Η γνώση των Ξωτικών (Κεφάλαιο 2: Το Όραμα)

Η όμορφη Ιρίθιελ είχε πάει στο σπίτι του Φαλάελ και του Έλνταρ και χαιρόταν που έβλεπε ότι ο μικρός αδερφός του Φαλάελ ήταν ξανά υγιής και δυνατός.

«Δόξα να έχουν οι Θεοί! Σε βοήθησαν» είπε στον Έλνταρ.

«Δόξα να έχεις και εσύ Ιρίθιελ μου» απάντησε ο ξωτικός.

Η κοπέλα χαμογέλασε ταπεινά.

«Σκέφτομαι να πάω το απόγευμα στην λειτουργία του ναού μας για να ευχαριστήσω τους Θεούς που σε γιάτρεψαν αδερφέ μου. Θα ήθελες να έρθεις;» ρώτησε ο Φαλάελ τον Έλνταρ.

«Ναι!» απάντησε εκείνος.

«Και εγώ θα έρθω μαζί σας. Να συναντηθούμε στον ναό μόλις ο ήλιος χαθεί πίσω από τα βουνά» αποκρίθηκε η Ιρίθιελ.

«Εντάξει» είπαν τα δύο αδέρφια και η ξωτικιά αποχώρησε από το σπίτι.

Ο Φαλάελ για ακόμη μια φορά αγκάλιασε τον αδερφό του βουρκωμένος. Από την ώρα που είχε σηκωθεί ο Έλνταρ από το κρεβάτι, ο μεγάλος του αδερφός τον είχε σφίξει στην αγκαλιά του αμέτρητες φορές.

«Εδώ είμαι Φαλάελ! Είμαι καλά αδερφέ μου»

«Δεν ξέρεις πόσο τρόμαξα! Ας είναι καλά η Ιρίθιελ και δοξασμένοι να είναι οι Θεοί»

«Δεν ξέρω αν πρέπει να τους δοξάζουμε αν είναι να μας φέρουν μεγάλη συμφορά»

«Έλνταρ τι εννοείς;»

«Το όνειρο! Ήταν προφητικό»

«Έλνταρ για όνομα! Δεν είσαι μάντης! Ήταν απλά ένας εφιάλτης»

«Εγώ πιστεύω ότι ήταν κάτι παραπάνω»

«Αδερφέ μου πάντα σε στήριζα, αλλά αυτό που λες δεν έχει λογική βάση. Ας μην το αναφέρουμε ξανά»

«Μα, Φαλάελ...»

«Μίλησα» αποκρίθηκε σε αυστηρό τόνο ο άλλος και ο Έλνταρ σώπασε!

****

Τα δύο αδέρφια και η Ιρίθιελ είχαν πάει στον ναό να ακούσουν τις ψαλμωδίες προς τιμή των Θεών!

Και άλλα ξωτικά βρίσκονταν στον ναό και άκουγαν με ευλάβεια τους ψαλμούς.

Ο Έλνταρ ξαφνικά άρχισε να μην αισθάνεται καλά! Κρύος ιδρώτας τον έλουσε και τα πόδια του δεν άντεχαν το βάρος του. Σωριάστηκε στο πάτωμα και τότε σαν και τότε στο όνειρο του, πέρασαν εικόνες τρόμου από μπροστά του. Η θάλασσα είχε βγει στην ξηρά και έπνιξε τους συγχωριανούς του! Το χωριό του σβήστηκε από τον χάρτη δια παντός και το τσουνάμι άφησε πίσω πληθώρα από νεκρούς.

«Όχι» ούρλιαξε και λιποθύμησε.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Ιρίθιελ.

«Δεν ξέρω! Κάτι έπαθε ο αδερφός μου» είπε ο Φαλάελ.

Ψίθυροι ακούγονταν σε όλη τον ναό.

«Είναι τρελός» έλεγαν κάποιοι.

«Αυτό μην το ξαναπείτε» φώναξε ο Φαλάελ!

«Φαλάελ μου δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για εκρήξεις! Πρέπει να βοηθήσουμε τον Έλνταρ» είπε η Ιρίθιελ.

«Έλνταρ, αδερφέ μου, άνοιξε τα μάτια σου» έλεγε ο Φαλάελ σκουντώντας τον αδερφό του.

Ο μικρός του αδερφός άνοιξε τα μάτια του κάποια στιγμή και πετάχτηκε όρθιος!

