Η λέξη βούιζε στ’ αυτιά μου ξανά και ξανά. Μου είχε κολλήσει. Την άκουγα ρυθμικά με το χτύπημα των συρμών του Μετρό στις ράγες, με τις ανακοινώσεις για τις στάσεις. Έτσι με είχε αποκαλέσει, πριν μου κλείσει την πόρτα κατάμουτρα παραμονές Χριστουγέννων.
Ακροκώλιο. Άντε ρε, ακροκώλιο! Τέτοιος ήσουν, τέτοιος είσαι και τέτοιος θα είσαι μια ζωή, ήχησαν οι λέξεις της Λουΐζας στο κεφάλι μου. Ξανά και ξανά.
Ναι, είναι αλήθεια.
Χώρισα.
Λάθος.
Με χώρισε.
Και με πέταξε έξω από το διαμέρισμα που της είχε αγοράσει ο μπαμπακούλης της, όταν πήρε το πτυχίο της από το ΕΚΠΑ. Φιλόλογος. Δεν της έφτανε όμως το πτυχίο. Είχε ξεκινήσει δύο μεταπτυχιακά ταυτόχρονα, ενώ της είχαν προτείνει, όχι ένας, όχι δύο, αλλά τρεις καθηγητές θέση για διδακτορικό. Δεν ήταν και λίγο για μια κοπέλα ούτε είκοσι τέσσερα καλά καλά.
Τη γνώρισα στο φαρμακείο όπου δούλευα, βοηθός. Ερχόταν συχνά πυκνά και έσκαγε καλά φράγκα σε προϊόντα ομορφιάς. Ενίοτε και σε προφυλακτικά, λιπαντικά και ερωτικά παιχνίδια που πουλούσε η φαρμοκοτρίφτρια. Το αφεντικό μου.
Κάθε φορά που δεν είχαμε κόσμο και έβγαινα στο πεζοδρόμιο για τσιγάρο, τσουπ, το βότανο. Άντε ξανά μέσα ο Παντελής. Δυο τζούρες τσιγάρο, χαμένο πήγαινε. Κουβέντα στην κουβέντα, της την έπεσα. Περνούσε φάση με τη σκληρή μουσική τότε. Χεβιμεταλλάς εγώ, κολλήσαμε.
Τότε. Γελάω. Λίγο παραπάνω από έναν χρόνο.
Δηλαδή αιώνες πριν.
Μαυρομάλλα, με ίσιο μακρύ μαλλί, κατάμαυρα μάτια και αδύνατη. Ζήτημα είναι να ζύγιζε σαράντα κιλά, άντε σαράντα πέντε.
Κι εγώ αδύνατος είμαι. Όχι ότι δεν τρώω ή δεν πίνω, αλλά τα κιλά μου είναι λίγα για το μπόι μου. Κοντά ένα ενενήντα. Εβδομήντα κιλά. Μακρύ καστανό μαλλί, με αραίωση στην πρόσοψη.
Τα χείλη της περιείχαν υψηλές δόσεις υαλουρονικού. Και πάντα βαμμένα κόκκινα. Ποτέ δεν την ρώτησα γιατί τα είχε πειράξει. Η απάντηση ήταν προφανής.
Να μην τα πολυλογώ, γίναμε ζευγάρι. Περάσαμε καλά το πρώτο τρίμηνο. Τον περισσότερο χρόνο στο κρεβάτι της. Και μετά ήρθαν οι μέλισσες και τα πρώτα σύννεφα. Δεν ήξερε τι ήθελε. Σοβαρή σχέση; Ανέμελη ζωή; Ακαδημαϊκή καριέρα; Έναν σύντροφο που να της λέει πάντα ναι;
Αυτά και χειρότερα.
Και άρχισαν οι καυγάδες.
Μονόπλευροι.
Δεν ήμουν αρκετός.
Πήρα πόδι. Σωματικά, μιας και όλα μου τα πράγματα βρίσκονταν ακόμα στο σπίτι της. Είχα ξενοικιάσει το άθλιο ημιυπόγειο όπου έμενα, για να είμαστε μαζί και να μην έχουμε περιττά έξοδα. Να μην έχω, βασικά.
