Το χριστουγεννιάτικο θαύμα των Αγράφων, της Βασιλικής Διαμάντη


Ένας δυνατός και παγερός αέρας λυσσομανούσε εδώ και ώρες. Ο καιρός είχε αλλάξει αιφνιδίως και όλοι τους παρακολουθούσαν το φυσικό φαινόμενο από την πελώρια μπαλκονόπορτα του εξοχικού της Αρτέμης. Είχαν αποφασίσει την εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα να περάσουν τις διακοπές των ημερών όλοι μαζί μετά από 10 χρόνια. Κανείς τους, όμως, δεν περίμενε αυτή την εξέλιξη.


Την πρώτη μέρα που έφτασαν, κατέβασαν από τη σοφίτα τις κούτες με τα στολίδια, το έλκηθρο με τους ταράνδους και τον Άγιο Βασίλη και τους σωλήνες για την εξωτερική φωταγώγηση, τα διακοσμητικά που θα κοσμούσαν τα παράθυρα και τις διάφορες συνθέσεις για κάθε γωνιά του σπιτιού. Τοποθέτησαν σε κάθε δωμάτιο τα μικρά δεντράκια, ενώ για το σαλόνι είχαν αγοράσει ένα έλατο, την προηγούμενη μέρα της αναχώρησής τους με προορισμό το ορεινό χωριό των Αγράφων.

Ο στολισμός έγινε με συνοδεία πολλών χριστουγεννιάτικων τραγουδιών κάθε χώρας και εποχής, όπως το Last Christmas, το All I want for Christmas is you, το Χριστούγεννα, το Χρόνια πολλά, το Ρούντολφ το ελαφάκι, το Άγια Νύχτα, το Τρίγωνα κάλαντα, το We wish you a Merry Christmas κ.α. σε διάφορες διασκευές και γλώσσες. Μετά από τον στολισμό, το τραγούδι και τον χορό, έφτιαξαν φαγητό και έπειτα έκατσαν όλοι μπροστά από τη φωτιά του τζακιού με τις σκέψεις να κατακλύζουν τον νου τους. Εκεί, είπαν διάφορες ιστορίες και θρύλους, που θυμόντουσαν από τις γιαγιάδες ή τους παππούδες τους, και κάποια στιγμή, κουρασμένοι και αποκαμωμένοι πήγαν για ύπνο.

Η επόμενη μέρα σήμανε Χριστούγεννα και το κλίμα, μεταξύ της παρέας, ήταν απόλυτα εορταστικό. Οι ετοιμασίες ήταν κουραστικές αλλά τους προσέφεραν χαρά. Ο καθένας τους βοηθούσε όπου και όσο μπορούσε. Όταν όλα ήταν έτοιμα, ετοίμασαν το τραπέζι, έκατσαν, ήπιαν πολύ κρασί, έφαγαν, γέλασαν και ξεκίνησαν να εξιστορούν άγνωστες πτυχές από τον επαγγελματικό τους, και μη, τομέα, οι οποίες κράτησαν κοντά στις εφτά ώρες.

Πρώτος ξεκίνησε ο Αντώνης. Ο Αντώνης ήταν στην ηλικία των 42 και δούλευε τα τελευταία δώδεκα χρόνια σε μία πολυεθνική εταιρεία. Δεν παντρεύτηκε ποτέ γιατί ήταν ερωτευμένος με την Αρτέμη. Ποτέ του, όμως, δεν εξομολογήθηκε τον έρωτά του στην ίδια, ούτε στους φίλους του γιατί ήταν ζευγάρι με τον καλύτερό του φίλο, τον Φίλιππο. Αυτό, όμως, δεν στάθηκε ποτέ εμπόδιο στη σχέση του μαζί τους και δεν έλειπε ποτέ από το πλευρό τους. Ήταν δίπλα τους σε κάθε τους χαρά ή πόνο, πάντα εκεί, ως φίλος καρδιακός, κι ας ράγιζε η καρδιά του που τους έβλεπε μαζί. Παρ’ όλο που πριν εννιά χρόνια, ο Φίλιππος έφυγε αναπάντεχα από τη ζωή, πότε δεν θέλησε να της μιλήσει για τα συναισθήματα που έτρεφε για την ίδια.

