Η Κόρη των Ρόδων (Ο γάμος)

Ο Αλέξανδρος και ο κύριος Δημόπουλος συναντήθηκαν ξανά έπειτα από μια - δυο μέρες, όταν τέλεσε το τρισάγιο στον τάφο της Μυρόπης. Βαρύ ήταν το κλίμα μεταξύ τους, του Αλέξανδρου τα μάτια κατάφορτα από δάκρυα και ο Δημόπουλος κατηφής κι αυτός στο πλάι του, και μόλις ο καλός παπάς ολοκλήρωσε τα ιερά λόγια και τους άφησε μόνους τους με τη νεκρή, ο νεαρός δικηγόρος έκανε ένα βήμα πιο μπροστά, έβαλε το μπουκέτο με τα τριαντάφυλλα που κρατούσε στο μαρμάρινο ανθοδοχείο, γονάτισε, φίλησε κι ακούμπησε το μέτωπό του στην κρύα πλάκα που είχε πάνω της σκαλιστά το όνομα και τα όρια της ζωής της γυναίκας του, ΜΥΡΟΠΗ ΜΠΕΝΙΖΕΛΟΥ, 1867 - 1892, και μένοντας σε αυτή τη στάση λύθηκε σε σιγανά αναφιλητά, ψελλίζοντας ανάμεσό τους πού και πού το όνομά της και επικλήσεις τρυφερές, γεμάτες πόνο...

«Κουράγιο, παιδί μου» κατάφερε μονάχα να του πει ο Δημόπουλος, πλησιάζοντάς τον και βάζοντας το χέρι του στον ώμο του. «Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον, ως λέγει και ο ιερός υμνωδός...»

«Συγχωρέστε μου τούτη την αδυναμία, κύριε Δημόπουλε... Μα δεν άντεξα, η θύμησή της μού ματώνει την καρδιά» απολογήθηκε ο Αλέξανδρος, καθώς σηκωνόταν όρθιος. «Πόσο μάλλον όταν σκέφτομαι ότι εγώ ευθύνομαι για τον θάνατό της, εγώ φταίω που λιώνει μες στο χώμα αντί να βρίσκεται στην αγκαλιά μου... Να ξέρατε με πόση οδύνη αναπολώ αυτή την ώρα τον γάμο μας και τον καιρό της πρώτης μας ευτυχίας, η οποία νομίζαμε ότι θα διαρκούσε για πάντα...»

***

Την άλλη κιόλας μέρα, με δάκρυα χαράς η Μυρόπη αποκάλυψε στη θεία της την Αγγέλα τον έρωτά της για τον Αλέξανδρο και την πρότασή του να την παντρευτεί. «Αφού σ’ αγαπάει το παλικάρι και τον αγαπάς κι εσύ, να τονε πάρεις, κόρη μου, να ζήσετε τίμια με τα λεφτά που βγάζει απ’ τη δουλειά του και να μη μολεύεις άλλο το κορμάκι σου... Την ευχή μου να ’χεις» την ορμήνεψε εκείνη, χαμογελώντας εξίσου συγκινημένη, και η κοπέλα πήρε το ρυτιδιασμένο χέρι της στις χούφτες της και το ασπάστηκε με θέρμη...

«Τι έμαθα, αγαπητέ μας Αλέξανδρε; Επιθυμείς να νυμφευτείς τη δεσποινίδα Μυρόπη Λοϊζή, την ακόλουθο της συζύγου μου;» ρώτησε ο βασιλιάς Γεώργιος με ένα μειδίαμα τον νεαρό δικηγόρο, όταν ζήτησε να τον συναντήσει, με σκοπό να του ανακοινώσει την πρόθεσή του, και εκείνος ξαφνιάστηκε.

«Ναι... Μα... πώς το γνωρίζετε ήδη, Μεγαλειώτατε;»

«Μου τα πρόλαβε όλα η Όλγα, που το είχε μάθει και αυτή δια στόματος της Μυρόπης» του εξήγησε ο βασιλιάς, κλείνοντας το μάτι. «Χαίρομαι ιδιαιτέρως που η γνωριμία σας στη χοροεσπερίδα των Απόκρεω κατέληξε σε αυτό το σημείο, και που συμβάλαμε κι εμείς οι ίδιοι στην ένωσή σας...»

