Ο Χορός των Σ' αγαπώ, της Μαρίας Σταυρίδου

Αισθανόμουν τη βροχή να με διαλύει, να παρασύρει μαζί της ένα κομμάτι από το κορμί και την ψυχή μου... κύτταρο, κύτταρο εξαφανιζόμουν... ίσως τελικά και αυτό να ήταν μια κάποια λύση...


Η εικόνα να την έχεις κλεισμένη στην αγκαλιά σου και να τη φιλάς όπως φιλούσες εμένα, μόλις το προηγούμενο βράδυ, με τύφλωνε. Ήταν αδύνατο να δω το δρόμο που ήταν γεμάτος αυτοκίνητα και εγώ γινόμουν φυσικό εμπόδιο στο διάβα τους, τους ανθρώπους που συνέχιζαν να με σπρώχνουν με δύναμη, σαν να προσπαθούσαν και αυτοί να με ξυπνήσουν, να μου θυμίσουν που ακριβώς βρισκόμουν και γιατί...

Ζαλισμένη κάθισα σ΄ένα μισογκρεμισμένο παγκάκι να κοιτάζω τον ορίζοντα χωρίς καν να συνειδητοποιώ πως όντως υπήρχε ορίζοντας, ένας θλιμμένος ορίζοντας που συνέχιζε να κλαίει, σαν την ψυχή μου.

Δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να προστατευτώ από τη βροχή και το κρύο, που πάλευε να μου αποδείξει πως ήμουν ακόμη ζωντανή, πως το ρούχο της ζωής και της ψυχής μου βρεχόταν από τα παγωμένα δάκρυα της Παναγιάς, από τα δάκρυα που αυλάκωναν το πρόσωπο μου. Είχαν ριχτεί και αυτά στη δούλεψή μου και προσπαθούσαν να φτιάξουν αυλάκια για να σπείρουν πάνω μου πόνο, απογοήτευση, προδοσία.

Κάποια στιγμή δίπλα μου στάθηκε ένα μικρό παιδί που έτρωγε λαίμαργα το κουλούρι του, αδιαφορώντας τελείως για τη βροχή και το κρύο. Μόνη του έννοια εκείνο το μισοφαγωμένο -μα πόσο λαχταριστό, μα τω Θεώ- κουλούρι. Για μια στιγμή αισθάνθηκα έτσι ακριβώς, ένα μισοφαγωμένο κουλούρι, που είχε όμως σταματήσει να φαντάζει λαχταριστό στα μάτια σου.

Ένας απρόσμενος, άγνωστος θυμός διέταξε τα δάκρυα να κηρύξουν απεργία και τα βήματα να πάρουν τη θέση που τους άρμοζε στο μονοπάτι της ζωής. Δε θυμάμαι καν πως βρέθηκα στο διαμέρισμά σου, το νέο μου σπίτι, το δανεικό σπίτι που είχε φιλοξενήσει τα όνειρά μου μόλις για λίγους μήνες. Χρησιμοποίησα τα κλειδιά που μου είχες δώσει για τελευταία φορά, έτσι ψιθύρισα στον εαυτό μου, όταν άνοιξα την εξώπορτα. Μπήκα στο δωμάτιο κι άρχισα να ετοιμάζω βαλίτσες. Έπρεπε να παραδώσω το κλειδί στη ρεσεψιόν.

Μάζεψα τα φιλιά που είχα κρύψει στα συρτάρια, τα χάδια που είχα στριμώξει ανάμεσα στα πανωφόρια, πήρα τα κουτιά με τις αναμνήσεις, τις βαλίτσες με τα όνειρα και τις ελπίδες, φόρεσα το πανωφόρι της μοναξιάς και έκατσα να σου γράφω την απολογία της φυγής μου.

Το ήξερα πως δε θα καταλάβαινε, μα ακόμα κι έτσι ήθελα να σου αφήσω την τελευταία ανάμνηση από μένα, τη διαθήκη της αγάπης μας.

Δεν υπήρχε λόγος να μείνω ν’ ακούσω τα επιχειρήματα της ενοχής σου. Ήδη τα ήξερα, ήταν η μητέρα των παιδιών σου, ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση και εσύ απλώς, σαν ένας ευαίσθητος και συναισθηματικός ιππότης της κάλπικης λίρας ήθελες να της συμπαρασταθείς, να χαϊδέψεις τρυφερά την πληγή που ακόμη αιμορραγούσε, να της ψιθυρίσεις δυο λόγια παρηγοριάς και πολλά πολλά ακόμη νόστιμα που είχα κουραστεί ν’ ακούω τους τελευταίους μήνες.

Είμαι ερωτευμένη, μάτια μου, μα δεν είμαι ανόητη, ξέρω καλά πως όταν δυο άνθρωποι έχουν παρελθόν πολλές φορές οι κοινές τους αναμνήσεις αγγίζουν την καρδιά μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο. Υπάρχει μια συχνότητα επικοινωνίας, ειδικά όταν υπάρχουν παιδιά που δεν μπορεί κανείς να την εμποδίσει ή να δημιουργήσει παρεμβολές, αυτό το σεβάστηκα από την πρώτη στιγμή. Εσύ όμως το εκμεταλλεύτηκες και έχω την αίσθηση τώρα πια πως έχεις αρχίσει να εκμεταλλεύεσαι ακόμη κι εκείνη...

Δε θα μείνω λοιπόν να παρακολουθήσω αυτόν τον ανόητο χορό ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν ...γιατί μέλλον μάτια μου δεν υπάρχει. Και αυτό γιατί εσύ το θέλησες έτσι.

Τα «Σ’ αγαπώ» της ζωής δεν μπορεί να είναι πολλά, όχι, δεν είναι. Μπορεί να είναι ποικίλα μα όχι πολλά και εσύ γλυκέ μου υποκριτή έχεις ήδη μαζέψει πάρα πολλά στη δική σου, ένα λιγότερο ίσως τελικά κάνει τη διαφορά. Παίρνω λοιπόν το δικό μου «Σ’ αγαπώ» και αποχωρώ...