Πριν μπει ο Νέος Χρόνος, της Μαρίας Σταυρίδου

Λένε πως όταν αγαπάς έναν άνθρωπο αν μη τι άλλο δε θέλεις να τον πληγώσεις… να τον σακατέψεις… να τον αφήσεις μισό. Λένε… ίσως όσοι δε γνώρισαν ένα εγωιστικό και σκληρό κάθαρμα σαν και σένα…

Πολλά λένε οι άνθρωποι όταν είναι τυφλωμένοι από τον έρωτα και μουδιασμένοι από τις ενδορφίνες, πολλά… που τις περισσότερες φορές είναι κούφια λόγια, χωρίς ουσία, χωρίς τιμή, χωρίς αξιοπρέπεια.

Τέσσερα χρόνια ζευγάρι, οι προετοιμασίες του πολιτικού γάμου είχαν ξεκινήσει και εσύ μονίμως μέσα στα νεύρα, σαν να σε είχαν υποχρεώσει να πληρώσεις γραμμάτια, που κόντευαν να λήξουν. Προσπάθησα πολλές φορές να σου αλλάξω γνώμη, μπορεί ν΄ακουστεί περίεργο ή ακόμη και ψεύτικο, μα δεν μ΄ενδιέφερε ο γάμος, ούτε το συμφωνητικό γάμου, ούτε οποιαδήποτε άλλη δέσμευση, που ένιωθα πως σ΄έφερνε σε άβολη θέση. Το ξέραμε καλά όλοι μας πια, πως όλο αυτό το ‘πατιρντί’, όπως συνήθιζες ν΄αποκαλείς τον γάμο μας, γινόταν μονάχα γιατί η μητέρα σου ήταν πολύ βαριά άρρωστη και δεν ξέραμε καν πόσες βδομάδες ζωής της είχαν απομείνει. Προσπάθησα να κάνω υπομονή, να καταπιώ προσβολές, χοντράδες, νεύρα, εκνευρισμούς, έναν ανεξήγητο θυμό, σχεδόν εκρήξεις οργής και πολλά… πολλά… πολλά ακόμη, που μα το Θεό όταν τα σκέφτομαι αισθάνομαι η μεγαλύτερη ανόητη αυτού του κόσμου.



Ένα λυτό άσπρο φόρεμα, ένας σεμνός κότσος μ΄ένα διακριτικό στολίδι στα μαλλιά, ένα διακριτικό μακιγιάζ και μια μπουτονιέρα από μια άσπρη ορχιδέα στο χέρι, έτσι για το καλό, για να ρίξουμε στάχτη στα μάτια της κακομοίρας της μάνας σου και να την πείσουμε πως είμαστε το πιο ευτυχισμένο ζευγάρι της χρονιάς. Παραμονή Πρωτοχρονιάς με ειδική άδεια από το Δημαρχείο, μια που ο Δήμαρχος κολλητός με τον αδελφό σου, συμφώνησε σ΄αυτήν την παρωδία για το χατήρι αυτής της γυναίκας, που πάλευε κάθε μέρα να κρατηθεί από κάπου, από μια σκέψη θετική, από μια γλυκιά κουβέντα, από ένα χαμόγελο, από μια λέξη αγάπης.

Δεν ξέρω καν πως μπήκαμε και πως βγήκαμε στο Δημαρχείο, όλα θολά και ξένα μέσα μου… γύρω μου… Άνθρωποι που μέχρι χθες τους έβλεπα μ΄αγάπη και συμπόνοια, ξαφνικά αισθανόμουν πως τους αντίκρυζα για πρώτη φορά. Η οικογένεια επέμενε σ΄ένα γιορταστικό δείπνο και ένα μικρό γλέντι, κοντά στο σπίτι. Στο πιο όμορφο και γραφικό ταβερνάκι της γειτονιάς, εκείνο που συνήθιζες να με πηγαίνεις για να θολώσεις από το γλυκό κρασί, να με κρατήσεις στα χέρια σου και να μου ψιθυρίσεις τον έρωτα που έκαιγε στα σωθικά σου… τον έρωτα που πια είχε σβήσει και το ήξερα…

