Φυσικά, είχε πάρει τα μέτρα του, για να αποφύγει την αναπόφευκτη και μοιραία αυτή συνάντηση από εκείνο κιόλας το χριστουγεννιάτικο πρωινό που είχε ξυπνήσει δίπλα στη ρεματιά, μέσα στο χιονισμένο δάσος γύρω από το χωριό, μόλις λίγα μέτρα από το σπίτι που στη συνέχεια θα αποκαλούσε «δικό του». Όποτε περπατούσε το βλέμμα του ταξίδευε από σκιά σε σκιά τριγύρω του, περιμένοντας κάποια από αυτές να του ορμήσει, φορούσε έναν μακρύ μανδύα κάτω από τον οποίο μπορούσε να χωθεί ολόκληρος και να κερδίσει πολύτιμο χρόνο σε περίπτωση επίθεσης ενώ από τη ζώνη του κρεμόταν μία μικρή τρομπέτα, για να δημιουργήσει θόρυβο και να τρομάξει τις σκιές όταν θα έρχονταν αντιμέτωποι. Όταν βρισκόταν στο σπίτι φρόντιζε πάντα να είναι βυθισμένο στο απόλυτο σκοτάδι χωρίς να ανέβει ποτέ μήτε κερί, για να δει μήτε φωτιά, για να ζεσταθεί ενώ οι πόρτες και τα παράθυρα παρέμεναν πάντοτε ερμητικά κλειστά.
Οι συγχωριανοί του γελούσαν μαζί του και τον αποκαλούσαν τρελό, αλλά εκείνος δε σπαταλούσε τον χρόνο του με τις προσβολές τους. Οι άνθρωποι δε θα καταλάβαιναν ποτέ το παρελθόν του, τη φθορά που είχαν προκαλέσει πάνω του τα τόσα χρόνια ατελείωτων πολέμων, την ανάγκη του για διαρκή επαγρύπνηση, αλλά κι εκείνος όσο κι αν το προσπαθούσε
δε θα μπορούσε ποτέ να κατανοήσει τους τρόπους ενός κόσμου που είχε αλλάξει τόσο στα χρόνια της απουσίας του. Εξάλλου για εκείνους ήταν ένας ξένος. Ένας παράξενος άνθρωπος με ένα παράξενο όνομα που καταγόταν από κάποιον μακρινό τόπο και που είχε εμφανιστεί μυστηριωδώς και παρουσιαστεί ως ο ιδιοκτήτης ενός σπιτιού που οι χωριανοί ορκίζονταν ότι δεν υπήρχε πριν τον ερχομό του.Κι όμως, τις νύχτες που περνούσε βυθισμένος στο σκοτάδι κι άκουγε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του τα γέλια και τις μουσικές που έρχονταν από τα σπίτια δε μπορούσε παρά να ανοίξει λίγο το παραθυρόφυλλο του δωματίου του, μια μικρή χαραμάδα, ίσα-ίσα να μπορέσει να δει απέξω τις φιγούρες των ανθρώπων στα δικά τους παράθυρα. Την πρώτη φορά ενέδωσε στην περιέργειά του για λίγα δεύτερα, την επόμενη για λίγα λεπτά και τελικά κατέληξε να περνά ώρες ολόκληρες χαζεύοντάς τους μέχρι να πέσουν για ύπνο. Άφηνε το φως να μπει μέσα στο σπίτι κι οι σκιές δεν ξεπηδούσαν. Ο φόβος και η ανησυχία του εξασθενούσε όλο και περισσότερο κάθε νύχτα που περνούσε στο παράθυρο.
Απόψε, αυτό το μοιραίο βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, ήταν τόσο αφηρημένος που δεν πρόσεξε τα κεριά που άναβαν μόνα τους μέσα στο σπίτι, τα μαύρα αποτυπώματα πάνω στο τζάκι, την τρομπέτα του που εξαφανίστηκε από τη ζώνη του. Ίσως αν δεν είχε υποκύψει τότε στον πειρασμό του το κρύο χιόνι δε θα έκαιγε τώρα τα γυμνά του πόδια, ίσως το φεγγάρι στον συννεφιασμένο νυχτερινό ουρανό δε θα έλαμπε σαν τον ήλιο κι οι σκιές δε θα τον κυνηγούσαν σαν μια δύνη που περίμενε να τον καταπιεί.