«Κινδυνεύουμε όλοι» φώναξε.

Όλοι οι παρευρισκόμενοι αλληλοκοιτάχτηκαν.

«Τι εννοείς;» τον ρώτησε ένας.

«Όταν είχα αρρωστήσει έβλεπα σε όνειρο ότι το χωριό μας θα αφανιστεί από τσουνάμι και τώρα είδα όραμα. Είδα τις ακριβώς ίδιες σκηνές από το όνειρο μου. Πρέπει να εγκαταλείψουμε την Πέτρα, πριν μας βρει συμφορά»

«Είσαι θεότρελος» είπε μια ξωτικιά.

«Είναι αλήθεια! Από παιδί ήσουν αλλόκοτος και τώρα από ότι φαίνεται έχασες τα λογικά σου» είπε κάποιος άλλος.

«Όχι, έχω πλήρη επίγνωση του τι λέω» φώναξε ο Έλνταρ που αισθανόταν αδικημένος.

«Αρκετά!» αποκρίθηκε ένας στρατιωτικός που είχε καθήκοντα φύλακα των συνόρων της Πέτρας από εχθρικές δυνάμεις.

Άκουγε στο όνομα Άλνταβαλ.

«Άλνταβαλ, πρέπει να με πιστέψετε» συνέχισε ο Έλνταρ σε κατάσταση υστερίας.

«Φαλάελ, μάζεψε τον αδερφό σου» είπε ο φύλακας.

«Συγνώμη! Ζητώ συγνώμη εκ μέρους του αδερφού μου» αποκρίθηκε ο Φαλάελ.

Ο Έλνταρ πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο Φαλάελ σχεδόν τον έσυρε έξω από τον ναό και ο νεαρός ξωτικός κατάλαβε ότι κανείς δεν θα τον λάμβανε υπόψη.

****

Η Ιρίθιελ είχε πάει να δώσει έναν ζωμό για πονοκεφάλους σε ένα σπίτι ενός ξωτικού που ήταν μουσικός. Το όνομα του ξωτικού ήταν Νάρμπεθ! Ήταν ένα ξωτικό λεπτεπίλεπτο με μακριά καστανά μαλλιά τα οποία τα έπιανε σε κοτσίδα και καστανά μάτια.

«Να είσαι καλά Ιρίθιελ για τον ζωμό» της είπε με την ευγένεια που πάντα τον χαρακτήριζε, ο Νάρμπεθ.

«Και εσύ να είσαι καλά! Εύχομαι να σε βοηθήσει ο ζωμός»

Τότε ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και ο Νάρμπεθ πήγε να ανοίξει. Ήταν ο Βαέριλ ένας εργάτης και πολύ καλός του φίλος, αδελφικός.

«Καλώς τον. Πέρασε!» του είπε ο μουσικός.

Ο Βαέριλ μπήκε μέσα στο σπιτικό του Νάρμπεθ.

«Γεια σου Ιρίθιελ» είπε ο εργάτης στην όμορφη θεραπεύτρια.

«Γεια Βαέριλ! Είσαι καλά; Φαίνεσαι ανήσυχος»

«Απλώς ταράχτηκα με τα λόγια του Έλνταρ ότι η Πέτρα μας θα καταστραφεί. Από παιδί ήταν παράξενος, αλλά λέτε να έχει μαντικές ικανότητες;»

«Και εγώ δεν μπορώ να ησυχάσω μετά το περιστατικό στον ναό. Αναρωτιέμαι αν θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη τα λόγια του. Ιρίθιελ εσύ τι πιστεύεις; Άλλωστε είσαι κοντά με τον Φαλάελ και τον Έλνταρ» της είπε ο Νάρμπεθ.

«Δεν ξέρω ειλικρινά τι να σκεφτώ! Ο Έλνταρ είναι ξεχωριστό ξωτικό. Αλλά δεν μπορώ να γνωρίζω αν είναι αλαφροΐσκιωτος ή χαρισματικός»

«Αν όντως λέει την αλήθεια πάντως πρέπει να φύγουμε πριν ξεσπάσει το τσουνάμι» αποκρίθηκε ο Βαέριλ.

«Έχεις δίκιο φίλε μου! Σκέφτομαι να τον ακούσω! Θα πάω στο σπίτι του Φαλάελ! Να συζητήσω μαζί τους και αν με πείσει ο Έλνταρ θα φύγω από το χωριό μας και οι Θεοί να βοηθήσουν»

«Θα έρθω και εγώ μαζί σου Νάρμπεθ. Άλλωστε και εγώ θέλω να μάθω την αλήθεια. Ιρίθιελ εσύ τι σκοπεύεις να κάνεις;» την ρώτησε ο εργάτης Βαέριλ.

