Οι Ξεχωριστοί - Λάχεσις (Κεφάλαιο 39) [+18]

Η Γιάννα αγκάλιασε σφιχτά για άλλη μια φορά τον Γιώργο, σαν να φοβόταν πως θα έφευγε. Οι Ξεχωριστοί, η αποστολή της ως τομεάρχης, όλα όσα την απέτρεπαν από το να συμφωνήσει με την παράκληση του Γιώργου να αποσυρθούν έδειχναν σήμερα τόσο άχρωμα! Σημασία είχαν μόνο οι δικοί της άνθρωποι. Με την υπεροψία της είχε καταφέρει να τραυματιστούν δύο φίλες της και παραλίγο να διώξει από τη ζωή της τον Ξεχωριστό εραστή της. Τον άντρα που αγαπούσε! Ευτυχώς, εκείνος ήταν ακόμη εκεί. Και η Γιάννα τον έσφιγγε τώρα στην αγκαλιά της, για να σιγουρευτεί πως δεν ήταν όνειρο. Πως δε θα ξυπνούσε σε λίγο μόνη της στο τεράστιο κρεβάτι της έπαυλης, κάνοντας πλάκα με την Κατερίνα, που θα προσπαθούσε να την ξυπνήσει και εκείνη θα την απέλυε για πολλοστή φορά! Για λίγο –για ελάχιστες στιγμές– είχε στ’ αλήθεια φοβηθεί. Και αυτό που είχε νιώσει εκείνες τις απειροελάχιστες στιγμές ήταν τόσο, μα τόσο κρύο... που τρόμαξε!

«Η κυρία Δεληπέτρου;» ακούστηκε ξαφνικά μια αντρική φωνή πίσω της.

Απευθυνόταν σε εκείνη στα γαλλικά και η Γιάννα σήκωσε το κεφάλι της απορημένη. Πίσω της είχαν σταματήσει ένας ηλικιωμένος κύριος, που κρατούσε αγκαζέ ένα μικρό όμορφο κορίτσι.

«Ναι... εγώ είμαι» τους απάντησε στη γλώσσα τους, κοιτώντας τους διερευνητικά.

«Με συγχωρείτε... Δε με γνωρίζετε... Φρανσουά Ντιμαρσώ, η κόρη μου...»

Η μικρή δεν τον περίμενε να τελειώσει τις συστάσεις. Με μια απότομη κίνηση, έφυγε από το χέρι του και έπεσε στην αγκαλιά της Γιάννας, ακουμπώντας το κεφάλι στο στήθος της. Η Γιάννα αιφνιδιάστηκε από την κίνηση. Στην αρχή δεν ήξερε τι να κάνει και τελικά ανταπέδωσε απλώς την αγκαλιά, χαμογελώντας τρυφερά.

Ο Γιώργος, αν και δε γνώρισε αμέσως τη μικρή Ζιλιέτ– έτσι που την είδε καθαρή και με καινούρια ρούχα– σύντομα χαμογέλασε. Αλλά τους άφησε να συστηθούν μόνοι τους.

«Τι συμβαίνει; Ποιοι είστε;» ρώτησε χαμηλόφωνα η Γιάννα τον Ντιμαρσώ.

«Η κόρη μου... η Ζιλιέτ... ήταν μια από τις αιχμάλωτες ανήλικες που έσωσε η φίλη σας, η Μαριάννα» της απάντησε εκείνος χαμογελώντας.

Το πρόσωπο της Γιάννας φωτίστηκε. Απομάκρυνε λίγο το κορίτσι και την κοίταξε στα μάτια τρυφερά.

«Εσύ είσαι η Ζιλιέτ, καρδιά μου; Τόσο μικρό κορίτσι και έκανες τόσα πολλά!» της είπε και φίλησε απαλά το μέτωπό της.

Η μικρή χαμογέλασε πονηρά.

«Η Μαριάννα τα έκανε όλα... Εγώ έκλεψα λίγο από τον ηρωισμό της, για να την ξεμπλέξω. Ο κύριος ξέρει τι έγινε» της απάντησε η Ζιλιέτ, δείχνοντας με το βλέμμα της τον Γιώργο πίσω από τη Γιάννα.

«Πώς είναι η ηρωίδα μας; Ξύπνησε;» ρώτησε ο πατέρας της με ενδιαφέρον.

«Όχι ακόμη, αλλά ελπίζουμε όπου να ‘ναι να ξυπνήσει. Οι γιατροί είπαν πως έχει σταθεροποιηθεί η κατάστασή της και δεν κινδυνεύει» απάντησε ο Γιώργος, μιας και η Γιάννα ήταν πολύ συγκινημένη για να μιλήσει.

Η Γιάννα απλώς κοίταζε τη Ζιλιέτ, χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά που έπεφταν στο όμορφο προσωπάκι της.

«Σας ευχαριστούμε πολύ και εσάς» της είπε ξανά ο Ντιμαρσώ, δίνοντάς της το χέρι του.