Ή ίσως να είχε αποφύγει τη μοιραία συνάντηση για λίγα χρόνια ακόμα αν δεν είχε αρχίσει να μοιράζεται τις ιστορίες με τους συγχωριανούς του εκείνο το πρωί του Δεκέμβρη.
«Μεγάλη μέρα η σημερινή», την πρώτη φορά είχε προσπαθήσει να κρατήσει τον τόνο της φωνής του όσο πιο αδιάφορο γινόταν.
«Πώς να μην είναι! Του Αγίου Σπυρίδωνα κύριε Νάντο μου!» Του είχε απαντήσει ένας από τους θαμώνες, αποτραβώντας για μια στιγμή την προσοχή του από την παρτίδα τάβλι που εκτυλισσόταν στο διπλανό τραπέζι.
«Όχι, δεν είναι αυτό», τα μάτια του γυάλιζαν όλο πονηριά. «Σε λίγες μέρες καθορίζεται η μοίρα του κόσμου…»
«Όλο γρίφους είσαι κύριε Νάντο μου…»
«Οι γρίφοι μου έχουν απαντήσεις…»
Δεν καταλάβαινε ποια παράξενη δύναμη τον είχε ωθήσει να μιλήσει για το κάστρο των Παραμυθάδων με τις πολύχρωμες σημαίες που ανέμιζαν στα τείχη του, τα ψηλά καμπαναριά του που έξυναν τα σύννεφα, για τους φίλους του ή γιατί σπαταλούσε τον χρόνο του να τους περιγράφει το πώς ήταν να γλιστράει πάνω στις σταγόνες της βροχής ή το να ταξιδεύει με τις ακτίνες του ήλιου. Σίγουρα δεν ήταν η λογική του ή κάποιο δαιμόνιο που ήθελε το καλό του. Με τα χρόνια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ίσως ήταν η κατάρα που τον είχε οδηγήσει σε αυτό το λάθος, το να κάνει τη ζωή του ως Παραμυθάς, ως αγέραστος προστάτης ιστοριών, παραμύθια τα οποία οι συγχωριανοί του εκμεταλλεύονταν, για να νανουρίσουν τα παιδιά τους τα βράδια.
Πάνω σε μία από αυτές τις πολλές διηγήσεις ο Φερνάντο είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε αρχίσει να ξεχνά.
Ένα ψυχρό απόγευμα του Οκτωβρίου στην πλατεία του χωριού τα παιδιά ήταν μαζεμένα γύρω από τον Φερνάντο ενώ οι άντρες ήταν συγκεντρωμένοι στο καφενείο λίγα μέτρα παραπέρα. Τους έλεγε για ένα αγόρι, ψηλό ίσαμε τις νεραντζιές της πλατείας, έναν άνθρωπο που μπορούσε να ακροβατεί μεταξύ του κόσμου των ανθρώπων και του κόσμου των ονείρων, ήταν μαθητευόμενος του Φερνάντο όσο ήταν ακόμα Παραμυθάς. Του μάθαινε πώς να φτιάχνει ψευδαισθήσεις τόσο ζωντανές που μπορούσες να τις αγγίξεις, πώς να συγχρονίζει τα ρολόγια του κόσμου, πώς να ελέγχει τη θέση του ήλιου και της σελήνης και πώς να τα επαναφέρει στην αρχική τους κατάσταση… Αντάμωναν μια φορά τον χρόνο, τη βραδιά της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν τα σύνορα των άπειρων κόσμων ήταν πιο λεπτά από κάθε άλλη νύχτα και το αγόρι μπορούσε να μεταπηδήσεις στον κόσμο των ονείρων, ώσπου κάτι τραγικό συνέβη στον μαθητή του…
Η αφήγηση του Φερνάντο είχε σταματήσει απότομα, πράγμα που δεν το συνήθιζε.
