Ο Μανσούρ ένιωσε το ψυχρό νυχτερινό αεράκι που ερχόταν από την έρημο στο πρόσωπό του, καθώς έκλεινε τα μάτια του και προσηλωνόταν νοερά στο στόχο του. Το φρούριο ήταν απέναντί του και ήταν έτοιμο να τον υποδεχθεί, καθώς θα εφάρμοζε το τρελό του σχέδιο για να σώσει την αδερφή του από το χαρέμι του χαλίφη. Η απομονωμένη φυλακή που φυλασσόταν από αιθέρια πνεύματα υπό τις διαταγές των μάγων του χαλίφη, είχε πύλες σιδερένιες και τόσο βαριές που ήταν αδύνατον για οποιονδήποτε θνητό να τις σηκώσει. Μόνο η γιγάντια καμήλα που ζούσε στην είσοδο και ήταν δεμένη με τη χοντρή αλυσίδα, μπορούσε να τραβήξει με την υπεράνθρωπη δύναμή της και να σηκώσει την κεντρική πύλη, ώστε να μπορεί να περάσει ο χαλίφης και να φτάσει στις κοπέλες που αποτελούσαν το ξακουστό του χαρέμι. Ο άρχοντας του χαλιφάτου ανακοίνωνε κάθε βράδυ την άφιξή του κρούοντας τα τεράστια χρυσά κύμβαλα που είχαν τοποθετηθεί στην είσοδο, πριν θέσει στις τέσσερις εσοχές τα τέσσερα μαγικά πετράδια με τα οποία έπεφτε η γέφυρα. Μέσω αυτής διέσχιζε με ασφάλεια την τάφρο, η οποία ήταν γεμάτη με μυτερά παλούκια και χρυσούς σαρκοφάγους σκαραβαίους, που ήταν έτοιμοι να καταβροχθίσουν όποιον απρόσεκτο έπεφτε από τη γέφυρα ή τοποθετούσε τα πετράδια με λάθος τρόπο στις σχισμές. Ο ήρωας αυτά τα γνώριζε και είχε προετοιμαστεί κατάλληλα. Αυτό που δε γνώριζε όμως ήταν ότι ένα πνεύμα είχε συγκινηθεί από τα δάκρυα της αδερφής του και προσπαθούσε όλον αυτόν τον καιρό να την παρηγορήσει. Αλλά μάταια. Πόση μπορεί να είναι η απελπισία ενός νεαρού κοριτσιού, ώστε να συγκινηθεί ένα ον που μπροστά από τα μάτια του είχαν περάσει χιλιετίες;
Κρυμμένος μέσα στο βαθύ σκοτάδι, ανάμεσα στους μιναρέδες, παρατηρούσε το απόρθητο φρούριο και αναλογιζόταν την πρόκληση. Η τάφρος λαμπύριζε από τη χρυσαφένια επιφάνεια των σκαραβαίων, μια σκοτεινή υπενθύμιση του κινδύνου που ελλόχευε κάτω από τη γέφυρα. Μέσα στο χαρέμι, το πνεύμα, παγιδευμένο με πανάρχαια ξόρκια, παρατηρούσε την αδερφή που οι λυγμοί της αντηχούσαν στους ψυχρούς πέτρινους διαδρόμους. Το πνεύμα είχε αναπτύξει μια ανεξήγητη συμπάθεια για τη θλιμμένη κοπέλα, ενώ παράλληλα είχε να διαχειριστεί τη δική του αιώνια σκλαβιά. Η κοπέλα σκεφτόταν τον αδερφό της. Όταν την είχαν πάρει, είχε ορκιστεί ότι θα κάνει ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να την απελευθερώσει. Κάθε νύχτα κοιτούσε μέσα από τα κάγκελα των παραθύρων με την ελπίδα να τον δει. Έτσι την έβρισκε κάθε φορά το πρωινό, γερμένη στο παράθυρο από την εξάντληση και το κλάμα. Ο Μανσούρ, οπλισμένος με ορισμένα πολύτιμα αντικείμενα, την εξυπνάδα του και την αλύγιστη αποφασιστικότητά του, ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει τους μάγους, να ξεγελάσει τα πνεύματα και να ανακτήσει την ελευθερία της αγαπημένης του αδερφής. Θα ήταν ένας χορός πονηριάς και θάρρους, όπου κάθε κίνηση θα μπορούσε να είναι και η τελευταία του.
