Η έπαυλη του κυριου Κ. υψωνοταν επιβλητικά στην απομονωμένη περιοχή της ηπειρωτικής χώρας , ένα μέρος καλυμμένο από πυκνό χιόνι που την καθιστούν μη εύκολο προσβάσιμη και ακόμα πιο σκοτεινή και μυστηριώδη . Το παγωμένο τοπίο γύρω της έμοιαζε να σβήνει την ίδια την έννοια του χρόνου , μιας και είχε να πατηθεί πάνω από έναν αιώνα από άνθρωπο . Όταν η Μπελ έφτασε στην έπαυλη έχοντας αναλάβει την πλήρη εκτίμηση της έπαυλης αλλά και των υπαρχόντων μέσα σε αυτήν , δεν περίμενε ότι θα συναντούσε κάτι τόσο αλλόκοτο .
Από την πρώτη κιόλας στιγμή , ένιωθε ότι το σπίτι την παρακολουθούσε , ότι κάτι ή κάποιος είχε τα μάτια του πάνω της , κρυμμένο μέσα στις σκιες αυτού του επιβλητικού τοπίου , έτοιμο να αποκαλυφθεί . Όμως , οι πραγματικοί παρατηρούντες ήταν πιο κοντά από όσο φανταζόταν .Έτσι , τώρα καθόταν στην θέση του οδηγού μέσα στο εταιρικό όχημα , εισπνέοντας με λαχτάρα τον ζεστό αέρα που είχε γεμίσει το αμάξι καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού ξέροντας ότι έξω την περίμενε ο παγερός χιονιάς .
Λίγες μέρες πριν ετοιμαζόταν να γυρίσει στην γενέτειρα της για να περάσει τις γιορτές των Χριστουγέννων μαζί με την υπέροχη οικογένεια της αν και ίσως έβλεπε ξανά τον Έντι , αν και ήξερε ότι ο πρώην σύντροφος της είχε προχωρήσει από την τελευταία τους συνάντηση πριν ένα χρόνο σχεδόν όταν μετά από χρόνια σχέση , της ανήγγειλε ότι δεν έχει πλέον τα ίδια συναισθήματα όπως στην αρχή της σχέσης τους , πως μετά από τόσα χρόνια η εφηβική τους αγάπη έγινε απλά συνήθεια και πως πλέον την έβλεπε σαν την μικρή αδερφή του .
«Αχ Έντι , αχ και να ξερες …» μονολόγησε ενω είχε ξεκινήσει να φοράει τα ζεστά πανωφόρια της , λίγο πριν φορέσει στο κεφάλι της το μάλλινο σκούφο της κοίταξε ξανά την τελευταία της αλλαγή στα μαλλιά , τα οποία τα είχε αφήσει να μακρύνουν περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά κάνοντας τα να γεμίζουν το πρόσωπο της και να την κάνουν ακόμα πιο ποθητή από όσο πίστευε η ίδια . Όντως τον τελευταίο χρόνο είχε αφοσιωθεί περισσότερο στη δουλειά της μιας και ήθελε να πάρει αυτή την προαγωγή που χρόνια περίμενε αλλά ο κύριος Νταν δεν της έδινε .
Ό πυκνος χιονιάς έξω σκέπαζε το τοπίο με μια σιωπηλή ομορφιά , κάνοντας την έπαυλη να μοιάζει σαν να ήταν παγωμένη στον χρόνο τότε που δεν υπήρξε τεχνολογία δεν υπήρχαν μηχανήματα . Οι νιφάδες του χιονιού είχαν αρχίσει να πέφτουν απαλά στο ήδη στρωμένο χιόνι , απόδειξη του ότι εδώ κανείς άλλος δεν έχει έρθει για πολύ καιρό , κάνοντας την Μπελ να αναρωτιέται πυώδη ο κ.Κ. ζούσε εδώ , ο άνεμος τις παρέσερνε , δημιουργώντας ένα λευκό πέπλο που έκρυβε το μονοπάτι . Κάθε βήμα της Μπελ άφηνε το δικό του ίχνος στο αφράτο χιόνι , ενώ η παγωμένη ατμόσφαιρα έκανε την ανάσα της να σχηματίζει μικρα τουλιπενία συννεφάκια στον αέρα . Ένα περίεργο δέος τη διαπερνούν σαν η ίδια η φύση γύρω της να ήθελε να την αποτρέψει από το να προχωρήσει προς την είσοδο του κτιρίου .
Καθώς η Μπελ πλησιάζει την έπαυλη , ένας ανεπαίσθητος ψίθυρος ακούστηκε μέσα στον παγωμένο αέρα : «Μπελ…» , σαν μικρά κρυσταλλινα καμπανάκια . Η ίδια στάθηκε ακίνητη για μια στιγμή , το βλέμμα της να κοιτάζει γύρω της με αμφιβολία . Μα δεν υπήρχε τίποτα εκεί έξω μόνο ο άνεμος που φυσούσε ανάμεσα στα δέντρα και τους αχανείς χιονισμένους και παγωμενους κήπους με ένα συγκρότημα συντριβανιών και μονοπατιών γεμάτων αγαλμάτων ξεχασμένων στην αιωνιότητα . Η ανεξήγητη αίσθηση ότι την παρακολουθούν γινόταν όλο και πιο δυνατή , κάνοντας τις τρίχες στο σβέρκο της να σηκώνονται ανατριχιάζοντας την . Κάποιος ή κάποιοι όντως την παρακολουθούσαν κρυμμένος μέσα στις σκιές της έπαυλης , περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να την πιάσει στον ιστό του .
Ο κύριος Κ. , ο ιδιοκτήτης αυτού του μικρού ανακτόρου , λεγόταν ότι ήταν παραμορφωμενος τα τελευταία δέκα χρόνια μετά από ένα άτυχα που είχε , αν και ο μονος εν ζωή απόγονος μιας πριγκιπικής γενεαλογικής γραμμής δεν τον ένοιαζε το κάθε άλλοτε σπουδαίο όνομα που έφερνε από την γέννηση του μέχρι τώρα αλλά και μιας κατάρας που στοίχειωνε την οικογένεια του αιώνες τώρα από την εποχή που χτίστηκε αυτή εδώ η έπαυλη . Και για αυτών κυρίως τον λόγω είχε αποφασίσει να την πουλήσει πιστεύοντάς πως αν την δώσει σε κάποιον άλλων αν φύγει η έκταση αυτή από τα χέρια του αυτή η κατάρα θα έσπαγε και επιτέλους θα ήταν ελεύθερος από τα δεσμά της και τους δαίμονες του .