«Προξενιό λοιπόν;» έκανε τώρα ο Αλέξανδρος. «Ας είναι, γιατί βγήκε σε καλό, τη Μυρόπη την αγαπώ αληθινά και θέλω να ζήσω μαζί της...»

«Της αξίζει ένας άνδρας σαν εσένα, παιδί μου, τόσο σεμνή και ηθική νέα που είναι... Αλήθεια, έχετε σκεφτεί ποιος θα σας στεφανώσει;»

«Ομολογώ πως όχι, βασιλιά μου...»

«Τότε, λοιπόν, έχω να σου κάνω μια πρόταση... Τι θα έλεγες να γινόμασταν εμείς οι κουμπάροι σας, εγώ και η Όλγα; Σας συμπαθούμε και εσένα και τη μέλλουσα σύζυγό σου τα μάλα, και μας δώσατε μεγάλη χαρά με την επιθυμία σας να έρθετε εις γάμου κοινωνίαν...»

«Μεγαλειώτατε, δεν... δεν ξέρω τι να πω... Με τιμά αφάνταστα η πρότασή σας, ειλικρινά...»

«Τι συμβαίνει, Γεώργιε;» εμφανίστηκε την ίδια ώρα χαμογελαστή η βασίλισσα. «Μιλάτε με τον Αλέξανδρο για τον γάμο του;»

«Ακριβώς, Όλγα!» απάντησε ο σύζυγός της. «Και ξέρεις τι του πρότεινα; Να τους παντρέψουμε εμείς, αν συμφωνείς κι εσύ...»

«Γίνεται να μη συμφωνώ, βασιλιά μου; Σαν κόρη μου την έχω τη Μυρόπη και γνωρίζεις πόσο ποθούσα να τη δω νύφη στο πλευρό ενός καλού γαμπρού...»

«Μεγαλειωτάτη, ειλικρινά σας ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας για αυτή σας την προσφορά» είπε τώρα κι ο Αλέξανδρος γεμάτος ευγνωμοσύνη. «Και σας υπόσχομαι ότι τη Μυρόπη θα την αγαπώ και θα την προσέχω σαν τα μάτια μου, είναι ο τι πολυτιμότερο έχω στον κόσμο...»

Έτσι λοιπόν ξεκίνησε το ζευγάρι να προετοιμάζεται για τον γάμο του. Η θεία Αγγέλα κάλεσε μάλιστα τον πνευματικό της να εξομολογήσει την ανιψιά της, και το κορίτσι κάτω από το πετραχήλι έκλαψε με λυγμούς, μετανιωμένο για το κρίμα που είχε πάρει...

«Κόρη μου, συγχωρεμένη η αμαρτία σου, μην οδύρεσαι άλλο» της είπε στο τέλος ο γέροντας ιερέας, ενώ ήταν ακόμα γονατιστή μπροστά του, και άγγιξε στοργικά το κεφάλι της. «Κύττα να σταθείς πια τίμια δίπλα στον νέο που θα γίνει άνδρας σου και ξέχνα τα παλιά, ο Θεός τα έχει κιόλας διαγράψει απ’ το τεφτέρι του...»

«Θα το κάνω, παππούλη» αποκρίθηκε, φιλώντας με σέβας το δεξί του χέρι. «Θα είμαι καθαρή από δω και πέρα, τον αγαπώ τον Αλέξανδρο και ποτέ δε θα τον ντροπιάσω...»

Η τελετή ορίστηκε για ένα ζεστό απόγευμα του Ιουνίου στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης, ενώ η άνοιξη έδινε τη σκυτάλη στο καλοκαίρι. Έλαμπε η Μυρόπη την ώρα που κατέφτασε στηριγμένη στο μπράτσο του Γεωργίου, που είχε αναλάβει για κείνη τον ρόλο του πατέρα εκτός απ’ του κουμπάρου, ντυμένη με το άσπρο μεταξωτό νυφικό της και το μακρύ δαντελένιο πέπλο που σκέπαζε τα μαύρα της μαλλιά, και ο Αλέξανδρος που είχε ιδρώσει μες στο βελούδινο φράκο του από χαρά και από αγωνία τής έδωσε την ανθοδέσμη με τα λευκά τριαντάφυλλα που κρατούσε και χαμογέλασε, αντικρίζοντας την έκπληξη στα μάτια της...

