Στα Χρόνια του Μεσαίωνα (Κεφάλαιο 9_Προδοσία και Διάσωση)

Άσλιρντ

Ο στρατηγός Ντέιβιντ καθώς περπατούσε προς την αίθουσα του θρόνου χαμογελούσε με ικανοποίηση. Όταν έφτασε μπροστά από την πόρτα την άνοιξε με δύναμη και εκείνη χτύπησε στον τοίχο κάνοντας θόρυβο.

Ο Κλάους που ήταν εκεί, τον κοίταξε παραξενεμένος.

«Τι στο καλό; Έγινε κάτι;» ρώτησε.

«Θα γίνει σύντομα» του απάντησε ο Ντέιβιντ.

«Δεν καταλαβαίνω. Εξηγήσου» τον πρόσταξε ο άρχοντας.

«Θα καταλάβεις σύντομα άρχοντα μου. Όπως γνωρίζεις ο γιος σου είναι προδότης και εγώ είμαι εκείνος που ανακάλυψα την προδοσία του. Υποθέτω ότι μου αξίζει κάποια ανταμοιβή αντάξια του έργου μου απέναντι στο Άσλιρντ».

«Πες μου τι θέλεις» του είπε ο Κλάους.

Ο στρατηγός χαμογέλασε και πλησίασε τον άρχοντα του.

«Το ξέρεις ότι έχω τον έλεγχο του στρατού, σωστά;» τον ρώτησε.

«Ναι και να μου μιλάς στον πληθυντικό. Το ότι ανακάλυψες την προδοσία του γιου μου δεν σε κάνει ισάξιο μου»

«Να κάτι πολύ αμφιλεγόμενο. Ώστε δεν είμαστε ίσοι; Και αν εγώ θέλω να γίνουμε;»

«Είσαι μεθυσμένος Ντέιβιντ; Τι λες;» φώναξε ο Κλάους και η φωνή του αντήχησε στην αίθουσα.

«Με ρώτησες πριν τι θέλω. Και σου απαντώ: θέλω το στέμμα σου» είπε και τον μαχαίρωσε γρήγορα. «Με τον μόνο διάδοχο φυλακισμένο, κανείς δεν θα με εμποδίσει να κυριαρχήσω. Οι περισσότεροι στρατιώτες με υπακούν και όσοι δεν θα το κάνουν θα αναγκαστούν να γονατίσουν μπροστά μου, αν θέλουν να ζήσουν» συνέχισε.

Ο Κλάους έπεσε αιμόφυρτος στο πάτωμα και άφησε την τελευταία του πνοή.

Ο Ντέιβιντ του πήρε το στέμμα από το κεφάλι και πλησίασε τον θρόνο. Έκατσε πάνω του και τοποθέτησε το στέμμα του άρχοντα που μόλις είχε θανατώσει στο κεφάλι του.

«Ζήτω ο βασιλιάς» είπε.

****

Ο Άντριου δεν ήξερε τι είχε συμβεί στον πατέρα του, ότι είχε δολοφονηθεί από τον πιστό του στρατηγό Ντέιβιντ.

Όταν άνοιξε η πόρτα του κελιού του ένας στρατιώτης τον πλησίασε και του έλυσε τις αλυσίδες που τον κρατούσαν δέσμιο.

«Άρχοντα μου, είστε καλά;» τον ρώτησε.

«Φίλιπ» είπε εκείνος αδύναμα.

«Ναι, εγώ είμαι» του είπε και του έδωσε ένα φλασκί με νερό. «Κινδυνεύετε κύριε μου. Ο στρατηγός Ντέιβιντ σκότωσε τον πατέρα σας και αυτοκυρήχθηκε άρχοντας του Άσλιρντ.. Έχει την στήριξη των περισσότερων στρατιωτών» συνέχισε.