Τώρα την παρακολουθούσε σιωπηλά μέσα από τα παράθυρα του δωματίου του στον πυργίσκο που εδώ και δέκα χρόνια είχε γίνει η φυλακή του αλλά και το καταφύγιο του . Από την πρώτη στιγμή που έφτασε στην έπαυλη , το βλέμμα του μαγνητίστηκε και κόλλησε πάνω της , ακολουθώντας κάθε της κίνηση κάθε της έκφραση με ένταση και περιέργεια . Η Μπελ οπως τον είχαν ενημερώσει μέσω μεσάζοντα ήταν η απεσταλμένη του δικηγορικού γραφείου που είχε αναλάβει να διαχειρίζεται την περιουσία του , και όπως είχε ζητήσει να έρθει άμεσα στο οικημα ώστε να γίνουν γρήγορα οι διαδικασίες .
Τώρα θα έπρεπε να κατέβει να την συναντήσει αν και ήξερε ότι η κοπέλα θα τρόμαζε με την αποκρουστική παραμόρφωση του αν τον έβλεπε χωρίς την μάσκα που φόραγε όταν ερχόταν κάποιος άτυχος πολίτης για δουλειά εδώ πάνω .
Άπλωσε το χέρι της πάνω στο πόμολο της κυρίας πόρτας παίρνοντας μια βαθιά κρύα ανάσα για κουράγιο μη γνωρίζοντας τι θα συναντούσε τις μέρες που ακολουθούσαν .
«...Είναι κανείς εδώ ; Έρχομαι εκ μέρους του δικηγορικού γραφείου …» φώναξε στο άδειο κτίριο , ψυχή ζώσα ….
Άρχισε να βαδίζει όσο πιο δυναμικά μπορούσε προς το μέσα μέρος της έπαυλης , είδε το σαλόνι και εισήλθε . Και ενώ στεκόταν εκεί , εξετάζοντας της παλιές τοιχογραφίες και τους πίνακες , ο ήχος από τα βαριά βήματα πίσω της την έκανε να παγώσει . Γύρισε αργά και αντίκρισε τον κ. Κ. , κάνοντας την να πηδήξει ως το ταβάνι από το τρόμο . Ψηλός ντυμένος με ρούχα από μια άλλη εποχή φορώντας μια λευκή μάσκα κρύβοντας όλα του τα χαρακτηριστικά εκτός από εκείνα τα μάτια , που την αιχμαλωτισαν στη στιγμή , αναδύοντας έναν απόκοσμο πόνο , δίνοντας την αίσθηση του γνωριμου , του οικιού για χρόνια .
«Είσαι η Μπελ , έτσι δεν είναι ;» είπε η βαθιά φωνή του γεμάτη με σκοτάδι
«Μάλιστα ….εμ …κύριε Κ.»απάντηση , νιώθοντας την ανάσα της να κόβεται «Ήρθα για την …εε..την εκτίμηση …»
«Ξέρω γιατί είσαι εδώ « τη διέκοψε , με ένα απόκοσμο αναδυόμενο βρυχηθμο , ‘αχ και να μπορούσε να έβλεπε το πρόσωπο του ‘ σκέφτηκε …»Αλλά αυτή η έπαυλη έχει τους δικούς της κανόνες , πρόσεξε που πατάς Μπελ .Οι σκιεβ εδώ κρύβουν περισσότερα από όσα φαντάζεσαι «.
Η προειδοποίηση του την άφησε άναυδη , ο τρόπος που μιλούσε σαν να ήξερε πράγματα που εκείνη αγνοούσε , την έκανε να αναρωτιέται αν είχε κάνει λάθος που ήρθε .
«Στον όροφο όπως ανεβαίνεις την κυρία σκάλα , η δεύτερη πόρτα στο δεξί σου χέρι είναι το δωμάτιο όπου θα μείνεις όσο είσαι εδώ…αρκετά για σήμερα …σε λίγο νυχτώνει « είπε γυρίζοντας την πλάτη προώθηση την Μπελ και έφυγε από το χώρο χωρίς να πει τίποτα άλλο .
Η Μπελ , εξαντλημένη από τη μέρα αποφάσισε να χαλαρώσει με ένα ζεστό μπάνιο . Τα αρώματα από τα αιθέρια έλαια που υπήρχαν στην πανέμορφη μπανιέρα μπροστά στο τεράστιο κρεβάτι της , γέμιζαν το δωμάτιο υπέροχες και μεθυστικές μυρωδιές , ενώ το τζάκι έριχνε απαλά φως στις σκιές του δωματίου . Μόλις είχε μπει στο δωμάτιο αντίκρυσε την μπανιέρα γεμάτη αχνιστό νερό έτοιμο προς χρήση και στο τζάκι μια υπέροχη φωτιά που είχε ζεστάνει το δωμάτιο που της παραχώρησε . Χωρίς όμως να το γνωρίζει και ενώ το σκοτάδι έξω έπεφτε βαρύ κάνοντας το δωμάτιο λιγότερο φωτεινό , ο οικοδεσπότης της στεκόταν πίσω από κρυφο σημείο έξω από το δωμάτιο , παρακολουθώντας την να απαλλάσσεται από τα ρούχα που την περιβάλλουν αποκαλύπτοντας το γεμάτο καμπύλες και χυμώδες σώμα της , αφήνοντας τα μακριά λαμπερά μαλλιά της να πέφτουν απαλά στους ώμους της κάνοντας τον να θέλει να την ποθεί όσο καμία άλλη γυναίκα .
