Οι Ξεχωριστοί - Λάχεσις (Κεφάλαιο 44) [+18]

«Καλημέρα σας, μπορώ να σας εξυπηρετήσω; Θέλετε κάτι;» Ο Ρόμπερτ τινάχτηκε στο κάθισμά του ενοχλημένος.

Η φωνή της νεαρής σερβιτόρας επανέφερε στην πραγματικότητα τον απορροφημένο στις σκέψεις του Ξεχωριστό. Κοίταξε αγχωμένος το μεγάλο ρολόι πάνω από το μπαρ του μικρού μπιστρό. Επτά και μισή. Ήταν νωρίς ακόμη, θα έπρεπε να περιμένει.

«Ένα κρουασάν και έναν εσπρέσο, παρακαλώ» της απάντησε ευγενικά, χαμογελώντας.

Μετά γύρισε λίγο την καρέκλα του, ώστε να μπορεί να βλέπει απρόσκοπτα την είσοδο του ξενοδοχείου απέναντι. Στην Avenue d’ Eylau η κίνηση ήταν ήδη αυξημένη. Βιαστικοί περαστικοί έκαναν ζιγκ ζαγκ ανάμεσα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα βρίζοντας. Μια ακόμα συνηθισμένη ημέρα είχε ξημερώσει στη γαλλική πρωτεύουσα. Συνηθισμένη για όλους τους άλλους. Για τον διψασμένο για εκδίκηση Ξεχωριστό, ήταν η μέρα που θα έκανε επιτέλους τη Γιάννα να πληρώσει για ό,τι του είχε κάνει.

Και μετά σειρά είχαν και οι υπόλοιποι. Ο Γιώργος και η Ενριέτα. Αν ήταν λίγο τυχερός, ίσως εκτός από τη Γιάννα να είχε την ευκαιρία να καθαρίσει και με τον γαμημένο μπάτσο της!

Δύο με τη μία, γιατί όχι; σκέφτηκε και χαμογέλασε.

Λογικά θα έβγαιναν μαζί απ’ το ξενοδοχείο. Αν προλάβαινε, θα μπορούσε να σκοτώσει και τους δύο και να ξεφύγει μες στη σύγχυση. Μόλις τους έβλεπε να βγαίνουν από το ξενοδοχείο, θα πλησίαζε όσο μπορούσε, θα πυροβολούσε και θα το έσκαγε προτού οι θαμώνες που κάθονταν στα τραπεζάκια έξω στο πεζοδρόμιο προλάβαιναν να καταλάβουν

καν τι είχε συμβεί!

Οκτώ παρά δέκα.

Λογικά όπου να ‘ναι θα πρέπει να βγουν.

Η Στέλλα τον είχε πληροφορήσει πως το αεροπλάνο του ζευγαριού πετούσε στις δέκα. Δε θα πήγαιναν τελευταία στιγμή. Άρα, όπου να ‘ναι θα έβγαιναν! Ο Ρόμπερτ έβγαλε προσεκτικά το πιστόλι που είχε κρυμμένο στη ζώνη του. Κοίταξε γύρω του· όλοι ήταν απορροφημένοι στις ασχολίες ή στην κουβέντα τους. Τράβηξε σιγά σιγά το κλείστρο και το ελευθέρωσε οπλίζοντάς το. Κατόπιν έβγαλε και τις δύο ασφάλειες, για να είναι έτοιμο να πυροβολήσει, και το ξαναέβαλε στη ζώνη του, σκεπάζοντάς το με το μακρύ φούτερ του.

Και τότε τους είδε να βγαίνουν. Μαζί... όπως ακριβώς τα είχε υπολογίσει. Πρώτη η Κίρκη, πίσω της ο Οδυσσέας και ακριβώς πίσω τους η Ενριέτα, η οποία προς μεγάλη του απογοήτευση γύρισε αμέσως πίσω στο λόμπι του ξενοδοχείου δείχνοντας σαν να είχε ξεχάσει κάτι. Το ζευγάρι κοίταζε προς την αντίθετη από εκείνον κατεύθυνση, περιμένοντας το βανάκι του ξενοδοχείου, που θα τους μετέφερε στο αεροδρόμιο.