«Εμένα; Γιατί; Εγώ δεν έκανα τίποτα!» τους απάντησε απορημένη.

«Ε... όχι και τίποτα! Μας τα εξήγησε όλα η αστυνομικός. Μας είπε ότι η ιδεολογία σας βασίζεται στην υπεράσπιση των γυναικών. Αυτή η ιδεολογία ώθησε τη Μαριάννα να πάρει τόσα ρίσκα, για να σώσει άγνωστες σε εκείνη γυναίκες. Συνεπώς συμβάλλατε και εσείς στο να σωθεί η κόρη μου και τα υπόλοιπα κορίτσια» της εξήγησε επιγραμματικά.

Η Γιάννα αναστέναξε. Ο Ντιμαρσώ την ευχαριστούσε για το ίδιο ακριβώς πράγμα για το οποίο εκείνη καταριόταν τον εαυτό της!

«Ναι, κύριε Ντιμαρσώ, αλλά για να γίνουν αυτά έχουν τραυματιστεί δύο Ξεχωριστές. Δε λέω πως δεν άξιζε. Βλέποντας αυτήν την όμορφη φατσούλα να μου χαμογελάει... Ίσως και να άξιζε τελικά. Αλλά το τίμημα ήταν πολύ μεγάλο!» του απάντησε στεναχωρημένη.

«Δύο; Ποιες δύο; Δεν ήταν μόνο η Μαριάννα; Υπάρχει και άλλη κοπέλα;» ρώτησε ο Ντιμαρσώ ανήσυχος.

Δεν είχαν προλάβει να του πουν ακόμη για τον Τζίμη και τη Μιρέλα. Η Γιάννα τούς εξήγησε τι διαδραματίστηκε στο σπίτι του αρχηγού της συμμορίας και κατέβασε το κεφάλι της.

«Ναι... το γαμημένο κάθαρμα! Τον έφαγαν! Στον διάολο να πάει...» ούρλιαξε η Ζιλιέτ με χαρά, μόλις η Γιάννα τελείωσε την αφήγηση.

Οι υπόλοιποι δε μίλησαν. Η μικρή είχε τραβήξει τόσα πολλά, που οποιοδήποτε αντίστοιχο ξέσπασμα δε θεωρούνταν ανησυχητικό. Φυσικά ο γερο-Ντιμαρσώ είχε ήδη κλείσει ραντεβού με τους καλύτερους ψυχολόγους του Παρισιού. Η κόρη του είχε πολλά τραύματα να ξεπεράσει. Μόλις σιγουρεύονταν για την κατάσταση της υγείας των δύο κοριτσιών, θα γύριζαν στη Γαλλία και θα ξεκινούσαν οι συνεδρίες της.

«Αφού δεν έχει ξυπνήσει ακόμη, θα φύγουμε. Μη σας κουράζουμε… Θα έρθουμε ξανά το απόγευμα» είπε ο Ντιμαρσώ, παίρνοντας τη μικρή από την αγκαλιά της Γιάννας.

«Η κόρη μου λέει ότι, όταν μεγαλώσει λίγο ακόμα, θα ήθελε να γίνει Ξεχωριστή!» τους είπε γελώντας και, αφού τους χαιρέτησαν και πάλι, έφυγαν.

Η Γιάννα κοίταζε χαμογελαστή, καθώς απομακρυνόταν η μικρή Ζιλιέτ. Ύστερα γύρισε προς τον Γιώργο και άνοιξε διάπλατα τα χέρια της, κάνοντάς του νόημα ότι χρειαζόταν μια αγκαλιά. Η επίσκεψη της μικρής ήταν καταλυτική για την ψυχολογία της. Είχε πάρει πια τις αποφάσεις της. Αποφάσεις που θα άλλαζαν τις ζωές όλων.

«Θεέ μου... Η Μιρέλα... Την Ιόλη... Πρέπει να ειδοποιήσω την Ιόλη!» Η Γιάννα τινάχτηκε συνειδητοποιώντας ότι δεν είχε ακόμη στείλει κάποιον να πάει να συμπαρασταθεί στην τραυματισμένη Μιρέλα.

Άνοιξε το κινητό της αναστενάζοντας αγχωμένη.

«Έλα, Ιόλη μου. Πού είσαι; Όχι, αγάπη μου... Μην πας στο σπίτι μου, δεν είμαι εκεί. Έχω άσχημα νέα... Η Μιρέλα τραυματίστηκε και βρίσκεται στο Σισμανόγλειο... Έγινε μάχη. Ο Τζίμης σκοτώθηκε, αλλά πρόλαβε να τραυματίσει το κορίτσι μας. Εντάξει... Τρέξε εσύ εκεί. Εγώ είμαι Χαλκίδα. Στο νοσοκομείο και εγώ. Όχι... όχι για μένα. Τραυματίστηκε και η Μαριάννα στο κρησφύγετο της συμμορίας. Έσωσε έξι κοπελίτσες, αλλά την τραυμάτισαν στο πόδι... Σταθερή... Περιμένουμε να ξυπνήσει. Έγινε, θα τα πούμε αναλυτικά. Πάρε με να μου πεις πώς είναι το κορίτσι μας. Όταν συνέλθει η Μαριάννα, θα έρθουμε με τον Γιώργο και εμείς εκεί. Έγινε... Εγινε» απάντησε η Γιάννα τελειώνοντας και έληξε τη συνδιάλεξη.

