Οι Ξεχωριστοί - Λάχεσις (Κεφάλαιο 42) [+18]

«Αμάν σε αυτό το σπίτι πια! Μέχρι τώρα το: της επί χρήμασι γίνεται εδώ μέσα ήταν απλώς μια έκφραση. Εδώ και δύο ώρες το ‘χουμε και στην κυριολεξία!» γκρίνιαξε η Κατερίνα γελώντας πονηρά.

Η Γιάννα είδε την έκφρασή της και κρατήθηκε με το ζόρι να μη γελάσει. Η μικρή είχε δίκιο. Η πεταλουδίτσα όλο αυτό το διάστημα ούρλιαζε ηδονικά με αυξομειούμενη ένταση και όλο το σπίτι λειτουργούσε σαν τεράστιο ηχείο δυναμώνοντας τις φωνές της. Η Γιάννα γελούσε κάθε φορά που οι κορώνες της νεαρής ανέβαιναν οκτάβες.

«Έτσι ακούγομαι και εγώ, Κατερίνα μου;» τη ρώτησε δαγκώνοντας σκανταλιάρικα τα χείλη της, σε μια ένδειξη ανύπαρκτης ντροπής.

«Όχι, Ξεχωριστούλα μου! Ακούγεσαι, αλλά όχι και έτσι. Ούτε στον πύργο του Λονδίνου δεν ούρλιαζαν έτσι, όταν βασάνιζαν τις μάγισσες στον Μεσαίωνα!» της απάντησε η Κατερίνα γελώντας και εκείνη.

Επιτέλους, μισή ώρα αργότερα, το σπίτι ησύχασε και ακούστηκε ο ήχος τακουνιών από γόβες να κατεβαίνουν προσεκτικά τη σκάλα προς το κεντρικό σαλόνι. Οι δύο φίλες κοιτάχτηκαν και έσκασαν ταυτόχρονα στα γέλια.

«Τέλειωσε λες;» ρώτησε η Κατερίνα την κυρία της.

«Ο Γιώργος; Μπα… Δε νομ–» πήγε να απαντήσει η Γιάννα, αλλά η μικρή τη διέκοψε.

«Βρε, ποιος Γιώργος... Σιγά μην τέλειωσε αυτός! Για την επί χρήμασι ρωτάω» της ξαναείπε χαμηλόφωνα.

 Η Γιάννα την κοίταξε με δυσφορία.  

«Έλα... μην τη λες έτσι!» τη μάλωσε κάνοντάς της νόημα να κάνει ησυχία.

Υπολογίζοντας από τον ήχο των τακουνιών ότι η άγνωστη πλησίαζε σιγά σιγά στο σαλόνι, σηκώθηκε και βγήκε και εκείνη, για να τη συναντήσει.

«Γεια σας... Εσείς είστε η Γιάννα φυσικά. Χαίρομαι πολύ... Τζένη» συστήθηκε η όμορφη ψηλή καστανομάλλα που είδε μπροστά της.

«Ναι... η Γιάννα είμαι. Συγγνώμη που δεν ήμουν εδώ να σε υποδεχτώ εγώ» της απάντησε η σχεδιάστρια χαμογελώντας πλατιά. «Λοιπόν... Τριακόσια ευρώ η ώρα... Δυόμιση ώρες... Εφτακόσια πενήντα... Συν πενήντα ευρώ για την έξτρα ώρα που χρειάστηκες, για να διαβάσεις το μυθιστόρημα, ώστε να αποδώσεις τον ρόλο σου» της είπε καθώς άνοιγε την τσάντα που κρατούσε από την ώρα που βγήκε από την κουζίνα.

Η Τζένη τινάχτηκε απότομα σαν να τη χτύπησε ρεύμα. Άπλωσε το χέρι της και τη σταμάτησε, καθώς η Γιάννα έβγαζε μέσα από την τσάντα της χαρτονομίσματα των πενήντα ευρώ.

«Προς Θεού, καλέ! Δεν είμαι τόσο πορωμένη ώστε να σας χρεώσω και για το μυθιστόρημα! Ο Χριστός και Παναγία, δηλαδή. Αφήστε που ήταν και πολύ ωραία ιστορία. Τη διάβασα ευχάριστα. Νομίζω πως ταιριάζω και σε κάμποσα με την ηρωίδα. Άρα με ενδιαφέρει προσωπικά πια! Α, ναι... Έγραψα και σχόλιο στη συγγραφέα για τη συνέχεια. Αν συνεχίσει, βέβαια, να γράφει με αυτόν τον ρυθμό, θα μάθουμε αν η ηρωίδα της αφέθηκε στον κύριο Δημητρίου, όταν η Ελλάδα βγει από την κρίση!» της απάντησε γελώντας.