Πήδηξε από το υπερυψωμένο σημείο από όπου παρατηρούσε το φρούριο και όρμησε προς τους φρουρούς, με το γιαταγάνι ξεθηκαρωμένο. Την εξωτερική πύλη φυλούσαν μόνο δύο άντρες, αφού χωρίς τα πετράδια δεν μπορούσε έτσι και αλλιώς να περάσει κανείς. Τους ξάφνιασε και πρόλαβε να κόψει στη μέση το κεφάλι του πρώτου, βλέποντας τα δύο κομμάτια να πέφτουν πλαγίως και το περιεχόμενο του κρανίου να χύνεται στο στήθος του ηττημένου. Απέκρουσε εγκαίρως την αιχμή από το δόρυ του δεύτερου και χτύπησε αστραπιαία και χωρίς δισταγμό, κόβοντάς του το χέρι από τον ώμο, τον έριξε κάτω και του πάτησε το λαρύγγι για να τον σωπάσει για πάντα. Το βλέμμα του ετοιμοθάνατου μαρτυρούσε την αγωνία του, ο Μανσούρ όμως δεν είχε μέσα του ίχνος λύπησης. Οποιαδήποτε συμπόνοια είχε χαθεί την ημέρα που έστεκε ανήμπορος να βλέπει να αρπάζουν την αδερφή του και να την παίρνουν μακριά στη σκλαβιά. Πλησίασε την πύλη και έβγαλε τα Πετράδια της Gerrha από το σάκο του. Λαμπύριζαν στην παλάμη του, επιδεικνύοντας δύναμη και ασύγκριτη ομορφιά, η οποία έκρυβε όμως σκοτεινή μαγεία. Του είχε πάρει μήνες να τα βρει, ακολουθώντας τις οδηγίες ενός ερημίτη που είχε βρει καταφύγιο σε μια σπηλιά και ζούσε σαν αγρίμι, μακριά από την πόλη και την κυριαρχία του τυραννικού χαλίφη. Σοφός αλλά και τρελαμένος συνάμα, τον οδήγησε σε ένα αρχαίο παλάτι, θαμμένο κάτω από την απέραντη άμμο. Εκεί βρήκε όλα εκείνα τα πανίσχυρα και μυστικιστικά αντικείμενα που χρειαζόταν για να ανοίξει την πύλη και να αντισταθεί στη μαγεία και τις απόκοσμες δυνάμεις των μάγων και των αθάνατων υπηρετών τους. Χρειάστηκε να περιδιαβαίνει τους δρόμους της πόλης, ρωτώντας ανθρώπους που συνήθως αποδεικνύονταν απατεώνες και διαβάζοντας ατελείωτους αρχαίους παπύρους, που έκρυβαν προαιώνια γνώση. Άλλη τόση προσπάθεια χρειάστηκε για να μάθει τις κινήσεις των φρουρών και του χαλίφη, αλλά και πληροφορίες για άλλες σκοτεινές πτυχές του τρομερού φρουρίου. Τοποθέτησε τα πετράδια στις σχισμές. Σε περίπτωση αποτυχίας, το έδαφος θα άνοιγε κάτω από τα πόδια του και θα κατέληγε βορά των σκαραβαίων. Όμως η πύλη άνοιξε και η γέφυρα χαμήλωσε πάνω από την τάφρο. Τα μυτερά παλούκια και οι σκαραβαίοι δε γεύτηκαν ανθρώπινη σάρκα εκείνο το βράδυ.
Πάτησε τη γέφυρα και άκουσε τους τριγμούς του ξύλου να προειδοποιούν δυσοίωνα για τη μοίρα του τολμηρού εισβολέα. Δε θα τον πτοούσε όμως τίποτα. Προχώρησε χωρίς δισταγμό προς τη γιγάντια καμήλα. Το ζώο γύρισε και τον κοίταξε, αψηφώντας την παρουσία του. Χρειάζονταν τουλάχιστον δέκα άντρες να τη σύρουν από τα γκέμια, προκειμένου να τραβήξει την αλυσίδα και να σηκώσει την εσωτερική πύλη. Δε θα έκανε βήμα για ένα θρασύ νεαρό. Όλα άλλαξαν όμως όταν ο Μανσούρ έβγαλε το Μενταγιόν της Al-Faw και το κούνησε τέσσερις φορές μπροστά από τα μάτια της καμήλας. Το θεόρατο πλάσμα υπνωτίστηκε και άρχισε να προχωράει υπάκουα προς το μέρος