Και η κατάληξη; Να με πετάξει έξω.
Ακροκώλιο. Έτσι με αποκάλεσε στο τέλος. Ούτε καν κώλο. Ακροκώλιο.
Και να που με βρήκε η παραμονή Χριστουγέννων μες το Μετρό, πηγαίνοντας στο σπίτι ενός παλιού συμμαθητή που επέλεξε τη νοσηλευτική και δούλευε νύχτα. Το σπίτι θα ήταν άδειο και τα κλειδιά τα είχε βάλει στο γραμματοκιβώτιο. Μετά τη νύχτα θα έφευγε για Φάρσαλα, στο πατρικό του, στα καπάκια. Οπότε θα μπορούσα να βολευτώ μέχρι των Φώτων. Είχα πάρει το Μετρό από τον Γέρακα και θα κατέβαινα Δημοτικό Θέατρο. Ολόκληρο ταξίδι.
Ακροκώλιο, καμπάνισε η γυναικεία φωνή που ανακοινώνει τις στάσεις.
Έτσι ακούστηκε. Αν και μου φάνηκε ότι είπε: «Επόμενη στάση, Γεροδιάβολος».
Άι στον διάβολο, μουρμούρισα μη δίνοντας σημασία, καθώς μέσα στο σχεδόν γεμάτο βαγόνι, οι μισοί επιβάτες φορούσαν ακουστικά και προφανώς βρίσκονταν συντονισμένοι στον ίδιο σταθμό, καθώς ξαφνικά ξεκίνησε μια διαφήμιση ενός πολυκαταστήματος που διατυμπάνιζε την έλευση των Χριστουγέννων σε μόλις μία μέρα. Οι περισσότεροι τραγουδούσαν τους στίχους. Προσπαθώντας να μιμηθούν, ανεπιτυχώς, τον τραγουδιστή, οποίος μάλλον βρισκόταν σε όπερα φάση και σκάμπαζε παραπάνω από δυο καντάρια μουσική…
Έκλεισα τα μάτια μιας και δεν μπορούσα να κλείσω τα αυτιά μου. Αν το έκανα μπορεί και να με μάζευαν.
Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Χωρίς λόγο. Άνοιξα τα μάτια. Αυτά καρφώθηκαν σε μια κοπέλα που καθόταν ευθεία και διαγώνια από εμένα σε μονό κάθισμα. Ήταν η μόνη που είχε ένα ανοιχτό βιβλίο και διάβαζε με προσήλωση. Δεν φορούσε ακουστικά. Ο τίτλος ήταν ξενικός. Echoes of a Lost Time, κατάφερα να ξεχωρίσω. Δεν το ήξερα, αλλά έπιασα τον εαυτό μου να κοιτάζει τη νεαρή γυναίκα. Άβαφη, ντυμένη απλά. Ακόμα και τα νύχια της ήταν φυσιολογικά, κοντά, χωρίς μανικιούρ. Φαινόταν να τρώει όλο της το φαγητό, με μακριά σπαστά έως κατσαρά καστανά μαλλάκια που έπεφταν στους ώμους της. Φορούσε γυαλιά και δεν μπορούσα να διακρίνω το χρώμα των ματιών της.
Με κοίταξε, στιγμιαία. Μια καφετιά αστραπή. Το βλέμμα της χαμήλωσε ξανά στο βιβλίο της.
«Γεροδιάβολος», ανακοίνωσε η γυναικεία φωνή. Θα έπαιρνα όρκο ότι έτσι είπε.
Η κοπέλα έβγαλε ένα χαρτομάντιλο και φύσηξε τη μύτη της.
Οι πόρτες άνοιξαν. Δεν κατέβηκε κανένας.
Μπήκε ένας άντρας από την πόρτα στο τέρμα του βαγονιού. Ο τύπος ήταν θεόρατος, το κεφάλι του, αν δεν έσκυβε, σίγουρα θα ακουμπούσε την οροφή. Φορούσε γκρίζα, λερή καμπαρντίνα και κουκούλα σκέπαζε το κεφάλι του. Μια πενταβρώμικη χειρουργική μάσκα που κάποτε πρέπει να ήταν γαλάζια, κάλυπτε όλο του το πρόσωπο.