Θα μπορούσα να πω πως όλα ήταν οργανωμένα στην εντέλεια από τη νύφη σου, την αιώνια ρομαντική καρδιά, που στα πρόσωπα μας ήθελε να βλέπει έναν ‘Μεγάλο Έρωτα’. Δεν ήθελα να την απογοητεύσω, ήταν τόσο νέα… είχε ακόμη δικαίωμα στο όνειρο. Όλα όμορφα και γιορτινά, τα πρόσωπα γύρω μου… εκτός από το δικό σου… να λάμπουν και οι ευχές να διαδέχονται η μια την άλλη. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ήσουν ανήσυχος, μέχρι που μπήκε στο μαγαζί μια μεγάλη παρέα. Ως δια μαγείας βρήκες το κέφι σου, γέλια, κρασί και εκείνες οι ματιές οι βαθιές, που είχα μήνες ν΄αντικρύσω… Το κέντρο που ενδιαφέροντος σου όμως όχι η ‘σύζυγος’ σου, μα μια κοκκινομάλλα που συμπωματικά δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω σου και η καημένη η μάνα σου στο πλάι σου να σ΄αγκαλιάζει και να γελάει σαν μικρό παιδί. Δεν ξέρω πως άντεξα… δεν ξέρω γιατί άντεξα… ίσως γιατί στο πρόσωπο της μάνας σου έβλεπα το πρόσωπο της δικής μου, που δεν κατάφερα ποτέ να γνωρίσω. Ίσως γιατί ήξερα από πρώτο χέρι πως είναι να μετράς τις στιγμές του αγαπημένου σου, πριν το μεγάλο ταξίδι… Γι΄αυτήν τη γυναίκα λοιπόν φόρεσα παρωπίδες, τις πιο σκληρές και ανάγκασα τον πόνο να γίνει κέφι και χαρά. Ναι, μάτια μου… το έκανα ακόμη και αυτό… ήπια και γλέντησα με όλους εκείνους τους ανθρώπους, που μου είχαν σταθεί σαν οικογένεια. Προσποιήθηκα πως γιόρταζα τον γάμο μας και μεταμορφώθηκα σε μια όμορφη και φιλόξενη οικοδέσποινα, για να πείσω πρώτο τους άλλους και μετά τον ίδιο μου τον εαυτό πως σε λίγες ώρες ο εφιάλτης θα τελειώσει.

Μόνο που ο εφιάλτης δεν είχε δείξει ακόμη το πιο αηδιαστικό του προσωπείο…

Κάποια στιγμή μέσα στο ‘κέφι’ σ΄έχασα, συμπτωματικά η θέση της κοκκινομάλλας στο απέναντι τραπέζι αδειανή. Ένας Δαίμονας με πλησίασε και άρχισε να μου ψιθυρίζει στο αυτί… έκανα ότι περνούσε από το χέρι μου για να μην τον ακούσω… πως θα μπορούσε να είναι αλήθεια, στο τραπέζι βρισκόταν όλη σου η οικογένεια, φίλοι… εγώ ντυμένη νύφη… Άδειασα το ποτήρι μου μονορούφι και ζήτησα από τη νύφη σου να με συνοδέψει στις τουαλέτες. Δεν ξέρω καν πως έγινε και αντί να μπούμε στις γυναικείες μπήκαμε και στις ανδρικές… είμασταν έτοιμες να βάλουμε τα γέλια και να βγούμε από τον χώρο, όταν ακούσαμε βογγητά… Ψίθυροι πνιχτοί, ταμένοι στην ηδονή και λέξεις πρόστυχες γεμάτες πάθος και λαχτάρα. Συναισθήματα και πράξεις που δήλωναν ξεκάθαρα ότι το ερωτευμένο ζευγάρι στο μαγαζί ήταν κάποιο άλλο και όχι εγώ και εσύ…