«Αυτό το σαρανταοκτάωρο να πάει και να μην ξανάρθει!» μονολόγησε και γύρισε στον διάδρομο.

Ο Γιώργος καθόταν στην καρέκλα δίπλα στο τραπεζάκι, που είχε αφήσει τους καφέδες. Εκείνη πλησίασε και κάθισε στα γόνατα μπροστά του χαμογελώντας. Ξαφνικά και απροειδοποίητα το πήρε απόφαση. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τον κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας σκανταλιάρικα.

«Αγάπη μου! Είμαι έγκυος... θα κάνουμε παιδάκι!» του είπε με μια ανάσα.

Δεν ήθελε να σκεφτεί με ποιον τρόπο θα το έλεγε. Αν το έκανε, μπορεί να γύριζαν οι αναστολές και να μην το έλεγε ποτέ. Έφερε έτσι τον εαυτό της προ τετελεσμένου και ησύχασε.

Ο Γιώργος πάγωσε κοιτώντας τη σαν χαμένος. Κάτι προσπάθησε να πει, το στόμα του σχημάτισε τις λέξεις, αλλά ο κόμπος στο λαρύγγι του έκανε τη φωνή του να ακουστεί σαν ρόγχος.

Οχ... Χιαστί εγκεφαλικό! Τον έφαγα και αυτόν η σκύλα! σκέφτηκε προς στιγμή μεταξύ σοβαρού και αστείου!

«Θα ζήσεις, μωρό μου; Το μωρό μας θα θέλει να δει τον μπαμπά του σε μερικούς μήνες... Πάρε ανάσα» του ξαναείπε χαϊδεύοντας το μάγουλό του με την παλάμη της.

«Καλά, παιδάκι μου... Είσαι ηλίθια; Έτσι το λένε αυτό; Δηλαδή πώς πάει: Με την πλάκα ξέχασα να σου πω... Είσαι μπαμπάς!» είπε θυμωμένος, όταν κατάφερε να αναπνεύσει φυσιολογικά.

Και το μετάνιωσε αμέσως βλέποντας το κουταβίσιο βλέμμα της.

«Έλα... εντάξει... δε σε μαλώνω…» της είπε χαμηλόφωνα. «Αλλά είσαι ηλίθια, μωρ’ αδερφάκι μου! Συγγνώμη, αλλά... είσαι! Γκάου τελείως!» κατέληξε ανεβάζοντας και πάλι τη φωνή του.

Η Γιάννα γέλασε αυθόρμητα ακούγοντάς τον. Όσο και αν προσπάθησε να μείνει σοβαρή, για να μην τον θυμώσει περισσότερο, δεν τα κατάφερε.

«Α... Γελάς και από πάνω, ε; Με κοροϊδεύεις κιόλας!» της απάντησε εκείνος νευριασμένος με το αυθόρμητο γέλιο της.

«Συγγνώμη, μωρό μου... Αλλά... ακούστηκες σαν τον Σεφερλή στο θέατρο: Συγγνώμη, φιλενάδα... αλλά είσαι ηλίθια!» του είπε μιμούμενη τη χαρακτηριστική φωνή του Μάρκου Σεφερλή και έσκασε στα γέλια παρασέρνοντας και εκείνον μαζί.

Ο Γιώργος την κοίταξε στα όμορφα μάτια της με λατρεία. Ό,τι και αν έλεγε, το χαμόγελο στο πρόσωπό του –όταν την κοίταξε– μαρτυρούσε τη συγκίνησή του. Πλησίασε σιγα σιγά τα χείλη του και τα ακούμπησε τρυφερά στα δικά της.

«Σ’ αγαπώ!»

«Σε ευχαριστώ για όλα!»

Οι δύο προτάσεις ακούστηκαν ταυτόχρονα, όταν τα χείλη τους χωρίστηκαν. Οι δύο Ξεχωριστοί γέλασαν και πάλι. Κανείς από τους δυο δεν ένιωσε την ανάγκη να αναλύσει όσα ακούστηκαν ταυτόχρονα. Ούτε υπήρχε λόγος να ξεκαθαρίσουν ποιος από τους δύο είχε πει τι.

«Κυρία Δεληπέτρου... Η Μαριάννα ξύπνησε και σας ζητάει!» της είπε χαρούμενα μια νοσοκόμα.

«Μαριάννα μου!» ψιθύρισε εκείνη και έτρεξε προς το δωμάτιο.