Ο Αντώνης ήταν ένας απόλυτα θελκτικός άντρας που κάθε γυναίκα θα ήθελε δίπλα της, όλες εκτός, ίσως, από την Αρτέμη. Οι αφηγήσεις του αφορούσαν εξ’ ολοκλήρου τις επαγγελματικές του επιτυχίες και γενικά τον συγκεκριμένο χώρο. Άλλωστε, δεν ήθελε να μιλήσει για τα προσωπικά του, αρχικά, γιατί ήταν ανύπαρκτα και, δεύτερον, γιατί μπορεί να πρόδιδε το μυστικό του.

Επόμενος στη σειρά ήταν ο Μπάμπης, γνωστός γόης προς όλους. Δεν άφηνε θηλυκή για θηλυκή γάτα στην ησυχία της, εκτός από τις γυναίκες της παρέας. Ήταν πάντα τζέντλεμαν, σοβαρός και μετρημένος μαζί τους. Φυσικά, οι ιστορίες του είχαν να κάνουν με τι άλλο; Με τις γυναίκες. Τον Μπάμπη δεν τον έλεγες και ιδιαίτερα κούκλο αλλά λίγο το λέγειν, λίγο ο τρόπος του, υπερίσχυαν πάντα της εξωτερικής του εμφάνισης. Όπως είναι λογικό, όλη η παρέα διασκέδαζε δεόντως τις αφηγήσεις του και τις επιτυχίες του προς το αντίθετο φύλο.

Τη σκυτάλη πήρε η Ιωάννα, ένα από τα λίγα εν ενέργεια μοντέλα των 40+. Οι τέλειες αναλογίες της, το λαμπερό της πρόσωπο και η άψογη επαγγελματική της στάση ήταν το τρίπτυχο που την έκανε περιζήτητη και όλοι οι σχεδιαστές μόδας την ήθελαν τόσο στην πασαρέλα όσο και στις προωθήσεις των προϊόντων τους. Οι εξιστορήσεις της ήταν πολλές και κράτησαν πάνω από δύο ώρες. Όπως ήταν φυσικό κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε γιατί, από τη μία η μαγνητική της φωνή, από την άλλη οι αστείες στιγμές, έκαναν τα λεπτά να περνάνε γρήγορα και διασκεδαστικά.

Έπειτα μίλησε ο Γιάννης, που έλειπε χρόνια στο εξωτερικό. Το ευφυές του μυαλό δεν του άφηνε άλλα περιθώρια, πέρα από τη μετανάστευση. Ήταν διάνοια στην ιατρική και έξω μπορούσε να ασχοληθεί με την έρευνα. Οι επιτυχίες του στη Σουηδία, όπου διέμενε τα τελευταία εννιά χρόνια, ήταν πολλές. Η φήμη του ήταν παγκόσμια και δέχτηκε ουκ ολίγες φορές πρόταση για να μεταβεί σε άλλες χώρες ως αρχηγός ερευνητικών ομάδων με περισσότερες χρηματικές απολαβές. Ο ίδιος, όμως, δεν αποδέχτηκε καμία πρόταση. Πίστευε ότι αφού εκεί έγινε γνωστός, αν έφευγε θα πρόδιδε την ομάδα του, τους ανθρώπους, με τους οποίους συμπορεύτηκε τόσα χρόνια, με τα καλά και τα κακά, τα πάνω τους και τα κάτω τους, και δεν σκόπευε να το κάνει. Τους θεωρούσε κάτι παραπάνω από αδέρφια. Οι σχέσεις τους είχαν εξελιχθεί με τα χρόνια σε κάτι σπουδαίο, σε κάτι ιερό. Υπήρχαν πολλές μέρες, που δούλευαν νυχθημερόν, χωρίς ύπνο, με σκοπό να βρουν θεραπείες για διάφορους ιούς και νοσήματα.