Οι άνθρωποι στο βαγόνι άρχισαν να μαζεύονται προς το μέρος μου. Σταδιακά. Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί, αλλά μετά μια απίστευτη μπόχα με χτύπησε. Η δυσωδία ήταν ανυπόφορη και όλοι οι επιβάτες ανέπνεαν από το στόμα. Η βρώμα έμοιαζε με αυτή που θα ανέδιδε ένα χοιροστάσιο στα τέλη Ιούλη, με συνεχόμενες μέρες πάνω από σαράντα βαθμούς. Ένα χοιροστάσιο που θα το κατάβρεχαν με λάστιχο για να έχουν λάσπη τα γουρούνια. Ένας συνδυασμός σαπισμένων τροφών και τόνων ζωντανού λίπους, μέσα σε ανυπόφορη ζέστη.
Αποχαυνώθηκα.
Έπαιρνα κι εγώ βαθιές ανάσες από το στόμα. Τα πάντα σκοτείνιασαν γύρω μου.
***
Παράξενα όνειρα.
Με περιτριγύριζαν διάφορες μορφές.
Ψιθυρίσματα, βογκητά ηδονής.
Πόνου.
Χειμερινό ηλιοστάσιο.
Ο Πατέρας Χοίρος.
Αυτός που φέρει τον Χειμώνα.
Το κρύο.
Τα δώρα στα μικρά παιδιά.
Η φύση κοιμάται.
Η φύση παγώνει.
Η φύση υποφέρει.
Η φύση γαμιέται.
Χειμώνας.
Κρύο.
Αρχαία ελληνικά ψάλλονται σε ρυθμικά τραγούδια που διαφεύγουν της διάνοιάς μου.
Η Μάγισσα. Η Μάγισσα που στα χέρια της και ανάμεσα στα πόδια της κρατάει την ευημερία. Την επιβίωση από το Ψύχος. Μας προστατεύει από τον Χειμώνα. Όλη την ανθρωπότητα. Μας θυμίζει ότι το κρύο θα υποχωρήσει.
Παιδάκια γελάνε καθώς τρέχουν στο χιόνι.
Αθώα!
Περιμένουν το δώρο τους μέχρι να ανθίσουν τα πρώτα δέντρα, μέχρι η Άνοιξη να φανεί. Περιμένουν τον Πατέρα Χοίρο που φέρνει δώρα. Και τροφή, γιατί ο Χειμώνας είναι σκληρός και αυτά πεινάνε.
Η φιγούρα εμφανίζεται στη χιονοθύελλα, καθώς όλοι έχουν λουφάξει στις εστίες τους.
Σταλμένος από τη Μάγισσα, πλησιάζει, με τη λερή καμπαρντίνα του.
Σηκώνει την κουκούλα που καλύπτει το γουρουνίσιο του ρύγχος.
Ουρλιάζω.
Έχει το δικό μου πρόσωπο.
Ακροκώλιον.
***
«Φτάσαμε», άκουσα μια φωνή να λέει ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου.
Μάλλον με πήρε ο ύπνος, σαν αντίδραση στη δυσοσμία, αλλά δεν ήθελα να ανοίξω τα μάτια. Η μπόχα α μη τι άλλο, ήταν ακόμα ανυπόφορη. Θα μπορούσε να την κόψει κάποιος με μαχαίρι.
Ένα βαρύ χέρι προσγειώθηκε στον ώμο μου.
Τα μάτια μου άνοιξαν και αντίκρισαν τη γουρουνίσια φάτσα του τύπου που έκανε όλο το τραίνο να ζέχνει.
Συνάντησα τα δικά του μάτια.
Μάτια λυπημένα.
Μόνο που δεν μπορούσα να καταλάβω αν η θλίψη ήταν για τον ίδιο ή για μένα.
Γέλασα χωρίς να το θέλω, καθώς στο μυαλό μου ήχησε η ομοιοκαταληξία.
Και αμέσως, μου ήρθε η λέξη που με βασάνιζε.