Το κομψό πλατύγυρο καπέλο της Γιάννας προσπαθούσε χωρίς επιτυχία να τιθασεύσει τον ξανθό χείμαρρο που έπεφτε σε μπουκλίτσες στον ώμο και στην πλάτη της και η φαρδιά λευκή καμπαρντίνα που φορούσε άφηνε να φανούν μόνο τα λεπτά υπέροχα πόδια της. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η εικόνα της θα ήταν για τον Ρόμπερτ αντικείμενο μιας ακόμα φαντασίωσης.

Όχι όμως σήμερα.

Σήμερα η μάγισσα θα πέθαινε! Με μια αποφασιστική κίνηση, σηκώθηκε από το τραπέζι και κινήθηκε προς την έξοδο του καταστήματος. Όπως είχε υπολογίσει, οι πελάτες που βρίσκονταν στα τραπέζια στο πεζοδρόμιο δεν κατάλαβαν τίποτα όταν πέρασε από δίπλα τους. Έβαλε καθώς περνούσε τον δρόμο το χέρι του στη λαβή του όπλου του και ετοιμάστηκε να το βγάλει από τη ζώνη του.

«Ρόμπερτ Χάρπερ!... Ακίνητος! Τα χέρια ψηλά και ξάπλωσε μπρούμυτα στην άσφαλτο!» Ο Ρόμπερτ σταμάτησε παγωμένος.

Σήκωσε τα χέρια του ψηλά και περίμενε. Η φωνή επιτακτική και σε σπασμένα αγγλικά επανέλαβε τις διαταγές.

«Ξάπλωσε μπρούμητα τώρα!» Εκτός από τη φωνή που ακουγόταν πίσω του, ο Ρόμπερτ είχε δει με την περιφερειακή του όραση τουλάχιστον τέσσερα ακόμα άτομα να τον σημαδεύουν με τα όπλα τους.

Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Αν προσπαθούσε οτιδήποτε, θα έχανε σίγουρα τη ζωή του χωρίς λόγο.

Το παιχνίδι είχε χαθεί!

Υπάκουσε, λοιπόν, και, αφού πρώτα γονάτισε, ξάπλωσε τελικά στην παγωμένη άσφαλτο.

Έξι άτομα τον περικύκλωσαν, τον ακινητοποίησαν και του πέρασαν χειροπέδες. Τέσσερις από αυτούς τους είχε ήδη δει από νωρίς να πίνουν καφέ έξω στο πεζοδρόμιο. Οι άλλοι δύο είχαν έρθει τρέχοντας και από τις δύο πλευρές του δρόμου. Όλο το σκηνικό ήταν στημένο, σκηνοθετημένο καλά. Κάποιος είχε προδώσει το σχέδιό του. Κάποιος...

Έπρεπε να την είχες σκοτώσει την πουτάνα, ηλίθιε! έβρισε τον εαυτό του.

Η Στέλλα, αυτή, ποια άλλη ήξερε ακριβώς πού θα ήταν και πότε. Την είχε πατήσει σαν ηλίθιος!

Η Γιάννα και ο Γιώργος είχαν εν τω μεταξύ πλησιάσει κοντά στο σκηνικό της σύλληψης. Ο Ρόμπερτ κοίταξε τη Γιάννα με μίσος. Ξαφνικά χλώμιασε. Η γυναίκα που στεκόταν από πάνω του δεν ήταν η Γιάννα. Έμοιαζε όμως πολύ! Με το καπέλο και την καμπαρντίνα να κρύβουν τα βασικά χαρακτηριστικά της, περνούσε εύκολα για την Ξεχωριστή σχεδιάστρια, που τόσο ήθελε να σκοτώσει εκείνο το πρωινό. Αλλά δεν ήταν!

Εν τω μεταξύ, ένα πράσινο βανάκι υδραυλικού, που είχε δει ο Ρόμπερτ παρκαρισμένο από ώρα μπροστά στο ξενοδοχείο, είχε κάνει μια γρήγορη μανούβρα και είχε παρκάρει μπροστά τους.