Για μια στιγμή κοιταχτήκαμε με τη νύφη σου, δεν ήταν δύσκολο να μαντέψω τους φόβους της και μέσα σε μια στιγμή τρέλας έκανα να χαμογελάσω, για ν΄απομακρύνω την αμφιβολία που είχε ζωγραφιστεί στο κατάχλωμο πρόσωπο της, όταν άνοιξε μια πόρτα από τα χωρίσματα και εμφανίστηκες εσύ να παλεύεις με το φερμουάρ του παντελονιού σου…

Η κραυγή δεν ήταν δική μου …ήταν αρκετά δυνατή όμως για να πέσουν τα προσωπεία και από βαθιά το βουητό από τις ζητωκραυγές των θαμώνων, που καλωσόριζαν το νέο έτος. Μια τέτοια στιγμή είναι περιττά τα λόγια, ο θυμός, το ξέσπασμα… Η μικρή ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα, ενώ η αγαπημένη σου κοκκινομάλλα συνέχιζε να διορθώνει το μακιγιάζ της, με μία εξωφρενική αδιαφορία και ηρεμία, μόλις ένα μέτρο μακριά μας.

Κάτι πήγες να πεις μα δεν σ΄άφησα…

‘Θα πάω εγώ τη μητέρα σου στο σπίτι… θα πούμε πως ζαλίστηκες και δεν μπορείς να οδηγήσεις και σ΄έπεισα να μείνεις να συνεχίσεις το γλέντι με τους φίλους σου. Απόψε βρες κάπου να ξημερωθείς, θέλω λίγο χρόνο να μαζέψω τα πράγματα μου. Δε θα τολμήσεις να εμφανιστείς ξανά μπροστά μου. Ο δικηγόρος μου θα βάλει μπρος το διαζύγιο άμεσα, οι δικοί σου δε θα μάθουν τίποτα μέχρι… μέχρι τέλος πάντων να δούμε τι θα γίνει με τη μητέρα σου …’

Τόλμησες ν΄απλώσεις το χέρι να με κρατήσεις και τότε για πρώτη φορά στη ζωή μου ξεπέρασα τα όρια μου… Ακόμη δε μπορώ να εξηγήσω πως τόλμησα και σήκωσα το χέρι μου πάνω σου, πως σε χαστούκισα με όλη της δύναμη και την οργή της ψυχής μου, πως έκοψα κάθε δεσμό μαζί σου με τον χειρότερο τρόπο… ακόμη αναρωτιέμαι… νομίζω πάντα θ΄αναρωτιέμαι που βρήκα το κουράγιο και βγήκα έξω από εκείνες τις τουαλέτες, συνόδεψα τη μητέρα σου στο σπίτι της, πως έπαιξα όλο εκείνο το παράλογο θέατρο μέχρι την κηδεία της.

Δυο χρόνια τώρα παλεύω να εξηγήσω τα ανεξήγητα, ίσως μου είναι ακόμη πολύ δύσκολο να παραδεχθώ πως απλώς είσαι ένα άκαρδο κάθαρμα, που δεν είχε την τιμιότητα να παραδεχθεί πως είχαμε τελειώσει. Η πληγή είναι βαθιά και ακόμη πονάει, ξέρω όμως πως κάποια στιγμή θα κλείσει. Πολεμάω κάθε μέρα με τους Δαίμονες μου με πείσμα, σημαδεύτηκα μα θέλω να το ξεπεράσω… θα το ξεπεράσω… Για την ώρα απλώς κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς κλειδώνω παράθυρα και πόρτες, αδειάζω ένα μπουκάλι κρασί και σφραγίζω την ανάσα μου στο μικρό μου καταφύγιο, περιμένοντας εκείνη την Πρωτοχρονιά που οι πόρτες της ζωής και της ψυχής μου ανοίξουν ξανά.

‘Καλή μας Πρωτοχρονιά!’