Ακροκώλιο.
Ο άντρας με κοίταξε και ανασήκωσε τους ώμους.
«Ο Πατέρας Χοίρος έρχεται για όλους. Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς αναζητάει. Αλλά, πίστεψέ με, νεαρέ, οι περισσότεροι θα ήθελα να έχουν ένα ακροκώλιο στο κελάρι τους. Ή και περισσότερα. Ο χειμώνας προβλέπεται βαρύς», μου είπε, λες και με ένοιαζε. Πιο πολύ με ανησυχούσε η δυνητική του ικανότητα να διαβάζει τις σκέψεις. Πολύ περισσότερο δε, τις δικές μου.
«Πού φτάσαμε;» ρώτησα περισσότερο για να αλλάξω θέμα συζήτησης. Δεν μου άρεσε καθόλου που ο τύπος χρησιμοποίησε τη λέξη ακροκώλιο. Όχι, δεν μου άρεσε καθόλου.
Μια ενόχληση στο σημείο του κόκκυγα, εκεί που ξεκινούν οι γλουτοί, εξελίχθηκε σε ακατανίκητη φαγούρα. Έπρεπε να ξύσω το σημείο, πάση θυσία.
Ο άντρας άνοιξε το στόμα, μέσα από τη μάσκα, ευτυχώς και έβγαλε ένα επιφώνημα.
«Αιαία».
Στα αυτιά μου ακούστηκε σαν εεεεεα. Λες και ήμασταν σε γήπεδο όπου οπαδοί φώναζαν συνθήματα που προφανώς άνηκαν στην εποχή κατά την οποία η ανθρωπότητα ενέδρευε σε σπήλαια.
Οι πόρτες του βαγονιού ήταν ανοιχτές, αλλά το μόνο φως ερχόταν από τα φώτα του συρμού. Έξω επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι. Αναρωτήθηκα τι είχαν γίνει οι υπόλοιποι επιβάτες. Σηκώθηκα, παραμέρισα ευγενικά τον γουρουνάνθρωπο και βγήκα από το βαγόνι. Κατευθύνθηκα ενστικτωδώς στο σημείο όπου η χρόνια χρήση του συγκεκριμένου μεταφορικού μέσου, χαράζει ανεξίτηλα στη μνήμη την έξοδο. Άνοιξα το βήμα μου.
Δεν υπήρχαν κυλιόμενες σκάλες. Να πω ότι δεν το περίμενα; Θα ήταν ψέματα. Για κάποιον λόγο ήμουν βέβαιος ότι ακόμα κοιμόμουν και ότι απλά ζούσα ένα έντονο, διεστραμμένο όνειρο.
Τα σκαλοπάτια φωτίζονταν από τη μούχλα, η οποία πρέπει να διέθετε στοιχεία βιοφωσφορισμού.
Τα ανέβηκα βιαστικά, καθώς πίσω μου αντιλήφθηκα βαριά βήματα.
Βρέθηκα σε ένα βραχώδες τούνελ. Στο βάθος φάνηκε η έξοδος λουσμένη στο φως του φεγγαριού.
Κοίτα να δεις που γίνεται ποιητικό, ρε φίλε, σκέφτηκα.
Βγήκα από τη σπηλιά και…
Τον δάγκωσα.
Πάτησα ένα παχύ στρώμα φρέσκου χιονιού.
Παραδόξως, δεν μου κακοφάνηκε.
Κοίταξα γύρω. Δέντρα και αραιοί θάμνοι.
Και κάποιοι γλεντούσαν σε μια κάποια απόσταση από το σημείο που βρισκόμουν.
Κοίταξα. Είχαν ανάψει φωτιές σε ένα ξέφωτο. Μέσα στο φεγγαρόφωτο διέκρινα ένα τεράστιο κτίριο, ισόγειο που είχε το σχήμα αστεριού. Στο φως που έριχναν οι φλόγες μπορούσα να διακρίνω τόσο ανθρώπινες φιγούρες να πηγαινοέρχονται, όσο και τετράποδα. Από μακριά μου φάνηκα ότι ήταν σκυλιά, πρόβατα και γουρούνια. Στο κέντρο του γλεντιού βρισκόταν ένα πανύψηλο δέντρο, με όλα του τα φύλλα. Στα χαμηλότερα κλαδιά του είχαν τοποθετηθεί φαναράκια που φώτιζαν τον χώρο ακόμα πιο πολύ.
