Σάμχαϊν – H Kατάρα του Ορφανού (Κεφάλαιο 1)

Η στρογγυλή, ξύλινη άμαξα, σερνόταν με κόπο στο χωματόδρομο αγκομαχώντας στις λάσπες. Η βροχή είχε επιτέλους κοπάσει, αφήνοντας πίσω της τη χαρακτηριστική μυρωδιά του φθινοπώρου και του νοτισμένου με μπόλικο νερό, φρέσκου χώματος. Σε όλη τη διαδρομή, με τον Γουίλ, δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μία λέξη. Ήμουν θυμωμένη μαζί του, καθώς περίμενα πως σαν μεγαλύτερος αδερφός θα πατούσε πόδι, θα αντιστεκόταν, ώστε να μην χρειαζόταν να χωριστούμε, ούτε για μία ημέρα. Ωστόσο, εκείνος ήταν μονάχα δεκατρία και εγώ έντεκα, στην αρχή της εφηβείας. Ανήλικοι δηλαδή, έρμαια της πολιτείας και των αποφάσεών της

Οι παππούδες μας, δυστυχώς δεν ζούσαν για να μας αναλάβουν. Για την ακρίβεια δεν προλάβαμε καν να τους γνωρίσουμε. Σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Σε εκείνον τον φρικτό πόλεμο, στον οποίο, προσπάθησαν να αποδείξουν, πως οι μάγοι, οι άνθρωποι, οι Άρπιες, καθώς και όλα τα μαγικά και μη πλάσματα, μπορούσαν να ζουν αρμονικά.

Μολαταύτα απέτυχαν, με τον σκοτεινό και παντοδύναμο εκπρόσωπο των Μάγων του Ερέβους, Σάμχαϊν, Κέναρντ Γκρερ, να αποκεφαλίζει τον λευκό μάγο Όσβαλντ Κας. Ευτυχώς για όλους, ο ένας από τους δύο γιούς του, ο Κάρολους Κας και οι δυνάμεις των υπολοίπων πλασμάτων, αναχαίτισαν τον Κέναρντ, καίγοντας σχεδόν όλους τους υπηκόους του για παραδειγματισμό. Δεν μπορώ να θυμηθώ πολλά, παρά μονάχα το φόβο και το μίσος που άφησε πίσω του αυτός ο πόλεμος. Το φόβο για τους μαύρους μάγους, τους Σάμχαϊν. Μάγους που ακροβατούσαν ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία. Κανείς δεν γνώριζε αν υπήρχαν ακόμη.

Κούνησα το κεφάλι σαν να πάλευα να απωθήσω κάποια κακιά σκέψη, ενώ προσπάθησα να πλάσω όμορφες εικόνες. Σκέφτηκα τη μητέρα μου και το πόσο πολύ αγαπούσε το Παρίσι της πλευράς των κοινών ανθρώπων. Ήταν και εμένα όνειρό μου να το επισκεφθώ. Να περπατήσω στα γραφικά σοκάκια του, να ακούσω τους ύμνους της Παναγίας των Παρισίων και να επισκεφτώ τη Βασιλική της Ιερής καρδιάς, στην καλλιτεχνική γειτονιά της Μονμάρτης. Η μητέρα μου, είχε πάει πολλές φορές και συχνά μου αφηγούταν ιστορίες ή μου έφερνε να δοκιμάσω τα πολύχρωμα μακαρόν.

Στην ανάμνηση των γονιών μου, τα μάτια μου βούρκωσαν και είδα τον Γουίλ να με κοιτάζει με θλίψη.

«Όλα θα πάνε καλά Κένταλ» μου είπε « το Ντορθόριεν, είναι ένα από τα καλύτερα ορφανοτροφεία»

«Το ξέρω, μα δεν σκέφτομαι μόνο αυτό» ψέλλισα.

«Και δεν υπάρχει ούτε ένας Σάμχαϊν στον κόσμο!» με πείραξε ελαφρώς.

«Αμφιβάλλω Γουίλ» απάντησα λες και ήμουν σίγουρη.

Η ξύλινη άμαξα, με τα κουρασμένα, γέρικα άλογα, σταμάτησε στην αρχή ενός καταπράσινου λόφου, στην κορυφή του οποίου δέσποζε ένα πέτρινο και επιβλητικό κτίριο, σαν παλιό αρχοντικό. Ο συνοδός μας, ο οποίος ήταν υπάλληλος του Δημαρχείου της πόλης της Βέρνια, μου έκανε σήμα να κατέβω. Είχε κοντό ανάστημα, μικρά, κυανά μάτια, τα οποία έρχονταν σε αντίθεση με την τεράστια, στρογγυλή μύτη του και το παράξενο, τριγωνικό καπέλο που φορούσε. Ανήκε στους Θρολ οι οποίοι είχαν τα σπίτια τους κάτω από τη γη και οι περισσότεροι εργάζονταν σαν υπάλληλοι, είτε στο Κοινοβούλιο της μαγικής Γαλλίας που βρισκόταν στη Βέρνια, είτε στα Δημαρχεία των πόλεων και γενικά σε διάφορες υπηρεσίες. Ποτέ τους δεν είχαν αρχηγική θέση, καθώς η νοημοσύνη τους, ήταν ένα σκαλί πιο κάτω από τους μάγους και τους ανθρώπους γενικότερα.

