Τελευταίο δρομολόγιο, του Τάσου Αναστασιάδη

Τώρα μπορείς να ακούσεις και να διαβάσεις το κείμενο. Πάτα εδώ.
 
Οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν λίγα λεπτά μετά τις 7 το απόγευμα. Παρ’ όλα αυτά, για έναν παράξενο λόγο, το επίμονο σφύριγμα προειδοποιούσε το πλήθος που βρισκόταν στην εξέδρα με το νούμερο 4 για την ώρα της αναχώρησης. Σχεδόν 20 λεπτά πριν το προγραμματισμένο δρομολόγιο κι ο σταθμάρχης σφύριξε παρατεταμένα ρίχνοντας μια τελευταία ματιά γύρω του. Χαμόγελα, φωνές, συνθήματα και δακρισμένα μάτια. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ένας νεαρός με μια θήκη κιθάρας και τον κόκκινο σάκο του στην πλάτη έτρεξε καταϊδρωμένος προς την πόρτα του πρώτου βαγονιού.

«Τρέξε νεαρέ. Μόλις που το προλαβαίνεις», του φώναξε ο σταθμάρχης με αυστηρό ύφος.

«Είναι η μέρα μου φαίνεται», απάντησε εκείνος σκάζοντάς του ένα πλατύ, αληθινό χαμόγελο.

Ο σταθμάρχης ύψωσε την προειδοποιητική πινακίδα δίνοντας την επιβεβαίωση στον μηχανοδηγό και η αμαξοστοιχία με τον αριθμό 62 ξεκίνησε αγχομαχώντας πάνω στις χαλύβδινες γραμμές, σαν ένα σιδερένιο θεριό που έσερνε πίσω του, πάνω στους χιλιάδες τόνους από μέταλλο κατασκευή, κάτι μοναδικά πολύτιμο. Τετρακόσιες και πλέον ψυχές ανεκτίμητης αξίας. Ο νεαρός βρήκε το βαγόνι να ασφυκτιά από κόσμο. Στην πλειοψηφία τους νεαροί, φοιτητές και φοιτήτριες που γυρνούσαν από το εορταστικό τριήμερο του καρναβαλιού. Φωνές, γέλια και πειράγματα, είχαν μετατρέψει το απογευματινό δρομολόγιο για Θεσσαλονική σε ένα γιορτινό ταξίδι επιστροφής. Προσπάθησε να χαμογελάσει αντικρίζοντάς τους, μα όσο κι αν το επιθυμούσε μονάχα ένα συγκρατημένο μειδίαμα σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Έριξε το βλέμμα του χαμηλά, έσφιξε τις γροθιές του κι αφουγκράστηκε τον παλμό τού μεταλλικού θηρίου πάνω στις ράγιες. Τετρακόσιες και πλέον ψυχές, και μπορούσε να τις νιώσει όλες, μία προς μία. Άλλες αθώες, άλλες αμαρτωλές, άλλες πονεμένες. Κάποιες αδικημένες που θα έβρισκαν το δίκιος τους στα λειβάδια των μακαρίων.

«Δώσε κουράγιο, θεέ μου, ν’ αντέξω κι αυτή την οδύνη...» ψέλλισε, κι ένας χείμαρρος ξέπλυνε τα γαλανά του μάτια.

Μια σκοτεινιά τον σκέπασε, εισχώρησε μέσα του βαθιά κι έστυψε την ψυχή του. Ένα αλλόκοτο γέλοιο τράνταξε το βαγόνι, μα δεν μπορούσε να προσδιορίσει την προέλευσή του. Σήκωσε το κεφάλι κι εξέτασε γύρω του τους συνταξιδιώτες, μα δεν φαινόταν κανένας ταραγμένος. Όλα βρισκόντουσαν στο δικό του μυαλό του, στη δική του σκέψη και ιδιαίτερη ευαισθησία.

Στον ώμο του ένιωσε ένα αναπάντεχο δροσερό άγγιγμα, κάτι που τον ανάγκασε να σβήσει πρόσκαιρα τις άσχημες εικόνες που ράπιζαν το μυαλό του. Η γυναίκα που μόλις είχε καθίσει δίπλα του δεν χρειάστηκε να του απευθυνθεί με λόγια ανθρώπινα. Το χαμόγελό της διέθεται εκείνο το χάρισμα που απάλυνε τη δυστυχία, τη ντροπή και τον πόνο της ψυχής. Την κοίταξε στα μάτια. Μάτια παράξενα, σμιλεμένα από χέρι θεϊκό, εξαπέλυαν μια υπέρλαμπρη φωτεινή δέσμη που σκορπούσε οτιδήποτε μιαρό στην πορεία της.

«Με περίμενες, είναι η αλήθεια...» τα λόγια της δόνησαν το μυαλό του και η καρδιά του πετάρισε χαρούμενη, μα την επόμενη στιγμή μια μελαγχολία επέστρεψε δειλά.

«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, σωστά;» τόλμησε να ρωτήσει για πρώτη και τελευταία φορά, αν και γνώριζε την απάντηση.

Η γυναίκα έγειρε στο μέρος του, έκλεισε το πρόσωπό του στα χέρια της και μια μεταξένια αίσθηση διαπέρασε ολάκερο το σώμα του. Μια ουράνια ευωδία πλημμύρισε την οσφρητική του αίσθηση και μια μεθυστική ζάλη του αλάφρυνε το μυαλό από τους φόβους.

«Μη φοβάσαι, αγαπημένε μου Άγγελε... Από σήμερα θα έχετε όλοι σας από ένα ζευγάρι φτερά και θα ταξιδεύετε πλάι μου, εκεί που η αγάπη γιατρεύει όλες τις πονεμένες ψυχές...»

(Αφιερωμένο στις αδικοχαμένες ψυχές της αμαξοστοιχίας με τον αριθμό 62.

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2023, 23:21 Τότε που σταμάτησε ο χρόνος)