Μονοπάτι δεν υπήρχε, αλλά το χιόνι φαινόταν σταθερό. Ξεκίνησα. Δεν είχα και άλλη επιλογή, πέρα από το να επιστρέψω πίσω στον συρμό με την ελπίδα να με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι με έτρωγε ο κώλος μου.
Κυριολεκτικά.
Τον έξυσα με λύσσα. Ήμουν σίγουρος ότι κάτι έσπασε, αλλά η φαγούρα απαλύνθηκε. Προσωρινά.
Σκατά, μονολόγησα.
***
Πλησίαζα, όταν το μαζεμένο πλήθος, που πάρταρε, με πήρε χαμπάρι. Σταμάτησαν ό,τι έκαναν. Θα μπορούσα να ορκιστώ ότι κάποια άτομα προέβαιναν σε ανάρμοστες πράξεις μπροστά σε όλους τους άλλους.
«Ο Πατέρας Χοίρος! Ο Πατέρας Χοίρος έρχεται!» ακούστηκαν ζητωκραυγές.
«Ακροκώλιο! Ακροκώλιο! Είθε να ευλογηθεί!» ανταπέδωσαν κάποιες, λιγότερες φωνές.
Μέχρι που ξεπρόβαλλα στο, εντελώς καθαρό και στεγνό από κάθε ίχνος υγρασίας, ξέφωτο.
Έκανα μεγαλοπρεπή εμφάνιση σκοντάφτοντας ανάμεσα στο όριο του χιονιού και του καθαρού εδάφους. Σωριάστηκα μπρούμυτα, φαρδύς πλατύς.
Οι φωνές σίγησαν.
Δεν ήταν καλό σημάδι.
Μια γυναίκα ντυμένη με τα απολύτως απαραίτητα με βοήθησε να σταθώ στα πόδια μου. Κοίταξα γύρω. Βασικά ανταπέδωσα τα βλέμματα που έριχναν όλοι. Βλέμματα απογοήτευσης.
Η φαγούρα επέστρεψε. Θα ορκιζόμουν ότι κάτι ετοιμαζόταν να φυτρώσει στο σημείο της προέλευσης της φαγούρας. Στο ακροκώλιο.
Το ξέφωτο, στο μεταξύ, δεν είχε καμία σχέση με το υπόλοιπο περιβάλλον. Ήταν ζεστό. Ζεστό σα να λέμε καλοκαίρι σε νησί των Κυκλάδων πριν σκάσουν μύτη τα μελτέμια. Ίσως αυτή να ήταν η εξήγηση που οι περισσότεροι ενήλικες δεν φορούσαν τίποτα περισσότερο από εσώρουχα.
Αναρωτήθηκα για τον λόγο της απογοήτευσης στα μάτια των ανθρώπων που γιόρταζαν. Ό,τι στο καλό γιόρταζαν.
Ένας άντρας μέσης ηλικίας με πλησίασε κρατώντας μια μεταλλική κούπα. Φαινόταν φτιαγμένη από χρυσάφι, στο φως της φωτιάς και των φαναριών. Μου την πρόσφερε.
«Οίνος», είπε με μια μικρή υπόκλιση. Διέκρινα πίκρα στη φωνή του.
Μύρισα το περιεχόμενο. Και το κατέβασα μονοκοπανιά. Πραγματικά, δεν είχα γευτεί ποτέ στη ζωή μου τέτοιο κρασί.
«Έχει άλλο», ρώτησα;
«Όσο θες, Ξένε», απάντησε ο άντρας. «Αλλά μην το παρακάνεις. Πρέπει να είσαι στην καλύτερη φυσική κατάσταση. Πρέπει να αποδώσεις», πρόσθεσε, κλείνοντάς μου το μάτι.