Μέσα σε αυτή την αναζωογονητική ατμόσφαιρα από τα έλαια και ενώ το τζάκι φώτιζε απαλά το δωμάτιο η Μπελ αποκοιμήθηκε δίνοντας στον οικοδεσπότη της την ευκαιρία να εισέλθει στο δωμάτιο της για να την απολαύσει πιο κοντά . Ο κ. Κ. την προσέγγισε με όσο πιο αθόρυβα βήματα και κρατώντας την αναπνοή του ώστε να μην την ξυπνήσει, το κορμί της γυάλιζε από το νερό και τα έλαια ανάβοντας μια ξεχασμένη από καιρό φλόγα μέσα του , δίνοντας του την ελπιδα πως ίσως και σωθεί επιτέλους. Το λευκό της δέρμα και η λάμψη των μαλλιών της που έπεφταν απαλά πάνω της ήταν ένα μαγευτικό θέαμα , κάνοντας κάθε του σκέψη να γεμίσει με πόθο ,αν και δεν έπρεπε να την κάνει δική του χωρίς να το θέλει και η ίδια , μπορούσε όμως να την μετακινήσει από την μπανιέρα στο κρεβάτι για να την αφήσει να απολαύσει τα άγνωστα όνειρα της .
Βύθισε τα χέρια στο νερό αγγίζοντας σημεία του σώματος της ,την άρπαξε απαλά για να μην την ξυπνήσει και την έβγαλε στάζοντας νερά στο πάτωμα ενώ τηνα μετακινούσε γυμνή στο κρεβάτι . Το γαλήνιο πρόσωπο της μειδίασε για ένα κλάσμα αλλά ξανά ηρέμησε , αποδέχοντας την ζεστασιά και την αίσθηση των παπλωματων που της έβαλε από πάνω.
Και ενώ απομακρυνόταν οι μοίρες άρχισαν να μηχανοραφούν, ο πρώτος επισκέπτης της έκανε την εμφάνιση του στο όνειρο της , με μάτια γεμάτα σοφία γαύ μυστήριο . Την καλωσόρισε στη άλλωτε ανθισμένη και μαγική έπαυλη , στους γεμάτους λουλούδια κήπους , μια ηλιόλουστη μέρα , δείχνοντας της τον κ.Κ. χρόνια πριν , χωρίς μάσκα χωρίς το σκοτάδι στη ψυχή του .
«Ποιος είσαι ; Που βρίσκομαι ;» ρώτησε το αρχαίο πλάσμα με τα ανοιχτά χρυσαφένια μακριά μαλλιά ντυμένος με ρούχα άλλης εποχής κάνοντας κινήσεις αριστερά και δεξιά παρατηρώντας τα ρούχα όπου φόραγε πλέον και η ίδια ντυμένη σαν πριγκίπισσα .
«Το όνομα μου είναι Σίλβα , το πνεύμα του Παρελθόντος ,» με μια καμπάνιστή φωνούλα κάνοντας πέταλα από τα γύρω λουλούδια να τους περιτριγυρίζουν
«Ήρθα να σου αποκαλύψω τον πραγματικό λόγω που βρίσκεσαι εδώ , είσαι η σωτηρία μίάσ ψυχής και ενός ολόκληρου βασιλείου « της είπε πλησιάζοντας την και αγγίζοντας την στον ώμο .
Με μιας , βρέθηκαν σε ένα σημείο του κήπου που κανείς δεν μπορούσε να έρθει , ένα μυστικό σημείο όπου τα αρώματα από τα άνθη των τριανταφυλλων έκανε την Μπελ να νιώσει οικεία κάτι από το παρελθόν κάτι αδιόριστο .Μια σκηνή τρόμου διαδραματιζόταν , ο κυρίως της έπαυλης γονατισμένος μπροστά σε ένα γυναικείο άγαλμα μιας αρχαίας θεάς να κλαίει , μην μπορώντας να δει ακριβώς το πρόσωπο του , αλλά ήξερε ότι ήταν αυτός .Άρχισε να τον πλησιάζει αλλά εκεί που έφτασε σε απόσταση τόσο κοντινή εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξύπνησε συνειδητοποιώντας ότι είχε ξημερώσει και το δωμάτιο είχε κρυώσει πλέον , στο τζάκι είχαν μείνει μόνο στάχτες και αποκαΐδια από την βραδινή φωτιά .
Σηκώθηκε ντύθηκε ζεστά και κατέβηκε στο κυρίως οίκημα για να ξεκινήσει τη δουλειά για την οποία ήταν εκεί .
Έκανε μια βόλτα ψάχνοντας την βιβλιοθήκη του οικισματος όπου εκεί ήταν το μεγαλύτερο κομμάτι αντικείμενων προς αξιολόγηση . Το μυαλό της είχε κολλήσει στο όνειρο της προηγούμενης νύχτασ και στον κ. Κ. , πόσο ήθελε να τον δει χωρίς μάσκα ,το είχε ανάγκη κάτι μέσα της την ωθούσε να μάθει , κανείς στο γραφείο δεν μίλαγε για αυτο όσες προσπάθειες και αν είχε κάνει κανείς δεν ανοίγει στόμα να μιλήσει .
Και εκεί που βρήκε την βιβλιοθήκη εκεί βρήκε και τον άντρα που το όνομα του απαγορευόταν να ακουστεί , καθόταν σε μια πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι και διάβαζε ένα βιβλίο που φαινόταν πολύ παλιό .
«Κακαλημερα …» είπε διστακτικά και σχεδόν ψιθυριστά
« Καλημέρα» απάντησε κοφτά χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει , δίνοντας της να καταλάβει ότι αυτό ήταν όλο και όλο που θα άκουγε από τον ίδιο .
Και κάπως έτσι η μέρα της ξεκίνησε με χωμένη με μια λίστα αντικειμένων που έπρεπε να ταξινομήσει , να φωτογραφίσει και να αξιολογήσει σε τη κατάσταση ήταν .
Η νύχτα πάλι ήρθε και αφού ο οικοδεσπότης της είχε εξαφανιστεί ξανά μέσα στα σκοτάδια της έπαυλης αφήνοντας την , κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της κουρασμένη και πεινασμένη . Ανοίγοντας τη πόρτα την περίμενε ένα τραπέζι γεμάτο διάφορες λιχουδιές γλυκές και αλμυρές , το τζάκι να καίει και να ζεσταίνει το δωμάτιο και την μπανιέρα ξανά γεμάτη με ζεστό νερό για να βυθιστεί πάλι μέσα.