«Εγώ είμαι ο διάδοχος»

«Ναι, αλλά είστε προδότης. Βοηθήσατε κάποια που κατηγορήθηκε για μαγεία»

«Αφού είμαι προδότης γιατί με βοηθάς Φίλιπ;»

«Διότι πάντα σας θαύμαζα για το ήθος και την ανδρεία σας και δεν σας αξίζει που είστε εδώ επειδή εναντιωθήκατε στην Ιερά Εξέταση»

«Και εσύ πάντα ήσουν καλός άνθρωπος Φίλιπ, αλλά αν με βοηθήσεις να ξέρεις ότι βάζεις την ζωή σου σε κίνδυνο»

«Θα το ρισκάρω» είπε και τον βοήθησε να σηκωθεί.

Βγήκαν από το μπουντρούμι και περπάτησαν σιγά.

Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά τους ένας στρατιώτης που ήταν πιστός στο Ντέιβιντ. Βλέποντας τους έκανε να τρέξει, αλλά ο Φίλιπ τον έφτασε και τον χτύπησε στο κεφάλι και ο άλλος έπεσε αναίσθητος.

****

Κατάφεραν να βγουν από το κάστρο, κατευθύνθηκαν προς τους στάβλους και πήραν τα δύο πιο γρήγορα άλογα. Σύντομα θα τους ανακάλυπταν. Έπρεπε να βιαστούν.

Κάλπασαν ως το λιμάνι και εκεί βρήκαν ένα πλοίο το οποίο έφευγε από το Άσλιρντ. Επιβιβάστηκαν και έφυγαν από τον τόπο τους ελπίζοντας ότι θα είναι ασφαλείς.

«Πού θα πάμε τώρα;» ρώτησε ο Άντριου.

«Στην Ρέαρ, είναι η πατρίδα μου, είναι τρεις μέρες ταξίδι άρχοντα μου»

«Μην με λες άρχοντα. Δεν είμαι πια. Είμαι ένας φυγάς»

«Για μένα θα είστε πάντα ο νόμιμος άρχοντας του Άσλιρντ. Πού ξέρετε; Μια μέρα ίσως επιστρέψετε και διεκδικήσετε όσα σας ανήκουν»

«Όσο ο Ντέιβιντ θα έχει την εύνοια της Ιεράς Εξέτασης αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Τι δουλειά είχα να ανακατευτώ; Τι δουλειά είχα να σώσω την Έμμα; Όλα τα έκανα για αυτήν και εκείνη με πρόδωσε. Έπαιζε με τα συναισθήματα μου. Θέλω μόνο να την βρω ξανά και να την καταστρέψω» είπε με θυμό ο Άντριου.

«Αναφέρεστε σε εκείνη την κοπέλα που είχαμε πιάσει ως αιχμάλωτη, σωστά; Ώστε καλά έλεγαν τα κουτσομπολιά ότι ήσασταν ερωτευμένος μαζί της»

«Ακριβώς Φίλιπ. Ήμουν. Τώρα την μισώ όμως»

«Τι σας έκανε; Εσείς δεν την αφήσατε να φύγει;»

«Με κορόιδεψε. Προσποιήθηκε ότι με αγαπά για να με έχει υπό τον έλεγχο της»

«Δεν φαινόταν δόλια. Την είχα δει. Το βλέμμα της ήταν καθαρό. Πώς ξέρετε ότι δεν σας αγάπησε; Σας το είπε η ίδια;»

«Ο Ντέιβιντ μου το είπε. Σε εκείνον μίλησε»

«Και εσείς πιστέψατε τα λόγια αυτού του ανθρώπου; Θα το είπε για να σας πονέσει»

Ο Άντριου τον κοίταξε.

«Ίσως, δεν ξέρω τι να σκεφτώ πια» είπε και έριξε μια ματιά στον ορίζοντα.

Το Άσλιρντ δεν φαινόταν πια. Είχε φύγει κυνηγημένος από τον τόπο του και ένιωθε ότι όλη του η ζωή είχε γίνει κομμάτια.