«Έχω να δω κάποιους αρρώστους ακόμη. Πηγαίνετε εσείς και αν πειστείτε ελάτε να μου πείτε τι αποφασίσατε. Ίσως φύγω και εγώ μαζί σας από την Πέτρα αν το πάρετε απόφαση» απάντησε η θεραπεύτρια.

«Μην χάνουμε άλλο χρόνο. Πάμε στο σπιτικό του Φαλάελ» είπε ο Νάρπεθ και έτσι έγινε.

Η Ιρίθιελ πήγε να δει άλλους ασθενείς της και οι άλλοι δύο ξωτικοί πήγαν να βρουν τα αδέρφια.

****

«Λυπάμαι που σας αναστάτωσε ο αδερφός μου. Είναι απλά λόγια» είπε ο Φαλάελ στον Νάρμπεθ και στον Βαέριλ.

«Ξέρω τι λέω» φώναξε ο Έλνταρ που είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του που ο αδερφός του που πάντα τον υποστήριζε, τώρα δεν τον λάμβανε υπόψη.

Ο Φαλάελ γύρισε και τον κοίταξε σκεφτικός.

«Έλνταρ μα τους Θεούς είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε.

«Έρχεται καταστροφή και ναι είμαι βέβαιος»

Ο Φαλάελ πήρε μια βαθιά ανάσα και σωριάστηκε σε μια καρέκλα. Έκρυψε το πρόσωπο του στις παλάμες του.

«Αν τους ξεσηκώσουμε όλους χωρίς λόγο, τότε...»

«Υπάρχει λόγος» είπε ο Έλνταρ και ο αδερφός του τον κάρφωσε με τα μάτια του.

****

Η θεραπεύτρια Ιρίθιελ είχε πάει στην ακρογιαλιά! Την ηρεμούσε ο ήχος από τους παφλασμούς των κυμάτων. Προσπαθούσε να μην σκέφτεται ότι υπάρχει πιθανότητα το χωριό της να αφανιζόταν. Αν είχε δίκιο ο Έλνταρ τότε έπρεπε όλοι τους να φύγουν το συντομότερο δυνατόν. Αλλά πού να πήγαιναν; Η Πέτρα ήταν το σπίτι τους.

«Ιρίθιελ» άκουσε μια ανδρική φωνή να την φωνάζει και στράφηκε προς τα εκεί.

Ήταν ο φύλακας Άλνταβαλ. Ο Άλνταβαλ ήταν ένας ψηλός, επιβλητικός ξωτικός με φαρδιές πλάτες και άγρια χαρακτηριστικά προσώπου.

«Φύλακα μου» είπε η Ιρίθιελ με σεβασμό.

«Τι πιστεύεις για όσα είπε ο Έλνταρ σήμερα;»

«Δεν ξέρω τι να σκεφτώ! Αλλά αν λέει την αλήθεια διατρέχουμε όλοι θανάσιμο κίνδυνο»

«Θα σου πω κάτι αλλά δεν θέλω να σε πανικοβάλλω. Ξέρεις ότι λόγω της ιδιότητας του φύλακα είμαι πολύ παρατηρητικός και πρόσεξα κάτι!»

«Τι;» έκανε με απορία η Ιρίθιελ.

«Η στάθμη της θάλασσας έχει ανέβει! Ίσως... , ίσως ο Έλνταρ να έχει δίκιο. Ίσως το τσουνάμι που είδε στο όραμα και στα όνειρα του να προμηνύει όσα θα διαδραματιστούν»

«Μα τους Θεούς!» είπε η Ιρίθιελ και έβαλε την παλάμη της μπροστά από το στόμα της από τη ταραχή της.

«Χωρίς να θέλω να φανώ βλάσφημος, αλλά αν το τσουνάμι βγει αληθινό, τότε ούτε οι Θεοί δεν θα μπορούν να μας σώσουν»

Και η Ιρίθιελ αν και πιστή, συνειδητοποίησε ότι δεν έπρεπε να αφήσουν τις καταστάσεις στο χέρι των Θεών, αλλά να δράσουν άμεσα αν ήθελαν να μείνουν ζωντανοί.