του, τραβώντας την αλυσίδα και υψώνοντας την εσωτερική πύλη. Τον υποδέχτηκε ένας μακρύς διάδρομος φωτισμένος σε όλο του το μήκος από πυρσούς, στερεωμένους σε μπρούτζινα στηρίγματα. Έτρεξε πάνω στα πορφυρά χαλιά με τα χρυσά ρέλια και αντιμετώπισε την επόμενη φουρνιά φρουρών. Ήταν όμως θνητοί και δεν τον προβλημάτισαν ιδιαίτερα, αφού είχε έρθει προετοιμασμένος για να υπερνικήσει πλάσματα από τη διάσταση των νεκρών και ανθρώπους που είχαν πουλήσει την ψυχή τους στους άρχοντες της κόλασης, για να αποκτήσουν τα μυστικά της παντοδυναμίας. Με γρήγορες κινήσεις του σπαθιού του άφησε πίσω του δύο νεκρούς και δύο ακρωτηριασμένους φρουρούς, με τα ουρλιαχτά της οδύνης τους να του προκαλούν ευχαρίστηση και να του δίνουν δύναμη για να συνεχίσει στο επόμενο στάδιο της περιπέτειάς του, που ήταν και το πιο δύσκολο. Εκεί δε θα είχε να κάνει με ανθρώπους αλλά με τα αθάνατα πνεύματα, που είχαν εντολές από τους άρχοντες μάγους να μην αφήσουν ψυχή να πλησιάσει τις καλλονές του χαλίφη. Είχε όμως έρθει εξοπλισμένος για να υπερπηδήσει και αυτό το εμπόδιο, χάρη στον αμύθητο θησαυρό που είχε βρει στα ερείπια, στα βάθη της ερήμου.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα του χαρεμιού. Οι περισσότερες κοπέλες, μόλις είδαν τη βρώμικη μορφή του, τρόμαξαν και έτρεξαν να κρυφτούν. Οι μεγαλύτερες έθεσαν θαρραλέα τα κορμιά τους στη μέση για να προστατεύσουν τις νεαρότερες. Τις αγνόησε και άρχισε να αναζητά την αδερφή του. Τα πνεύματα τον αντιλήφθηκαν και όρμησαν κατά πάνω του, βγάζοντας φρικιαστικά ουρλιαχτά, σαν θύελλα που λυσσομανάει. Ο Μανσούρ έβγαλε μέσα από το μανδύα του τον Καθρέφτη των Al-Okhdood και τον έστρεψε προς τους επιτιθέμενους αντιπάλους του. Ο καθρέφτης γέμισε φρίκη τα πνεύματα. Τους θύμισε τη ζωή που απολάμβαναν κάποτε και τα έκανε να συνειδητοποιήσουν πόσο άθλιες υπάρξεις είχαν καταντήσει. Κάπου ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Ούτε ζωντανοί ούτε νεκροί. Μόνο άμοιροι υπηρέτες των αδίστακτων μάγων, που δεν άφηναν τις ψυχές τους ήρεμες για να γαληνέψουν επιτέλους. Τα πνεύματα υποχώρησαν ουρλιάζοντας ακόμα πιο φρικιαστικά από πριν, δείχνοντας έτσι την απέραντη θλίψη τους. Ο Μανσούρ, για πρώτη φορά εκείνη τη νύχτα, ένιωσε λύπηση. Ευχήθηκε να μπορούσε να χαρίσει στα πνεύματα το δώρο του θανάτου. Όμως είχε πιο σημαντικό σκοπό. Είχε να σώσει την αδερφή του, η οποία βρισκόταν ακόμα στον κόσμο των ζωντανών. Πλησίασε τις κοπέλες ψάχνοντας να τη βρει. Ήταν κουλουριασμένη σε μια γωνία και έτρεμε εξαιτίας των ουρλιαχτών των πνευμάτων. Δεν τον είχε δει όταν είχε περάσει το κατώφλι, προτιμώντας να μένει με τα μάτια κλειστά και να κρατάει μακριά της τη φασαρία και τους κινδύνους του κόσμου. Την έπιασε από τον ώμο και της ψιθύρισε γλυκά για να την καθησυχάσει. Άνοιξε τα μάτια και της κόπηκε η ανάσα από την έκπληξη. Μια σπίθα ελπίδας τόλμησε να ανάψει μέσα της.