Όλοι, οι φίλοι του, είχαν διαβάσει για πολλές επιτυχίες του και γνώριζαν πολλά από τα επιτεύγματά του, σε επιστημονικό και προσωπικό επίπεδο, αλλά τον άφησαν να τα αφηγηθεί, δηλώνοντας έκπληξη και θαυμασμό. Οι επευφημίες, τα έντονα χειροκροτήματα και οι βασιλικές υποκλίσεις έδιναν και έπαιρναν για αρκετή ώρα. Τα γέλια και η ευτυχία ήταν ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους.

Τη σκυτάλη, μετά από αρκετά λεπτά ευφορίας, πήρε η Δάφνη. Η Δάφνη ήταν για πολλά χρόνια ζευγάρι με τον Γιάννη αλλά δεν θέλησε να τον ακολουθήσει στη Σουηδία κι έτσι η σχέση τους έληξε άδοξα αλλά με πολλά αισθήματα εκατέρωθεν. Τους λόγους δεν τους εξήγησε ποτέ σε κανέναν και παρότι όλοι είχαν τις απορίες τους ποτέ δεν την πίεσαν να μιλήσει. Μόνο μετά από χρόνια, όταν αισθάνθηκε έτοιμη, μίλησε για όλα στην Αρτέμη, η οποία το κράτησε μυστικό, όπως της το ζήτησε η ίδια. Σεβάστηκε απόλυτα τους λόγους και, άλλωστε, έτσι είναι η φιλία.

Εκεί, μπροστά σε όλους μίλησε για τους λόγους της άρνησής της να ακολουθήσει τον Γιάννη στο μεγάλο ταξίδι ζωής, επιτυχιών και εξέλιξής του. Έκανε μία κατάθεση ψυχής με πολλά εμπόδια, αγώνες και πόνο. Η μάχη της με τον καρκίνο, η αντιμέτωπη της ατεκνίας, η ψυχολογική της κατάρρευση, η απόλυσή της από τη δικηγορική εταιρεία, όπου δούλευε σχεδόν μία δεκαετία μετά το άκουσμα της αρρώστιας της, το άδειασμα από τους συναδέρφους της και τα αφεντικά της και η κατάθλιψη που πάλευε εδώ και πολλά χρόνια, και δεν την εγκατέλειψε ποτέ έκτοτε, εκτός από λίγες στιγμές. Όλα αυτά ήταν τα θέματα της δικής της εξομολόγησης και κάθαρσης.

Όλοι τους έμειναν ενεοί με όσα άκουσαν, μα περισσότερο που δεν κατάφεραν να την στήριξαν. Τα βλέμματά τους ήταν έκπληκτα, όλα εκτός απ’ αυτό της Αρτέμης. Αυτό παραξένεψε αρκετά τους υπόλοιπους της παρέας αλλά δεν ήθελαν να το συζητήσουν εκείνη τη στιγμή. Η Δάφνη που το κατάλαβε, τους εξήγησε ότι η Αρτέμη τα ξέρει εδώ και μερικά χρόνια. Αρχικά, τους αποκάλυψε ότι δεν ήθελε να το κοινωνήσει με κανέναν και γι’ αυτό το είχε κρατήσει μυστικό. Ήθελε να παλέψει απερίσπαστη και χωρίς συναισθηματισμούς από τους γύρω της. Ήξερε ότι αυτό θα γινόταν τροχοπέδη για την επαγγελματική ανέλιξη του Γιάννη και δεν θα άντεχε να του στερήσει το όνειρο. Από την άλλη, η Ιωάννα είχε μεγάλη επαγγελματική πορεία στον χώρο του μόντελινγκ και δεν σκόπευε να τη φορτώσει συναισθήματα. Στα αγόρια δεν θα μιλούσε ούτως ή άλλως. Η Αρτέμη ζούσε τον απόλυτο έρωτα και ήταν φρεσκοπαντρεμένη με τον Φίλιππο και δεν σκόπευε να της χαλάσει το κλίμα της απόλυτης ευτυχίας. Τους εξήγησε ότι της το είπε δύο χρόνια μετά τον χαμό του Φιλίππου, όταν τη βρήκε τυχαία και ούσα, η ίδια, σε κακή ψυχολογική κατάσταση. Πήγαν για καφέ κάπου και της εκμυστηρεύτηκε τα όσα βίωνε τα τελευταία χρόνια. Έκτοτε, της στάθηκε σαν την αδερφή που δεν είχε, σαν να ήταν οικογένειά της. Βρήκε στο πρόσωπο της Αρτέμης την οικογένεια και το στήριγμα που έχασε σε μικρή ηλικία. Ήταν δίπλα της στις χημειοθεραπείες της, στην προσπάθειά της να σταθεί στα πόδια της, όταν οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν και, γενικά, σε κάθε της βήμα να νικήσει αυτό το μεγάλο θηρίο. Οι χαμοί που έζησε και η Αρτέμη μάς έφεραν πιο κοντά.