Αναρωτιόταν ποιος και ποτέ τα είχε ετοιμάσει και πως , μιας και δεν είχε δει κανέναν τριγύρω εκτός από την ίδια και τον σκοτεινό οικοδεσπότη της . Άρπαξε ένα λαχταριστό κρουασανάκι και άρχισε να γδύνεται πάλι για να μπει στην μπανιέρα που σήμερα ήταν γεμάτη ροδοπέταλα όλων των χρωμάτων του ουράνιου τόξου , και χρώματα που κανείς δεν είχε αντικρίσει ξανά σε τριαντάφυλλα , ο χιονιάς έξω καλά βαστούσε . Aπό την ώρα που μπήκε στη βιβλιοθήκη το πρωι , ένιωθε τα μάτια του να παρακολουθούν κάθε της κίνηση , ένιωθε την παρουσία του ακόμα και τώρα μέσα στη μπανιέρα χωρίς να ξέρει πως όντως ήταν στις σκιές και την κοίταζε μαγεύοντας τον και κάπως έτσι , τα μάτια της έκλεισαν και αποκοιμήθηκε για ακόμα μια νύχτα στη μπανιέρα μέσα .
Όπως και το προηγούμενο βράδυ , ο Κ. μπήκε πάλι αθόρυβα μέσα και την μετακίνησε στο κρεβάτι αν και αυτή τη φορά δεν έφυγε αμέσως , μιας και ήθελε για μια φορά να αγγίξει το κορμί της σε όλη του την έκταση . Χυμώδες και με καμπύλες κάτω από τα δάχτυλα του κοκκινίζε στο πέρασμα της παλάμης τους κάνοντας την να αναδύεται από εκείνα τα όνειρα που την τράβηξαν , αν και χωρίς συνείδηση του τη γινόταν η Μπελ ένιωθε το άγγιγμα του και το ήθελε το ποθούσε . Μέχρι που χάθηκε πάλι σε μια ομίχλη φωτός , αυτή τη φορά την ταξίδεψε σε γνώριμη εποχή , τώρα έβλεπε τον Κ. μια έναστρη νύχτα με το χιονισμένο τοπίο .
Το δωμάτιο όπου βρίσκονταν δεν της ήταν γνώριμο αλλά ήταν οικείο , και ο Κ. καθόταν μπροστά σε κάποιο τραπέζι κρύβοντας με το σώμα του κάτι που λαμπυρίζε , κάτι που την καλούσε …»Μπελ..»
«Μην φοβάσαι , Μπελ. « είπε μια καμπάνιστή γυναικεία φωνούλα , κάνοντας την να πετάγεται στον αέρα . «Είμαι εδώ για να σου δείξω τι μπορεί να γίνει , Μπελ είσαι εδώ γιατί σε καλέσαμε « Και μέσα σε μια τουλίπα απο καπνο εμφανίστηκε η Λούνα , το πνεύμα του Μέλλοντος , αποκαλύπτοντας της το αντικείμενο που ο οικοδεσπότης της κοίταζε , ένα τριαντάφυλλο , ένα λαμπερό ιριδίζων τριαντάφυλλο .
Και τότε ξύπνησε , και ήξερε μέσα της τι έπρεπε να κάνει , σηκώθηκε και έβαλε το πρβτο ρούχο που βρήκε μπροστά της ένα απαλό ζεστό νυχτικό και άρχισε να τρέχει προς τον πυργίσκο ξέροντας ότι δεν είχε πολύ χρόνο . Ήταν χριστούγεννα και τελευταία μέρα , είχε δει τα τελευταία πέταλα του τριαντάφυλλου να πέφτουν με έπρεπε να τον βρει πριν να είναι αργά . Και εκεί που κόντευε να φτάσει στη πόρτα του δωματίου άκουσε ένα ρολόι να χτυπάει , και την καρδιά της να ραγίζει , τα γόνατα της λύγισαν και μια κραυγή βγήκε από τα χείλη τη σ «Κάρολε «
Τα μάτια της θόλωσαν και είδε τον Κάρολο πεσμένο μέσα στο χιόνι να προσπαθεί να φτάσει στο άγαλμα της θεάς .
«Ξέρω που είναι « μονολόγησε και άρχισε να τρέχει προς την έξοδο της έπαυλης . Αν και είχε κρύο έξω βγήκε έτσι σχεδόν γυμνή έξω τρέχοντας προς το μέρος που ήταν ο Κάρολος .
«Τρέχα , πριν πέσει το τελευταίο πέταλο τρεχα σωσε τον « της φώναξε μια μικρή μορφή , Σερενίτη το πνεύμα του παρόντος .
Μέσα σε λίγα λεπτά έφτασε στο σημείο που ήταν πεσμένος , αντί να φοβηθεί έτρεξε κοντά του τον άρπαξε και τον γύρισε .Η επαφή τους ήταν εκρηκτική και βαθιά , ο Κάρολος την κοίταξε με μάτια γεμάτα ανάγκη για απελευθέρωση την άγγιξε στο μάγουλο προσπαθώντας να χαμογελάσει .
«Εδώ είμαι , Κάρολε « του είπε και τον φίλησε .
ΜΕ μια εκτυφλωτική λάμψη τα πάντα γύρω τους άλλαξαν μαζί με τον Κάρολο , το τέρας που ήταν μεταμορφώθηκε στον γοητευτικό άντρα που ήταν πριν τη κατάρα . Η λύτρωση είχε έρθει και η κατάρα είχε σπάσει , ο χειμώνας είχε εξαφανιστεί και όλος ο τόπος άνθισε .
Ο κάρολος την άρπαξε στην αγκαλιά του και την μετέφερε στον πυργίσκο ενώ καθ όλη τη διαδρομή τα χείλος τους δεν ξεκόλλησαν ανεβάζοντας το πάθος στα ύψη , η έπαυλη πλέον ως δια μαγείας ήταν στολισμένη χριστουγεννιάτικα και ακουγόταν μουσική και μελωδίες . Το φως των Χριστουγέννων γέμισε τα δωμάτια , ενώ το χιόνι έξω αν και αρκετό είχε λιώσει όπου είχαν ανθίσει.
