τον απειλήσει. Οι δύο πυροβολισμοί ακούστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα. Ο Τζίμης είδε έκπληκτος την καπνισμένη κάννη του πιστολιού που κρατούσε ο Μιχάλης, πριν πέσει νεκρός δίπλα στη Μιρέλα. Ο Ρόμπερτ και ο Μιχάλης κοιτάχτηκαν ταυτόχρονα με έκπληξη και σημάδεψαν ο ένας τον άλλο. Οι κάννες και των δύο όπλων κάπνιζαν ακόμη. Είχαν πυροβολήσει και οι δύο τον Τζίμη. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ο Μιχάλης κατέβασε διστακτικά πρώτος το όπλο του.

«Δεν υπάρχει λόγος να πεθάνει και άλλος σήμερα!» του είπε στα Γαλλικά και ο Ρόμπερτ έγνεψε καταφατικά και κατέβασε και εκείνος το πιστόλι του.

Κοίταξε τον νεκρό Τζίμη ξαπλωμένο μέσα σε μια λίμνη αίματος, δίπλα στην ακίνητη –από το σοκ του πόνου– Μιρέλα.

«Εγώ φεύγω. Σε λίγο θα πλακώσει η αστυνομία. Εσύ τι θα κάνεις;» ρώτησε τον Μιχάλη, καθώς έβγαινε από την μπαλκονόπορτα.

Η μπροστινή πόρτα ήταν επικίνδυνη. Από ώρα σε ώρα θα κατέφθανε η αστυνομία. Όλο και κάποιος θα είχε ακούσει τους πυροβολισμούς και θα είχε ειδοποιήσει τις αρχές.

«Δεν μπορώ να την αφήσω έτσι! Θα πεθάνει απο αιμορραγία. Πρέπει να ειδοποιήσω... και ό,τι γίνει!» του απάντησε εκείνος ενώ προσπαθούσε, σκίζοντας τα σεντόνια, να φτιάξει πρόχειρους επιδέσμους.

«Καλή τύχη, τότε» του ευχήθηκε ο Ρόμπερτ, έβαλε το πιστόλι στη μέση του και βγήκε στο μπαλκόνι.

Κατέβηκε από την πλαϊνή σκάλα υπηρεσίας και χάθηκε στο δασάκι, που υπήρχε πίσω από το σπίτι. Ο Μιχάλης κάλεσε με το κινητό του το εκατόν εξήντα έξι και πήρε στην αγκαλιά του την αναίσθητη πια Μιρέλα.

«Αστυνομία... Ακίνητος! Δείξε μου τα χέρια σου!» του φώναξε από την πόρτα του δωματίου η Βάσω, που είχε φτάσει τρέχοντας με το που άκουσε τους πυροβολισμούς.

Την ίδια σχεδόν στιγμή εμφανίστηκε στην μπαλκονόπορτα και ο Μάκης λαχανιασμένος. Τα ρούχα του ήταν γεμάτα λάσπες.

«Είδα έναν να τρέχει από το ρέμα προς το δασάκι, αλλά δεν τον πρόλαβα» είπε στην ανήσυχη –βλέποντάς τον έτσι– Βάσω, που τον κοίταζε έκπληκτη.

Ο Μιχάλης υπάκουσε αμέσως και, ακολουθώντας τις οδηγίες τους, ξάπλωσε στο πάτωμα του δωματίου με τα χέρια του ανοιχτά. Η Βάσω τού πέρασε χειροπέδες προσεκτικά, βοηθώντας τον παράλληλα να σηκωθεί. Ο Μάκης είχε πάει πάνω από το ακίνητο σώμα του Τζίμη, για να ελέγξει τις ζωτικές λειτουργίες του.

«Ποιος ήταν ο άλλος; Πώς τον λένε;» ρώτησε τον Μιχάλη η Βάσω, καθώς ο συνάδελφός της έτρεχε στο περιπολικό να ζητήσει άμεση βοήθεια από το κέντρο για τη Μιρέλα, που ανέπνεε με το ζόρι.

Εκείνος δεν απάντησε αμέσως. Γύρισε και κοίταξε την πεσμένη Μιρέλα γεμάτος ανησυχία.

«Θα τα πούμε αυτά. Θα σας τα πω όλα. Σώστε τη μόνο. Σας παρακαλώ» είπε στη νεαρή αρχιφύλακα.

Εκείνη κοίταξε την τεράστια πληγή που είχε κάνει η λίμα στο όμορφο πρόσωπο της νεαρής τραγουδίστριας και αναστέναξε στεναχωρημένη. Και να ζούσε η μικρή, το πιθανότερο ήταν να της μείνει μια τεράστια –καταστροφική για τη δουλειά της– ουλή.

«Αυτός το έκανε; Εσύ τον σκότωσες;» τον ξαναρώτησε.

Από τις αντιδράσεις του Μιχάλη είχε αρχίσει να σχηματίζει γνώμη για το τι είχε συμβεί. Ο σκληρός μπράβος, που συμμετείχε χωρίς τύψεις σε αγοραπωλησίες ανήλικων κοριτσιών. Αυτός που είχε απαγάγει και βιάσει τόσες αθώες κοπέλες είχε ερωτευθεί την κοπέλα του αφεντικού του!

Παιχνίδια που παίζει η ζωή! σκέφτηκε η Βάσω.

Αν δεν είχε συμβεί αυτό, η μικρή θα ήταν τώρα νεκρή. Οι τρεις μοίρες των αρχαίων είχαν μαλλιοτραβηχτεί πάνω από αυτό το κρεβάτι. Ευτυχώς, η Λάχεσις της Μιρέλας είχε μεγάλη επιμονή. Είχε βγει νικήτρια. Όσο για τον Μιχάλη... Οι αρχαίοι είχαν πολλές ακόμα θεότητες, που θα ασχολούνταν μαζί του σε συνδυασμό ή εκ περιτροπής. Η Νέμεσις και οι Ερινύες σίγουρα θα του κρατούσαν συντροφιά για πάρα πολλά χρόνια.

Δέκα λεπτά αργότερα, στο σπίτι επικρατούσε επιτέλους ησυχία. Το ασθενοφόρο πήγαινε την άτυχη Μιρέλα στο Σισμανόγλειο, ενώ ο Μιχάλης κατέβαινε μες στο περιπολικό την Κηφισίας για το Μέγαρο της Ελληνικής Αστυνομίας.

Είχαν πολλά να ξεκαθαρίσουν οι ανακριτές. Και πάνω από όλα το ποιος ήταν ο άντρας που είχε δει ο Μάκης να τρέχει προς το δάσος.