«Τι του συνέβη;» Ρώτησε κάποιο από τα παιδιά.
Ο Φερνάντο είχε μείνει με το στόμα του ανοιχτό, σαν να ήθελε να συνεχίσει την ιστορία, αλλά τα μάτια του ήταν γουρλωμένα και κοίταζαν τριγύρω γεμάτα απόγνωση. Οι λέξεις βρίσκονταν στην άκρη της γλώσσας του, αλλά δε μπορούσε να τις αρθρώσει, ήξερε τι συνέβη στον μαθητή του, αλλά του ήταν αδύνατο να το κατανοήσει… Η καρδιά του έκανε απότομη πτώση όταν συνειδητοποίησε την αλήθεια: δε μπορούσε να θυμηθεί τι συνέβη στον μαθητή του…
«Ένα χαρτί!» Φώναξε. «Γρήγορα ένα χαρτί και ένα μολύβι!» Τραβούσε τη λαιμόκοψη της μπλούζας του, οι ανάσες του έβγαιναν με δυσκολία.
Τα παιδιά τον κοίταξαν έκπληκτα από το ξέσπασμά του. Όσο παράξενος κι αν ήταν ποτέ δεν είχαν δει τα μάτια του να μικραίνουν τόσο πολύ ή τις φλέβες να πετάγονται τόσο έντονα στον λαιμό του.
«Γρήγορα είπα!» Επέμεινε. Έπρεπε να καταγράψει ό,τι απέμενε, ό,τι μπορούσε να σώσει… δεν έπρεπε να ξεχάσει άλλο...
Κάποιο από τα παιδιά έτρεξε στο καφενείο και του έφερε όσα ζητούσε.
Ο Φερνάντο έσκυψε πάνω από το χαρτί και κόλλησε το μολύβι απάνω του αλλά το χέρι του δεν κατάφερε να κουνηθεί όσο κι αν το πρόσταζε το μυαλό του.
Η κατάρα είχε έρθει και για αυτόν.
Ο κόσμος των ονείρων στηριζόταν πάνω σε μία αρχή. Όταν κάποιος εντασσόταν στα μόνιμα τάγματα των Παραμυθάδων θα έπαυε να γερνά και θα αποκτούσε δύναμη πέρα από τα όρια της λογικής. Σε αντάλλαγμα θα εγκατέλειπε την ανθρώπινη ζωή του και τον κόσμο των ανθρώπων και θα αφοσιωνόταν στην προστασία ενός άλλου κόσμου, εύθραυστου που μπορούσε να αναπνεύσει μόνο ως κάποια ιστορία που θα ταξίδευε ανά τους αιώνες από τον έναν άνθρωπο στον άλλο ή που θα αποτυπωνόταν σε χαρτί. Οι κόσμοι αυτοί απειλούνταν διαρκώς από κάθε λογής τέρατα και σκοτεινά πλάσματα αλλά ιδίως από τον Εφιάλτη, τον βασιλιά των σκιών, και τους υπηκόους του. Έστω κι ένας από αυτούς τους κόσμους να καταστρεφόταν ο κόσμος των ανθρώπων όπως τον γνώριζαν οι κάτοικοί του θα έπαυε να υπάρχει. Ένας Παραμυθάς μπορούσε να αποσυρθεί όποτε το επιθυμούσε, αλλά αν έφευγε δε θα μπορούσε ποτέ να επιστρέψει στον κόσμο των ονείρων, θα γερνούσε και θα έχανε όλες του τις αναμνήσεις από τον αθάνατο βίο του.