Η τελευταία φράση έφεραν στην παρέα νέα σειρά αναταράξεων και ερωτημάτων. Όταν συνειδητοποίησε η Δάφνη τι έκανε προ ολίγου, έσκυψε το κεφάλι της. Μία άηχη ΣΥΓΓΝΩΜΗ σχηματίστηκε στα χείλη της. Το βλέμμα της Αρτέμης έδειχνε πόνο αλλά με το πικρό χαμόγελο και τον καθησυχασμό που της μετέφερε με τα μάτια της τής έδειχνε ότι καταλάβαινε το λάθος της.

Το μόνο που τους είπε είναι ότι θα το συζητούσαν την επόμενη μέρα, καθώς τώρα είχαν να χωνέψουν τις πληροφορίες της Δάφνης. Τότε, ήταν η στιγμή που άδραξε την ευκαιρία ο Γιάννης, έβγαλε από την τσέπη του ένα μικροσκοπικό κουτάκι, γονάτισε, άνοιξε το κουτί και έκανε πρόταση γάμου στη Δάφνη μπροστά σε όλη την παρέα.

Η Δάφνη τρελή από τη χαρά της και με δάκρυα ευτυχίας να τρέχουν στα ροδοκόκκινα μάγουλά της είπε ένα βροντερό και τεράστιο ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ! Φιλιά, αγκαλιές, γέλια, χειροκροτήματα και ζητωκραυγές ακούστηκαν στον χώρο του σαλονιού, όπου ήταν όλοι τους. Όταν καταλάγιασαν όλα, ο Γιάννης ευχαρίστησε την Αρτέμη για την προτροπή της να βρεθεί στη συνάθροιση και στην ιδέα της να προσπαθήσει να τα ξαναβρούν μεταξύ τους, αφού πρώτα τον διαβεβαίωνε ότι τίποτα δεν ήταν όπως έδειχνε στην τότε απόφαση της αγαπημένης του να τον εγκαταλείψει. Για τέταρτη φορά, μέσα σε λίγη ώρα, όλοι τους είχαν βρεθεί σε αποκαλύψεις που δεν περίμεναν να ζήσουν.

Η Αρτέμη παραχώρησε στο επίσημο, πλέον, ζευγάρι τη μεγάλη κρεβατοκάμαρα, εκεί όπου έζησε τον έρωτά της με τον Φίλιππο και παρέμενε ανέγγιχτη, αλλά πάντα τακτοποιημένη σχολαστικά, μετά από τον απρόσμενο χαμό του. Η σαμπάνια επισφράγισε τη στιγμή και τον ρόλο του ανοίγματός της ανέλαβε ο Αντώνης. Οι ευχές έδιναν και έπαιρναν ώσπου κάποια στιγμή, ελαφρώς μεθυσμένοι, καθώς ήταν, πήραν τον δρόμο προς τα δωμάτιά τους.