Τότε μια από τις κοπέλες του χαρεμιού, νομίζοντας ότι ήταν εχθρός τους, άρπαξε τον καθρέφτη από τα χέρια του και τον πέταξε στο πάτωμα θρυμματίζοντάς τον. Ο Μανσούρ ένιωσε την απελπισία να τον τυλίγει μαζί με τα πνεύματα τα οποία αμέσως τον περικύκλωσαν, διαισθανόμενα ότι ήταν πια αβοήθητος. Αγκάλιασε την αδερφή του και ετοιμάστηκε να γίνει και αυτός σαν τα πνεύματα που πολεμούσε. Δεν υπήρχαν άλλα μαγικά αντικείμενα για να τον προστατέψουν. Ο θάνατος όμως δεν ήρθε εκείνη τη στιγμή, γιατί το πνεύμα που είχε πάρει την κοπέλα υπό την προστασία του, μπήκε ανάμεσα στο ζευγάρι και τους όμοιούς του. Δε θα τους άφηνε να κάνουν κακό σε εκείνη ή στον αδερφό της. Ήθελε να τη δει ελεύθερη και χαμογελαστή, όπως της άξιζε. Ο Μανσούρ, βλέποντας την ευκαιρία που τους είχε δοθεί, τράβηξε την κοπέλα από το χέρι και άρχισαν να τρέχουν. Εκείνη αποτράβηξε το βλέμμα για να μη βλέπει τα πτώματα των φρουρών που είχαν προσπαθήσει να σταματήσουν τον αδερφό της. Βγήκαν από την πύλη και πέρασαν τα χρυσά κύμβαλα, που χτυπούσαν κάθε βράδυ για να αναγγείλουν την άφιξη του χαλίφη. Καθώς χάνονταν στα σκοτάδια της ερήμου, ένα ζευγάρι πανάρχαια μάτια τούς παρατηρούσε από μακριά με ικανοποίηση. Όταν οι μάγοι συνειδητοποιούσαν τι είχε συμβεί, θα καταδίκαζαν το πνεύμα σε εξορία στη διάσταση της ανυπαρξίας. Για πρώτη φορά όμως, μετά από αιώνες, ένιωσε ότι η θλιβερή του υπόσταση εξυπηρετούσε έναν αληθινό σκοπό.
**********
"Θα πληρώσεις ακριβά για την προδοσία σου. Θα βασανιστείς για μέρες πριν σε εξορίσουμε παντοτινά" είπε ο μάγος.
"Μας έχεις κρατήσει σε αιχμαλωσία πολύ καιρό μάγε. Εσύ και οι όμοιοί σου θα μετανιώσετε για την αυθάδειά σας να θεωρείτε τους εαυτούς σας ανώτερους από την αθάνατη φύση μας. Μας έχετε υποτιμήσει και αυτό δε θα σας βγει σε καλό" απάντησε το πνεύμα αψηφώντας τον.
"Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να εκσφενδονίζεις κούφιες απειλές και να φέρνεις τον εαυτό σου σε πιο δυσμενή θέση. Μη δοκιμάζεις άλλο τα όρια της υπομονής μου πνεύμα".
"Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να φέρει η μοίρα. Τα πάντα μπορεί να αλλάξουν μέσα σε μια στιγμή".
Ο μάγος δεν είχε αντιληφθεί ότι όση ώρα μιλούσε με το αιχμαλωτισμένο πνεύμα, η κοπέλα από το χαρέμι που είχε σπάσει τον Καθρέφτη των Al-Okhdood, είχε μπει κρυφά στο δωμάτιο και τον είχε πλησιάσει με απειλητικές διαθέσεις. Γύρισε και την κοίταξε υπεροπτικά, σαν να είχε μπροστά του ένα ενοχλητικό ζωύφιο.
"Τι θέλεις νεαρή; Δε χρειάζεται κάποιος από εμάς τις υπηρεσίες σου. Το βράδυ που θα έρθει ο χαλίφης, μπορείς να τριφτείς στα πόδια του και να κερδίσεις την εύνοιά του".
"Δε θα ικετέψω ποτέ ξανά κανέναν τύραννο! Σήμερα απελευθερώνομαι και δε θα είμαι η μόνη!" είπε η κοπέλα και έβγαλε από τις πτυχές των ρούχων της ένα κομμάτι από τον πανίσχυρο καθρέφτη. Ο μάγος είδε μέσα σε αυτό όλη την ασχήμια της ψυχής του, που είχε παραμορφωθεί από τη δολιότητά του και τη χρήση σκοτεινών τεχνών της πιο αισχρής μορφής. Ούρλιαξε απελπισμένος και έχασε τη συγκέντρωσή του. Τα πνεύματα ανασάλεψαν, νιώθοντας τη δύναμη που τόσα χρόνια τα υπέτασσε να κλονίζεται. Όρμησαν στο μάγο και σε όσους της κάστας του βρίσκονταν μέσα στο φρούριο και ρούφηξαν με όρεξη τις αμαρτωλές ψυχές τους. Άφησαν τα πρόσωπά τους με στόματα ανοιχτά και με μάτια όπου φαινόταν μόνο το ασπράδι. Οι φρουροί που είχαν έρθει να αντικαταστήσουν αυτούς που είχε σκοτώσει ο Μανσούρ, έτρεξαν για να ξεφύγουν, κρίνοντας ότι δεν πληρώνονταν αρκετά για να τα βάλουν με πνεύματα από άλλη διάσταση και με δυνάμεις που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν.