«Κατάλαβα, αν είναι έτσι δε βλέπω να το τελειώνει... ποτέ!» συμπλήρωσε η Γιάννα και γέλασαν ταυτόχρονα.

Ήταν φανερό πως η Τζένη έλεγε την αλήθεια. Δεν το είχε απλώς διαβάσει για τον ρόλο της. Είχε ταυτιστεί κιόλας!

«Εκτός αυτού... δε νιώθω ότι δικαιούμαι αυτά τα λεφτά. Εδώ που τα λέμε... εγώ τέλειωσα τέσσερις φορές και ο σύζυγός σας δεν τέλειωσε καν! Ντρέπομαι λίγο» συμπλήρωσε, εμφανώς αγχωμένη.

«Ο σύζυγός μου; Ποιος συζ– Α, ναι... Δεν πειράζει. Είχαμε καμιά συμφωνία γι’ αυτό το θέμα και δεν την τήρησες; Η συμφωνία ήταν να παίξεις τον συγκεκριμένο ρόλο. Η κατάληξη, πίστεψέ με, ήταν αναμενόμενη. Δε φταις εσύ, κουκλίτσα μου, μην ανησυχείς!» της είπε για να την καθησυχάσει.

Αν οι επί χρήμασι, όπως αποκαλούσε την Τζένη η Κατερίνα, περίμεναν να τελειώσει ο Γιώργος, για να πληρωθούν, θα είχαν πεθάνει της πείνας. Η Γιάννα έδωσε τα οκτακόσια ευρώ στην Τζένη, που την κοίταζε ακόμη διστάζοντας να τα δεχτεί.

Οι πελάτες τής ζητούσαν διάφορα πράγματα περίεργα –και μη– από εκείνην. Το μόνο που παρέμενε ίδιο στο επάγγελμά της ήταν η κατάληξη. Ο εκάστοτε πελάτης τέλειωνε πάνω της, μέσα της, στο στόμα της ανάλογα πόσο πλήρωνε αλλά τέλειωνε!

Η Τζένη ήταν πολύ καινούρια στο επάγγελμα και, όπως και η ηρωίδα του μυθιστορήματος, δεν ήταν πορωμένη, ψυχρή επαγγελματίας. Δεν είχε προστάτες και δεν ανήκε σε γραφείο ή οτιδήποτε παρεμφερές. Πελάτες και πελάτισσες όπως η Γιάννα τη σύστηναν ο ένας στον άλλο. Και ναι... μπορούσε να πει ότι είχε και μια μικρή έστω ευχέρεια επιλογής. Αυτό που είχε ζήσει εκεί μέσα την ξένιζε. Την πλήρωναν στην ουσία, για να τελειώνει εκείνη!

Ομολογουμένως... είχε συναντήσει το πιο πρωτότυπο βίτσιο σε άντρα πελάτη – μέχρι εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον. Και μόλις είχε δει ζωντανά την τωρινή της πελάτισσα, είχε ευχηθεί ενδόμυχα να της είχαν ζητήσει τρίο σε αυτό το ραντεβού.

Αμάν και αυτή η συγγραφέας... Χάθηκε να γράψει μια σκηνή με τη Μάριαν και ένα ζευγάρι; Εκεί να δεις απόδοση! σκέφτηκε αναστενάζοντας, καθώς αισθανόταν τα γαλάζια μάτια της Γιάννας να τη διαπερνούν όπως την κοίταζε.

Όχι, δεν μπορούσε να πάρει τόσα λεφτά έτσι απλά και να φύγει. Αισθανόταν ότι δεν τα είχε δουλέψει.

«Μήπως μπορώ να κάνω κάτι και για εσάς;» τη ρώτησε κοιτώντας τη στα μάτια, με το βλέμμα της γεμάτο υποσχέσεις.