«Τι να αποδώσω ρε φίλε;» ξέσπασα. «Δεν ξέρω καν που είμαι. Η ζωή μου έχει διαλυθεί. Αυτή τη στιγμή, απλά βλέπω ένα όνειρο. Ένα περίεργο όνειρο που είμαι βέβαιος ότι θα καταλήξει είτε σε ομαδική παρτούζα είτε θα τρέχω να γλιτώσω, παρακαλώντας να ξυπνήσω» συνέχισα, τραντάζοντας τους ώμους του.
«Θα μου πει κάποιος τι στον πούτσο συμβαίνει, γαμώ το στανιό μου μέσα;» ούρλιαξα. «Πατέρας Χοίρος και τρίχες κατσαρές».
Δεν ξέρω καν πώς μου ήρθε το συγκεκριμένο ιντελεκξουέλ. Απλά είχα νευριάσει. Κρύωνα μέχρι που ήπια το κρασί και το κεφάλι μου γύριζε. Κάπου ήθελα να ξεσπάσω. Δεν άντεχα άλλο. Όλη μου η ζωή έμοιαζε να είναι μια γιγάντια απόρριψη.
Ο θλιμμένος άντρας με κοίταξε σιωπηλός. Κούνησε το κεφάλι του σαν να είχε μια έντονη εσωτερική συζήτηση με τον εαυτό του.
«Είσαι ο εκλεκτός του χειμερινού ηλιοστασίου», είπε τελικά. «Από σένα εξαρτάται αν θα επιβιώσουμε τον χειμώνα. Αν η Μάγισσα ευχαριστηθεί μαζί σου και μας χαρίσει την εύνοιά της».
«Και ποια είναι αυτή η μάγισσα, ρε φίλε; Τι δικαίωμα έχει να καθορίζει τις ζωές σας;» ρώτησα ελαφρά ζαλισμένος.
Ο άντρας πάγωσε. Έφερε τον δείκτη του στα χείλη του.
«Σσσσσς», έκανε.
Οι πόρτες του κτιρίου άνοιξαν.
Όλοι έκαναν ένα βήμα πίσω. Εκτός από μένα, φυσικά. Είχα πλάτη τις πόρτες.
Βαριά βήματα ακούστηκαν στο καλά πατημένο χώμα. Βήματα που υπονοούσαν ότι το άτομο που βάδιζε, βάδιζε με αυτοπεποίθηση. Ότι ήταν ικανό να συντρίψει κάτω από το πέλμα του τον οποιοδήποτε.
Έστρεψα αργά. Σαν σε όνειρο.
Το στόμα μου άνοιξε. Τα μάτια μου γούρλωσαν. Ταυτόχρονα.
Ήταν γυναίκα. Έμοιαζε με δίδυμη αδερφή της καστανομάλλας ύπαρξης που διάβαζε εκείνο το βιβλίο στο βαγόνι. Αν, βέβαια, κάποιος της πρόσθετε μισό μέτρο μπόι, της ίσιωνε τα μαλλιά, τα έβαφε ξανθά και της χάριζε μερικές δεκάδες κιλάκια παραπάνω.
Ήμουν σίγουρος ότι με περνούσε τουλάχιστον μισό κεφάλι σε ύψος. Όσο για βάρος, ας πούμε ότι μπορούσε να με χρησιμοποιήσει σαν οδοντογλυφίδα.
Φορούσε έναν κατακόκκινο δερμάτινο στηθόδεσμο που άφηνε τουλάχιστον τη μισή θηλαία άλω σε κοινή θέα και ένα ασορτί βρακί που κάλυπτε το πιπί της με το ζόρι. Οι ενδείξεις ήταν, ότι το πίσω μέρος του συγκεκριμένου εσώρουχου θα είχε το σχήμα κόκκινου κορδονιού. Κόκκινες δερμάτινες μπότες που τέλειωναν λίγο πιο κάτω από το γόνατο συμπλήρωναν την αμφίεση.
«Γεια! Είμαι η Κίρκη», είπε με μια βαθιά αισθησιακή φωνή, ανασηκώνοντας το αριστερό φρύδι. «Χμ! δεν περίμενα κάτι τέτοιο, αλλά τι να κάνουμε; Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις. Ενίοτε δυσάρεστες».