Απρόθυμα, πήρα στα χέρια μου τη μικρή, δερμάτινη βαλίτσα μου και προτού κατέβω, σφιχταγκάλιασα τον αδερφό μου.

«Μου υπόσχεσαι πως θα έρθεις σε ένα μήνα το αργότερο;» τον ρώτησα αθώα.

«Η εγγραφή μου στο ορφανοτροφείο έχει γίνει κανονικά, απλώς περιμένουν να πραγματοποιηθεί μία υιοθεσία, για να αδειάσει το δωμάτιο και να έρθω. Μην ανησυχείς. Μονάχα θέλω να προσέχεις και να τρως, γιατί σε ξέρω πως όταν είσαι στεναχωρημένη, τρως ελάχιστα» συμπλήρωσε και εγώ πάλεψα να κρατήσω τα δάκρυά μου. Δεν ήθελα να με δει σε αυτήν την κατάσταση. Έπρεπε και οι δύο να φανούμε δυνατοί.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, κατέβηκα με την βοήθεια του μικροκαμωμένου άνδρα και μαζί, ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε τη χωμάτινη ανηφόρα που οδηγούσε στο ορφανοτροφείο, ή καλύτερα στο μόνιμο σπίτι μου από εδώ και μπρος. Εκτός φυσικά, αν εγώ και ο αδερφός μου είχαμε την τύχη να υιοθετηθούμε από κάποια καλή οικογένεια. Τα παπούτσια μου, κολλούσαν διαρκώς στις λάσπες, καθώς πάλευα να περπατήσω ανηφορίζοντας και με την σκιά αυτού του επιβλητικού κτηρίου να μου βαραίνει τη διάθεση. Φτάνοντας μπροστά από την πόρτα, παρατήρησα τον άνδρα να βγάζει από την τσέπη του σακακιού του κάποια χαρτιά, και να αρπάζει στα χέρια του το τεράστιο, μεταλλικό χερούλι της, χτυπώντας το δυνατά στην επιφάνειά της.

«Μη φοβάσαι» μου είπε περίλυπα, βλέποντάς με να τρέμω.

Τότε, στο κατώφλι φάνηκε μία νεαρή γυναίκα, ντυμένη με ένα πορφυρό, σκούρο βελούδινο φόρεμα.

«Καλώς την!» αναφώνησε ευδιάθετα και έριξε μία βιαστική ματιά στα χαρτιά «Είσαι η Κένταλ Μορς του…Έλτον και της Γουιλαμπέλα;» ρώτησε προσπαθώντας να χαμογελάσει και ένευσα θετικά «Είχαμε ενημερωθεί για την άφιξή σου και έτσι φροντίσαμε να ετοιμάσουμε μία μικρή υποδοχή. Ελάτε, περάστε» είπε χαμογελαστά σε εμένα και το Θρολ.

Με το που πάτησα το πόδι μου στον κεντρικό του χώρο, με τον τεράστιο, κρυστάλλινο πολυέλαιο να κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου επιβλητικά, αστράφτοντας, παρατήρησα μία ομάδα παιδιών συγκεντρωμένη, να με περιμένει χαμογελώντας ελαφρώς αμήχανα.

«Πόσα παιδιά φιλοξενείτε;» ρώτησε ο άνδρας δίπλα μου από καθαρό, κοινωνικό ενδιαφέρον.

«Τριάντα παιδιά κύριε» του χαμογέλασε η γυναίκα.

«Κάνετε άριστη δουλειά. Κάποιος πρέπει να μεριμνήσει και γι’ αυτές τις ψυχές. Εγώ να πηγαίνω» πρόφερε, έχοντας δώσει όλα μου τα έγγραφα.

Για κάποιον λόγο, μάλλον για να αποβάλλω το άγχος, ξεκίνησα να μετρώ τα παιδιά από μέσα μου, νευρικά. Το έκανα τρείς, γρήγορες φορές, μα πάντοτε μου έλειπε ένα.

«Κυρία, τα παιδιά είναι είκοσι εννέα» της είπα ντροπαλά και την είδα να σκοτεινιάζει.