«Βάλτε τον στο βαν και φύγετε αμέσως!» διέταξε η όμορφη ξανθιά, όταν έφτασε κοντά τους, σε μια γλώσσα που ο Ρόμπερτ δεν καταλάβαινε.

Οι άντρες υπάκουσαν αμέσως. Πέταξαν τον Ρόμπερτ στο πίσω μέρος του βαν, μπήκαν και εκείνοι και έφυγαν με μεγάλη ταχύτητα. Πίσω από την τεράστια τζαμαρία του ξενοδοχείου, η Γιάννα παρακολουθούσε ανήσυχη μαζί με την Ενριέτα τα τεκταινόμενα στο μπιστρό απέναντι. Είχε προσπαθήσει ήδη τρεις φορές να βγει έξω να πάει κοντά στον αγαπημένο της, να βεβαιωθεί πως ήταν καλά, πως όλα είχαν αισίως τελειώσει.

Χρειάστηκαν και οι τρεις κουστουμαρισμένοι συνοδοί ασφαλείας, που της είχαν παραχωρήσει, καθώς και παρακάλια από την Ενριέτα, για να συγκρατήσουν την όμορφη Ξεχωριστή. Αναγκαστικά είχε δει όλη τη σκηνή από την ασφάλεια του ξενοδοχείου.

Τώρα που έβλεπε το βανάκι να φεύγει βιαστικά, με τον Ρόμπερτ αφοπλισμένο και δεμένο, αισθάνθηκε πως μπορούσε πια να ηρεμήσει. Επιτέλους είδε τον αγαπημένο της να γυρίζει προς το ξενοδοχείο μαζί με την όμορφη σωσία της και έτρεξε να τους συναντήσει.

«Γιώργο μου! Είσαι καλά; Όλα καλά, μωρό μου;» τον ρώτησε χαμογελαστή, αλλά ανήσυχη ακόμα και τώρα που όλα είχαν τελειώσει.

«Ναι... όλα καλά, αφού τα έβλεπες όλα, βρε χαζό. Άλλωστε, μην υπερβάλλουμε. Δεν κινδύνευσα καν!» της απάντησε ο Γιώργος γελώντας. «Περισσότερο κινδύνευσε η κοπελιά από ‘δω. Αν κάτι πήγαινε στραβά και προλάβαινε ο Ρόμπερτ να πυροβολήσει, εκείνην θα πυροβολούσε πρώτη!» συνέχισε, δείχνοντας τη νεαρή που χαμογελούσε εμφανώς ευχαριστημένη δίπλα του. «Να σου τη συστήσω τη Γιάννα δύο... Έμμα Γιάνσεν. Είναι ακόλουθος της ολλανδικής Πρεσβείας εδώ στο Παρίσι» της είπε τελειώνοντας.

«Ακόλουθος, ε; Του κώλου τα εννιάμερα τα ξέρεις;» του απάντησε η Γιάννα στα ελληνικά χαμογελώντας. «Γιάννα Δεληπέτρου, χαίρομαι πολύ» απευθύνθηκε έπειτα στην Έμμα. «Και συγγνώμη που χρειάστηκε να διακινδυνεύσεις τη ζωή σου για μένα. Θα σου είμαι για πάντα υπόχρεη! Σε γνωρίζω από κάπου; Κάτι μου θυμίζεις!»

Η Γιάννα είχε απευθύνει τον χαιρετισμό στα γαλλικά, υποθέτοντας πως, για να είναι η νεαρή τοποθετημένη στην πρεσβεία του Παρισιού, θα γνώριζε και γαλλικά. Και δεν έπεσε έξω.

«Έμμα Γιάνσεν, χαίρομαι που γνωρίζω από κοντά την περιβόητη Yianna D.!» απάντησε στην ίδια γλώσσα η Έμμα βγάζοντας το αλεξίσφαιρο γιλέκο που φορούσε μέσα από τη μακριά καμπαρντίνα.

Ετοιμάστηκε να συνεχίσει, όταν είδε την Ενριέτα, που είχε έρθει πίσω από τη σχεδιάστρια και την αγκάλιαζε τρυφερά.