«Στην κόρη των ρόδων, μόνο ρόδα θα ταίριαζαν» της είπε και τη φίλησε απαλά στα χείλη της, πριν μπουν στον μικρό ναό για να ενώσουν τις ζωές τους, ξέχειλοι από συγκίνηση κι οι δυο όπως κι οι κουμπάροι τους οι βασιλιάδες και η θεία, κάποιος όμως έλειπε από όλη αυτή τη χαρμονή...

«Να ζήσετε, παιδιά μου!» τους ευχήθηκε μητρικά κι η Όλγα, μόλις τελείωσε το μυστήριο. «Ωστόσο, Αλέξανδρε, δε μπορώ να κατανοήσω δια τί δεν εκάλεσες τον πατέρα σου... Υπάρχει κάποιος λόγος για τον οποίο θέλεις να διατηρήσεις κρυφό από κείνον τον γάμο σας;»

«Έχετε δίκιο, βασίλισσα... Ίσως να έπραξα λανθασμένα» δικαιολογήθηκε αμήχανος ο Αλέξανδρος, ενώ κι η Μυρόπη τον κυττούσε ανήσυχη. «Δεν του είχα μιλήσει για τη Μυρόπη και φοβήθηκα πως θα αρνείτο την ένωσή μας...»

«Να το κάνεις όμως και σύντομα, είναι κρίμα να μην ξέρει... Ελπίζω μόνο να σε καταλάβει, να σε συγχωρήσει και να μην αντιμετωπίσετε την οργή του...»

«Θα το κάνω, Μεγαλειωτάτη, σας το υπόσχομαι... Προς το παρόν, πάντως, ας μην αναστατώσω άλλο την καλή μου με αυτό το θέμα» έκλεισε την κουβέντα ο Αλέξανδρος ευγενικά και έσφιξε το χέρι της Μυρόπης, που του χαμογέλασε δειλά, ανακουφισμένη, αλλά με τον φόβο μήπως δεν την αποδεχτεί ο πεθερός της να έχει εγκατασταθεί κιόλας σε μια γωνίτσα της ψυχής της...

«Αλέξανδρε... Γιατί δε μίλησες στον πατέρα σου;» τον ρώτησε το βράδυ, με το που έφτασαν στο σπίτι του και κατέβηκαν από τη νυφική άμαξα, κι εκείνος την πέρασε από το κατώφλι σηκωτή στην αγκαλιά του. «Γιατί με παντρεύτηκες κρυφά, τι φοβόσουν;...»

«Δε μπορούσα, Μυρόπη μου... Δε μπορούσα, δείλιασα» απολογήθηκε εκείνος μ’ έναν αναστεναγμό, σκύβοντας το κεφάλι. «Είναι παρά πολύ αυστηρών αρχών ο γέρο - Μπενιζέλος, δε θα δεχόταν ποτέ για νύφη του κάποια που δε γνώριζε από πού βαστά η σκούφια της...»

«Και τώρα; Τι θα γίνει τώρα;...»

«Θα του το πω, θα βρω έναν τρόπο και θα του το πω, με μια επιστολή ίσως... Δε θέλω όμως να σκεφτόμαστε άλλο εκείνον, είναι η πρώτη νύχτα του γάμου μας» της είπε και τύλιξε τα χέρια του γύρω απ’ το κορμί της, χαϊδεύοντάς το ήδη με αναμμένο πόθο. «Εσένα θέλω να σκεφτώ τώρα, γυναίκα μου όμορφη, μόνο εσένα...»

«Άντρα μου...» ψιθύρισε η Μυρόπη με λαχτάρα αυτή τη λέξη, ενώ ο Αλέξανδρος με τα φιλιά του για σπίρτα έβαζε φωτιά στην ύπαρξή της, σφίχτηκε απάνω του έτοιμη να καεί στην πυρκαγιά της αγάπης του και τα μεθυσμένα από έρωτα βήματά τους τούς έφεραν στην κάμαρά του, ξεκούμπωσε ο γαμπρός το φόρεμα της νύφης κι αυτό γλίστρησε απ’ τους αλαβάστρινους τους ώμους της και έπεσε στο πάτωμα, εκστατικός έμεινε για μια στιγμή μπροστά στα κάλλη της και έπειτα την πήρε και την ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι του που το ’χε στολίσει με ροδοπέταλα, για να την κάνει πια αυτός μόνο δική του, γλυκά, τρυφερά και χωρίς κανένα αντάλλαγμα, σε ένα σμίξιμο αγνό και ευλογημένο...