«Έχεις δίκιο. Τις περισσότερες φορές μας λείπει ένας» τελείωσε και για κάποιο λόγο η κουβέντα της αυτή, έμεινε χαραγμένη στο μυαλό μου.

«Γεια σου Κένταλ, καλωσήρθες» ακούστηκε χορωδιακά η φωνή των παιδιών, τα οποία είχαν παραταχτεί στα σκαλοπάτια, έχοντας καρφώσει το βλέμμα τους επάνω μου με περιέργεια.

«Λοιπόν Κένταλ, θα πάρεις το δωμάτιο με το νούμερο δύο. Είναι στον πρώτο όροφο. Εμένα με λένε Εμίλια Κλαρκ και είμαι η διευθύντρια, αλλά και η ιδιοκτήτρια του ιδρύματος. Αν χρειαστείς κάτι, ή νιώσεις άσχημα μέχρι να προσαρμοστείς, το δικό μου δωμάτιο βρίσκεται στο ισόγειο και συγκεκριμένα, είναι η καφέ σκούρα πόρτα δεξιά από τις κουζίνες και τα μαγειρεία. Θα σε βοηθήσω με τα πράγματά σου και αύριο το πρωί, θα περάσει από εδώ ο Ανιχνευτής με τον ορό της αλήθειας, για επιβεβαίωση της ταυτότητας του χρώματός σου» τελείωσε και εγώ αναστέναξα βαριά.

Είχα ακούσει για τους Ανιχνευτές και το είχα βιώσει, γνωρίζοντας πως το χρώμα μου, ήταν το εκρού. Έτσι είχαν πει στους γονείς μου, όταν ήρθαν για να επιβεβαιώσουν το είδος μου, τη στιγμή της γέννησής μου. Αν το χρώμα έβγαινε μαύρο, αυτό θα σήμαινε πως το παιδί ήταν απόγονος των Σάμχαϊν. Οι Ανιχνευτές τότε, αναγκάζονταν να το απομακρύνουν άμεσα από την οικογένειά του, προτού εξελιχθεί σε απειλή για το είδος μας. Το τι απογίνονταν τελικά εκείνα τα παιδιά και τα βρέφη, δεν το γνώριζε κανείς, μήτε ρωτούσε.

Οι κουπαστές της κεντρικής, αρχοντικής, ξύλινης σκάλας, κατέληγαν στη μορφή της κεφαλής ενός λέοντα. Η αλήθεια ήταν πως αν κοιτούσες στο μισοσκόταδο αυτή τη μορφή και για πολύ ώρα, σου προκαλούσε ένα ανεξήγητο ρίγος, σαν να παγώνει άξαφνα το κορμί σου εξαιτίας ενός ύπουλου ρεύματος. Ο διάδρομος του πρώτου ορόφου, ήταν φαρδύς και ευρύχωρος, με χιλιάδες πορτραίτα να κοσμούν τους τοίχους δεξιά και αριστερά δημιουργώντας μία υπερβολή. Η Εμίλια, βαστώντας το μεταλλικό κλειδί στο χέρι της και τη βαλίτσα μου στο άλλο, άνοιξε αργά την πόρτα του δωματίου μου, ενώ εγώ καρτερούσα με αγωνία να αντικρίσω το χώρο. Τον είχα φανταστεί, μονότονο, με λιγοστά έπιπλα και συγκεκριμένα, μονάχα με ένα κρεβάτι και μία ντουλάπα για τα ρούχα μου. Τουναντίον όμως, το συγκεκριμένο δωμάτιο, διέθετε την χάρη ενός παραμυθένιου δάσους, με το κρεβάτι μου σε σχήμα κορμού δέντρου και την λάμπα από πάνω, να έχει την μορφή ενός λιλά νυχτολούλουδου. Στη συρόμενη ντουλάπα μου επάνω, ήταν ζωγραφισμένα λιβάδια, με κινούμενες ζάπιες, ή όπως αποκαλούσαν οι απλοί άνθρωποι ένα συγγενές έντομο, πυγολαμπίδες.

«Είναι φανταστικό» ψιθύρισα σχεδόν στον εαυτό μου μαγεμένη, κοιτάζοντας με λαχτάρα και δέος γύρω μου. Σαν το σπίτι μου δεν ήταν, αλλά τουλάχιστον με έκανε να νιώθω άνετα.

«Να έχεις το νου σου, γιατί το πρωί, οι χαριτωμένες, φτερωτές ζάπιες δίνουν τη θέση τους σε άλλα ζώα του δάσους» ακούστηκε η γλυκιά φωνή της γυναίκας.

«Και κουνελάκια;» ρώτησα μαζεμένα.