Οι κοπέλες του χαρεμιού, βλέποντας τις πύλες ανοιχτές, τα πνεύματα απασχολημένα και τους φρουρούς να τρέχουν πανικόβλητοι, δεν έχασαν την ευκαιρία να δραπετεύσουν και να γευτούν μετά από χρόνια το γλυκό αέρα της ελευθερίας και πάλι. Εκείνο το βράδυ, όταν ο χαλίφης ήρθε για τη νυχτερινή του διασκέδαση, βρήκε μόνο τη γιγάντια καμήλα, τους αχόρταγους σκαραβαίους και τα πτώματα των μάγων του. Στο μέλλον, θα έπρεπε να προσβλέπει αλλού για τη διατήρηση της εξουσίας του. Κοιτάζοντας απελπισμένος το νυχτερινό ουρανό, νόμισε ότι είδε σκιές να χάνονται ανάμεσα στα αστέρια. Ανατρίχιασε και έδωσε εντολή στους άντρες του να τον πάρουν μακριά από εκείνο το καταραμένο μέρος.
Κρυμμένος μέσα στο βαθύ σκοτάδι, ανάμεσα στους μιναρέδες, παρατηρούσε το απόρθητο φρούριο και αναλογιζόταν την πρόκληση. Η τάφρος λαμπύριζε από τη χρυσαφένια επιφάνεια των σκαραβαίων, μια σκοτεινή υπενθύμιση του κινδύνου που ελλόχευε κάτω από τη γέφυρα. Μέσα στο χαρέμι, το πνεύμα, παγιδευμένο με πανάρχαια ξόρκια, παρατηρούσε την αδερφή που οι λυγμοί της αντηχούσαν στους ψυχρούς πέτρινους διαδρόμους. Το πνεύμα είχε αναπτύξει μια ανεξήγητη συμπάθεια για τη θλιμμένη κοπέλα, ενώ παράλληλα είχε να διαχειριστεί τη δική του αιώνια σκλαβιά. Η κοπέλα σκεφτόταν τον αδερφό της. Όταν την είχαν πάρει, είχε ορκιστεί ότι θα κάνει ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να την απελευθερώσει. Κάθε νύχτα κοιτούσε μέσα από τα κάγκελα των παραθύρων με την ελπίδα να τον δει. Έτσι την έβρισκε κάθε φορά το πρωινό, γερμένη στο παράθυρο από την εξάντληση και το κλάμα. Ο Μανσούρ, οπλισμένος με ορισμένα πολύτιμα αντικείμενα, την εξυπνάδα του και την αλύγιστη αποφασιστικότητά του, ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει τους μάγους, να ξεγελάσει τα πνεύματα και να ανακτήσει την ελευθερία της αγαπημένης του αδερφής. Θα ήταν ένας χορός πονηριάς και θάρρους, όπου κάθε κίνηση θα μπορούσε να είναι και η τελευταία του.
Πήδηξε από το υπερυψωμένο σημείο από όπου παρατηρούσε το φρούριο και όρμησε προς τους φρουρούς, με το γιαταγάνι ξεθηκαρωμένο. Την εξωτερική πύλη φυλούσαν μόνο δύο άντρες, αφού χωρίς τα πετράδια δεν μπορούσε έτσι και αλλιώς να περάσει κανείς. Τους ξάφνιασε και πρόλαβε να κόψει στη μέση το κεφάλι του πρώτου, βλέποντας τα δύο κομμάτια να πέφτουν πλαγίως και το περιεχόμενο του κρανίου να χύνεται στο στήθος του ηττημένου. Απέκρουσε εγκαίρως την αιχμή από το δόρυ του δεύτερου και χτύπησε αστραπιαία και χωρίς δισταγμό, κόβοντάς του το χέρι από τον ώμο, τον έριξε κάτω και του πάτησε το λαρύγγι για να τον σωπάσει για πάντα. Το βλέμμα του ετοιμοθάνατου μαρτυρούσε την αγωνία του, ο Μανσούρ όμως δεν είχε μέσα του ίχνος λύπησης. Οποιαδήποτε συμπόνοια είχε χαθεί την ημέρα που έστεκε ανήμπορος να βλέπει να αρπάζουν την αδερφή του και να την παίρνουν μακριά στη σκλαβιά. Πλησίασε την πύλη και έβγαλε τα Πετράδια της Gerrha από το σάκο του. Λαμπύριζαν στην παλάμη του, επιδεικνύοντας δύναμη και ασύγκριτη ομορφιά, η οποία έκρυβε όμως σκοτεινή μαγεία. Του είχε πάρει μήνες