Με το που άνοιξε την πόρτα του δωματίου του την οδήγησε στο κρεβάτι και άρχισε να της κάνει γλυκό έρωτα χωρίς τέλος .Οι μέρες πλέον θα κυλούσαν γεμάτες αγάπη και μαγεία στην έπαυλη των ρόδων , ο ένας ανήκε στον άλλον . Από εδώ και πέρα οι γιορτές των Χριστουγέννων δεν ήταν μαγικές και υπέροχες .
Από την πρώτη κιόλας στιγμή , ένιωθε ότι το σπίτι την παρακολουθούσε , ότι κάτι ή κάποιος είχε τα μάτια του πάνω της , κρυμμένο μέσα στις σκιες αυτού του επιβλητικού τοπίου , έτοιμο να αποκαλυφθεί . Όμως , οι πραγματικοί παρατηρούντες ήταν πιο κοντά από όσο φανταζόταν .Έτσι , τώρα καθόταν στην θέση του οδηγού μέσα στο εταιρικό όχημα , εισπνέοντας με λαχτάρα τον ζεστό αέρα που είχε γεμίσει το αμάξι καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού ξέροντας ότι έξω την περίμενε ο παγερός χιονιάς .
Λίγες μέρες πριν ετοιμαζόταν να γυρίσει στην γενέτειρα της για να περάσει τις γιορτές των Χριστουγέννων μαζί με την υπέροχη οικογένεια της αν και ίσως έβλεπε ξανά τον Έντι , αν και ήξερε ότι ο πρώην σύντροφος της είχε προχωρήσει από την τελευταία τους συνάντηση πριν ένα χρόνο σχεδόν όταν μετά από χρόνια σχέση , της ανήγγειλε ότι δεν έχει πλέον τα ίδια συναισθήματα όπως στην αρχή της σχέσης τους , πως μετά από τόσα χρόνια η εφηβική τους αγάπη έγινε απλά συνήθεια και πως πλέον την έβλεπε σαν την μικρή αδερφή του .
«Αχ Έντι , αχ και να ξερες …» μονολόγησε ενω είχε ξεκινήσει να φοράει τα ζεστά πανωφόρια της , λίγο πριν φορέσει στο κεφάλι της το μάλλινο σκούφο της κοίταξε ξανά την τελευταία της αλλαγή στα μαλλιά , τα οποία τα είχε αφήσει να μακρύνουν περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά κάνοντας τα να γεμίζουν το πρόσωπο της και να την κάνουν ακόμα πιο ποθητή από όσο πίστευε η ίδια . Όντως τον τελευταίο χρόνο είχε αφοσιωθεί περισσότερο στη δουλειά της μιας και ήθελε να πάρει αυτή την προαγωγή που χρόνια περίμενε αλλά ο κύριος Νταν δεν της έδινε .
Ό πυκνος χιονιάς έξω σκέπαζε το τοπίο με μια σιωπηλή ομορφιά , κάνοντας την έπαυλη να μοιάζει σαν να ήταν παγωμένη στον χρόνο τότε που δεν υπήρξε τεχνολογία δεν υπήρχαν μηχανήματα . Οι νιφάδες του χιονιού είχαν αρχίσει να πέφτουν απαλά στο ήδη στρωμένο χιόνι , απόδειξη του ότι εδώ κανείς άλλος δεν έχει έρθει για πολύ καιρό , κάνοντας την Μπελ να αναρωτιέται πυώδη ο κ.Κ. ζούσε εδώ , ο άνεμος τις παρέσερνε , δημιουργώντας ένα λευκό πέπλο που έκρυβε το μονοπάτι . Κάθε βήμα της Μπελ άφηνε το δικό του ίχνος στο αφράτο χιόνι , ενώ η παγωμένη ατμόσφαιρα έκανε την ανάσα της να σχηματίζει μικρα τουλιπενία συννεφάκια στον αέρα . Ένα περίεργο δέος τη διαπερνούν σαν η ίδια η φύση γύρω της να ήθελε να την αποτρέψει από το να προχωρήσει προς την είσοδο του κτιρίου .
Καθώς η Μπελ πλησιάζει την έπαυλη , ένας ανεπαίσθητος ψίθυρος ακούστηκε μέσα στον παγωμένο αέρα : «Μπελ…» , σαν μικρά κρυσταλλινα καμπανάκια . Η ίδια στάθηκε ακίνητη για μια στιγμή , το βλέμμα της να κοιτάζει γύρω της με αμφιβολία . Μα δεν υπήρχε τίποτα εκεί έξω μόνο ο άνεμος που φυσούσε ανάμεσα στα δέντρα και τους αχανείς χιονισμένους και παγωμενους κήπους με ένα συγκρότημα συντριβανιών και μονοπατιών γεμάτων αγαλμάτων ξεχασμένων στην αιωνιότητα . Η ανεξήγητη αίσθηση ότι την παρακολουθούν γινόταν όλο και πιο δυνατή , κάνοντας τις τρίχες στο σβέρκο της να σηκώνονται ανατριχιάζοντας την . Κάποιος ή κάποιοι όντως την παρακολουθούσαν κρυμμένος μέσα στις σκιές της έπαυλης , περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να την πιάσει στον ιστό του .
Ο κύριος Κ. , ο ιδιοκτήτης αυτού του μικρού ανακτόρου , λεγόταν ότι ήταν παραμορφωμενος τα τελευταία δέκα χρόνια μετά από ένα άτυχα που είχε , αν και ο μονος εν ζωή απόγονος μιας πριγκιπικής γενεαλογικής γραμμής δεν τον ένοιαζε το κάθε άλλοτε σπουδαίο όνομα που έφερνε από την γέννηση του μέχρι τώρα αλλά και μιας κατάρας που στοίχειωνε την οικογένεια του αιώνες τώρα από την εποχή που χτίστηκε αυτή εδώ η έπαυλη . Και για αυτών κυρίως τον λόγω είχε αποφασίσει να την πουλήσει πιστεύοντάς πως αν την δώσει σε κάποιον άλλων αν φύγει η έκταση αυτή από τα χέρια του αυτή η κατάρα θα έσπαγε και επιτέλους θα ήταν ελεύθερος από τα δεσμά της και τους δαίμονες του .