«Τα πάντα θα δεις, αρκεί να κάνεις ησυχία όταν θα φανούν για να μην τα τρομάξεις» συμπλήρωσε εκείνη.

«Μιλάτε σαν να πρόκειται για αληθινά ζωάκια» της είπα.

«Κένταλ μου, θα έπρεπε να ξέρεις πως στον κόσμο που ζούμε, τα πάντα παίρνουν μία άλλη μορφή. Μπορούν να ζωντανέψουν ανά πάσα στιγμή, η μαγεία τους το επιτρέπει» τελείωσε χαμογελώντας και κατόπιν, πήρε στα χέρια της, ένα ροζ χαρτί, όπου πάνω του ήταν γραμμένο το πρόγραμμα της ημέρας «Για σήμερα έχασες το δείπνο, αλλά μη σε νοιάζει. Οι κουζίνες ήταν ενήμερες και έτσι σου φυλάξαμε φαγητό. Σου αρέσει η κρεατόσουπα;» με ρώτησε γλυκά και εγώ ένευσα καταφατικά.

Η Εμίλια μου χαμογέλασε και εγώ της υποσχέθηκα να βρίσκομαι στην τραπεζαρία σε δέκα λεπτά, έχοντας πρώτα τακτοποιήσει τα πράγματά μου. Η πόρτα ήταν έτοιμη να κλείσει, όταν τη συγκράτησε ένα άλλο κορίτσι που μπήκε μέσα και στάθηκε μπροστά μου με σκέρτσο, παλεύοντας να τραβήξει την προσοχή μου.

«Γειά σου, είμαι η Κριστιέλα και μένω στο διπλανό δωμάτιο. Είμαι Άρπια, εσύ;» με ρώτησε και τότε, την είδα άξαφνα να αλλάζει όψη, με το δέρμα της να υιοθετεί ένα παράξενο χλωμό χρώμα, ενώ πράσινα, μικρά ποτάμια που έμοιαζαν με φλέβες, ξεκίνησαν να διαγράφονται στο αλλοτινό, λευκό της, ανθρώπινο δέρμα. Ένα λεπτό αργότερα, η μορφή της είχε επανέλθει σαν να μην είχε συμβεί τίποτε.

Η Κριστιέλα, ήταν ένα ψηλό και αδύνατο κορίτσι, στην ίδια ηλικία με εμένα. Τα μαλλιά της ήταν καστανά, ίσια, ωστόσο δεν την αποκαλούσες όμορφη. Η εμφάνισή της, ήταν ιδιαίτερη, όπως άλλωστε όλων των Αρπίων, ή αλλιώς των παιδιών του δάσους.

«Με λένε Κένταλ και είμαι εκρού μάγισσα. Πόσο καιρό μένεις εδώ;» την ρώτησα.

«Μπορώ να πω, πως εδώ γεννήθηκα. Οι γονείς μου με άφησαν όταν ήμουν βρέφος. Είχαν λέει άλλα έξι παιδιά και εγώ περίσσευα. Οι παππούδες μου ήταν μεγάλοι σε ηλικία και δεν μπορούσαν να με αναλάβουν» πρόφερε θλιμμένα.

«Μα, αυτό είναι απαίσιο» αντέτεινα νευριασμένα.

«Το ξέρω. Εσύ γιατί βρίσκεσαι εδώ;»

«Έχασα τους γονείς μου και οι παππούδες μου δεν ζουν πια. Χάθηκαν και εκείνοι στον πόλεμο»

«Θεούλη μου..» την άκουσα να μονολογεί σχεδόν «Λοιπόν Κένταλ, αφού γίναμε φίλες τώρα, θα σε δω αύριο στο πρωινό» πρόφερε χαρούμενη, μα εμένα για κάποιον λόγο με έτρωγε μία ερώτηση.

«Κριστιέλα, είναι καλά εδώ;» τη ρώτησα τελικά για να την δω να παγώνει για λίγο στη θέση της.

«Είναι...εντάξει. Η κυρία Εμίλια είναι υπέροχη» προσπάθησε να απαντήσει διπλωματικά, ωστόσο εμένα το εντάξει δεν αρκούσε για να με καθησυχάσει.

«Απλώς εντάξει;» την πίεσα.

«Κοίταξε Κένταλ, δεν κάνει να είσαι περίεργη εδώ. Όσα πιο πολλά ρωτάς, τόσο το χειρότερο» είπε με φωνή που έτρεμε ελαφρώς.

«Ποιο είναι αυτό το παιδί που δεν εμφανίστηκε όταν ήρθα;» η επόμενή μου ερώτηση εκφράστηκε ευθαρσώς, για να την δω να στρέφει τη ματιά της επάνω μου, με τα χείλη της κυρτωμένα σε μία έκφραση απόγνωσης.