να τα βρει, ακολουθώντας τις οδηγίες ενός ερημίτη που είχε βρει καταφύγιο σε μια σπηλιά και ζούσε σαν αγρίμι, μακριά από την πόλη και την κυριαρχία του τυραννικού χαλίφη. Σοφός αλλά και τρελαμένος συνάμα, τον οδήγησε σε ένα αρχαίο παλάτι, θαμμένο κάτω από την απέραντη άμμο. Εκεί βρήκε όλα εκείνα τα πανίσχυρα και μυστικιστικά αντικείμενα που χρειαζόταν για να ανοίξει την πύλη και να αντισταθεί στη μαγεία και τις απόκοσμες δυνάμεις των μάγων και των αθάνατων υπηρετών τους. Χρειάστηκε να περιδιαβαίνει τους δρόμους της πόλης, ρωτώντας ανθρώπους που συνήθως αποδεικνύονταν απατεώνες και διαβάζοντας ατελείωτους αρχαίους παπύρους, που έκρυβαν προαιώνια γνώση. Άλλη τόση προσπάθεια χρειάστηκε για να μάθει τις κινήσεις των φρουρών και του χαλίφη, αλλά και πληροφορίες για άλλες σκοτεινές πτυχές του τρομερού φρουρίου. Τοποθέτησε τα πετράδια στις σχισμές. Σε περίπτωση αποτυχίας, το έδαφος θα άνοιγε κάτω από τα πόδια του και θα κατέληγε βορά των σκαραβαίων. Όμως η πύλη άνοιξε και η γέφυρα χαμήλωσε πάνω από την τάφρο. Τα μυτερά παλούκια και οι σκαραβαίοι δε γεύτηκαν ανθρώπινη σάρκα εκείνο το βράδυ.
Πάτησε τη γέφυρα και άκουσε τους τριγμούς του ξύλου να προειδοποιούν δυσοίωνα για τη μοίρα του τολμηρού εισβολέα. Δε θα τον πτοούσε όμως τίποτα. Προχώρησε χωρίς δισταγμό προς τη γιγάντια καμήλα. Το ζώο γύρισε και τον κοίταξε, αψηφώντας την παρουσία του. Χρειάζονταν τουλάχιστον δέκα άντρες να τη σύρουν από τα γκέμια, προκειμένου να τραβήξει την αλυσίδα και να σηκώσει την εσωτερική πύλη. Δε θα έκανε βήμα για ένα θρασύ νεαρό. Όλα άλλαξαν όμως όταν ο Μανσούρ έβγαλε το Μενταγιόν της Al-Faw και το κούνησε τέσσερις φορές μπροστά από τα μάτια της καμήλας. Το θεόρατο πλάσμα υπνωτίστηκε και άρχισε να προχωράει υπάκουα προς το μέρος του, τραβώντας την αλυσίδα και υψώνοντας την εσωτερική πύλη. Τον υποδέχτηκε ένας μακρύς διάδρομος φωτισμένος σε όλο του το μήκος από πυρσούς, στερεωμένους σε μπρούτζινα στηρίγματα. Έτρεξε πάνω στα πορφυρά χαλιά με τα χρυσά ρέλια και αντιμετώπισε την επόμενη φουρνιά φρουρών. Ήταν όμως θνητοί και δεν τον προβλημάτισαν ιδιαίτερα, αφού είχε έρθει προετοιμασμένος για να υπερνικήσει πλάσματα από τη διάσταση των νεκρών και ανθρώπους που είχαν πουλήσει την ψυχή τους στους άρχοντες της κόλασης, για να αποκτήσουν τα μυστικά της παντοδυναμίας. Με γρήγορες κινήσεις του σπαθιού του άφησε πίσω του δύο νεκρούς και δύο ακρωτηριασμένους φρουρούς, με τα ουρλιαχτά της οδύνης τους να του προκαλούν ευχαρίστηση και να του δίνουν δύναμη για να συνεχίσει στο επόμενο στάδιο της περιπέτειάς του, που ήταν και το πιο δύσκολο. Εκεί δε θα είχε να κάνει με ανθρώπους αλλά με τα αθάνατα πνεύματα, που είχαν εντολές από τους άρχοντες μάγους να μην αφήσουν ψυχή να πλησιάσει τις καλλονές του χαλίφη. Είχε όμως έρθει εξοπλισμένος για να υπερπηδήσει και αυτό το εμπόδιο, χάρη στον αμύθητο θησαυρό που είχε βρει στα ερείπια, στα βάθη της ερήμου.