Τώρα την παρακολουθούσε σιωπηλά μέσα από τα παράθυρα του δωματίου του στον πυργίσκο που εδώ και δέκα χρόνια είχε γίνει η φυλακή του αλλά και το καταφύγιο του . Από την πρώτη στιγμή που έφτασε στην έπαυλη , το βλέμμα του μαγνητίστηκε και κόλλησε πάνω της , ακολουθώντας κάθε της κίνηση κάθε της έκφραση με ένταση και περιέργεια . Η Μπελ οπως τον είχαν ενημερώσει μέσω μεσάζοντα ήταν η απεσταλμένη του δικηγορικού γραφείου που είχε αναλάβει να διαχειρίζεται την περιουσία του , και όπως είχε ζητήσει να έρθει άμεσα στο οικημα ώστε να γίνουν γρήγορα οι διαδικασίες .
Τώρα θα έπρεπε να κατέβει να την συναντήσει αν και ήξερε ότι η κοπέλα θα τρόμαζε με την αποκρουστική παραμόρφωση του αν τον έβλεπε χωρίς την μάσκα που φόραγε όταν ερχόταν κάποιος άτυχος πολίτης για δουλειά εδώ πάνω .
Άπλωσε το χέρι της πάνω στο πόμολο της κυρίας πόρτας παίρνοντας μια βαθιά κρύα ανάσα για κουράγιο μη γνωρίζοντας τι θα συναντούσε τις μέρες που ακολουθούσαν .
«...Είναι κανείς εδώ ; Έρχομαι εκ μέρους του δικηγορικού γραφείου …» φώναξε στο άδειο κτίριο , ψυχή ζώσα ….
Άρχισε να βαδίζει όσο πιο δυναμικά μπορούσε προς το μέσα μέρος της έπαυλης , είδε το σαλόνι και εισήλθε . Και ενώ στεκόταν εκεί , εξετάζοντας της παλιές τοιχογραφίες και τους πίνακες , ο ήχος από τα βαριά βήματα πίσω της την έκανε να παγώσει . Γύρισε αργά και αντίκρισε τον κ. Κ. , κάνοντας την να πηδήξει ως το ταβάνι από το τρόμο . Ψηλός ντυμένος με ρούχα από μια άλλη εποχή φορώντας μια λευκή μάσκα κρύβοντας όλα του τα χαρακτηριστικά εκτός από εκείνα τα μάτια , που την αιχμαλωτισαν στη στιγμή , αναδύοντας έναν απόκοσμο πόνο , δίνοντας την αίσθηση του γνωριμου , του οικιού για χρόνια .
«Είσαι η Μπελ , έτσι δεν είναι ;» είπε η βαθιά φωνή του γεμάτη με σκοτάδι
«Μάλιστα ….εμ …κύριε Κ.»απάντηση , νιώθοντας την ανάσα της να κόβεται «Ήρθα για την …εε..την εκτίμηση …»
«Ξέρω γιατί είσαι εδώ « τη διέκοψε , με ένα απόκοσμο αναδυόμενο βρυχηθμο , ‘αχ και να μπορούσε να έβλεπε το πρόσωπο του ‘ σκέφτηκε …»Αλλά αυτή η έπαυλη έχει τους δικούς της κανόνες , πρόσεξε που πατάς Μπελ .Οι σκιεβ εδώ κρύβουν περισσότερα από όσα φαντάζεσαι «.
Η προειδοποίηση του την άφησε άναυδη , ο τρόπος που μιλούσε σαν να ήξερε πράγματα που εκείνη αγνοούσε , την έκανε να αναρωτιέται αν είχε κάνει λάθος που ήρθε .
«Στον όροφο όπως ανεβαίνεις την κυρία σκάλα , η δεύτερη πόρτα στο δεξί σου χέρι είναι το δωμάτιο όπου θα μείνεις όσο είσαι εδώ…αρκετά για σήμερα …σε λίγο νυχτώνει « είπε γυρίζοντας την πλάτη προώθηση την Μπελ και έφυγε από το χώρο χωρίς να πει τίποτα άλλο .
Η Μπελ , εξαντλημένη από τη μέρα αποφάσισε να χαλαρώσει με ένα ζεστό μπάνιο . Τα αρώματα από τα αιθέρια έλαια που υπήρχαν στην πανέμορφη μπανιέρα μπροστά στο τεράστιο κρεβάτι της , γέμιζαν το δωμάτιο υπέροχες και μεθυστικές μυρωδιές , ενώ το τζάκι έριχνε απαλά φως στις σκιές του δωματίου . Μόλις είχε μπει στο δωμάτιο αντίκρυσε την μπανιέρα γεμάτη αχνιστό νερό έτοιμο προς χρήση και στο τζάκι μια υπέροχη φωτιά που είχε ζεστάνει το δωμάτιο που της παραχώρησε . Χωρίς όμως να το γνωρίζει και ενώ το σκοτάδι έξω έπεφτε βαρύ κάνοντας το δωμάτιο λιγότερο φωτεινό , ο οικοδεσπότης της στεκόταν πίσω από κρυφο σημείο έξω από το δωμάτιο , παρακολουθώντας την να απαλλάσσεται από τα ρούχα που την περιβάλλουν αποκαλύπτοντας το γεμάτο καμπύλες και χυμώδες σώμα της , αφήνοντας τα μακριά λαμπερά μαλλιά της να πέφτουν απαλά στους ώμους της κάνοντας τον να θέλει να την ποθεί όσο καμία άλλη γυναίκα .
Μέσα σε αυτή την αναζωογονητική ατμόσφαιρα από τα έλαια και ενώ το τζάκι φώτιζε απαλά το δωμάτιο η Μπελ αποκοιμήθηκε δίνοντας στον οικοδεσπότη της την ευκαιρία να εισέλθει στο δωμάτιο της για να την απολαύσει πιο κοντά . Ο κ. Κ. την προσέγγισε με όσο πιο αθόρυβα βήματα και κρατώντας την αναπνοή του ώστε να μην την ξυπνήσει, το κορμί της γυάλιζε από το νερό και τα έλαια ανάβοντας μια ξεχασμένη από καιρό φλόγα μέσα του , δίνοντας του την ελπιδα πως ίσως και σωθεί επιτέλους. Το λευκό της δέρμα και η λάμψη των μαλλιών της που έπεφταν απαλά πάνω της ήταν ένα μαγευτικό θέαμα , κάνοντας κάθε του σκέψη να γεμίσει με πόθο ,αν και δεν έπρεπε να την κάνει δική του χωρίς να το θέλει και η ίδια , μπορούσε όμως να την μετακινήσει από την μπανιέρα στο κρεβάτι για να την αφήσει να απολαύσει τα άγνωστα όνειρα της .