«Μίλα πιο σιγά» με μάλωσε «Αυτό το...παιδί, μένει απέναντί σου στο τρία. Δεν μιλά σχεδόν ποτέ, δεν έχει φίλους και μερικοί τον αποφεύγουν κιόλας. Δηλαδή και εγώ προσπαθώ να μην τον κοιτάζω. Να μη στρέφω το βλέμμα μου προς το μέρος του, ούτε κατά λάθος. Μπορεί να τον έχουμε παρεξηγήσει, μπορεί να είναι καλός. Δεν μιλά πολύ όμως, δεν συμμετέχει ποτέ στα παιχνίδια μας» πάλεψε να βρει τα λόγια της εξαιτίας του φόβου που διαφαινόταν στα μάτια της. Του φόβου προς το άγνωστο ίσως.

Σταύρωσα τα χέρια μου μπροστά στο στήθος μου και τότε, πίσω ακριβώς από την Κριστιέλα, η πόρτα του δωματίου νούμερο τρία, μισάνοιξε, με μόνη θέα, το ερεβώδες άπειρο που έβγαινε μέσα από το χώρο. Κάπου εκεί όμως, κρυμμένο στις σκιές, βρισκόταν ένα αγόρι. Το μόνο που κατόρθωσα να διακρίνω, καθώς το ίδιο φάνηκε πως στεκόταν ακίνητο, σαν άψυχη κούκλα, ήταν τα καλοχτενισμένα του, καστανόξανθα μαλλιά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, η πόρτα του έκλεισε με τρόπο ευγενικό, σχεδόν αθόρυβο. Η μικρή Άρπια μπροστά μου, φάνηκε να πανικοβάλλεται.

«Άκου τη συμβουλή μου και προσπάθησε να τον αποφεύγεις. Καλό βράδυ» τελείωσε για να με αφήσει ξανά μόνη μου, παρέα με τις σκέψεις μου, καθώς και με την αίσθηση της άγνωστης απειλής, καλά κρυμμένης στις σκιές του δωματίου με τον αριθμό τρία.

Τακτοποιώντας τα ρούχα μου, όσο πιο γρήγορα μπορούσα, έριξα μία τελευταία ματιά στο μαγικό δάσος που κοσμούσε την ντουλάπα μου, για να διακρίνω τα λαμπερά μάτια μίας λευκής αλεπούς, να με κοιτάζουν με περιέργεια. Της κούνησα το χέρι μου για να της τραβήξω την προσοχή και εκείνη πισωπάτησε φοβισμένη.

Ανόρεχτη, κατέβηκα τα σκαλιά με ραθυμία, για να με υποδεχτεί μία μυρωδιά κανέλας και μπαχαρικών. Οι μαγείρισσες, ήταν όλες τους Κόμπολτς, μικρόσωμα πλάσματα, με κόκκινα, κοντά μαλλιά και τεράστια αφτιά, συγγενείς με τους Θρολ, μονάχα που ζούσαν στα ορεινά. Καθώς το ορφανοτροφείο, ήταν απομονωμένο στους λόφους, οι Κόμπολτς, είχαν πιάσει δουλειά στα μαγειρεία. Ήταν άριστοι κυνηγοί και το κρέας το μαγείρευαν με ιδιαίτερη μαεστρία.

«Κάτσε κοριτσάκι» μου είπε η μία με την βραχνή της φωνή και κατόπιν με πλησίασε ζητώντας μου να φορέσω μία λευκή ποδιά, προκειμένου να μη λερωθώ.

Της χαμογέλασα ντροπαλά για να την ευχαριστήσω, όταν τη στιγμή που ετοιμάστηκα να βάλω μία κουταλιά στο στόμα μου, είδα ένα αγόρι, να πλησιάζει και να κάθεται αμίλητο και ανέκφραστο, στην άλλη άκρη της τραπεζαρίας, γευματίζοντας μονάχο του. Ένιωσα τους χτύπους της καρδιάς μου να τραντάζουν το στέρνο μου, εξαιτίας του φόβου, ενώ παράλληλα, πάλευα να τραβήξω το περίεργο βλέμμα μου από πάνω του, έχοντας στο μυαλό μου τα λόγια της Κριστιέλα. Το κακό όμως, είχε ήδη γίνει. Το αγόρι γύρισε απότομα προς τη μεριά μου και με κάρφωσε με τα δύο του ψυχρά, κυανά μάτια και τα καλοχτενισμένα του, ανοιχτόχρωμα μαλλιά. Ήταν πανέμορφος, μα χαμένος ωστόσο σε μία παγερή, σκιώδη άβυσσο.