Έτσι και αλλιώς, μετά από τέσσερις οργασμούς δεν είχε καμιά διάθεση να συνεχίσει το πρόγραμμα των ραντεβού, που είχε για εκείνη τη μέρα. Οι πελάτες της ήταν ευχαριστημένοι από εκείνην, γιατί πραγματικά τους έκανε να ξεχνούν ότι την είχαν πληρώσει για τον έρωτα που ζούσαν μαζί της. Αυτό ήταν το κυριότερο ταλέντο της. Και τώρα ήθελε να χρησιμοποιήσει αυτό το ταλέντο σε μια συνηθισμένη, όπως πίστευε, νοικοκυρά. Την ηδονή που δεν είχε δώσει, αφού δεν είχε καταφέρει να κάνει τον σύζυγό της να τελειώσει, θα την πάτσιζε με την όμορφη πελάτισσα.

Ο υπαινιγμός της ήταν πολύ σαφής, για να κάνει η Γιάννα πως δεν καταλάβαινε. Στην αρχή σκέφτηκε να απαντήσει αρνητικά. Είχε ήδη όσο σεξ ήθελε στη ζωή της. Η Τζένη δε θα μπορούσε να της δώσει τίποτα που δεν της έδιναν ήδη ο Γιώργος και οι φίλες της. Εκτός αυτού, είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι θα σταματούσε τις προσπάθειες να σώσει όποια γυναίκα συναντούσε. Θα έμπλεκε πάλι σε περιπέτειες, όπως με τη Μιρέλα και τον Τζίμη, που είχε τη γνωστή αιματηρή κατάληξη. Και αυτήν τη φορά δεν ήταν μόνη της. Είχε να σκεφτεί και το μικρό ανθρωπάκι που μεγάλωνε μέσα της.

«Αυτά τα λεφτά θα τα πάρεις εσύ; Όλα δικά σου είναι;» τη ρώτησε υπονοώντας την ύπαρξη ή όχι κάποιου προστάτη.

Η Τζένη το κατάλαβε και χαμογέλασε.

«Ναι... φυσικά... όπως είδατε, δε με πήρατε σε γραφείο. Η φίλη σας με σύστησε εσάς» της απάντησε χωρίς δισταγμό.

Η Γιάννα πλησίασε κοντά της ακουμπώντας σχεδόν το κορμί της στο δικό της. Η Τζένη έγλειψε αργά τα χείλη της υγραίνοντάς τα και ετοιμάστηκε.

«Παίρνεις ναρκωτικά οποιουδήποτε είδους;» την ξαναρώτησε αυστηρά.

Η Τζένη τινάχτηκε διαμαρτυρόμενη στο άκουσμα της ερώτησης.

Η Γιάννα γέλασε και την ξαναπλησίασε ακουμπώντας σχεδόν επάνω της.

«Κοίτα με βαθιά στα μάτια... συνέχεια... και τίποτα άλλο!» της είπε, κλείνοντας τα δικά της για αρκετά δευτερόλεπτα.

Όταν τα ξανάνοιξε, στήλωσε το βλέμμα της κατευθείαν στις κόρες των ματιών της Τζένης απόλυτα συγκεντρωμένη. Πέρασε το δεξί της χέρι ανάμεσα στο άνοιγμα της καπαρντίνας και έφτασε εύκολα στο ήδη καυτό κέντρο της Τζένης.

Εκείνη έμεινε ακίνητη, όπως της είχε ζητήσει, προσπαθώντας να ελέγξει ακόμα και την αναπνοή της, που ήταν το μόνο που ακουγόταν στη νεκρική σιγή που επικρατούσε. Η Τζένη άνοιξε τα μάτια και το στόμα της διάπλατα χωρίς να βγάζει ήχους, καθώς η παράξενη πελάτισσα έβαζε τα δύο μεσαία της δάχτυλα βαθιά μέσα της. Μόλις έβαλε τα δάχτυλα μέσα της, τα έστριψε προς το G και τα κράτησε ακίνητα. Ύστερα σήκωσε το αριστερό της χέρι και ακούμπησε την παλάμη της στο δεξί μάγουλο της νεαρής, αμίλητη.

Το μόνο που έδειχνε ότι οι δύο γυναίκες ήταν ζωντανές ήταν η αναπνοή της Τζένης, που είχε αρχίσει σιγά σιγά να γίνεται ακανόνιστη. Αυτό την ανάγκασε να χαλάσει τη συγκέντρωσή της και να κουνηθεί, κάνοντας τα δάχτυλα της Γιάννας να τρίψουν ελαφρά την ευαίσθητη περιοχή στο εσωτερικό των τοιχωμάτων της. Η Τζένη έβγαλε ένα πνιχτό επιφώνημα λαχανιάζοντας ξαφνικά.