«Βλέπω πως δε χρειάζεται να σου γνωρίσω την καλύτερή μου φίλη και σωματοφύλακα» της ψιθύρισε γελώντας, ενώ παραμέριζε με το αριστερό της χέρι το ύφασμα του πουκαμίσου της Έμμας, αφήνοντας να φανεί το κολιέ με το ευδιάκριτο πορτοκάλι κόσμημα, που φορούσε γεμάτη καμάρι η νεαρή πράκτορας.

«Εδώ ξέρεις τι γράφει;»

Η Ενριέτα τής έδειξε ένα μικρό τατουάζ που φαινόταν στο ύψος της καρδιάς της νεαρής.

«Πάντα Ξεχωριστή! Αυτό σημαίνει στα ολλανδικά».

Εκπαιδευμένη Ξεχωριστή! σκέφτηκε η Γιάννα με έκπληξη.

Μμ... Μάλιστα. Τώρα όλα άρχιζαν να μπαίνουν σε μια σειρά.

Όταν η Γιάννα ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από τη Στέλλα για τα σχέδια του Ρόμπερτ, ενημέρωσε τους Πρεσβύτερους και την Ενριέτα, η οποία στη συνέχεια ενημέρωσε τον πατέρα της, που μαζί με την Έμμα και τις ολλανδικές μυστικές υπηρεσίες κατέστρωσαν το σχέδιο παγίδευσης.

Η Γαλλική Αστυνομία και η Ιντερπόλ θα ενημερώνονταν αργότερα. Πριν αναλάβουν εκείνοι τον γεννημένο Ξεχωριστό, έπρεπε να διασφαλιστεί πως η κοινότητα θα παρέμενε έξω από όλα αυτά.

«Και τι θα γίνει τώρα με τον Ρόμπερτ; Δεν πιστεύω να...» ρώτησε η Γιάννα.

«Όχι, όχι, προς Θεού, για ποιους μας περάσατε! Δεν κινδυνεύει η ζωή του. Αυτήν τη στιγμή είναι μαζί με τους δικούς μου στο σπίτι του. Θα το ψάξουμε εξονυχιστικά, όπως και το φημισμένο του υπόγειο, μήπως βρούμε κάτι χρήσιμο στις παράλληλες με την Ιντερπόλ και Γαλλική Ασφάλεια έρευνες για το κύκλωμα διακίνησης κοριτσιών του Ντεμπισί. Ταυτόχρονα θα εξαφανίσουμε οτιδήποτε έχει σχέση με Ξεχωριστούς. Τη βέρα του και το πορφυρό κόσμημα θα τα γυρίσουμε στους Πρεσβύτερους. Χαρτιά, τηλεφωνικά καρνέ κ.λπ. θα καταστραφούν όλα! Μετά θα τον παραδώσουμε στην Ιντερπόλ και εκτός από σωματεμπορία, φόνο και εκβιασμό θα παραπεμφθεί και για απόπειρα κατά του πρέσβη της Ολλανδίας και της οικογένειάς του» της απάντησε η Έμμα, δείχνοντας την Ενριέτα.

«Καλά. Και όλο αυτό το θέατρο τι χρειαζόταν, αφού σας είχα ήδη πει πού θα βρίσκεται ο Ρόμπερτ και τι ώρα. Γιατί να κινδυνεύσεις έστω και λίγο και εσύ και ο Γιώργος μου;» την ξαναρώτησε η Γιάννα εκνευρισμένη.

«Κυρία Δεληπέτρου, σκεφτείτε το λίγο. Δεν μπορούσαν οι ολλανδικές μυστικές υπηρεσίες να συλλάβουν Γάλλο υπήκοο, πρωί πρωί, στο κέντρο του Παρισιού, επειδή απλώς έπινε καφέ απέναντι από την οικία της κόρης του πρέσβη. Οι κάμερες ερασιτεχνικές και μη έπρεπε να δείχνουν την κίνησή του εναντίον μας. Να δείχνουν την κίνησή του να βγάλει το όπλο του. Γι’ αυτό βγήκε και η Ενριέτα έξω. Έστω και για λίγο, οι κάμερες την κατέγραψαν. Η κόρη του πρέσβη κινδύνευσε, έπρεπε να επέμβουμε. Αυτά θα δείξουμε στους Γάλλους συναδέλφους και πιστέψτε με θα το δεχτούν εύκολα».