Νιώθοντας ένα ψυχρό κύμα κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς μου, πάλεψα με μανία να αποστρέψω το βλέμμα μου από πάνω του, ωστόσο προς μεγάλη μου ανακούφιση, το είχε κάνει εκείνος πρώτος. Σιωπηλά συνεχίσαμε το γεύμα μας, με εμένα να δυσκολεύομαι ακόμη και να καταπιώ από το άγχος της παρουσίας του. Τη στιγμή εκείνη, ευχήθηκα να είχα δίπλα μου τον Γουίλ. Να με αγκάλιαζε και να μου ψιθύριζε πως όλα θα πήγαιναν καλά. Συνέχισα το γεύμα μου αμήχανη, μα το αγόρι στην άλλη άκρη του τραπεζιού είχε εξαφανιστεί, με τον ίδιο απόκοσμα αθόρυβο τρόπο, με τον οποίο είχε εμφανιστεί. Δεν είχε κάνει τον κόπο να συστηθεί, ούτε φυσικά να επικοινωνήσει μαζί μου, εκτός ίσως από εκείνο το φευγαλέο, σκληρό για τα δεδομένα ενός συνομήλικου αγοριού, βλέμμα.

Οι μαγείρισσες Κόμπολτς, με καρτερούσαν στωικά να ολοκληρώσω το γεύμα μου και κατόπιν να μαζέψουν και να πλύνουν το πιάτο μου, για να πάρουν και εκείνες το δρόμο για τον γυρισμό. Τα μικροσκοπικά τους σπίτια, χτίζονταν συνήθως πλάι στις καρυδιές, καθώς οι Κόμπολτς κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες από αυτούς τους νόστιμους καρπούς και μάλιστα, έφτιαχναν πολλές φορές γλυκά του κουταλιού, πουλώντας τα στις αγορές των πόλεων. Ήμουν βέβαιη πως τα γύρω δάση μας, ήταν γεμάτα καρυδιές, καθώς τις είδα έπειτα από λίγα λεπτά, να κατηφορίζουν με ρυθμό τον λοφίσκο, κατευθυνόμενες στα δέντρα. Η κούραση με είχε καταβάλει για τα καλά, όταν ανεβαίνοντας τις σκάλες, παρατήρησα την κυρία Εμίλια, να κάθεται σε μία γκρίζα, αναπαυτική πολυθρόνα και να διαβάζει απορροφημένη ένα βιβλίο. Ήμουν έτοιμη να συνεχίσω το δρόμο μου, όταν την άκουσα να με φωνάζει.

«Κένταλ μου, όλα εντάξει; Το φαγητό ήταν καλό;» με ρώτησε καλοσυνάτα, με ειλικρινές ενδιαφέρον, προσπαθώντας να με κάνει να νιώσω άνετα.

«Όλα μια χαρά κυρία Εμίλια. Είχα και παρέα στο φαγητό, αν και δεν μιλούσε πολύ» συμπλήρωσα κάπως σκεπτική και την είδα να αντιλαμβάνεται αμέσως ποιόν εννοούσα.

«Κάθε μέρα, τρώει την ίδια ώρα, ξέχωρα από τους υπόλοιπους. Συγγνώμη αν σε αναστάτωσε. Δεν είναι κακό παιδί, απλώς είναι μόνιμα θλιμμένος και δυσκολεύεται να κάνει φίλους. Όταν μας τον έφεραν, ήταν ένα πολύ χαμογελαστό μωρό. Όλα άλλαξαν ξαφνικά, όταν ήταν τεσσάρων. Ως τότε είχε φίλους, έπαιζε, γελούσε. Μία μέρα, απλώς…σταμάτησε».

Ο προβληματισμός διαφαινόταν στο πρόσωπό της.

«Πώς τον λένε;» την ρώτησα με αγωνία, καθώς με αυτόν τον τρόπο, μαθαίνοντας δηλαδή το όνομα, ήταν σαν να τραβούσα και την κουρτίνα του μυστηρίου που πλαισίωνε εκείνο το αγόρι.

«Τον λένε Σκορπιό. Σε εμάς βέβαια, συμπεριφέρεται ευγενικά και τυπικά. Είναι ένα έξυπνο αγόρι, γκρίζος μάγος. Η αλήθεια είναι πως αναζητήσαμε την οικογένειά του με ό,τι μέσο διαθέταμε, αλλά δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε και να ανασύρουμε κάποια χρήσιμη πληροφορία. Μην του δίνεις σημασία, δεν φταις εσύ. Μπορεί απλώς να επιθυμούσε μία οικογένεια και η απώλεια της ελπίδας να υιοθετηθεί, να του έφερε αυτή τη θλίψη» ήταν και οι τελευταίες της κουβέντες, μα εγώ τότε, καθώς ήμουν μονάχα έντεκα και αδυνατούσα να κατανοήσω πλήρως τα λεγόμενά της.