«Τι εννοείς;»
«Θα δεις», απάντησε.
«Πέρασε μέσα», με διέταξε και κατευθύνθηκε πίσω στην έπαυλη.
Είχα δίκιο. Στρινγκ. Γαμώ την καταδίκη μου.
Την ακολούθησα. Το κάτω κεφάλι, αν και αιωνίως παραπονεμένο, πήρε τα ινία.
Οι πόρτες έκλεισαν πίσω μου και βρέθηκα σε έναν μεγάλο χώρο που φωτιζόταν από αρωματικά κεριά. Μάρμαρο κάλυπτε το πάτωμα. Λευκό μάρμαρο, στρωμένο με ροδοπέταλα. Οι τοίχοι καλύπτονταν από βελούδινες κουρτίνες χρώματος μπορντό. Στο βάθος βρισκόταν ένα τεράστιο, υπέρδιπλο κρεβάτι σε σχήμα καρδιάς. Τύφλα να ‘χει ο Πρίαμος. Το ξενοδοχείο, όχι ο βασιλιάς.
Άνοιξα το βήμα και την πλησίασα.
«Μπορείς να μου εξηγήσεις τι παίζει», ρώτησα όσο μπορούσα πιο ευγενικά. Η φωνή μου έτρεμε. Φοβόμουν, είχα νεύρα και η φαγούρα είχε επιστρέψει. Με το ζόρι κρατιόμουν να μην ξυστώ μπροστά της.
«Τα πράγματα είναι απλά, μικρό μου γουρουνάκι. Επιλέχτηκες για την αποψινή βραδιά. Να με ικανοποιήσεις. Πράγμα που δεν το βλέπω, κοιτάζοντάς σε», είπε. «Η μοίρα σου είναι προδιαγεγραμμένη, μελλοντικέ Πατέρα Χοίρε. Από όσα βλέπω, μάλλον θα κουβαλάς ακροκώλια. Για καιρό» πρόσθεσε σουφρώνοντας τα χείλη.
Πήγα να ξύσω το σημείο. Πάγωσα. Κάτι είχε φυτρώσει εκεί. Κάτι που έμοιαζε με ουρά γουρουνιού.
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Τα πάντα είχαν ένα όριο. Και αυτό μόλις είχε ξεπεραστεί. Όλα όσα είχα περάσει τον τελευταίο χρόνο έσκασαν ταυτόχρονα. Δεν ήμουν ο σούπερ ντούπερ άντρας, δεν είχα λεφτά, ούτε καν μεγάλο πουλί, αλλά ο εγωισμός μου πήρε το πάνω χέρι.
«Μωρή πουτάνα», μούγκρισα και σήκωσα το δεξί χέρι μου να τη χαστουκίσω.
Με μια αστραπιαία κίνηση το έπιασε με το αριστερό δικό της. Με κοιτούσε με τα καστανά της μάτια προκλητικά.
Δε μάσησα. Ήταν το κρασί, ήταν η απογοήτευση, ήταν η νεοαποκτηθείσα ουρά, ήταν η όλη φάση.
Σήκωσα το αριστερό, αλλά αντί να το κατευθύνω στο πρόσωπο, της τράβηξα το σουτιέν προς τα κάτω.
Τα στήθη της απελευθερώθηκαν. Οι ρώγες της θα έκαναν κάθε άντρα στη γη να ευχηθεί να ήταν ξανά βρέφος. Ή και όχι.
Όρμησα πάνω της σα λυσσασμένος. Την έσυρα στο κρεβάτι. Ή μπορεί να με έσυρε αυτή.
Ξέσπασα πάνω της. Κι αυτή σε μένα.
Πεινάγαμε και δύο. Εγώ για αναγνώριση και αυτή για σεξ. Της χάρισα το δεύτερο.
Ένας εξοργισμένος Κέρμιτ και μια ακράτητη μις Πίγκυ.