«Μείνε ακίνητη, μωρό μου!» της είπε ξανά η Γιάννα χαμηλόφωνα.

Κράτησε ακίνητα τα δάχτυλά της και συγκεντρώθηκε και πάλι. Σε λίγο η αίσθηση της αφόρητης γλύκας που είχε αισθανθεί πριν από λίγο πλημμύρισε και πάλι την Τζένη. Αλλά αυτήν τη φορά αισθάνθηκε καυτές τις άκρες των δαχτύλων της Γιάννας ακίνητες μέσα της. Και η αίσθηση απλωνόταν σιγά σιγά σε όλο της το κορμί, κυριεύοντάς το. Η Τζένη ένιωσε ότι δεν μπορούσε πια να κρατήσει ρυθμό στην αναπνοή της και άρχισε να ξεφυσάει με διαρκώς αυξανόμενη ένταση. Άνοιξε το στόμα της σαν να ετοιμαζόταν να κλάψει και άφησε να βγει από μέσα της ένα μπάσο μακρόσυρτο μουγκρητό, κατευθείαν από το διάφραγμά της. Ήδη οι πρώτοι σπασμοί της ηδονής είχαν αρχίσει να διαπερνούν ολόκληρο το κορμί της. Δεν ήταν το συνηθισμένο βίαιο ξέσπασμα της κορύφωσης του οργασμού. Ήταν μια κορύφωση μακράς διαρκείας που δεν μπορούσε να αντέξει.

Τα πόδια της λύγισαν και άρχισε σιγά σιγά να καταρρέει πάνω στη Γιάννα που τη συγκρατούσε. Η Τζένη προσπάθησε να φωνάξει, για να εκτονώσει την αβάσταχτη ηδονή, που της έδιναν τα καυτά ακροδάχτυλα της Γιάννας μέσα της. Δεν μπόρεσε και πανικοβλήθηκε. Ήθελε απεγνωσμένα να πάρει αέρα, αλλά ο οργανισμός της δεν την άφηνε. Ο μόνιμος οργασμός που ένιωθε είχε σφίξει το διάφραγμα και τους κοιλιακούς της, αντιδρώντας φυσιολογικά σε αυτό που πίστευε ότι θα ήταν μια βραχεία βίαια εκτόνωση.

Η Τζένη έβγαζε τώρα ήχους σαν να πνιγόταν. Ο αέρας δεν της έφτανε. Ταυτόχρονα όμως βίωνε και την ομορφότερη αίσθηση που θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί.

Η όμορφη πελάτισσα δεν είχε κανένα σκοπό να παίξει με την υγεία της νεαρής. Μόλις την έφτασε στα όρια της αντοχής της, απομάκρυνε τα δάχτυλα από τα τοιχώματα του κόλπου της νεαρής, δίνοντάς της χρόνο να επαναφέρει τον ρυθμό της αναπνοής της. Η φωνή, που είχε κοπεί ασυνείδητα, επανήλθε απότομα, κάνοντας την Τζένη να ουρλιάξει σπαραχτικά σαν να τη μαχαίρωναν. Τα δάχτυλα βγήκαν με ήρεμες κινήσεις τελείως από μέσα της και η Γιάννα την έπιασε από τον αυχένα και τη μέση, βοηθώντας τη να καταρρεύσει ελεγχόμενα στον καναπέ πίσω της.

Επιτέλους, ο αέρας είχε άρχισε να εισρέει και πάλι στα πνευμόνια της δίνοντάς της το πολυπόθητο οξυγόνο. Οι σπασμοί συνέχιζαν με συνεχώς μειωμένη ένταση να κάνουν το σώμα της να σκιρτάει περιοδικά. Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά σε ό,τι είχε νιώσει πριν από λίγο. Όταν άνοιξε τρεμάμενη ακόμη τα μάτια της, είδε τη Γιάννα να της χαμογελάει τρυφερά, χαϊδεύοντας τα λαμπερά καστανά μαλλιά της.

Η Τζένη έβγαλε μια άναρθρη μικρή κραυγή και χώθηκε όσο πιο βαθιά μπορούσε στην αγκαλιά της όμορφης σχεδιάστριας.

«Τι έγινε; Τι ήταν αυτό; Δεν έχω ξανανιώσει τόσο όμορφα!» της είπε χαμηλόφωνα.

Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ζαλίστηκε και ξανακάθισε στο καναπέ. Αισθάνθηκε μια γλυκιά κούραση να κυριεύει το κορμί της και ένα αίσθημα απόλυτης πληρότητας... Ένιωθε απλώς... ευτυχισμένη, ψυχή τε και σώματι!