Τουναντίον, πάλεψα με πείσμα να ξετρυπώσω τους λόγους, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ένα παιδί στην απομόνωση. Σκέφτηκα αρχικά τον φόβο. Πως πιθανότατα φοβόταν κάτι και γι'αυτό παρέμενε κλεισμένος στον δικό του, καλά προστατευμένο κόσμο. Κάποτε είχε φίλους, έπαιζε, είχε υπάρξει ευτυχισμένος. Τι του αφαίρεσε ξαφνικά την ευτυχία; Σύντομα παραιτήθηκα, καθώς η κούραση κέρδιζε ολοένα και περισσότερο έδαφος. Το δωμάτιό μου με περίμενε, με τις χνουδωτές, φτερωτές ζάπιες να ζουζουνίζουν ευτυχισμένες, προκαλώντας έναν παράξενο θόρυβο που σε νανούριζε γλυκά. Την στιγμή που τα βλέφαρά μου ήταν έτοιμα να σφαλίσουν, άκουσα την πόρτα του δωματίου τρία, να ανοίγει σιγανά, τρίζοντας ελαφρώς. Τα μάτια μου, στράφηκαν άθελά τους, στην σκιά που φαινόταν σταματημένη έξω από το δικό μου δωμάτιο. Ένιωσα την καρδιά μου να βροντοχτυπά ξανά, μέχρι που η σκιά αποχώρησε και εγώ έστρεψα το σώμα μου στο πλάι για να παραδοθώ σε έναν ύπνο βαθύ και λυτρωτικό.



Οι πρωινές ηλιαχτίδες με χτύπησαν απότομα στο πρόσωπο, τρυπώνοντας από τις ημιδιάφανες κουρτίνες. Τέντωσα το σώμα μου για να ξεπιαστώ, εναποθέτοντας τις ελπίδες μου στη νέα μέρα που είχε μόλις ανατείλει. Πλησίασα την ντουλάπα μου με ανυπομονησία, καρτερώντας να συναντήσω τα μικροσκοπικά ζωάκια του δάσους, τα οποία τώρα απομακρύνονταν τρομαγμένα. Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα, συνόδευσε και την είσοδο της Κριστιέλα στο δωμάτιό μου.

«Καλημέρα! Είπα να περάσω από εσένα πρώτα, για να πάμε μαζί στο πρωινό» μου δήλωσε πρόσχαρα, ενώ την είδα να φορά ένα σκούρο καφέ φόρεμα, ως το γόνατο και από κάτω, ένα σχετικά χοντρό καλσόν στο χρώμα των φρέσκων, ζωηρόχρωμων φύλλων.

«Αυτή είναι η στολή μας;» τη ρώτησα διστακτικά δείχνοντας τα ρούχα της.

«Δεν θα το έλεγα. Εδώ ο καθένας φορά τα ρούχα που εκπροσωπούν το είδος του. Εγώ είμαι Άρπια και όλοι μας στη φυλή μου φοράμε τα συγκεκριμένα χρώματα. Οι μάγοι φορούν τα δικά τους. Σε εσένα θα δώσουν στολή, αφού πρώτα τελειώσουν μαζί σου οι Ανιχνευτές» μου απάντησε,

«Πονάει λίγο» της είπα.

«Η ένεση ναι, είναι αλήθεια, καθώς και το υγρό που χύνεται στις φλέβες σου, προκειμένου να δείξει το είδος σου. Για την ώρα, φόρεσε τα χθεσινά σου ρούχα για λίγο και έλα να κατεβούμε γιατί πεινάω» δήλωσε πειρακτικά.

«Ξέρεις, χθες γνώρισα και...Τον Σκορπιό» της είπα δίχως να κρατιέμαι παρατηρώντας τη να παγώνει.

«Τι εννοείς; Σου μίλησε; Αδύνατον» ξεκίνησε να μονολογεί σχεδόν.

«Όχι, η αλήθεια είναι πως δεν ανταλλάξαμε ούτε μία κουβέντα. Μάλλον δεν συμπαθεί κανέναν πια. Δεν μου φάνηκε όμως τόσο κακός»

«Μπορεί πράγματι να μη μας συμπαθεί πια. Παλιά ήταν αλλιώς. Αχ, Κένταλ, άκουσέ με και μην κάνεις του κεφαλιού σου. Μείνε μακριά από αυτό το αγόρι. Σε συμπαθώ και γι' αυτό σου το λέω. Άντε, πάμε τώρα» τελείωσε και με άρπαξε.