Ουρλιάξαμε και οι δύο πολλές φορές. Γευτήκαμε, δαγκώσαμε, θωπεύσαμε ο ένας τον άλλον. Και γαμηθήκαμε σαν να μην υπήρχε αύριο. Την έκανα να βογκήξει. Να πει τον δεσπότη Παναγιώτη.
Ο οργασμός της, όταν τελικά επιτεύχθηκε, συναγωνιζόταν σε διάρκεια και ένταση αυτόν μιας γουρούνας σε οίστρο. Κανά μισάωρο και.
Νομίζω ότι έχασε τις αισθήσεις της πάνω μου.
Η γλυκιά θαλπωρή με κατέβαλε.
Συνήλθα, ετοιμοπόλεμος, για έναν ακόμα γύρο, αλλά η Κίρκη με έκοψε.
«Ξημέρωσε».
«Και;»
«Αυτό ήταν. Μπορώ να γαμηθώ μόνο μια φορά τον χρόνο. Τη βραδιά που συμπίπτει με την παραμονή των Χριστουγέννων. Η κατάρα της τσούλας της Αθηνάς, επειδή τόλμησα να γευτώ τα θέλγητρα του Οδυσσέα».
«Του Οδυσσέα;» ρώτησα χαζά.
«Ναι, αγαπημένε. Του βασιλιά της Ιθάκης. Μπορεί να μην τον φτάνεις σε ικανότητες και μέγεθος, αλλά δεν τα πήγες κι άσχημα», είπε ξέπνοα.
«Κι εγώ από Κεφαλονιά μεριά έχω ρίζες».
«Δεν έχει σημασία. Επιτέλεσες τον σκοπό σου, μικρό μου, παρολίγον, γουρουνάκι. Πρέπει να φύγεις. Η ανθρωπότητα θα σε ευγνωμονεί».
Δεν κατάλαβα πώς βγήκα από το κτίριο.
Έξω δεν υπήρχε ψυχή.
Μόνο ένα κάρο φορτωμένο χοιρινά μπούτια. Παστά, καπνιστά. Ακροκώλια, όπως θα τα αποκαλούσαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι.
Έκανα λάθος. Πίσω από το κάρο κοιμόταν ο τεράστιος γουρουνάνθρωπος.
Με το που αισθάνθηκε την παρουσία μου, σηκώθηκε.
Με κοίταξε με τα θλιμμένα του μάτια.
«Πώς σε λένε;» ρώτησα για το γαμώτο και επειδή δεν είχαμε συστηθεί.
«Οδυσσέα. Ποτέ δεν κατάφερα να φύγω. Θυσιάστηκα για τους ανθρώπους. Για να επιβιώνουν τον χειμώνα. Να έχουν έστω και ένα ακροκώλιο. Κάτι να φάνε».
«Λυπάμαι, βασιλιά της Ιθάκης», ψέλλισα στα χαμένα.
«Είσαι μαλάκας; Δεν είμαι εκείνος. Απλά είμαι ο τελευταίος που δεν κατάφερα να την κάνω να χύσει. Έλπιζα ότι φέτος θα την σκαπούλαρα. Αλλά ήρθες εσύ, η μισοριξιά. Ρε φίλε, μπράβο, σου βγάζω το καπέλο. Βούιξε ο τόπος. Αλλά, έχω υπομονή. Του χρόνου, πάλι εδώ θα είμαστε. Μπορεί ο επόμενος να μην τα καταφέρει και να τη γλιτώσω».
***
«Επόμενη στάση: Δημοτικό Θέατρο».
Πετάχτηκα.
Το βαγόνι ήταν άδειο.
Δίπλα μου βρισκόταν ένα χοιρινό μπούτι.
Ένα Ακροκώλιο.
Κατέβηκα, σέρνοντάς το.
Απέναντι, το μάτι μου πήρε την όμορφη κοπέλα που διάβαζε το βιβλίο.
Με κοίταξε μέσα από τα γυαλιά της.
Χαμογέλασε, έβγαλε τη γλωσσίτσα της, στην άκρη των χειλιών της και τη δάγκωσε.
Μου έκλεισε το μάτι.
Μου έστειλε ένα φιλί με την παλάμη της.
Χαρούμενα Χριστούγεννα.