Η Γιάννα χαμογέλασε και πάλι. Είχαν δίκιο. Έτσι έβγαζαν όλα νόημα.

«Ωραία, λοιπόν. Μπράβο σου για το σχέδιο που κατέστρωσες. Μπορείς τώρα να μου πεις γιατί μου φαίνεσαι γνωστή;»

Η παρέα είχε καθίσει στην καφετέρια του ξενοδοχείου προσπαθώντας να αποφορτίσει την ένταση των προηγούμενων λεπτών.

«Χθες, στη συνάντηση. Ήμουν υπηρεσία στη συγκέντρωσή σας. Ήμουν παρούσα και στο μικρό επεισόδιο που δημιουργήθηκε με τους νεαρούς Ιταλούς. Φορούσα, βέβαια, γαλάζια καρφίτσα επισκέπτριας, αλλά, ναι, ήμουν στην παρέα των κοριτσιών που προσβάλατε και είχατε δίκιο, επειδή δεν υπερασπίστηκαν τη μελαχρινή κοπελίτσα. Δεν έχετε ιδέα πόσο περήφανη ένιωσα για εσάς. Δικαιολογήσατε απόλυτα τον θρύλο της όμορφης, κομψής αλλά και απόλυτα Ξεχωριστής Yianna D.. Όταν ο μεθυσμένος Ιταλός νευρίασε που του πήρατε την καρφίτσα και ετοιμαζόταν να σας χτυπήσει, ήμουν έτοιμη να επέμβω. Αλλά ο Ξεχωριστός συνάδελφος από ‘δω με πρόλαβε» της απάντησε η Έμμα δείχνοντας με το χέρι της τον Γιώργο.

«Όλα καλά, λοιπόν; Μπορούμε να φύγουμε ήσυχοι. Τι να φύγουμε, δηλαδή, που μ’ αυτά και μ’ εκείνα την πτήση μάλλον τη χάσαμε, αγάπη». Ο Γιώργος διέκοψε τη συζήτησή τους, καθώς το ρολόι του ξενοδοχείου έδειχνε ήδη εννέα και είκοσι.

«Μη σε νοιάζει, αγάπη μου. Δε χάνουμε καμιά πτήση. Ο Ντιμαρσώ μάς δάνεισε το αεροπλάνο του. Θα είναι και η Ζιλιέτ μαζί. Κατεβαίνει Ελλάδα για τουρισμό» του απάντησε γελώντας. «Άσε που έχουμε άλλη μια μικρή εκκρεμότητα να διευθετήσουμε πριν φύγουμε» του είπε τελειώνοντας.

Ο Γιώργος προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί. Τον είχαν κουράσει οι ατέλειωτες εκκρεμότητες που στερούσαν την ηρεμία μεταξύ τους. Αλλά τον πρόλαβε η εμφάνιση της Στέλλας στην είσοδο του ξενοδοχείου.

«Καλημέρα, Στέλλα. Όλα καλά; Κάθισε» την παρότρυνε η Γιάννα μόλις την είδε.

Η Στέλλα ήταν αγχωμένη και κοίταζε συνεχώς την κίνηση έξω στον δρόμο. Είχε δει και εκείνη από την αρχή τη σύλληψη του Ρόμπερτ και ό,τι είχε ακολουθήσει και τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να εξαφανιστεί από όλους. Γι’ αυτό όμως χρειαζόταν χρήματα, πολλά χρήματα. Χρήματα που μόνο η Γιάννα και οι Ξεχωριστοί θα μπορούσαν να δώσουν. Γι’ αυτό άλλωστε και είχε προειδοποιήσει τη Γιάννα για το σχέδιο του Ρόμπερτ εναντίον της.