Τη στιγμή που κατηφορίζαμε, παρακολουθήσαμε πως κανένα από τα παιδιά δεν μιλούσε. Ο Σκορπιός καθόταν μονάχος του στην άκρη της μεγάλης τραπεζαρίας, με το βελούδινο, κόκκινο τραπεζομάντηλο. Βάλθηκα να μετρώ αγχωμένα, για ακόμη μία φορά τα παιδιά για να μου λείπει στο τέλος ξανά ένα.

«Λείπει ο Νίκολας» άκουσα τη φωνή της Κριστιέλα.

«Ο Νίκολας είναι άρρωστος» μας ψιθύρισε στο αφτί σχεδόν, ένα κορίτσι με καστανές μπούκλες, που έπεφταν ανάλαφρα στους ώμους της.

Τη στιγμή εκείνη, θυμήθηκα το άνοιγμα της πόρτας με τον αριθμό τρία, του δωματίου του Σκορπιού. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ τον λόγο, αλλά μέσα στο μυαλό μου, είχα συνδέσει απόλυτα την απουσία του αγοριού, με την κίνηση του Σκορπιού. Τότε, σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη μου, είδα ένα απόκοσμο χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του, ενώ παράλληλα δεν έστρεψε ούτε για ένα λεπτό το βλέμμα του επάνω μας.

Το πρωινό, ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό. Τα πιο πολλά παιδιά στην ηλικία μας, είχαμε την ικανότητα να μετακινούμε αντικείμενα κατά βούληση. Το ίδιο συνέβαινε και στο σπίτι μου κατά τη διάρκεια των γευμάτων. Έχοντας απορροφηθεί από τη συζήτησή μου με την Κριστιέλα, δεν πρόσεξα δύο ψηλούς άνδρες, που στέκονταν στην είσοδο του ιδρύματος. Ήταν οι Ανιχνευτές. Γεροδεμένοι, γκρίζοι μάγοι, με τους περιποιημένους τους μανδύες να ακουμπούν στο έδαφος αρχοντικά. Η κυρία Εμίλια, μου έκανε σήμα να πλησιάσω, με όλα τα βλέμματα των παιδιών να καρφώνονται άξαφνα επάνω μου.

«Μην έχεις κανένα άγχος γλυκιά μου» την άκουσα να μου λέει και εγώ τους ακολούθησα σε ένα δωμάτιο μικρό, με μία πολυθρόνα στη μέση κι ένα τεράστιο, περσικό χαλί να καλύπτει το πάτωμα.

Οι δύο άνδρες με κοίταξαν καλοσυνάτα και ο ένας, βαστώντας στα χέρια του τη σύριγγα με το υγρό της αλήθειας, το χορήγησε στις φλέβες μου. Ο πόνος ήταν ανυπόφορος, καθώς το υγρό κυλούσε στον οργανισμό μου, προκαλώντας τα μάτια μου να αλλάξουν χρώμα φανερώνοντας το είδος μου και τους δύο άνδρες, μαζί με την διευθύντρια, να καταλήγουν να με κοιτάζουν με δέος. Το αίμα μου πάγωσε. Κοιτούσα τα πρόσωπά τους, την έκπληκτη έκφρασή τους και άθελά μου, σκέφτηκα το χειρότερο.

«Κένταλ, τι σου είχαν πει την πρώτη φορά που σου χορήγησαν το υγρό της αλήθειας; Σε ποιο είδος ανήκες;» με ρώτησε ο ένας με κομμένη σχεδόν την ανάσα.

«Εκρού μάγισσα» του απάντησα με μάτια δακρυσμένα εξαιτίας του πόνου.

«Τότε, είτε έκαναν λάθος, πράγμα απίθανο, είτε σου είπαν ψέματα για κάποιον λόγο. Είσαι λευκή μάγισσα και αυτό είναι ιδιαιτέρως σπάνιο» ήταν η τελευταία κουβέντα του άντρα, με εμένα να μην γνωρίζω αν έπρεπε να χαρώ ή να πανικοβληθώ. Το κορμί μου ξεκίνησε να τρέμει. Μπορεί να μην ήμουν εβένινη μα και το λευκό…Δεν είχα μάθει να ζω με αυτήν την αλήθεια.

«Θέε μου!»αναφώνησα «Μα, γιατί να μου πουν ψέματα; Ποια είμαι δηλαδή; Τί είμαι;»

Δίπλα τους, η κυρία Εμίλια με κοιτούσε κατάπληκτη. Πόσο σημαντικό ήταν άραγε το λευκό χρώμα για τον μαγικό κόσμο του σήμερα; Γιατί μου είχαν πει ψέματα; Τι φοβούνταν; Ήθελα να φύγω! Να τρέξω! Μπορεί να είχαν κάνει λάθος. Όχι, σίγουρα είχαν κάνει!