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα του χαρεμιού. Οι περισσότερες κοπέλες, μόλις είδαν τη βρώμικη μορφή του, τρόμαξαν και έτρεξαν να κρυφτούν. Οι μεγαλύτερες έθεσαν θαρραλέα τα κορμιά τους στη μέση για να προστατεύσουν τις νεαρότερες. Τις αγνόησε και άρχισε να αναζητά την αδερφή του. Τα πνεύματα τον αντιλήφθηκαν και όρμησαν κατά πάνω του, βγάζοντας φρικιαστικά ουρλιαχτά, σαν θύελλα που λυσσομανάει. Ο Μανσούρ έβγαλε μέσα από το μανδύα του τον Καθρέφτη των Al-Okhdood και τον έστρεψε προς τους επιτιθέμενους αντιπάλους του. Ο καθρέφτης γέμισε φρίκη τα πνεύματα. Τους θύμισε τη ζωή που απολάμβαναν κάποτε και τα έκανε να συνειδητοποιήσουν πόσο άθλιες υπάρξεις είχαν καταντήσει. Κάπου ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Ούτε ζωντανοί ούτε νεκροί. Μόνο άμοιροι υπηρέτες των αδίστακτων μάγων, που δεν άφηναν τις ψυχές τους ήρεμες για να γαληνέψουν επιτέλους. Τα πνεύματα υποχώρησαν ουρλιάζοντας ακόμα πιο φρικιαστικά από πριν, δείχνοντας έτσι την απέραντη θλίψη τους. Ο Μανσούρ, για πρώτη φορά εκείνη τη νύχτα, ένιωσε λύπηση. Ευχήθηκε να μπορούσε να χαρίσει στα πνεύματα το δώρο του θανάτου. Όμως είχε πιο σημαντικό σκοπό. Είχε να σώσει την αδερφή του, η οποία βρισκόταν ακόμα στον κόσμο των ζωντανών. Πλησίασε τις κοπέλες ψάχνοντας να τη βρει. Ήταν κουλουριασμένη σε μια γωνία και έτρεμε εξαιτίας των ουρλιαχτών των πνευμάτων. Δεν τον είχε δει όταν είχε περάσει το κατώφλι, προτιμώντας να μένει με τα μάτια κλειστά και να κρατάει μακριά της τη φασαρία και τους κινδύνους του κόσμου. Την έπιασε από τον ώμο και της ψιθύρισε γλυκά για να την καθησυχάσει. Άνοιξε τα μάτια και της κόπηκε η ανάσα από την έκπληξη. Μια σπίθα ελπίδας τόλμησε να ανάψει μέσα της.
Τότε μια από τις κοπέλες του χαρεμιού, νομίζοντας ότι ήταν εχθρός τους, άρπαξε τον καθρέφτη από τα χέρια του και τον πέταξε στο πάτωμα θρυμματίζοντάς τον. Ο Μανσούρ ένιωσε την απελπισία να τον τυλίγει μαζί με τα πνεύματα τα οποία αμέσως τον περικύκλωσαν, διαισθανόμενα ότι ήταν πια αβοήθητος. Αγκάλιασε την αδερφή του και ετοιμάστηκε να γίνει και αυτός σαν τα πνεύματα που πολεμούσε. Δεν υπήρχαν άλλα μαγικά αντικείμενα για να τον προστατέψουν. Ο θάνατος όμως δεν ήρθε εκείνη τη στιγμή, γιατί το πνεύμα που είχε πάρει την κοπέλα υπό την προστασία του, μπήκε ανάμεσα στο ζευγάρι και τους όμοιούς του. Δε θα τους άφηνε να κάνουν κακό σε εκείνη ή στον αδερφό της. Ήθελε να τη δει ελεύθερη και χαμογελαστή, όπως της άξιζε. Ο Μανσούρ, βλέποντας την ευκαιρία που τους είχε δοθεί, τράβηξε την κοπέλα από το χέρι και άρχισαν να τρέχουν. Εκείνη αποτράβηξε το βλέμμα για να μη βλέπει τα πτώματα των φρουρών που είχαν προσπαθήσει να σταματήσουν τον αδερφό της. Βγήκαν από την πύλη και πέρασαν τα χρυσά κύμβαλα, που χτυπούσαν κάθε βράδυ για να αναγγείλουν την άφιξη του χαλίφη. Καθώς χάνονταν στα σκοτάδια της ερήμου, ένα ζευγάρι πανάρχαια μάτια τούς παρατηρούσε από μακριά με ικανοποίηση. Όταν οι μάγοι συνειδητοποιούσαν τι είχε συμβεί, θα καταδίκαζαν το πνεύμα σε εξορία στη διάσταση της ανυπαρξίας. Για πρώτη φορά όμως, μετά από αιώνες, ένιωσε ότι η θλιβερή του υπόσταση εξυπηρετούσε έναν αληθινό σκοπό.