«Ας πούμε ότι κάτι δοκίμαζα ή ότι ήταν ένα δωράκι επειδή σε συμπάθησα» της απάντησε η Γιάννα κοιτώντας την τρυφερά, καθώς τη βοηθούσε να σηκωθεί.

Η νεαρή ξαναδοκίμασε να σηκωθεί και να περπατήσει, αλλά ξανακάθισε τρεκλίζοντας.

«Μη βιάζεσαι, γλυκιά μου! Κάθισε πέντε λεπτά. Δε βιαζόμαστε» της είπε αγκαλιάζοντας την και πάλι.

Εκείνη την κοίταξε και χαμογέλασε μηχανικά. Ήταν φανερό ότι το μυαλό της ακόμη ταξίδευε σε αυτό που είχε μόλις νιώσει.

Δε γίνεται να μην μπορώ να πάρω τα πόδια μου! σκέφτηκε πεισμωμένη και σηκώθηκε αποφασιστικά, έστρωσε την καπαρντίνα στο σώμα της και ετοιμάστηκε να φύγει.

Η Γιάννα την ακολούθησε μέχρι την εξώπορτα, για να την αποχαιρετήσει. Η Τζένη γύρισε προς το μέρος της, άνοιξε την τσάντα της και πήρε ένα στιλό από μέσα. Έπειτα έπιασε το εξωτερικό της παλάμης του χεριού με το οποίο η όμορφη πελάτισσα την είχε κάνει τόσο ευτυχισμένη.

«Αυτός είναι ο προσωπικός μου αριθμός. Όποτε θελήσετε ξανά τις υπηρεσίες μου, αν βέβαια άρεσα και στον σύζυγό σας, πάρτε με σε αυτό. Δεν ξέρω τι κάνατε... Ξέρω μόνο ότι αυτήν τη στιγμή αγαπάω και θέλω φιλήσω όλο τον κόσμο. Θα σας ρωτούσα πώς το κάνατε, αλλά είμαι σίγουρη ότι δε θα μου πείτε» της είπε καθώς έγραφε τους αριθμούς στο χέρι της.

«Αν υπήρχε κάτι απλό να σου πω, θα σ’ το έλεγα. Δεν είναι κάτι υπερφυσικό. Είναι θέμα συγκέντρωσης» της εξήγησε απλά η Γιάννα.

«Σας ευχαριστώ πολύ για όλα! Καλό απόγευμα» απάντησε τρυφερά η Τζένη και κατέβηκε τα σκαλιά προς την εξώπορτα της έπαυλης.

Μπήκε στο αυτοκίνητό της, χαιρέτησε τη Γιάννα για άλλη μια φορά και χάθηκε στον κατάφυτο δρόμο προς τη λεωφόρο.

«Καλό απόγευμα, γλυκιά μου! Να προσέχεις!» ψιθύρισε η Γιάννα σαν να μπορούσε η Τζένη να την ακούσει.

«Τι τρέλα είναι αυτή που έχεις με τις παραστρατημένες, μωρό μου;» Η φωνή του Γιώργου που είχε βγει στην πόρτα και την έψαχνε την ανάγκασε να διακόψει τις σκέψεις της.

«Γεια σου, αγαπούλα μου... Τι έγινε; Πέρασες καλά με το μασκοκόριτσο;» του απάντησε εκείνη περιπαιχτικά, καθώς πέρασε από μπροστά του και μπήκε στο σαλόνι.

Ο Γιώργος την ακολούθησε γελώντας ειρωνικά.

«Μμ… Ναι!... Αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι στην αρχή έφαγα το ξύλο της αρκούδας... Τέλεια!» της είπε στο τέλος χαμογελαστός και κάθισε μαζί της στον καναπέ.

«Αγαπούλι; Την επόμενη εβδομάδα θα γίνει τελικά η φετινή συγκέντρωση των Ξεχωριστών. Δε χρειάζεται να πάρουμε πολλά πράγματα μαζί μας. Τις βέρες των γεννημένων με ενδιαφέρει να μην ξεχάσουμε. Και την τιάρα μου. Θυμάσαι πέρυσι που την ξέχασα; Άκουσα πολλά καντήλια από τους πρεσβύτερους. Έχουν μια εμμονή με τα σημάδια της κοινότητας, που καταντάει γελοία. Αλλά τι να κάνουμε; Δε μου λες... Τη βέρα σου την έχεις εδώ ή στο σπίτι σου;» τον ρώτησε, καθώς έβαζε μια ταινία στο home cinema.