Μόνο όταν το χέρι του κοκκάλωσε πάνω από το χαρτί μπόρεσε να ταυτοποιήσει εκείνο το παράξενο συναίσθημα που τον διακατείχε τις τελευταίες μέρες. Το κεφάλι του ήταν πιο ελαφρύ από ότι συνήθως, οι πλάτες του λιγότερο σφιγμένες, η ανάγκη του να προσέχει μήπως κάποια σκιά ξεπηδήσει και του ορμήσει αδιάφορη… Οι αναμνήσεις του πετούσαν μακριά του σαν πουλιά, τα στρατηγικά του ένστικτα και αντανακλαστικά υποχωρούσαν. Από εκείνη την ημέρα φορούσε μία κατσαρόλα στο κεφάλι του. Δε θα μπορούσε ποτέ να νικήσει την κατάρα, αλλά αν δυσκόλευε τη φυγή των αναμνήσεων δε θα μπορούσε να κερδίσει λίγο χρόνο;
Οι συγχωριανοί του νόμιζαν στην αρχή ότι η κατσαρόλα ήταν κάποιο αστείο αλλά οι μέρες περνούσαν κι ο Φερνάντο συνέχισε να περιπλανιέται στο χωριό με τον μακρύ μανδύα του, την κατσαρόλα και την τρομπέτα στη ζώνη του. Κάποιοι φοβόντουσαν ότι τελικά οι ιστορίες του ίσως να έκρυβαν κάποια αλήθεια, ισχυρίζονταν ότι έβλεπαν τις σκιές να κινούνται μέσα στα στενά του χωριού, θέλησαν να τον απομακρύνουν από κοντά τους. Του έδωσαν το παρατσούκλι «ο Κατσαρόλης» και του απαγόρευσαν να διηγείται τις παράξενες ιστορίες του. Ο Φερνάντο κλείστηκε στο σκοτεινό του σπίτι με μόνη συντροφιά τις αναμνήσεις του που λιγόστευαν μέρα με τη μέρα…
Καθώς έτρεχε τώρα από τις σκιές η κατσαρόλα έπεσε από το κεφάλι του Φερνάντο και κατρακύλησε στην πλαγιά του λόφου.
«Όχι!» Φώναξε σπάζοντας τη σιωπή της νύχτας.
Πέταξε τον μακρύ μανδύα του από πάνω του κι έτρεξε να την προλάβει. Δε μπόρεσε να την ακολουθήσει για πολύ, δεν είχε άλλωστε και πολλές αντοχές, τα γέρικα κόκκαλά του δεν τον βαστούσαν πια, τα μαλλιά του ήτανε λευκά σαν το χιόνι. Η κατσαρόλα χάθηκε κάπου ανάμεσα στους θάμνους.
Δάκρυα σχηματίζονταν στα μάτια του Φερνάντο. Έπεσε κάτω και τύλιξε τα χέρια του γύρω από το κεφάλι του, για να κρατήσει τις αναμνήσεις κοντά του όσο ήταν εφικτό, αλλά εκείνες ξεγλιστρούσαν με ευκολία ανάμεσα από τα ανοίγματα των δακτύλων του, πρόσωπα, μάχες, απογοητεύσεις και χαρές. Το κάστρο! Η μόνη ανάμνηση που παρέμενε το ίδιο ζωντανή με την πρώτη μέρα που πέρασε μακριά από τον κόσμο των ονείρων ήταν το κάστρο! Αλλά δεν ήταν αρκετό. Ποιος άλλος ζούσε εκεί; Τι έκανε όλους αυτούς τους αιώνες; Άξιζε το τίμημα που πλήρωνε τώρα; Είχε ανάγκη να θυμάται αυτές τις τελευταίες στιγμές που οι σκιές τον περικύκλωναν τους φίλους του, τον μαθητή του, έστω κάποια σημαντική στιγμή του αθάνατου βίου του…
Έκλεισε τα μάτια του καθώς οι σκιές τον σήκωσαν ψηλά, ένα αίσθημα τόσο μαγικό, σαν να πετά στα σύννεφα... Δεν τα άνοιξε όταν τον έριξαν απότομα κάτω ούτε όταν τρύπησαν τη σάρκα του με τα μυτερά τους νύχια και τράβηξαν το σώμα του σε διαφορετικές κατευθύνσεις η κάθε μία. Δε φώναξε, δεν έκλαψε, όταν το αίμα κύλησε από τις παλιές του πληγές που πίστευε ότι είχαν κλείσει έπειτα από τόσους αιώνες. Υπέμεινε μουγκά καρτερώντας το τέλος, ούτως ή άλλως τίποτα καλύτερο δε θα μπορούσε να συμβεί σε εκείνη τη δεύτερη ανθρώπινη ζωή του…
Πού να πήγαιναν άραγε οι Παραμυθάδες, όταν πέθαιναν; Δεν το γνώριζε. Γνώριζε μόνο ότι η ψυχή του κρατιόταν από το σώμα του με μια κλωστή κι ότι στα αφτιά του αντηχούσε, ποιος να το φανταστεί; Αυτή κι αν ήταν μια ανάμνηση θαμμένη στο βάθος του χρόνου… Τόσοι αιώνες και ποτέ του δε σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή το ζεστό σπίτι, το γλυκό της χαμόγελο… Μια μελωδία, αυτό ήταν… κάποιο παλιό νανούρισμα που του τραγουδούσε η μητέρα του όταν ήτανε παιδί…
Πέρασε μία εβδομάδα να τον αναζητήσουν οι συγχωριανοί του, όχι τόσο επειδή είχαν ανησυχήσει για αυτόν αλλά επειδή ένας ξένος είχε έρθει στο χωριό, για να τον επισκεφτεί.