**********
"Θα πληρώσεις ακριβά για την προδοσία σου. Θα βασανιστείς για μέρες πριν σε εξορίσουμε παντοτινά" είπε ο μάγος.
"Μας έχεις κρατήσει σε αιχμαλωσία πολύ καιρό μάγε. Εσύ και οι όμοιοί σου θα μετανιώσετε για την αυθάδειά σας να θεωρείτε τους εαυτούς σας ανώτερους από την αθάνατη φύση μας. Μας έχετε υποτιμήσει και αυτό δε θα σας βγει σε καλό" απάντησε το πνεύμα αψηφώντας τον.
"Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να εκσφενδονίζεις κούφιες απειλές και να φέρνεις τον εαυτό σου σε πιο δυσμενή θέση. Μη δοκιμάζεις άλλο τα όρια της υπομονής μου πνεύμα".
"Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να φέρει η μοίρα. Τα πάντα μπορεί να αλλάξουν μέσα σε μια στιγμή".
Ο μάγος δεν είχε αντιληφθεί ότι όση ώρα μιλούσε με το αιχμαλωτισμένο πνεύμα, η κοπέλα από το χαρέμι που είχε σπάσει τον Καθρέφτη των Al-Okhdood, είχε μπει κρυφά στο δωμάτιο και τον είχε πλησιάσει με απειλητικές διαθέσεις. Γύρισε και την κοίταξε υπεροπτικά, σαν να είχε μπροστά του ένα ενοχλητικό ζωύφιο.
"Τι θέλεις νεαρή; Δε χρειάζεται κάποιος από εμάς τις υπηρεσίες σου. Το βράδυ που θα έρθει ο χαλίφης, μπορείς να τριφτείς στα πόδια του και να κερδίσεις την εύνοιά του".
"Δε θα ικετέψω ποτέ ξανά κανέναν τύραννο! Σήμερα απελευθερώνομαι και δε θα είμαι η μόνη!" είπε η κοπέλα και έβγαλε από τις πτυχές των ρούχων της ένα κομμάτι από τον πανίσχυρο καθρέφτη. Ο μάγος είδε μέσα σε αυτό όλη την ασχήμια της ψυχής του, που είχε παραμορφωθεί από τη δολιότητά του και τη χρήση σκοτεινών τεχνών της πιο αισχρής μορφής. Ούρλιαξε απελπισμένος και έχασε τη συγκέντρωσή του. Τα πνεύματα ανασάλεψαν, νιώθοντας τη δύναμη που τόσα χρόνια τα υπέτασσε να κλονίζεται. Όρμησαν στο μάγο και σε όσους της κάστας του βρίσκονταν μέσα στο φρούριο και ρούφηξαν με όρεξη τις αμαρτωλές ψυχές τους. Άφησαν τα πρόσωπά τους με στόματα ανοιχτά και με μάτια όπου φαινόταν μόνο το ασπράδι. Οι φρουροί που είχαν έρθει να αντικαταστήσουν αυτούς που είχε σκοτώσει ο Μανσούρ, έτρεξαν για να ξεφύγουν, κρίνοντας ότι δεν πληρώνονταν αρκετά για να τα βάλουν με πνεύματα από άλλη διάσταση και με δυνάμεις που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν.
Οι κοπέλες του χαρεμιού, βλέποντας τις πύλες ανοιχτές, τα πνεύματα απασχολημένα και τους φρουρούς να τρέχουν πανικόβλητοι, δεν έχασαν την ευκαιρία να δραπετεύσουν και να γευτούν μετά από χρόνια το γλυκό αέρα της ελευθερίας και πάλι. Εκείνο το βράδυ, όταν ο χαλίφης ήρθε για τη νυχτερινή του διασκέδαση, βρήκε μόνο τη γιγάντια καμήλα, τους αχόρταγους σκαραβαίους και τα πτώματα των μάγων του. Στο μέλλον, θα έπρεπε να προσβλέπει αλλού για τη διατήρηση της εξουσίας του. Κοιτάζοντας απελπισμένος το νυχτερινό ουρανό, νόμισε ότι είδε σκιές να χάνονται ανάμεσα στα αστέρια. Ανατρίχιασε και έδωσε εντολή στους άντρες του να τον πάρουν μακριά από εκείνο το καταραμένο μέρος.
ΤΕΛΟΣ