Βύθισε τα χέρια στο νερό αγγίζοντας σημεία του σώματος της ,την άρπαξε απαλά για να μην την ξυπνήσει και την έβγαλε στάζοντας νερά στο πάτωμα ενώ τηνα μετακινούσε γυμνή στο κρεβάτι . Το γαλήνιο πρόσωπο της μειδίασε για ένα κλάσμα αλλά ξανά ηρέμησε , αποδέχοντας την ζεστασιά και την αίσθηση των παπλωματων που της έβαλε από πάνω.
Και ενώ απομακρυνόταν οι μοίρες άρχισαν να μηχανοραφούν, ο πρώτος επισκέπτης της έκανε την εμφάνιση του στο όνειρο της , με μάτια γεμάτα σοφία γαύ μυστήριο . Την καλωσόρισε στη άλλωτε ανθισμένη και μαγική έπαυλη , στους γεμάτους λουλούδια κήπους , μια ηλιόλουστη μέρα , δείχνοντας της τον κ.Κ. χρόνια πριν , χωρίς μάσκα χωρίς το σκοτάδι στη ψυχή του .
«Ποιος είσαι ; Που βρίσκομαι ;» ρώτησε το αρχαίο πλάσμα με τα ανοιχτά χρυσαφένια μακριά μαλλιά ντυμένος με ρούχα άλλης εποχής κάνοντας κινήσεις αριστερά και δεξιά παρατηρώντας τα ρούχα όπου φόραγε πλέον και η ίδια ντυμένη σαν πριγκίπισσα .
«Το όνομα μου είναι Σίλβα , το πνεύμα του Παρελθόντος ,» με μια καμπάνιστή φωνούλα κάνοντας πέταλα από τα γύρω λουλούδια να τους περιτριγυρίζουν
«Ήρθα να σου αποκαλύψω τον πραγματικό λόγω που βρίσκεσαι εδώ , είσαι η σωτηρία μίάσ ψυχής και ενός ολόκληρου βασιλείου « της είπε πλησιάζοντας την και αγγίζοντας την στον ώμο .
Με μιας , βρέθηκαν σε ένα σημείο του κήπου που κανείς δεν μπορούσε να έρθει , ένα μυστικό σημείο όπου τα αρώματα από τα άνθη των τριανταφυλλων έκανε την Μπελ να νιώσει οικεία κάτι από το παρελθόν κάτι αδιόριστο .Μια σκηνή τρόμου διαδραματιζόταν , ο κυρίως της έπαυλης γονατισμένος μπροστά σε ένα γυναικείο άγαλμα μιας αρχαίας θεάς να κλαίει , μην μπορώντας να δει ακριβώς το πρόσωπο του , αλλά ήξερε ότι ήταν αυτός .Άρχισε να τον πλησιάζει αλλά εκεί που έφτασε σε απόσταση τόσο κοντινή εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξύπνησε συνειδητοποιώντας ότι είχε ξημερώσει και το δωμάτιο είχε κρυώσει πλέον , στο τζάκι είχαν μείνει μόνο στάχτες και αποκαΐδια από την βραδινή φωτιά .
Σηκώθηκε ντύθηκε ζεστά και κατέβηκε στο κυρίως οίκημα για να ξεκινήσει τη δουλειά για την οποία ήταν εκεί .
Έκανε μια βόλτα ψάχνοντας την βιβλιοθήκη του οικισματος όπου εκεί ήταν το μεγαλύτερο κομμάτι αντικείμενων προς αξιολόγηση . Το μυαλό της είχε κολλήσει στο όνειρο της προηγούμενης νύχτασ και στον κ. Κ. , πόσο ήθελε να τον δει χωρίς μάσκα ,το είχε ανάγκη κάτι μέσα της την ωθούσε να μάθει , κανείς στο γραφείο δεν μίλαγε για αυτο όσες προσπάθειες και αν είχε κάνει κανείς δεν ανοίγει στόμα να μιλήσει .
Και εκεί που βρήκε την βιβλιοθήκη εκεί βρήκε και τον άντρα που το όνομα του απαγορευόταν να ακουστεί , καθόταν σε μια πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι και διάβαζε ένα βιβλίο που φαινόταν πολύ παλιό .
«Κακαλημερα …» είπε διστακτικά και σχεδόν ψιθυριστά
« Καλημέρα» απάντησε κοφτά χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει , δίνοντας της να καταλάβει ότι αυτό ήταν όλο και όλο που θα άκουγε από τον ίδιο .
Και κάπως έτσι η μέρα της ξεκίνησε με χωμένη με μια λίστα αντικειμένων που έπρεπε να ταξινομήσει , να φωτογραφίσει και να αξιολογήσει σε τη κατάσταση ήταν .
Η νύχτα πάλι ήρθε και αφού ο οικοδεσπότης της είχε εξαφανιστεί ξανά μέσα στα σκοτάδια της έπαυλης αφήνοντας την , κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της κουρασμένη και πεινασμένη . Ανοίγοντας τη πόρτα την περίμενε ένα τραπέζι γεμάτο διάφορες λιχουδιές γλυκές και αλμυρές , το τζάκι να καίει και να ζεσταίνει το δωμάτιο και την μπανιέρα ξανά γεμάτη με ζεστό νερό για να βυθιστεί πάλι μέσα.
