Έβαλα το σώμα μου σε ένα χαλί άμορφο
Με τύλιξα και με έκλεισα σε μια πόρτα που ‘χω χάσει το κλειδί της
Έβαλα το κεφάλι μου σε ένα τραπέζι καιόμενο
Άρπαξα μια αγκίδα και χαράκωσα το πρόσωπό μου το όμορφο
Με παραμόρφωσα δίχως να ξέρω αν αντίδοτο υπάρχει
Και τώρα πλανιέμαι στις Αθήνες
Τις σκονισμένες και τις άδοξες
Σέρνοντας τη ματωμένη μου μάσκα
Και παίρνοντας ένα κορμί αλλιώτικο από τη βιβλιοθήκη των αδικοχαμένων
Το βλέμμα μιας πόρνης του μεσαίωνα
Νιώθοντας πιο ελεύθερη από ποτέ
Αφιερώνομαι στους έρωτες των κορών
Και στης νύχτας το πέπλο
Το αδιάκοπο
Το απρόβλεπτο
Το ελεύθερο