Η σιωπή της νύχτας διεκόπη από τα αστραπόβροντα που έπεφταν το τελευταίο μισάωρο. Άλλοι κοιμόντουσαν, ήδη, βαθιά και δεν κατάλαβαν τίποτα, κάποιοι δεν κοιμήθηκαν καθόλου γιατί χαίρονταν τον έρωτά τους και υπήρχαν και δύο που στριφογύριζαν στο κρεβάτι τους. Η Αρτέμη που δεν την χωρούσε το δωμάτιο άνοιξε όσο πιο απαλά την πόρτα και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Η ζέστη από το τζάκι και η κιτρινοπορτοκαλιά φλόγα της φωτιάς φώτιζε απαλά τον χώρο. Κίνησε προς τα κει με σκοπό να καθίσει στην πολυθρόνα που είχε περίοπτη θέση προς το τζάκι. Τα βήματά της ήταν άηχα, σχεδόν σαν γατίσια, αφού δεν ήθελε να προκαλέσει τον παραμικρό θόρυβο στο ξύλινο δάπεδο με τα γυμνά της πόδια. Το μόνο που ακούγονταν ήταν ο ήχος των ξύλων που καίγονταν και ο μικρός παρατεταμένος λυγμός που έβγαινε από μέσα της. Φτάνοντας προς την πολυθρόνα είδε μία σκιά και μία κραυγή βγήκε από τα χείλη της.

Η κραυγή τρόμαξε τον Αντώνη που καθόταν εκεί βλέποντας τις φλόγες αλλά νοερά το μυαλό του ταξίδευε στο παρελθόν. Μόλις κατάλαβε ότι ήταν η Αρτέμη σηκώθηκε και παραχώρησε τη θέση του σ’ αυτήν. Η ίδια, ακόμη, τρομαγμένη και σαστισμένη έκατσε έχοντας το χέρι της στο στήθος. Ο Αντώνης έκατσε στο πάτωμα μπροστά της και τη ρώτησε ευθέως για ποιους χαμούς μίλησε η Δάφνη πριν λίγες ώρες.

Με δάκρυα στα μάτια, που κυλούσαν ορμητικά σαν χείμαρροι, του μίλησε για την ανακοίνωση του θανάτου του Φιλίππου και ότι αυτό συνέβαλε στην αποβολή. Δεν είχε προλάβει να το πει ούτε στον Φίλιππο. Τους πρόλαβε η μοίρα και εκείνη τη μέρα χάθηκαν δύο ζωές, τόσο απρόσμενα και βίαια.

Αυτή η αποκάλυψη συντάραξε τον Αντώνη και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν κι από τα δικά του μάτια. Έκλεισε στα χέρια του τις παλάμες της Αρτέμης, την σήκωσε όρθια και την πήρε στην αγκαλιά του. Η ίδια έτρεμε και άκουγε τον άτακτο ρυθμό της καρδιάς του, ενώ αισθάνθηκε και τους λυγμούς που έβγαιναν από την ψυχή του. Το άγγιγμα τους την ηλέκτρισε και ένα αίσθημα που είχε πολλά χρόνια να νιώσει, κατέκλυσε όλο της το είναι. Προσπάθησε να απεγκλωβιστεί από την αγκαλιά του, από φόβο για αυτά τα συναισθήματα, αλλά ανεπιτυχώς. Ο Αντώνης την κρατούσε πολύ σφιχτά πάνω της. Τότε ήταν που η φωνή του λύθηκε και στην αγκαλιά του τής εκμυστηρεύτηκε τον κρυφό του έρωτα προς αυτήν.