«Αυτός είναι ακόμα πιο παράξενος από τον άλλο», ψιθύριζαν μεταξύ τους.
Ήταν ψηλός ίσαμε τις νεραντζιές της πλατείας, έπρεπε να σκύψει για να περάσει μέσα από το άνοιγμα οποιασδήποτε πόρτας, είχε μια κοκκινωπή γενειάδα που έφτανε μέχρι το στέρνο του, τα χέρια του ήταν γεμάτα τατουάζ και στο πρόσωπό του είχε ένα τεράστιο σημάδι που χώριζε το δεξί του μάγουλο στα δύο. Δε φορούσε τίποτα περισσότερο από μία κοντομάνικη μπλούζα και μια καρό φούστα κι ένα ζευγάρι μακριές κάλτσες, σαν να μην ενοχλούνταν καθόλου από το κρύο.
«Σκοτσέζος είναι», διαπίστωσε κάποιος για τον άνθρωπο που δεν είχε καν αποκαλύψει το όνομά του.
«Είναι ο μαθητής από τις ιστορίες του Κατσαρόλη!» Επεσήμανε κάποιος άλλος, εγείροντας την περιέργεια και σπέρνοντας την ανησυχία μεταξύ των υπολοίπων.
Οι χωρικοί δεν κατάλαβαν, γιατί ο ξένος επέμενε να γίνει η κηδεία. Όσο κι αν έψαξαν δε βρήκαν κανένα ίχνος του Κατσαρόλη πέρα από την κατσαρόλα και την κουβέρτα του ή στοιχεία για το τι είχε απογίνει. Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει φύγει κάπου μακριά, σε κάποιο από τα γειτονικά χωριά, αλλά ο γίγαντας επέμενε κι έτσι υπάκουσαν στην επιθυμία του, για να φύγει και να τελειώσει αυτή η παράξενη ιστορία μια για πάντα προτού μπει ο νέος χρόνος.
Τα προσωπικά του αντικείμενα θάφτηκαν μέσα σε ένα μικρό ξύλινο κουτί αρκετά χιλιόμετρα έξω από το χωριό. Μόλις η τελευταία χούφτα χώμα έπεσε πάνω στο σημείο ο ξένος έπεσε γονατιστός στο έδαφος, κατακόκκινος από τα δάκρυα και του λυγμούς που κρατούσε μέσα του ενώ οι χωρικοί γύρισαν στα σπίτια τους. Έμεινε εκεί για αρκετές ώρες με το βλέμμα του καρφωμένο στο χώμα. Σηκώθηκε μόνο όταν είχε πια νυχτώσει.
«Συγγνώμη», ψιθύρισε ανάμεσα σε λυγμούς.
Έπειτα άπλωσε το χέρι του, κατέβασε ένα σύννεφο από τον ουρανό, ανέβηκε πάνω του και χάθηκε ανάμεσα στα αστέρια πιο γρήγορα από ότι θα μπορούσε κανείς να ανοιγοκλείσει τα μάτια του.