Τη βέρα του! Δε θα ξεχνούσε ποτέ την όμορφη στιγμή πριν από εφτά χρόνια που η Γιάννα τού είχε δώσει τη βέρα-σημάδι των Ξεχωριστών. Φορούσε μια πορφυρή τήβεννο με πόρπες και την ασημένια τιάρα της τομεάρχη στο κεφάλι της. Στάθηκε μπροστά του, πήρε μια ολόχρυση βέρα από ένα κουτάκι και του τη φόρεσε. Ήταν μια κοινή χρυσή βέρα. Μόνο που στο εσωτερικό της δεν έγραφε κάποια ημερομηνία γάμου, όπως συνήθως. Οι βέρες των γεννημένων Ξεχωριστών γράφουν με μικρά σκαλιστά γράμματα ένα απλό μήνυμα:

«Πάντα Ξεχωριστός» ή «Πάντα Ξεχωριστή».

 Γιατί βέρα και όχι κάτι άλλο; Μα για να μπορεί να τη φοράει ο Ξεχωριστός οπουδήποτε, χωρίς να προκαλεί αδιάκριτα ερωτηματικά.

«Όχι, μωρό μου... Εδώ την έχω. Στο συρτάρι μαζί με τη δική σου πρέπει να ‘ναι» της απάντησε εκείνος και την πήρε αγκαλιά, για να παρακολουθήσουν την ταινία που άρχιζε.

«Ωραία. Δεν ήθελα να έχω άγχος και με αυτό! Επίσης, περιμένουμε με κούριερ τα φωσφορούχα διακριτικά της ιεραρχίας για τη δεξίωση» ξεκίνησε να του λέει, αλλά τη διέκοψε.

«Καλά... καλά... Έχουμε χρόνο ακόμη! Κάτσε τώρα στην αγκαλίτσα μου να δούμε την ταινία, μην αρχίσω πάλι να σε φιλάω και δε δούμε τίποτα όπως πάντα» της είπε και έκλεισε την αγκαλιά του σφιχτά, βάζοντας το κεφάλι της στο στήθος του.

Του άρεσε πολύ αυτή η στάση. Την έπαιρνε στην αγκαλιά του και ακουμπούσε το πρόσωπό του στα μαλλιά της αναπνέοντας το υπέροχο άρωμα που ανέδιδαν.

Η Γιάννα γύρισε το κεφάλι της και τον φίλησε τρυφερά. Ο μπάσος ήχος του ηχείου που έλεγχε τον ήχο την έκανε να τρομάξει και να γυρίσει απότομα προς την τηλεόραση. Αναστέναξε ευτυχισμένη και βολεύτηκε καλύτερα στην αγκαλιά του. Κάτι τέτοιες στιγμές σκεφτόταν πόσο σωστά είχε κάνει να ειδοποιήσει τους πρεσβύτερους στην κοινότητα πως στην επόμενη συγκέντρωση των Ξεχωριστών θα δήλωνε παραίτηση από Τομεάρχης. Ο Γιώργος, το παιδί της και οι φίλες της θα ήταν πια η ζωή της ολόκληρη. Τις σκέψεις της διέκοψε το επίμονο χτύπημα του κινητού της.

«Ω… Ποιος είναι τώρα;» γκρίνιαξε, μορφάζοντας απογοητευμένη και σηκώθηκε από την αγκαλιά του Γιώργου. «Ναι... ποιος; Α, εσύ είσαι, Στέλλα μου; Τι συμβαίνει; Α… Στις έξι του μήνα θα γυρίσουμε Ελλάδα, ναι. Έχω υπέρηχο στις επτά για το μωρό και πρέπει να είμαι εδώ. Στις δέκα το πρωί πετάω, γιατί ρωτάς; Αα... Πολύ ωραία, θα χαρώ πολύ να είμαστε μαζί. Ναι... ωραία, ωραία... Θα τα πούμε και από κοντά. Όχι, όχι, δε βιάζομαι, μπορώ... Τι θες;» Η Γιάννα έκανε έναν μορφασμό αγανάκτησης κοιτώντας τον Γιώργο, που την περίμενε στον καναπέ.

Γέλασε και του γύρισε απότομα την πλάτη, για να μη γελάσει.

«Ναι... για πες μου!»