Μία αγαλλίαση αισθάνθηκε όταν αποκάλυπτε με κάθε λεπτομέρεια το τι ένιωθε μέσα του για την ίδια αλλά και τρόμο, συνάμα, γιατί δεν ήξερε πώς θα εξελισσόταν η σχέση τους στο εξής. Φοβόταν μην την έχανε διαπαντός, καθώς αυτή η εξομολόγηση βγήκε αβίαστα και χωρίς να το καταλάβει, σαν μία δύναμη να τον ωθούσε να μιλήσει. Ίσως, αυτό να συνέβη εξαιτίας της αλήθειας που είχε μάθει προ ολίγου και όλο αυτό να ενεργοποίησε ένα ντόμινο αποκαλύψεων. Η φωνή του προς το τέλος έβγαινε αδύναμη, φοβισμένη, σαν ένα ξεψύχισμα λίγο πριν το οριστικό τέλος του ανθρώπου.

Ο χρόνος σταμάτησε και ήταν σαν ο κόσμος να πάγωσε για κάποια δευτερόλεπτα, τα οποία φάνηκαν σαν αιώνας. Η Αρτέμη ξεγλίστρησε από την αγκαλιά του και τότε ένιωσε ότι ο κόσμος του χανόταν. Την έχασα οριστικά, ήταν το πρώτο που σκέφτηκε. Η συνέχεια, όμως, ήταν σαν ένα ουτοπικό όνειρο γι’ αυτόν. Η ίδια σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να τον φτάνει και του πρόσφερε τα χείλη της. Το φιλί τους ήταν γεμάτο πάθος, πόθο, τρυφερότητα και αγάπη. Οι καρδιές τους συγχρονίστηκαν απόλυτα όπως και οι ανάσες τους.

Στην φαντασία του αναβιώνει μία αντίστοιχη σκηνή, με ένα φιλί που θα επισφράγιζε τη σχέση τους, την ερωτική τους σχέση. Αλλά όσες φορές κι αν κάλπαζε η φαντασία του, δεν έφτανε ούτε στο ένα χιλιοστό των όσων βίωνε τα τελευταία λεπτά. Αισθανόταν ότι θα λιποθυμούσε, ότι τα πόδια του ήταν βαριά…

Αντίστοιχα συναισθήματα, φόβους και σκέψεις πλημμύριζαν την ψυχή της Αρτέμης. Φοβόταν, ιδιαιτέρως, το αύριο, πώς θα το έπαιρνε η παρέα τους, ο οικογενειακός, συγγενικός και κοινωνικός της περίγυρος. Μήπως είναι λάθος όλο αυτό; σκεφτόταν. Μήπως προδίδω τον Φίλιππο;

Εκείνη, ακριβώς, τη στιγμή ήταν σαν να λάμβανε μέρος στη σκηνή τους η φύση, και να της απαντούσε στους ενδοιασμούς που είχε, με το δικό της ιδιαίτερο τρόπο, μέσω των αστραπών που φεγγοβολούσαν στον ουρανό σαν βεγγαλικά. Αυτό το εξέλαβε ως θεϊκό μήνυμα και τα αρνητικά συναισθήματα εξανεμίστηκαν, παίρνοντάς τα μακριά ο άνεμος και το εκτυφλωτικό φως των αστραπών. Δεν άργησε να αλλάξει και πάλι ο καιρός, λες κι ένα μαγικό ραβδί να χτύπησε τα σύννεφα και να έδωσε τη σκυτάλη στο χιόνι. Οι πρώτες χιονονιφάδες ξεκίνησαν να πέφτουν και μέσα σε λίγη ώρα το χιόνι ξεκίνησε να απλώνει το κατάλευκο πουπουλένιο του στρώμα, προσδίδοντας στην ατμόσφαιρα την απόλυτη χειμωνιάτικη εικόνα και το χριστουγεννιάτικο θαύμα.

Το ζευγάρι έμεινε αγκαλιασμένο να κοιτάζει από το παράθυρο την πλάση, τις χρωματικές εναλλαγές του νυχτερινού ουρανού και τις παχουλές νιφάδες του χιονιού που έπεφταν ακατάπαυστα. Δεν άργησε να έρθει η στιγμή όπου οι φωνές τους συγχρονίστηκαν, σαν να ήταν μία οντότητα, κι είπαν ένα «σ’ αγαπώ» ποτισμένο με ασημόσκονη, όνειρα, ελπίδα και μέλι.