«Δε θα κάτσω, Γιάννα μου. Θέλω να φύγω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Τα έχεις τα λεφτά; Όπως είπαμε; Δε θέλω επιταγές και βλακείες» απάντησε η Στέλλα κοιτώντας νευρικά γύρω της.

Η παρέα είχε μείνει αμίλητη, αν και η περιέργειά τους είχε πιάσει κορυφή. Η Έμμα έκανε μια κίνηση με το κεφάλι της προς την Ενριέτα ρωτώντας την ποια ήταν η Στέλλα.

«Θα σου πω μετά» της απάντησε στα ολλανδικά εκείνη.

Η Γιάννα σηκώθηκε από τον καναπέ, πήρε τη Στέλλα αγκαζέ και πήγαν μαζί στη ρεσεψιόν.

«Σας παρακαλώ, μπορείτε να μου δώσετε τον χαρτοφύλακα που σας έδωσα το πρωί;» ρώτησε ευγενικά την υπάλληλο.

Πήρε τον χαρτοφύλακα και τον παρέδωσε στην αγχωμένη Στέλλα.

«Είναι εντάξει, ε;» τη ρώτησε καχύποπτα, βγάζοντας από την τσάντα της το μικρό καρνέ με τις σημειώσεις και τις διευθύνσεις, που είχε κλέψει από το χρηματοκιβώτιο του Ρόμπερτ.

«Έλα τώρα! Όχι τέτοια μεταξύ μας, Στέλλα μου. Εκατόν πενήντα χιλιάδες για το καρνέ και την πληροφορία για τον Ρόμπερτ. Αυτό δε συμφωνήσαμε;» της απάντησε ενοχλημένη η Γιάννα.

«Ναι... με συγχωρείς. Είμαι... είμαι πολύ αγχωμένη. Φοβάμαι. Δε μου λες... Αυτοί, αυτοί με τα όπλα που τον συνέλαβαν, των Ξεχωριστών είναι; Αστυνομία πάντως δεν ήταν!» τη ρώτησε φοβισμένη.

Η Γιάννα ετοιμάστηκε να της πει την αλήθεια. Να της εξηγήσει πως οι Ξεχωριστοί δεν ήταν μαφία, για να έχουν πιστολάδες, αλλά μετά σκέφτηκε πως δεν υπήρχε λόγος. Καλύτερα να άφηνε τη Στέλλα να πιστεύει ό,τι ήθελε. Ο φόβος της, άλλωστε, θα εξυπηρετούσε τη μυστικότητα της κοινότητας.

«Δεν ξέρω, ίσως! Καλύτερα να μην ξέρεις, Στέλλα. Στο καλό να πας και να προσέχεις!» της είπε διφορούμενα, αφήνοντας ένα πέπλο μυστηρίου να σκεπάσει την απάντησή της.

«Γεια. Γεια σας, ευχαριστώ» της απάντησε η Στέλλα και βγήκε βιαστικά από το ξενοδοχείο.

Η Γιάννα αναστέναξε ικανοποιημένη.

Τώρα είχαν τελειώσει όλα! Τώρα επιτέλους θα μπορούσε να ζήσει τον Ξεχωριστό της έρωτα με τον άνθρωπο που αγαπούσε. Σε μερικούς μήνες θα είχε στην αγκαλιά της και το μικρό Ξεχωριστόπουλο. Έβαλε το καρνέ στην τσάντα της και γύρισε στον άντρα που την περίμενε χαμογελαστός στον καναπέ, για να την πάρει στην αγκαλιά του. Έφτασε πίσω του και τον αγκάλιασε, έτσι όπως εκείνος καθόταν.

«Σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις!» του ψιθύρισε φιλώντας τον τρυφερά.

Ο Γιώργος χαμογέλασε τρυφερά και την τράβηξε απαλά αναγκάζοντάς τη να πέσει στον καναπέ και στην αγκαλιά του.

«Σ’ αγαπώ!» της ψιθύρισε και εκείνος και σφράγισε τα χείλη της με τα δικά του σε ένα φιλί, που δεν ήθελαν να τελειώσει ποτέ!

Επιτέλους!

ΤΕΛΟΣ