Αναρωτιόταν ποιος και ποτέ τα είχε ετοιμάσει και πως , μιας και δεν είχε δει κανέναν τριγύρω εκτός από την ίδια και τον σκοτεινό οικοδεσπότη της . Άρπαξε ένα λαχταριστό κρουασανάκι και άρχισε να γδύνεται πάλι για να μπει στην μπανιέρα που σήμερα ήταν γεμάτη ροδοπέταλα όλων των χρωμάτων του ουράνιου τόξου , και χρώματα που κανείς δεν είχε αντικρίσει ξανά σε τριαντάφυλλα , ο χιονιάς έξω καλά βαστούσε . Aπό την ώρα που μπήκε στη βιβλιοθήκη το πρωι , ένιωθε τα μάτια του να παρακολουθούν κάθε της κίνηση , ένιωθε την παρουσία του ακόμα και τώρα μέσα στη μπανιέρα χωρίς να ξέρει πως όντως ήταν στις σκιές και την κοίταζε μαγεύοντας τον και κάπως έτσι , τα μάτια της έκλεισαν και αποκοιμήθηκε για ακόμα μια νύχτα στη μπανιέρα μέσα .
Όπως και το προηγούμενο βράδυ , ο Κ. μπήκε πάλι αθόρυβα μέσα και την μετακίνησε στο κρεβάτι αν και αυτή τη φορά δεν έφυγε αμέσως , μιας και ήθελε για μια φορά να αγγίξει το κορμί της σε όλη του την έκταση . Χυμώδες και με καμπύλες κάτω από τα δάχτυλα του κοκκινίζε στο πέρασμα της παλάμης τους κάνοντας την να αναδύεται από εκείνα τα όνειρα που την τράβηξαν , αν και χωρίς συνείδηση του τη γινόταν η Μπελ ένιωθε το άγγιγμα του και το ήθελε το ποθούσε . Μέχρι που χάθηκε πάλι σε μια ομίχλη φωτός , αυτή τη φορά την ταξίδεψε σε γνώριμη εποχή , τώρα έβλεπε τον Κ. μια έναστρη νύχτα με το χιονισμένο τοπίο .
Το δωμάτιο όπου βρίσκονταν δεν της ήταν γνώριμο αλλά ήταν οικείο , και ο Κ. καθόταν μπροστά σε κάποιο τραπέζι κρύβοντας με το σώμα του κάτι που λαμπυρίζε , κάτι που την καλούσε …»Μπελ..»
«Μην φοβάσαι , Μπελ. « είπε μια καμπάνιστή γυναικεία φωνούλα , κάνοντας την να πετάγεται στον αέρα . «Είμαι εδώ για να σου δείξω τι μπορεί να γίνει , Μπελ είσαι εδώ γιατί σε καλέσαμε « Και μέσα σε μια τουλίπα απο καπνο εμφανίστηκε η Λούνα , το πνεύμα του Μέλλοντος , αποκαλύπτοντας της το αντικείμενο που ο οικοδεσπότης της κοίταζε , ένα τριαντάφυλλο , ένα λαμπερό ιριδίζων τριαντάφυλλο .
Και τότε ξύπνησε , και ήξερε μέσα της τι έπρεπε να κάνει , σηκώθηκε και έβαλε το πρβτο ρούχο που βρήκε μπροστά της ένα απαλό ζεστό νυχτικό και άρχισε να τρέχει προς τον πυργίσκο ξέροντας ότι δεν είχε πολύ χρόνο . Ήταν χριστούγεννα και τελευταία μέρα , είχε δει τα τελευταία πέταλα του τριαντάφυλλου να πέφτουν με έπρεπε να τον βρει πριν να είναι αργά . Και εκεί που κόντευε να φτάσει στη πόρτα του δωματίου άκουσε ένα ρολόι να χτυπάει , και την καρδιά της να ραγίζει , τα γόνατα της λύγισαν και μια κραυγή βγήκε από τα χείλη τη σ «Κάρολε «
Τα μάτια της θόλωσαν και είδε τον Κάρολο πεσμένο μέσα στο χιόνι να προσπαθεί να φτάσει στο άγαλμα της θεάς .
«Ξέρω που είναι « μονολόγησε και άρχισε να τρέχει προς την έξοδο της έπαυλης . Αν και είχε κρύο έξω βγήκε έτσι σχεδόν γυμνή έξω τρέχοντας προς το μέρος που ήταν ο Κάρολος .
«Τρέχα , πριν πέσει το τελευταίο πέταλο τρεχα σωσε τον « της φώναξε μια μικρή μορφή , Σερενίτη το πνεύμα του παρόντος .
Μέσα σε λίγα λεπτά έφτασε στο σημείο που ήταν πεσμένος , αντί να φοβηθεί έτρεξε κοντά του τον άρπαξε και τον γύρισε .Η επαφή τους ήταν εκρηκτική και βαθιά , ο Κάρολος την κοίταξε με μάτια γεμάτα ανάγκη για απελευθέρωση την άγγιξε στο μάγουλο προσπαθώντας να χαμογελάσει .
«Εδώ είμαι , Κάρολε « του είπε και τον φίλησε .
ΜΕ μια εκτυφλωτική λάμψη τα πάντα γύρω τους άλλαξαν μαζί με τον Κάρολο , το τέρας που ήταν μεταμορφώθηκε στον γοητευτικό άντρα που ήταν πριν τη κατάρα . Η λύτρωση είχε έρθει και η κατάρα είχε σπάσει , ο χειμώνας είχε εξαφανιστεί και όλος ο τόπος άνθισε .
Ο κάρολος την άρπαξε στην αγκαλιά του και την μετέφερε στον πυργίσκο ενώ καθ όλη τη διαδρομή τα χείλος τους δεν ξεκόλλησαν ανεβάζοντας το πάθος στα ύψη , η έπαυλη πλέον ως δια μαγείας ήταν στολισμένη χριστουγεννιάτικα και ακουγόταν μουσική και μελωδίες . Το φως των Χριστουγέννων γέμισε τα δωμάτια , ενώ το χιόνι έξω αν και αρκετό είχε λιώσει όπου είχαν ανθίσει.
Με το που άνοιξε την πόρτα του δωματίου του την οδήγησε στο κρεβάτι και άρχισε να της κάνει γλυκό έρωτα χωρίς τέλος .Οι μέρες πλέον θα κυλούσαν γεμάτες αγάπη και μαγεία στην έπαυλη των ρόδων , ο ένας ανήκε στον άλλον . Από εδώ και πέρα οι γιορτές των Χριστουγέννων δεν ήταν μαγικές και υπέροχες .